ο-μιχάλης-μαλανδράκης-δυναμώνει-τις-1116193

Συνέντευξη

Ο Μιχάλης Μαλανδράκης «δυναμώνει τις εντάσεις» μέσα από το καινούργιο του βιβλίο

Ο 28χρονος μιλά στην Parallaxi για το δεύτερό του βιβλίο "Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ" και για τη ζωή ενός νέου συγγραφέα στην Ελλάδα.

Χρυσάνθη Αρχοντίδου
Χρυσάνθη Αρχοντίδου

Γέννημα θρέμμα Κρητικός, ο Μιχάλης Μαλανδράκης, μετά το συγγραφικό ντεμπούτο του «Patriot», επιστρέφει με το μυθιστόρημα «Δυναμώστε την μουσική, παρακαλώ», στο οποίο αναδεικνύει την κατακόρυφη πτώση του ήρωά του.

Επιστρέφοντας από το Σαράγεβο, ο ήρωας του βιβλίου του, ο Χάρης, μετά από τη φρικαλεότητα του πολέμου, με την οποία έχει έρθει αντιμέτωπος, αλλάζει ολοκληρωτικά την πορεία του με την στροφή στα τηλεπαιχνίδια, τη δεκαετία του ’90, στο απόγειο της ελληνικής τηλεόρασης.

Ο Μιχάλης, μέσα από την αφήγησή του, εστιάζει στην ανάδειξη της μεταστροφής του χαρακτήρα και ολόκληρης της ζωής του πρωταγωνιστή. Πώς ένας άνθρωπος περνάει από το πολεμικό ρεπορτάζ, μετά τη φρίκη και τον πόνο του πολέμου που έχει ζήσει, στα ευτελή ελληνικά τηλεπαιχνίδια, με το άφθονο αλκοόλ, τις εφήμερες επιτυχίες και ανθρώπους να τον περιτριγυρίζουν.

 

Ο Μιχάλης Μαλανδράκης μιλάει στην Parallaxi για το νέο του βιβλίο, τη συγγραφή σεναρίου, αλλά και τη ζωή ενός νέου συγγραφέα στην Ελλάδα.

Πότε ήταν η στιγμή που ξεκίνησες να γράφεις και αποφάσισες να γίνεις συγγραφέας;

«Δεν είμαι από τους ανθρώπους που θα πουν ότι από τα 15 μου διάβαζα πολλά βιβλία και είχα όνειρο να γίνω συγγραφέας. Εμένα αρχικά μου άρεσε η συγγραφή σεναρίου. Σπούδασα κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου, με το όνειρο να γίνω σκηνοθέτης. Άρχισα να παρακολουθώ πολύ το σενάριο και έτυχε η καθηγήτρια μου σε αυτό, επειδή έβλεπε ότι μου αρέσει και ασχολούμουν αρκετά, με ρώτησε αν έχω σκεφτεί να γράψω κάτι λογοτεχνικό. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, στα 21 μου, δεν είχε περάσει καθόλου από το μυαλό μου. Εκείνη με παρότρυνε να γράψω ένα διήγημα, για να δω αν μου ταιριάζει σαν στυλ, αν μου αρέσει και αν είμαι καλός σε αυτό. Ήταν κάτι που προέκυψε αποκλειστικά χάρη στην καθηγήτρια μου. Είναι πολύ σημαντικό να βρίσκονται άνθρωποι για να σε “ξεκλειδώσουν”, να σου δώσουν αυτοπεποίθηση και να σε παροτρύνουν».

Θεωρείς ότι είναι αναγκαία η ζωή στην πρωτεύουσα για έναν συγγραφέα;

«Μετακόμισα από τα Χανιά στην Αθήνα στα 18 μου, λόγω σπουδών. Φαινομενικά, αν ήμουν τώρα στα Χανιά, θα μπορούσα να γράφω ευκολότερα. Οι ημέρες στα Χανιά, μοιάζουν να κρατάνε λίγο περισσότερο. Εκεί, έχεις ελεύθερο χρόνο για να γράψεις. Στην Αθήνα, παρατηρώ ότι με τις αποστάσεις, για να πάω και να γυρίσω από τη δουλειά, χάνω πάρα πολύ χρόνο. Στα Χανιά, δεν υπάρχουν φυσικά τέτοιες αποστάσεις και οι ρυθμοί ζωής είναι πιο αργοί. Οπότε ο χρόνος που έχεις για να γράψεις είναι πολύ περισσότερος, κάτι που είναι απαραίτητο για τους συγγραφείς, μιας και δυστυχώς αντιμετωπίζεται σαν χόμπι το επάγγελμά μας. Από την άλλη, στην Αθήνα υπάρχουν τα κατάλληλα ερεθίσματα. Η πρωτεύουσα είναι γεμάτη με θέατρα, σινεμά, παρουσιάσεις βιβλίων. Είσαι πάντα “μέσα” στα πράγματα και σε εμπνέουν. Είναι απαραίτητο νομίζω να έρθεις σε μικρή ηλικία στην Αθήνα και να διαλέξεις τον δρόμο σου από όλες τις επιλογές που έχεις και όταν έχεις εδραιώσει έναν κύκλο, τότε μπορείς ζήσεις σε μια επαρχία ή σε ένα νησί, όπως την Κρήτη».

Ποια είναι η καθημερινότητά σου όταν ξεκινάς τη συγγραφή ενός νέου βιβλίου;

«Προσπαθώ να βάζω τη συγγραφή ενός νέου βιβλίου, σε ένα χρονικό πλαίσιο, γιατί με βοηθάει πολύ. Δηλαδή, να πω ότι φέτος θα ολοκληρώσω ένα βιβλίο ή ένα θεατρικό έργο. Προσπαθώ κάθε μέρα να με “πιέζω”, για να βρίσκω χρόνο να γράψω, αλλά φυσικά δεν τα καταφέρνω πάντα, λόγω δουλειάς. Με το “πότε θα μου έρθει η έμπνευση” δεν το έχω και πολύ, οπότε προσπαθώ να μπαίνω σε ένα πρόγραμμα, να βρίσκω ένα δίωρο τουλάχιστον μέσα στην ημέρα για να γράψω. Και όταν αρχίσω να πλάθω στο μυαλό μου την ιδέα, την θεματική, τους χαρακτήρες του βιβλίου και νιώσω έτοιμος, τότε ξεκινάω. Αλλά αφιερώνω τον χρόνο που αξίζει σε κάθε στάδιο, δεν βιάζομαι».

Η συγγραφή βιβλίου και σεναρίου “τροφοδοτούν” η μία την άλλη, με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να σε βοηθάνε; Προτιμάς ένα από τα δύο παραπάνω;

«Η αλήθεια είναι ότι έχω ακούσει από αρκετούς, ότι τα βιβλία μου μοιάζουν με ταινίες και σενάρια. Από την πλευρά μου, μακάρι να μην έμοιαζαν. Επειδή έχω μάθει το σενάριο και τη μορφή του πλέον, πιο πολύ με περιορίζει, παρά με βοηθάει. Μου δίνει φυσικά μία βοήθεια στη δομή και την οργάνωση. Αλλά όσον αφορά τη γλώσσα, αυτή του σεναρίου, είναι αρκετά φτωχή, με πιο απλές λέξεις, έτσι ώστε να το διαβάσει το συνεργείο και να καταλάβουν όλοι το ίδιο πράγμα. Επειδή και εγώ είχα συνηθίσει στη συγγραφή σεναρίου να μην υπάρχει λογοτεχνικότητα, αυτό είναι κάτι που με ζορίζει μερικές φορές στη συγγραφή βιβλίου. Οπότε, αναγκαστικά τροφοδοτούνται αυτά τα δύο, αν και δεν θα ήθελα. Θα προτιμούσα να είναι πιο διακριτά, να μην επηρεάζει το ένα το άλλο».

Ο ήρωας του δεύτερου βιβλίου σου, “Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ”, είναι δημοσιογράφος. Γιατί επέλεξες να του δώσεις αυτή την ιδιότητα; Του έχεις δώσει στοιχεία του εαυτού σου;

«Νομίζω ότι ήθελα έναν χαρακτήρα, ο οποίος θέλει να κάνει μια μεγάλη μεταστροφή στη ζωή του και το επάγγελμα του δημοσιογράφου, προέκυψε στη συνέχεια. Εκείνη ήταν και η περίοδος της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, οπότε κάπως έτσι σκέφτηκα τον πολεμικό ανταποκριτή. Και στη συνέχεια για την μεταστροφή του, προέκυψε ο τομέας της ψυχαγωγίας, που έχω δει να συμβαίνει συχνά στους δημοσιογράφους, ειδικότερα στην τηλεόραση. Το ένα έφερε το άλλο, έγιναν όλα με ομαλή σειρά. Το μόνο πράγμα που είχα αποφασίσει από την αρχή, ήταν ότι ήθελα να ασχοληθώ με έναν άνθρωπο που κάνει μια μεγάλη μεταστροφή στη ζωή του, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή.

Ο Χάρης, ο ήρωας του βιβλίου, έχει αρκετά κοινά στοιχεία με εμένα, τα οποία δεν είναι εμπειρικά. Δεν αφορούν δηλαδή αυτά που έχω μάθει στη σχολή ή ως προς το δημοσιογραφικό του επάγγελμα. Ούτως ή άλλως δεν είναι κάτι που έχω σπουδάσει και το επάγγελμα από μόνο του, απέχει πολύ από το πώς ήταν τότε σε σχέση με το πώς είναι τώρα. Έχω προσθέσει περισσότερο κοινά στοιχεία του χαρακτήρα και της προσωπικότητας μου, ως προς το τι άνθρωπος είναι δηλαδή σε μερικά σημεία του. Και προφανώς τα στοιχεία αυτά σε ένα βιβλίο, τα μεγεθύνεις, εάν θες να έχουν ενδιαφέρον».

Γιατί η υπόθεση λαμβάνει χώρα συγκεκριμένα την περίοδο του πολέμου στο Σαράγεβο;

«Η αλήθεια είναι ότι για πολύ καιρό έλεγα ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος και ότι απλά η περίοδος εκείνη με βόλεψε χρονικά. Ωστόσο, όσο το έψαχνα, άρχισα να με ενδιαφέρει πολύ σαν ιστορικό γεγονός. Είναι κάτι που είναι τόσο κοντά μας και οι περισσότεροι από τη γενιά μας, δεν γνωρίζουμε τίποτα για αυτό. Τυχαία έπεσα πάνω του και μου προξένησε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και μου φάνηκε πολύ περίεργο πως δεν είχα ακούσει τίποτα στη ζωή μου μέχρι τότε, ούτε από το σχολείο, ούτε από τη σχολή, από πουθενά».

Τι έρευνα έκανες και πόσο καιρό σου πήρε για να ολοκληρώσεις το βιβλίο; Συνάντησες δυσκολίες;

«Διάβασα πολλούς πολεμικούς ανταποκριτές που έχουν πάει και έχουν γράψει για τον πόλεμο στο Σαράγεβο, γιατί ήταν μια αρκετά δύσκολη και περίεργη συνθήκη. Κυρίως διάβασα βιογραφίες ή τα ημερολόγια που κρατούσαν Αμερικανοί ρεπόρτερ που βρίσκονταν εκεί. Φυσικά είδα και αρκετά ντοκιμαντέρ, αλλά κυρίως διάβασα βιβλία για το Σαράγεβο, τα οποία είναι πραγματικά άπλετα. Χρειάστηκα συνολικά ένα χρόνο για να γράψω και να ολοκληρώσω το βιβλίο. Αυτό που με δυσκόλεψε αρκετά ήταν η έρευνα. Ήταν πράγματα τα οποία δεν ήξερα και μάθαινα στην πορεία της γραφής, με μία αρκετά απαιτητική βιβλιογραφία. Έπρεπε να μεταφράζω τη γλώσσα, να συλλέγω βιβλιογραφία από διαφορετικά μέρη, να δω τι θα κρατήσω από αυτά. Επίσης ένιωθα λίγο περίεργα, γιατί από την μία έβλεπα σκληρά ντοκιμαντέρ για το Σαράγεβο και από την άλλη, έπρεπε να παρακολουθώ ελληνικά τηλεπαιχνίδια της δεκαετίας του ’90, για να δω το πλατό, τα στούντιο, τον τρόπο που παρουσίαζαν και μιλούσαν, τις θεματικές τους. Ήταν από το ένα άκρο στο άλλο».

Το τέλος του βιβλίου (χωρίς να θέλω να κάνω spoiler στους αναγνώστες), είναι ανοιχτό και ταυτόχρονα κάπως μελαγχολικό. Δεν ήθελες να δώσεις ένα happy ending στον ήρωά σου;

«Έπεσες μέσα και στα δύο. Η αλήθεια είναι ότι θέλω από εδώ και πέρα να τελειώνω ιστορίες πιο ευχάριστα και αισιόδοξα. Θα ήθελα να αφήσω μια “χαραμάδα” αισιοδοξίας, δεν μου αρέσει η πολλή “μαυρίλα”. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, σκέφτηκα ότι άμα βάλω ένα πιο χαρούμενο τέλος, δεν θα είναι αληθοφανές. Αυτό που λέω πάντως, είναι ότι ο ήρωας δεν έζησε και άσχημα. Πέρασε φυσικά δύσκολα, αλλά μην ξεχνάμε ότι έζησε και 20 χρόνια στο απόγειο της ελληνικής τηλεόρασης, στις καλές εποχές της».

Είσαι ένας νέος ανερχόμενος συγγραφέας στην Ελλάδα. Θεωρείς ότι η χώρα μας ευνοεί τους νέους ανθρώπους σε αυτό το επάγγελμα;

«Αυτό που νιώθω εγώ τουλάχιστον, μέσα και από τα βιώματά μου, είναι ότι η Ελλάδα δεν μας βοηθάει. Ωστόσο, βλέπω ότι εκδίδονται αρκετοί νέοι συγγραφείς. Υπάρχουν εκδοτικοί οίκοι που δίνουν τον χώρο που χρειάζονται τα νέα παιδιά. Αλλά από την άλλη, είναι γεγονός ότι δεν υπάρχουν νέοι αναγνώστες, κάτι το οποίο εμένα προσωπικά με αποθαρρύνει για το μέλλον, γιατί ως συγγραφέας θέλω να απευθύνομαι στη γενιά μου. Όποτε πηγαίνω σε βιβλιοπαρουσιάσεις ή σε αναγνώσεις βιβλίων, είναι συνήθως άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, κάτι το οποίο έμμεσα επηρεάζει και αυτό τους νέους συγγραφείς. Και ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα, είναι ότι το επάγγελμα στην Ελλάδα, αντιμετωπίζεται οικονομικά σαν χόμπι, ή σαν δεύτερη δουλειά. Ίσως βέβαια αυτό να ισχύει και σε άλλες χώρες του εξωτερικού, για να μην ωραιοποιούμε όλα. Στην Ελλάδα πάντως σίγουρα, οικονομικά δεν αποδίδει καθόλου και απαιτεί πάρα πολύ χρόνο. Και επίσης με την ακρίβεια που επικρατεί αυτή τη στιγμή στη χώρα, αναγκαστικά δουλεύουμε περισσότερο, για να τα βγάλουμε πέρα με λογαριασμούς και ενοίκια, κάτι που δεν ισχύει σε τόσο μεγάλο βαθμό στο εξωτερικό. Δεν είναι ευνοϊκό το έδαφος και οι συνθήκες, αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω το θετικό, ότι ακόμα εκδίδονται νέοι συγγραφείς».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα