Ο Μίνως Ευσταθιάδης μπήκε στη φυλακή υψίστης ασφαλείας του Στράουμπινγκ για ένα βιβλίο
Ο γνωστός συγγραφέας μιλάει στην Parallaxi για το νέο του crime novel που βασίζεται σε μία αληθινή ιστορία εγκλημάτων και την ευθύνη που έχει κάτι τέτοιο
Το 2022 ο Μίνως Ευσταθιάδης παίρνει άδεια εισόδου στη φυλακή υψίστης ασφαλείας του Στράουμπινγκ στη Γερμανία για να συναντήσει έναν κρατούμενο, καταδικασμένο σε ισόβια. Η συνέντευξη ολοκληρώνεται, αλλά κατά τη διάρκειά της αρχίζει να αποκαλύπτεται μια διαφορετική και άγνωστη υπόθεση.
Πώς μπορεί να συνδέεται η εξαφάνιση ενός κοριτσιού το 1981 στο δάσος της βαυαρικής λίμνης Άμερ με τη δολοφονία μιας γυναίκας στο πολυτελές ρετιρέ της, στο κέντρο του Μονάχου το 2006; Ο κατάδικος μεταμορφώνεται σε αφηγητή και ο συγγραφέας σε ερευνητή. Ή μήπως σε πραγματικό μάρτυρα;
Ο γνωστός συγγραφέας που τα βιβλία που εκδίδονται και στο εξωτερικό, παραδίδει στους αναγνώστες του ένα crime novel που συνδυάζει το νουάρ, τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία, την ψυχολογία και το έγκλημα, χωρίς ωστόσο να έχει διδακτικό χαρακτήρα και φέρνοντας “στο τραπέζι” μεγάλα ερωτήματα που καλείται να απαντήσει ίσως μόνος του αυτός που το διαβάζει. Δεν δίνει απαντήσεις με τον εύκολο τρόπο, ενώ κρατάει για τον εαυτό του δύο ρόλους, αυτόν του συγγραφέα αλλά και αυτόν του χαρακτήρα που έχει ενεργό ρόλο στην πλοκή.
Για την διαδικασία συγγραφής του βιβλίου «Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους» (Εκδόσεις Μεταίχμιο) και τις δυσκολίες συγγραφής ενός βιβλίου που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, ο Μίνως Ευσταθιάδης μιλάει στην Parallaxi
Πώς γεννήθηκε το «Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους»;
Είναι το νόθο παιδί μιας τυχαίας συνάντησης σε κάποιο παρισινό μπαρ, δύο πραγματικών δικαστικών υποθέσεων με ολέθρια αποτελέσματα και τριών ταξιδιών στη Γερμανία. Συνήθως, η κάθε γέννηση συνδέεται με ορισμένα ψήγματα ρομαντισμού, εδώ όμως υπήρχε κυρίως ρεαλισμός. Το δύσκολο κομμάτι της κυοφορίας άρχισε από την επίσκεψή μου στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Στράουμπινγκ στη Βαυαρία και ολοκληρώθηκε με την παραλαβή ενός γράμματος που απευθυνόταν πια προσωπικά σε μένα.
Πόσος καιρός χρειάστηκε και με ποια διαδικασία ώστε να πείτε πως είναι έτοιμο το βιβλίο να παραδοθεί;
Δυόμισι χρόνια κράτησε η διαδρομή. Η δικογραφία της Ούρσουλα Χέρμαν (είναι η μία από τις δύο υποθέσεις με τις οποίες ασχολήθηκα) ξεπερνούσε πλέον τις 20.000 σελίδες. Εκτός αυτών, υπήρχαν και πολλά άλλα στοιχεία, δημοσιευμένα άρθρα, ντοκιμαντέρ, μάρτυρες με τους οποίους ήθελα να μιλήσω, μέρη που έπρεπε να δω. Προχωρούσα αργά και κάποια στιγμή μου φάνηκε ότι δεν θα τελείωνα ποτέ, καθώς είχα μπει σ’ έναν λαβύρινθο που με τραβούσε όλο και βαθύτερα, σε άλλα σημεία. Κατέληξα σ’ ένα κείμενο 290 σελίδων, σβήνοντας πολύ περισσότερες, προσπαθώντας να αφήσω απέξω ό,τι θεωρούσα περιττό. Έψαχνα τον πυρήνα. Και τι βρισκόταν εκεί; Ίσως μια μεγάλη τρύπα. Και γύρω της το γερμανικό ποινικό σύστημα, οι ανθρώπινες αντοχές έξω από τα όρια, η εγγενής δίψα για ενοχή και κάπου πιο μέσα το ίδιο το φάντασμα της Δικαιοσύνης.
Τι μάθατε που δεν γνωρίζατε ενδεχομένως μέχρι τότε;
Θα μπορούσα να φτιάξω έναν μακρύ κατάλογο. Αναγκάστηκα να παραδεχτώ (και πάλι) ότι σε ορισμένες κρίσιμες ερωτήσεις δεν υπάρχουν ικανοποιητικές απαντήσεις. Έμαθα μερικά πράγματα για τις ποινικές δίκες στη Γερμανία. Είδα με τελείως διαφορετικό μάτι δύο ανθρώπους καταδικασμένους σε ισόβια. Έχασα ακόμα μερικές (από τις λίγες) βεβαιότητές μου. Θεώρησα ότι η αμφιβολία είναι όχι μόνο δικαίωμά μας, αλλά -σε ορισμένες περιπτώσεις- και υποχρέωσή μας.
Τι πρόσθετη προσοχή χρειάζεται να δώσει ο συγγραφέας σε μία ιστορία που όντως έχει συμβεί από μία φανταστική;
Φορτώθηκα με μια πρωτόγνωρη ευθύνη. Έπρεπε να γράψω για ανθρώπους που όχι μόνο ήταν ζωντανοί, αλλά βρίσκονταν σε φυλακές. Και για πολλούς άλλους που η ζωή τους είχε καταστραφεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ενώ εγώ ήθελα να μιλήσω για την αιτία αυτής της καταστροφής. Φοβόμουν κάθε πιθανό λάθος, κάθε λέξη που θα μπορούσε να προκαλέσει κι άλλη ζημιά, κάθε παράλειψη που μπορεί να αλλοίωνε την εικόνα. Η πραγματικότητα έχει πάντα κάποιο κόστος.
Τι αλλάξατε εσείς στην ιστορία και τι κρατήσατε ίδιο;
Δεν άλλαξα τίποτα ουσιαστικό, δηλαδή δεν υπάρχει «κλασική» μυθοπλασία. Αυτό δεν σημαίνει πως διεκδικώ κάποια στάμπα αντικειμενικότητας και πολύ περισσότερο αλήθειας. Προσπάθησα να μείνω, όσο πιο κοντά μπορούσα, στα γεγονότα, σε όσα είδα, διάβασα και ένιωσα. Η αναπαραγωγή τους, βέβαια, συνιστά και πάλι μυθοπλασία.
Μια απαραίτητη αλλαγή έγινε στα ονόματα: Δεν ήταν δυνατόν να αναφέρω τα πραγματικά ονόματα των εμπλεκομένων. Με μερικούς από αυτούς δεν είχα ανταλλάξει λέξη κι έτσι δεν υπήρχε η δυνατότητα να τους ρωτήσω, ενώ κάποιοι άλλοι έχουν πεθάνει. Ξέρω επίσης ότι ορισμένοι δεν θέλουν να δουν τα ονόματά τους τυπωμένα. Έκανα όμως δύο εξαιρέσεις: Ούρσουλα Χέρμαν και Σαρλότε Μπέρινγκερ, είναι το δεκάχρονο κοριτσάκι και η πενηνταεννιάχρονη γυναίκα που δολοφονήθηκαν. Αισθάνθηκα ότι σε κάποιες περιπτώσεις η μνήμη οφείλει να διασώζει ορισμένα αληθινά ονόματα. Για όσο…
Αν μπορούσατε να βρείτε κοινά στα βιβλία που έχετε γράψει, εκτός από τον συγγραφέα, τι άλλο θα λέγατε;
Κάποιο όνειρο για την ανάγκη της ελευθερίας. Τον θαυμασμό και ταυτόχρονα τον φόβο για τη θυσία. Τη χαρά και τον κίνδυνο του ταξιδιού. Την πίστη στο χιούμορ: ως όπλο, ως στάση ζωής. Την ελπίδα κάποιας αλλαγής, κυρίως εσωτερικής. Την αδυναμία να σταματήσουμε το Κακό. Ίσως και μια ματιά στον κόσμο, κάθε φορά διαφορετική, αλλά κατά βάθος από ένα δικό μου σημείο.
Πώς είναι να φτάνουν τα βιβλία σας, που μπορεί να έχουν ξεκινήσει από ένα δωμάτιο, να φτάνουν στα πέρατα του κόσμου, στα χέρια αγνώστων και να αγαπιούνται;
Μια μικρή ιστορία: Το 2020 εκδόθηκε στα γαλλικά «Ο Δύτης» και ο εκδότης μου αποφάσισε να γίνει μια παρουσίαση στο Παρίσι. Εκείνη τη μέρα έτυχε να πέσει μια τρομερή μπόρα, οπότε σιγουρεύτηκα ότι δεν θα πατούσε ψυχή. Ωστόσο, και μόνο το γεγονός ότι θα έκανα παρουσίαση στο Παρίσι μού έφτανε και μου περίσσευε. Μετά το τέλος της εκδήλωσης (που περιέργως μάζεψε καμιά δεκαπενταριά άτομα), με πλησίασε μια κυρία για να μου πει ότι είχε διαβάσει το βιβλίο και είχε γράψει και μια κριτική στο μπλογκ της. Συμπλήρωσε πως έμενε βόρεια, δύο ώρες μακριά, και είχε κάνει το ταξίδι με μοναδικό σκοπό να παρακολουθήσει την εκδήλωση. Για μένα, ήταν ένα θαύμα. Ξέρω πως ακούγεται κάπως υπερβολικό, αλλά έτσι το νιώθω.
Είναι αλλιώτικα να γράφετε ένα βιβλίο από ένα θεατρικό έργο;
Πρόκειται για μια παρόμοια διαδικασία με διαφορετικό ζητούμενο. Στο θεατρικό κείμενο υπάρχει πάντα μια προφορικότητα που στο τέλος πρέπει να συνδυαστεί και με το θέαμα. Αισθάνεσαι σχεδόν αμέσως ότι πρόκειται για έναν ζωντανό οργανισμό. Από την άλλη, τα μυθιστορήματα θυμίζουν περισσότερο μεγάλα σπίτια, οικοδομήματα ή κάστρα: θέλουν πολύ περισσότερο χρόνο για να χτιστούν και συχνά κρύβουν υπόγεια και κλειδωμένα δωμάτια, που συνήθως έχουν και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Απαιτούν την υπομονή σου είτε είσαι αναγνώστης είτε (πολύ περισσότερο) συγγραφέας.
Πώς είναι να μεταφράζονται τα βιβλία σας σε άλλες γλώσσες;
Γράφουμε σε μια γλώσσα με λαμπρό όνομα και ιστορία αιώνων. Αυτά όμως δεν ενδιαφέρουν καθόλου τη διεθνή αγορά βιβλίου που θέλει αναγνωρισιμότητα και γρήγορες πωλήσεις. Για να μεταφραστεί σήμερα ένας Έλληνας συγγραφέας, θα πρέπει να συντρέξουν ένα σωρό ευνοϊκές συνθήκες: αρχικά να «ακουστεί» το βιβλίο, να το αναλάβει ένας ικανός ατζέντης, να υπάρξει κάποιος ξένος εκδότης που μπορεί να το διαβάσει στα ελληνικά και τέλος να πιστέψει σ’ αυτό, δηλαδή να επενδύσει ένα σημαντικό ποσό για τη μετάφραση και την κυκλοφορία του σε μια ξένη και πλέον παγκοσμιοποιημένη αγορά. Κάθε φορά που μεταφράζεται ένα βιβλίο μου ξέρω ότι, πέραν όλων των άλλων, έχω σταθεί τυχερός.
Υπάρχει κάποιο άλλο είδος συγγραφής που σας γοητεύει και δεν έχετε δοκιμάσει ακόμη;
Μου αρέσει πολύ η ποίηση, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως μπορώ να γράψω κι εγώ. Ίσως, όταν έρθει η ώρα, να σκαρώσω ένα μικρό ποίημα για όσους δεν μπορούν να γράψουν ποιήματα.