Ο Παντελής Καναράκης στην Parallaxi: «Εγώ ακόμη και στον πόνο μου θέλω κοινό»
Ο δημοφιλής ηθοποιός λίγο πριν την πρεμιέρα της «Μήδειας» του Μποστ με το Κρατικό Θέατρο, μιλά για το θέατρο, τη Θεσσαλονίκη και τους δικούς του ανθρώπους
Η επιστροφή του τα τελευταία δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη για να συνεργαστεί με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, έφερε μία νέα πνοή στην κωμωδία του φορέα που αγαπάει η Θεσσαλονίκη. Αρχικά με το “Βίρα τις Άγκυρες” και τώρα με την “Μήδεια ” του Μποστ, ο Παντελής Καναράκης είναι η χαρά του θεατή που πηγαίνει σε μία θεατρική δουλειά για να γελάσει σωστά.
Ο Θεσσαλονικιός ηθοποιός που συχνά επιστρέφει στην πόλη, είτε για δουλειά είτε για να συναντήσει δικούς του ανθρώπους, μιλάει στην Parallaxi για τον ρόλο της Μήδειας που έχει αναλάβει και θα δούμε αρχικά στο Θέατρο Κήπου στις 3, 4, 5 και 6 Ιουλίου (με τις δύο επιπλέον μέρες να προστέθηκαν μετά το γρήγορο sold out των δύο πρώτων ημερών) και μετά σε περιοδεία, μιλάει για την τηλεόραση, τους ανθρώπους του και τη Θεσσαλονίκη και μας περιμένει να γελάσουμε, όπως χαρακτηριστικά λέει πως είναι μέλημα του να περάσουμε καλά.
Είναι μία περίοδος τρέλας αυτή πριν την πρεμιέρα;
Ναι, δεν είναι και πολύ χαλαρά αυτή την περίοδο. Αλλά είναι τόσο μεγάλη η xαρά για αυτή την παράσταση που γίνεται απόσβεση.
Τι είναι η Μήδεια που θα δούμε αυτό το καλοκαίρι;
Ένα σίγουρα ένα υπέροχο και πολύ αστείο έργο. Αυτό νομίζω είναι που το χαρακτηρίζει μέσα μου. Τώρα το πόσο κι άλλα πολλά πράγματα για μένα είναι αυτή η «Μήδεια» είναι σίγουρα πολύ περισσότερο από αυτό που λέω, γιατί είναι χαρά, είναι συγκίνηση, από τη σχολή που τελείωσα, στο θέατρο που πήγαινα από παιδί, ακόμα κι από τον φίλος μου τον Γιάννη Μποστατζόγλου που έχω γνωρίσει μέσα από αυτόν τα υπέροχα κείμενα του πατέρα του. Είναι λοιπόν πολλά περισσότερα για μένα. Αλλά νομίζω και για τον κόσμο που θα έρθει να το δει είναι αυτό, είναι ένα αστείο έργο και θα μου επιτρέπει να πω και ένα σπουδαίο έργο. Γιατί 33 χρόνια μετά, είναι επίκαιρο και αφορά στο σημερινό θεατή το ίδιο, αν όχι περισσότερο από τότε.
Θα προβληματιστεί ο θεατής πέρα από το ότι θα περάσει πολύ καλά σε αυτή την παράσταση;
Ίσως και να ταυτιστεί. Γιατί ο λόγος του Μποστ είναι πολύ καίριος, πολύ επίκαιρος όπως είπα και φυσικά περνάει πολλά μηνύματα, τόσο αυτά που φαίνονται, όσο και αυτά που θέλουν λίγο παραπάνω σκέψη.
Πώς προέκυψε για σένα αυτός ο ρόλος;
Προέκυψε με την πολύ απλή διαδικασία της πρότασης που μου έκανε ο καλλιτεχνικός διευθυντής, ο αγαπημένος μου Αστέριος Πελτέκης, μαζί με τη σκηνοθέτη την Εύη Σαρμή. Εφόσον ήδη ήμουν στο Κρατικό Θεατό και είχαμε κάνει την επιτυχία «Βίρα τις Άγκυρες» που παίχτηκε για δύο χρόνια, μέσα στον περασμένο χειμώνα μου είπαν ότι έχουν αυτή την ιδέα και θέλανε να την κάνουν μαζί μου και φυσικά με έκαναν πολύ χαρούμενο.
Τι έπρεπε να κάνεις εσύ για να προσεγγίσεις τον ρόλο της Μήδειας;
Έπρεπε να μπω στον κόσμο, στην δραματικότητα του Μπόστ που είναι ένα κείμενο σουρεαλιστικό, με μια ηρωίδα η οποία αγγίζει πολλές πλευρές, από την τραγικότητα γιατί βασίζεται βέβαια στη Μήδεια του Ευριπίδη και δίνει μια άλλη διάσταση ο Μπόστ. Έπρεπε να ασχοληθώ με έναν ρόλο που ενώ έχω ξανακάνει γυναικείο ρόλο, εδώ δεν τον κάνω με την έννοια της κωμικότητας και της καρικατούρας, το αντιμετωπίζω ως έναν ρόλο κανονικά που θα έκανα και αυτή είναι και η αντιμετώπιση της Έυης Σαρμή και της σκηνοθεσίας της. Οπότε το είδα σαν έναν οποιοδήποτε ρόλο, όσον αφορά τη διαδικασία του ανεβάσματος της παράστασης, αλλά με την ιδιαιτερότητα ότι εδώ θίγονται και θέματα πολύ λεπτά, πολύ ακραία και βέβαια και πολύ αστεία.
Από όλες αυτές τις αλήθειες που έχει ο Μπόστ μέσα σε αυτό το κείμενο, υπάρχει κάποια που να σε αγγίζει λίγο παραπάνω;
Να με αγγίζει λίγο παραπάνω… Νομίζω πως όχι. Δεν είναι να πω ότι κάπου ταυτίζομαι παραπάνω ή όχι. Δεν έχει τύχει κάτι τέτοιο. Σέβομαι πάρα πολύ αυτή την ηρωίδα, η οποία δεν εκδικείται, αλλά τιμωρεί, όπως και η κανονική Μήδεια, για την διατάραξη της ισορροπίας. Δεν είναι δηλαδή ότι κάνει δύο φόνους για να εκδικηθεί για την απιστία του Ιάσωνα. Και αυτό περισσότερο στις αναλύσεις που κάναμε στην αρχή, γιατί μετά σε συνεπαίρνει η κωμικότητα του έργου, δεν στέκεσαι δηλαδή σε τόσο σκοτεινά σημεία της ηρωίδας. Είναι ένα αστείο έργο όπως είπα και αυτό είναι το βασικό του, γιατί ξέρεις μας αρέσει να κάνουμε αναλύσεις και να λέμε διάφορα αλλά το ουσιαστικό είναι ότι είναι ένα σπουδαίο έργο και πολύ αστείο.
Μέλημα σου είναι να περάσει καλά ο κόσμος σε αυτή την παράσταση;
Απολύτως! Για μένα αυτό είναι απαραίτητο, γιατί εκτός ότι είναι ένα κωμικό έργο, γίνεται και σε εποχές πολύ δύσκολες. Βέβαια συνηθίζουμε να το λέμε αυτό, γιατί οι εποχές πάντα έχουν τη δυσκολία τους αλλά τώρα με όλα αυτά τα γεγονότα που συμβαίνουν τριγύρω μας νομίζω ότι ο κόσμος έχει ανάγκη πολύ και το να ξεφύγει και να διασκεδάσει.
Το αντιλαμβάνεσαι αυτό και ως μια ευθύνη;
Πολύ λιγότερο το παίρνω ως ευθύνη. Γιατί επειδή από παιδί μου ήταν πάρα πολύ αγαπημένη η διαδικασία να κάνω τον κόσμο να γελάει και τη συνεχίζω μέχρι σήμερα, για μένα είναι πολύ μεγάλη χαρά και ικανοποίηση και πολύ μεγάλο κουράγιο για να συνεχίσω τον υπέροχο αυτό δρόμο του θεάτρου. Είναι περισσότερη χαρά δηλαδή από την ευθύνη ή το καθήκον που μπορεί να έχω σαν ηθοποιός και δη σαν κωμικός ηθοποιός.
Έναν δραματικό ρόλο τον απολαμβάνεις;
Ναι, βεβαίως, τον έχω απολαύσει γιατί τρία χρόνια το «Φίλι της γυναίκας Αράχνης» ήταν ένα δράμα το οποίο με συνεπήρε και εμένα και τον Κοραή Δαμάτη που το σκηνοθέτησε και τον Παναγιώτη Κατσίκη που παίζουμε μαζί. Το έκανα με μεγάλη χαρά, όπως και παλαιότερα που έχω κάνει δράμα, απλά είναι πολύ λίγες οι προτάσεις για δράμα. Πάντα εμας τους κωμικούς ηθοποιούς μας σκέφτονται για τα κωμικά πράγματα, όπως είναι και λογικό βέβαια. Αλλά είναι μεγάλη η χαρά μου και η διάθεσή μου να κάνω και δραματικά πράγματα.
Ως παιδί της δραματικής σχολής του Κρατικού Θεάτρου, τι έχεις να θυμάσαι από εκείνα τα χρόνια των σπουδών;
Αχ, ήταν πάρα πολύ ωραία, γιατί αυτά που πήρα από τους δασκάλους εδώ στο Κρατικό ήταν πάρα πολύ σημαντικά για τη μετέπειτα πορεία μου. Ήταν οικογενειακή η κατάσταση τότε στο Κρατικό. Δεν ξέρω τι επικρατεί τώρα, έκανα ένα σεμινάριο στα παιδιά αλλά ήταν πολύ λίγη η επαφή μου για να ξέρω τις συνθήκες. Πάντως τότε ήταν λίγο οικογένεια, ήταν οι καθηγητές μας λίγο γονείς μας, υπήρχε μια μεγάλη αγάπη. Και φυσικά, λόγω της γνώσης τους, μας μεταλαμπαδεύσανε πράγματα πάρα πολύ εκφραστικά. Τουλάχιστον για εμένα, ήταν μια προίκα που την έχω ακόμα και την κουβαλάω μαζί μου αυτά που πήρα από τη δραματική σχολή του Κρατικού Θεάτρου.
Και γιατί τελικά πρέπει να φεύγετε, Παντελή, από τη Θεσσαλονίκη;
Υπάρχει μια λογική σε αυτό το πράγμα. Στην Αθήνα είναι τα πάντα. Καταρχάς η τηλεόραση, τα σήριαλ, που είναι η δουλειά του ηθοποιού και γίνονται μόνο εκεί. Είναι πολλά περισσότερα τα θέατρα, κυρίως του ιδιωτικού τομέα που μπορείς να απασχοληθείς. Είναι οι μεταγλωττίσεις, είναι πάρα πολλά. Δεν είναι παράλογο ότι φεύγει κάποιος από τη Θεσσαλονίκη, έχει να κάνει με την προσωπική φιλοδοξία του καθενός. Απλά, εκείνο που θέλω να πω είναι ότι θα πρέπει οι Θεσσαλονικείς, ακριβώς επειδή υπάρχει πολύ καλλιτεχνικό υλικό εδώ, να στηρίζουν – πέρα του Κρατικού φυσικά που το στηρίζουνε έτσι κι αλλιώς – και τις μικρότερες ομάδες, τα μικρότερα θέατρα για να μπορούνε και άνθρωποι που δεν έχουν τα κουράγια και τη δυνατότητα να φύγουνε στην Αθήνα να κάνουνε τέχνη σε αυτή την πόλη που θέλω να πιστεύω ότι αγαπάει το θέατρο πολύ.
Ισχύει όμως από την άλλη οτι τα τελευταία χρόνια λίγο ανοίγει αυτό το πράγμα και ηθοποιοί πηγαίνουν οπουδήποτε υπάρχει χώρος να δουλέψουν;
Ναι, σίγουρα συμβαίνει και αυτό φυσικά. Όπου σε καλεί η τέχνη όταν την αγαπάς πολύ πηγαίνεις. Οι συνθήκες της ζωής μπορεί να μην βολεύουν πάντα, αλλά η αλήθεια είναι ότι η τέχνη έχει και έναν «τσιγγάνικο» χαρακτήρα και ο καλλιτέχνης στήνει το τσαντίρι του κατά διαστήματα σε άλλους τόπους.
Πώς είναι για εσένα τα δύο τελευταία χρόνια που είσαι στη Θεσσαλονίκη;
Είναι πάρα πολύ ωραία και πολύ συγκινητικά. Αλλά εγώ επειδή είμαι Θεσσαλονικιός, δεν κόπηκε ποτέ ο ομφάλιος λώρος θα έλεγα. Οι γονείς μου είναι εδώ, φίλοι μου είναι εδώ. Στη Θεσσαλονίκη ερχόμουν πάρα πολύ συχνά πάντα, πέντε και έξι φορές τον χρόνο ήμουν εδώ οπότε δεν ήταν κάτι που μου έλειπε. Απλά η καινούργια συνθήκη τώρα με το Κρατικό είναι ότι αναγκάζομαι να είμαι κάθε βδομάδα εδώ και ότι ζω αυτή την κατάσταση, η οποία για μένα μπορεί να έχει φυσικά και μια κούραση αυτό το πάνω-κάτω ακριβώς γιατί έχω και μια ζωή στην Αθήνα, αλλά έχει και μια φοβερή γοητεία που γι’ αυτό οι καλλιτέχνες ας πούμε μεγαλώνουμε αλλά δεν γερνάμε, γιατί πάντα ζούμε έντονα και αυτή η ένταση του Αθήνα – Θεσσαλονίκη νομίζω ότι μου κάνει καλό.
Δεν έχει και μια «σχιζοφρένεια» για τον ηθοποιό το να πρέπει να βγει από τον εαυτό του, να κάνει ένα ρόλο καινούριο, να γίνει ένας άλλος και να πείσει ότι είναι ένας άλλος;
Μα αν ήμασταν καλά στα μυαλά μας δεν θα κάναμε αυτή τη δουλειά (γέλια). Όλα αυτά τα έχει το θέατρο, όλα αυτά τα έχει η δουλειά της υποκριτικής. Γι’ αυτό είναι και μια υπέροχη δουλειά. Εγώ είμαι ευτυχισμένος που έχω γίνει ηθοποιός.
Η δική σου Θεσσαλονίκη τι περιλαμβάνει στο μυαλό σου;
Περιλαμβάνει την παιδική και φοιτητική μου ηλικία, περιλαμβάνει αγάπη, ανθρώπους που με ξέρουν από μωρό και μου δίνει αυτό μεγάλη ασφάλεια στο να είμαι μαζί τους. Φυσικά περιλαμβάνει και ένα αισθητικό αποτέλεσμα υπέροχο, γιατί έχουμε μια πανέμορφη πόλη. Ξέρεις, πέρυσι έπαιζα στο Βασιλικό Θέατρο. Περπατούσα στην παραλία για να πάω στο θέατρο και έλεγα τι όμορφο που είναι να κάνω αυτή την υπέροχη δουλειά, να είμαι σε ένα υπέροχο έργο σε ένα υπέροχο θέατρο και σε μια υπέροχη πόλη, που μπορείς να περπατάς δίπλα από την παραλία για να πας να παίξεις θέατρο. Αν αυτό δεν είναι ευτυχία ή μάλλον αν δεν το καταχωρήσεις στις ευτυχισμένες στιγμές σου, τότε είσαι απλά ανόητος.
Μπαίνεις σε αυτή τη διαδικασία δηλαδή, να ευχαριστήσεις το σύμπαν για ό, τι σου συμβαίνει γενικότερα
Φυσικά, δεν είμαι αγνώμων καθόλου. Γι’ αυτό σου λέω ότι είμαι και ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Εμένα ήταν μια ευτυχία η ενασχόληση μου με αυτή τη δουλειά που μου συνεχίστηκε και στη ζωή μου. Φυσικά και ευχαριστώ προς πάσα κατεύθυνση. Από τους ανθρώπους, από τους γονείς μου, μέχρι κάτι ψηλότερο και δυνατότερο που μπορεί να υπάρχει από την ανθρώπινη φύση.
Τι είναι αυτό πιστεύεις που ακόμα και σήμερα σε νεότερες γενιές κάνει τόσο αγαπητό το ρόλο σου, αλλά και γενικότερα το «Κάτω Παρτάλι»;
Νομίζω ότι ήταν η γραφή του Λευτέρη Παπαπέτρου, ο οποίος έχει κάνει τα «Εγκλήματα», το «Είσαι το ταίρι μου», αλλά και το επόμενο σήριαλ που είχα κάνει τότε, το «Στο καλό γλυκιά μου συμπεθέρα». Έχει μια γραφή πάρα πολύ ανατρεπτική, με πολλά σουρεαλιστικά στοιχεία και με μια τρέλα που είναι μονόδρομος να την αγαπήσεις, γι’ αυτό και είναι και τόσο πετυχημένες οι δουλειές του. Το να σε βάλει να κάνεις μια γριά τυφλή, με έναν πνεύμονα, μάντισσα, η οποία όμως και αυτοκίνητο οδηγεί και διάφορα άλλα περίεργα κάνει, καταλαβαίνεις ότι αυτό το πράγμα, με την ισορροπία που το δίνει συγγραφικά, είναι μια κατάσταση που δεν γίνεται να το αφήσεις αυτό ως ρόλο. Ο κόσμος δηλαδή, το αγαπάει ακόμα. Αυτή η τρέλα που είχε αυτό το σήριαλ, ήρθε και πήρε με φόρα τον κόσμο γι’ αυτό και δέκα χρόνια μετά το θυμούνται, οι ατάκες του υπάρχουν στο διαδίκτυο συνεχώς και το έχει αγαπήσει τόσο μα τόσο πολύ.
Από την άλλη νομίζω ότι απολαμβάνεις πάρα πολύ και τα podcasts που κάνεις.
Βεβαίως! Τρία χρόνια τώρα που τελειώνει πια και ο κύκλος με τον Σταύρο τον Θεοδωράκη, πραγματικά μου δινόταν η ευκαιρία μέσα από τον παππού Αριστείδη, να σχολιάσω διάφορες καταστάσεις, τα κακώς κείμενα, το κοινωνικό πολιτικό γίγνεσθαι, τα πάντα με τον τρόπο αυτόν και είμαι πολύ χαρούμενος γιατί αυτό θα υπάρχει στην πλατφόρμα, οπότε θα μείνει στα χρόνια και όποιος θέλει μπορεί να ανατρέχει να τα ακούει.

Από όλα αυτά που κάνεις και που έχεις κάνει κατά καιρούς, τι είναι αυτό που μπορείς να πεις ότι το απόλαυσες πιο πολύ όταν το έκανες;
Με μεγάλη διαφορά οι δουλειές μου στο θέατρο. Το θέατρο είναι η καθημερινότητά μου, είναι η ζωή μου. Ανελλιπώς παίζω στο θέατρο, δεν ξέρω πώς θα ήταν χωρίς. Αγαπώ πολύ τη τηλεόραση, το ραδιόφωνο που έκανα 14 χρόνια, τη συγγραφή σεναρίων, τα θεατρικά μου κείμενα , αλλά το να παίζω στο θέατρο νομίζω είναι παράλληλο με τη ζωή μου. Δε ξέρω πώς θα ήταν χωρίς αυτό και δε θέλω και να φανταστώ.
Πώς βλέπεις την τηλεόραση σήμερα;
Δεν βλέπω πολύ τηλεόραση κι αυτό έχει το νόημα του. Βαριέμαι συνήθως, αν είχε κάτι να με κρατήσει, θα έβλεπα. Λίγο φευγαλέο ζάπινγκ το πρωί όταν ξυπνήσω που μάλιστα δε με ικανοποιεί και ιδιαίτερα και τελειώνει εκεί η σχέση μου με την τηλεόραση. Από την άλλη, για να πω για το δικό μου μετερίζι, έχουν γίνει αξιόλογες δουλειές στην ελληνική μυθοπλασία, με πολύ ωραίες παραγωγές, πολύ ωραία γυρίσματα, συναδέλφους εξαιρετικούς. Εγώ πέρσι έκανα μια συμμετοχή στη «Τζέλα Δελαφράγκα». Έχουν γίνει πολύ ωραίες δουλειές σε αυτό το τομέα και εύχομαι να ανοίξει και λίγο παραπάνω ο δρόμος της κωμωδίας στην τηλεόραση. Το υπόλοιπο με τις εκπομπές και με αυτά, δεν με αφορά ποτέ.
Έχω την αίσθηση ότι είσαι ένας άνθρωπος που δένεσαι πάρα πολύ με τους ανθρώπους σου. Οτι έχεις φίλους και τους έχεις χρόνια;
Ναι, βεβαίως. Αποκλειστικά δένομαι με ανθρώπους. Για μένα είναι πάρα πολύ σημαντικό. Είμαι ανθρωπιστής. Δεν λέω αυτό που λένε πολλοί, ότι γνώρισα τα ζώα και μίσησα τους ανθρώπους και τα λοιπά. Εγώ τους έχω ανάγκη. Εγώ ακόμη και στα δύσκολα μου, στον πόνο μου, θέλω κοινό. Θέλω να έχω ανθρώπους δίπλα μου, να μπορώ να μιλήσω, να μπορώ να επικοινωνήσω. Είναι το σημαντικότερο πράγμα. Ξέρεις, όταν έφυγα εγώ από τη Θεσσαλονίκη, δεν είναι ότι ουσιαστικά μου λείπανε τα ντουβάρια της – μου έλειπε η Καμάρα, μου έλειπε ο Λευκός Πύργος σαφέστατα – αλλά κυρίως μου έλειπαν οι άνθρωποι της. Με αυτούς, δηλαδή, είχα δεθεί και με αυτούς είμαι δεμένος ακόμα. Κάνω παρέα με παιδιά που ήμασταν συμμαθητές στο δημοτικό και στο γυμνάσιο για να καταλάβεις. Τους αγαπώ τους ανθρώπους. Όχι ότι δεν έχω πληγωθεί και ενδεχομένως δεν έχω πληγώσει, αλλά γενικά τους αγαπώ τους ανθρώπους και νομίζω πως ένας καλλιτέχνης που απευθύνεται στους ανθρώπους, θα ήταν πάρα πολύ άδικο να πει ότι δεν τους αγαπάει.
Εντάξει, μπορεί να τους αγαπάει και να μην τους έχει. Ενώ εσύ, νιώθω ότι είσαι από τους εκείνους που τους έχεις τους ανθρώπους σου
Το αν έχουμε φίλους ή όχι είναι αποκλειστικά δική μας ευθύνη, όχι των φίλων. Δεν μπορεί από αυτή την παλέτα ανθρώπων που υπάρχει, να μην βρίσκεις κάποιους να μπορείς να προχωρήσεις μαζί τους στη ζωή. Εγώ το πιστεύω αυτό, ότι όποιος δεν έχει φίλους είναι αποκλειστικά δική του ευθύνη. Γιατί μπορεί να πληγωθείς από δέκα φίλους, αλλά υπάρχουν άλλοι δέκα που αν τους δώσεις την αγάπη σου, θα την πάρεις πίσω.
*«Μήδεια» του Μποστ | Θέατρο Κήπου: 3, 4, 5, 6 Ιουλίου | Σκηνοθεσία: Εύη Σαρμή | Μουσική: Γιάννης Ζουγανέλης | Επεξεργασία κειμένου: Ροδή Στεφανίδου | Σκηνικά – Κοστούμια: Δανάη Πανά | Κίνηση / Χορογραφία: Αναστασία Κελέση | Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος | Μουσική διδασκαλία: Παναγιώτης Μπάρλας| Διανομή (με αλφαβητική σειρά): Μαριάννα Αβραμάκη (Χορός) – Λίλη Αδρασκέλα (Χορός) – Αντώνης Αντωνάκος (Ευριπίδης) – Χρύσα Ζαφειριάδου (Εξάγγελος) – Παντελής Καναράκης (Μήδεια) – Γιάννης Καραμφίλης (Ιάσωνας) – Υρώ Λούπη (Καλόγρια) – Μάρα Μαλγαρινού (Χορός) – Γρηγόρης Παπαδόπουλος (Καλόγερος) – Γιάννης Τσεμπερλίδης (Τροφός) – Νίκος Τσολερίδης (Ψαράς) | Περισσότερα για τις ημερομηνίες και εισιτήρια: more