Ο Βασίλης Μπούτσικος στην Parallaxi – Από το «Παιδί» της ΕΡΤ στο «Βαδίζοντας» στη Θεσσαλονίκη
Μία συζήτηση για την παράσταση που έρχεται Δευτέρα και Τρίτη για τα 60α Δημήτρια και, ασφαλώς, για την επιτυχία της σειράς που όλοι συζητούν στα social media
Οι περισσότεροι, λόγω τηλεόρασης, τον έμαθαν αρχικά από την πρώτη του συμμετοχή σε σειρά όταν πέρασε από τις «Άγριες Μέλισσες» σε μία περίοδο που η σειρά αποκάλυψε στο κοινό πολλούς αξιόλογους ηθοποιούς που μέχρι τότε τους γνώριζαν μόνο όσοι πήγαιναν σε θεατρικές παραστάσεις.
Ο Βασίλης Μπούτσικος, φέτος επέστρεψε τηλεοπτικά με την ξεχωριστή, ιδιαίτερη και τελικά πολύ αγαπημένη σειρά της ΕΡΤ «Το παιδί» με την υπογραφή του Παναγιώτη Ιωσηφέλη στο σενάριο και του Στέφανου Μπλάτσου στη σκηνοθεσία, κάνοντας τη διαφορά στο τηλεοπτικό τοπίο της φετινής σεζόν, κάνοντας έναν νέο άνθρωπο στο φάσμα του αυτισμού.
Θεατρικά ωστόσο, η συμμετοχή του στην καλλιτεχνική ομάδα Transatlantic και στην παράσταση «Βαδίζοντας» του Thomas Bernhard σε σκηνοθεσία της Αλεξάνδρας Καζάζου, αποτελεί επίσημη συμμετοχή στα Δημήτρια και έρχεται στη Θεσσαλονίκη την Δευτέρα 13 και την Τρίτη 14 Οκτωβρίου στις 21.00 στο Θέατρο Αυλαία, δημιουργώντας μια ξεχωριστή, πρωτότυπη και πρωτόγνωρη ατμόσφαιρα, που θα κινητοποιήσει σκέψεις και συναισθήματα.
Ένα γλωσσικά και υφολογικά αριστουργηματικό διήγημα, γεμάτο παραλογισμό, σκοτάδι και χιούμορ, στο οποίο ο αφηγητής και κάποιος Oehler, ενώ περπατούν, συζητούν για τη φύση της σκέψης, της λογικής και της ύπαρξης καθαυτής, εξετάζοντας την αλληλεπίδραση ανάμεσα στις «συνθήκες και τις καταστάσεις» του κόσμου, καθώς και τη σχέση ανάμεσα στο περπάτημα και τη σκέψη, στην κίνηση και στην ακινησία. Η Transantlantic Group, ερευνά το πεδίο της αλληλοσυμπληρωματικής τέχνης, σε μια παράσταση με γνώμονα τις open performances, αποτελούμενη από μεταβαλλόμενους ρυθμούς, ακανόνιστες παύσεις και την απρόβλεπτη αλληλεπίδραση των ηθοποιών, καθώς αυτοί περιηγούνται σε ένα πραγματικό και πολλά φανταστικά τοπία.
Με αφορμή τη συμμετοχή του στο «Βαδίζοντας», ο Βασίλης Μπούτσικος μιλά στην Parallaxi για την παράσταση, για τη συμμετοχή του στην φετινή τηλεοπτική επιτυχία του «Παιδιού» και για την επόμενη παράσταση στην Αθήνα που κάνει πρεμιέρα σε λίγες μέρες
Τι ακριβώς είναι το «Βαδίζοντας» που έρχεται στη Θεσσαλονίκη;
Η παράσταση βασίζεται στο έργο του Thomas Bernhard. Εμείς έχουμε ξεκινήσει ως αφετηρία της αφήγησης της ιστορίας από ένα συμβάν που περιγράφεται μέσα στο κείμενο, όπου ο Κάρερ μαζί με τον φίλο του μπαίνουν σε ένα μαγαζί με ρούχα. Και γίνεται κάτι και από αυτή τη στιγμή, εκείνος είναι σαν να απασφαλίζει. Οπότε με αφορμή αυτή την ιστορία, όπου ο Κάρερ τελικά οδηγείται στο ψυχιατρείο, εμείς παρακολουθούμε μία σκηνική σύνθεση, η οποία συνδυάζει την performance, το θέατρο, τη μουσική. Με έναν τρόπο, είναι και η λειτουργία της ομάδας έτσι, η συνδυαστική λειτουργία των τεχνών, από όλο το εύρος που μπορεί να φανταστούμε. Αυτό που κάπως εξερευνεί η παράσταση αλλά και το έργο, είναι ποια στιγμή κάποιος, μπορούμε να πούμε, έχασε τον έλεγχο, βγήκε εκτός εαυτού και έκανε αυτό το βήμα που μπορεί να τον οδηγήσει είτε στην τρέλα, είτε σε μία προσωπική απελευθέρωση. Όταν βγαίνεις δηλαδή από τη βολή σου, από αυτό που είσαι μέχρι τότε. Από το πιο ακραίο μέχρι το να πεις σε κάποιον «Σ’ αγαπώ» ή να πάρεις την απόφαση να μετακομίσεις, να κάνεις ένα βήμα προς κάτι που πάντα το ζούσες μέσα στο κεφάλι σου, εντός σου και ποτέ δεν βγήκε προς τα έξω. Στην περίπτωση του Κάρερ όμως, αυτό εμφανίζεται ως παράκρουση για τους άλλους και γι’ αυτό καταλήγει στο τρελοκομείο. Οπότε με έναν τρόπο μπαίνει και το ερώτημα του τι είναι τρέλα τελικά;
Είμαστε και σε μια εποχή που το περίεργο, το ακραίο, αυτό που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, το θεωρούμε ότι δεν είναι λογικό
Ακριβώς. Ή κάποιες φορές θεωρούμε ότι αυτός που έκανε κάτι εξωφρενικό ή προβοκατόρικο, είναι κάποιος που έχει χάσει τα λογικά του, ενώ μπορεί βαθιά μέσα μας να θέλαμε εμείς να είμαστε στη θέση του και να πράξουμε έτσι. Απλώς δεν έχουμε το θάρρος.
Έχεις νιώσει ποτέ κάτι παρόμοιο, δηλαδή να βγαίνεις από τη βολή σου, από τον εαυτό σου;
Ναι, η αλήθεια είναι ότι δεν είναι κάτι τόσο μεγάλο, αλλά θα μου πεις ότι το μεγάλο είναι και προσωπικό για τη ζωή του καθενός… Νομίζω πως το έκανα αυτό όταν πήγα σε δραματική σχολή, βάσει το πώς ήταν στο σπίτι που μεγάλωσα, τις σπουδές που έκανα πριν και ότι ήταν κάτι που δεν το γνώριζα το θέατρο. Έπρεπε να πάρω την απόφαση ότι τώρα πάω κάπου που δεν ξέρω και ούτε έχω τη στήριξη ακριβώς από την οικογένειά μου από την αρχή. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.
Πώς βρέθηκες τελικά από το Φυσικό Ιωαννίνων στη Δραματική Σχολή του Εθνικού;
Αυτό κάπως ήρθε μόνο του. Ήμουν στο Φυσικό, ήμουν ένας τυπικός καλός φοιτητής και στο δεύτερο έτος άρχισα να νιώθω ότι κάτι δεν με ικανοποιεί. Και έψαξα για κάτι σαν χόμπι. Εντελώς τυχαία τότε μπήκα στη θεατρική ομάδα του Πανεπιστημίου. Μετά αυτό έγινε η καθημερινότητά μου, γιατί με έναν τρόπο η ομάδα ήταν αυτοδιαχειριζόμενη. Οπότε εμείς κάναμε τα φώτα, τα κοστούμια, τα πάντα για ώρες. Και σε ένα από αυτά τα ταξίδια για Αθήνα, σκέφτηκα πώς θα ήταν αυτό να το κάνω κάθε μέρα. Να μην είναι κάτι «παράνομο» δηλαδή, κάτι που το κάνω κρυφά από τους γονείς μου. Δεν σκεφτόμουν ακριβώς το επάγγελμα στην αρχή, επειδή δεν ήξερα και κάποιον από το χώρο. Και έτσι κάπως χαζά είπα ότι θα δώσω στη δραματική.
Είναι δύσκολο για ένα παιδί που δεν είναι από το χώρο να κάνει μία τέτοια διαδρομή που να αρχίσουν τελικά να τον σκέφτονται για ρόλους ας πούμε. Να αρχίσει να νιώθεις ότι πάει καλά το πράγμα πια;
Αυτό η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν το σκέφτομαι ακόμα για μένα. Εγώ δεν έχω νιώσει ας πούμε ότι κάπως τώρα τον «δέσαμε τον γάιδαρο μας». Ναι, μία δουλειά μπορεί να σε οδηγήσει σε άλλη και να σε προτείνουνε για κάποια ακρόαση. Σε γενικές γραμμές πάντως, είναι δύσκολο αυτό το επάγγελμα στην Ελλάδα γιατί και το κράτος δεν στηρίζει τόσο πολύ με επιχορηγήσεις ή πράγματα που θα μπορούσαν κάπως να σε κάνουν να νιώθεις ότι δεν είσαι μία βάρκα στο πέλαγος. Δηλαδή τελειώνει μία δουλειά και μετά μπορεί να είσαι άνεργος. Αυτή την ανασφάλεια νομίζω τη νιώθω. Δεν είναι ότι κάπως έκλεισε αυτό για μένα. Από εκεί και πέρα δεν μπορώ να πω ότι δεν νιώθω και ότι έχω συναντήσει ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν ή που θεώρησαν ότι η συνεργασία μας ήταν καλή και με πρότειναν σε κάποια άλλη δουλειά. Οπότε ναι, κάπως νιώθω ότι ένα μονοπάτι σιγά-σιγά χτίζεται για μένα.
Πώς είναι εκείνο το παιδί του φυσικού, να έχει φτάσει σήμερα να δίνει συνεντεύξεις;
Κυρίως το βλέπω πως μιλάω με έναν άνθρωπο που μου ζήτησε να μιλήσουμε, δεν το βλέπω δηλαδή για κάτι τόσο μεγάλο. Ότι βρεθήκαμε δηλαδή να συζητήσουμε για τη δουλειά μου κι εγώ, κατά κάποιο τρόπο μπορώ να ανοίξω λίγο τη σκέψη μου πάνω σε αυτό. Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ ως κάτι μεγάλο και ελπίζω να μην το πάθω ποτέ, γιατί θα με τρομάξει κάτι τέτοιο. Ίσως παλιότερα όταν ξεκίνησα αυτή τη δουλειά, να το σκεφτόμουν πώς θα ήταν μία συνέντευξη, αλλά νομίζω ότι στην πράξη σήμερα, δεν το βλέπω σαν κάτι για το οποίο πρέπει να γίνεται μεγαλύτερος λόγος από αυτό που ήδη είναι.
Το έργο ασχολείται με φιλοσοφικά θέματα όπως η σκέψη, η λογική, η ύπαρξη και η σχέση ανάμεσα στην κίνηση και την ακινησία. Τι σου έδωσε εσένα η συμμετοχή σου σε αυτή τη δουλειά;
Καταρχάς, το ότι είναι η δεύτερη μου συμμετοχή σε παράσταση αυτής της ομάδας, η οποία έχει ξεκινήσει από την Αλεξάνδρα Καζάζου, που ήταν και καθηγήτρια μου στη σχολή. Κάθε συνάντηση με αυτούς τους ανθρώπους, είναι ένας στοχασμός πάνω σε πάρα πολλά πράγματα. Ακόμα και το ότι ο χρόνος περνάει και ο καθένας φέρνει ξανά τον δικό του κομμάτι. Το ότι υπάρχει μια λειτουργία η οποία είναι βασισμένη στην εμπιστοσύνη, με κάνει να σκέφτομαι κάθε φορά κάτι καινούργιο. Επίσης, το θέμα του έργου με έκανε να σκεφτώ σχετικά με το βάδισμα, τη κίνηση, το πώς πολλές φορές όταν περπατάμε στην Αθήνα όλα τρέχουν, όλα είναι γρήγορα. Αυτό με αποτρέπει πολλές φορές από το να στοχαστώ πάνω σε κάτι. Δηλαδή, θέλω να μπορώ να παρατηρήσω κάτι έξω από μένα. Ακόμα και μια κηλίδα στον τοίχο. Οπότε η παράσταση, μου έδωσε έναν χώρο στο να σκεφτώ πώς είναι τις στιγμές που μπορεί να είμαι ακίνητος, ό, τι και να σημαίνει αυτό. Από το δεν έχω δουλειά και είμαι στο σπίτι μου, μέχρι το δεν τρέχω στην κίνηση και έχω ένα ρεπό. Όσο φορές και να μας τρομάζει αυτό, το ότι δεν είμαστε παραγωγικοί σε μια κοινωνία που πάντα κάτι πρέπει να κάνουμε για να φαίνεται ότι είμαστε άξιοι, γεννιέται ένας τεράστιος χώρος φαντασίας, στοχασμού πάνω σε πράγματα, όπως το απέναντι μπαλκόνι που δεν έχουμε παρατηρήσει πως είναι η τέντα του, μέχρι το κάτι μέσα μας.
Οπότε να φανταστώ ότι τα δικά σου «βήματα» είναι πλέον αργά;
Αυτή τη στιγμή, δυστυχώς όχι. Είναι μια περίοδος που είναι πολύ πιεστική για μένα, κι ενώ από τη μία θα πω ότι είμαι ευτυχής που κάνω πράγματα που αφορούν το κομμάτι της υποκριτικής, από την άλλη, είναι σε ένα τόσο μεγάλο βαθμό όλο αυτό που έχω μια έντονη επιθυμία γι’ αυτό τον άδειο χώρο. Τις μικρές παύσεις ή το να πάω μια εκδρομή στη φύση.
Τι δυσκολίες είχε η «συνάντηση» σου με τον Ντιμίτρι, τον ρόλο που κάνεις στο τηλεοπτικό «Παιδί» της ΕΡΤ;
Έχω συμμετάσχει και άλλη μια φορά σε τηλεοπτική σειρά, κάπως για να δοκιμάσω και να δω πώς είναι το μέσο. Επίσης θα σου πω πως δεν είμαι πολύ μεγάλος θαυμαστής της ελληνικής μυθοπλασίας. Θέλω να πω, όχι ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να έχουν ωραία σκέψη. Νιώθω όμως ότι υπάρχει κάπως μία πεπατημένη κάποιες φορές στις θεματολογίες. Και επίσης υπάρχει και ένας χρόνος που εμένα προσωπικά με τρόμαζε στο παρελθόν. Αυτό το κάθε μέρα, με άλλες ταχύτητες χωρίς μεγάλη δυνατότητα προβών και τα λοιπά. Αλλά για το «Παιδί» με το που ήρθε η πρόταση και διάβασα το σενάριο για να πάω στο δοκιμαστικό είπα, ώπα, εδώ κάτι μου φαίνεται πάρα πολύ ενδιαφέρον. Μάλιστα κι όταν γνώρισα τον σκηνοθέτη, τον Στέφανο Μπλάτσο, ένιωσα ότι κάτι ωραίο υπάρχει. Εμένα προσωπικά με κάνει να νιώθω ωραία μέσα σε αυτή τη σειρά και χαίρομαι πάρα πολύ που είμαι μέρος της.
Υποθέτω θα ήθελε και ιδιαίτερη προσέγγιση ο ρόλος του Ντιμίτρι;
Ναι, έκανα μία προσωπική μελέτη για να νιώθω εγώ ότι έχω κάποια πατήματα και δεν πάω να κάνω κάτι απλοϊκό, για να πω απλά ότι το έκανα. Να νιώθω ότι σέβομαι αυτό το υλικό το οποίο δεν γνωρίζω κιόλας, γιατί μιλάμε για ένα παιδί που είναι στο φάσμα του αυτισμού. Αλλά από την άλλη ξαναλέω πως δεν ξέρω αν θα είχα πάρει αυτή την απόφαση αν δεν υπήρχε αυτό το team, ξεκινώντας από τον σκηνοθέτη που με έκανε να αισθανθώ ότι πάμε μαζί σε αυτό.
Και βγάλατε ένα πολύ ωραίο αποτέλεσμα και νομίζω ότι χτίζεται φανατικό κοινό σταδιακά!
Ναι, μακάρι… Εγώ πιο πολύ στα social media συναναστρέφομαι με κάποιους ανθρώπους που μου στέλνουν ότι τους αρέσει πολύ η σειρά και χαίρομαι. Έξω δεν κυκλοφορώ πολύ, γιατί ο χρόνος είναι ελάχιστος και οπότε δεν έχω μιλήσει με κόσμο για τη σειρά.
Τι βλέπεις στην τηλεόραση εσύ Βασίλη;
Ελληνική τηλεόραση δεν βλέπω καθόλου. Βλέπω κυρίως ξένες σειρές σε πλατφόρμες. Όχι γιατί είμαι ένας ξενολάγνος αλλά κάποιες φορές μπορεί να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον μια θεματική σε μια σειρά ή να κάνει κάποιος αγαπημένος σκηνοθέτης μια σειρά. Τελευταία ελληνική που νομίζω ότι είδα, ήταν το «Milky Way» γιατί από το τρέιλερ κάπως θεώρησα ότι τουλάχιστον εικαστικά, είχε ένα ενδιαφέρον.
Τι είναι θέατρο για σένα;
Συνεχώς όταν είμαι μέσα σε αυτό, αναρωτιέμαι πολλές φορές. Γιατί το κάνω, πώς το κάνω, με ποιους όρους θέλω να το κάνω, τι σημαίνει βιοπορίζομαι από αυτό. Ως θεατής, θα έλεγα πως για ‘μενα είναι πολλές φορές ένα καθρέφτισμα μέσα στο οποίο μπορεί να δω εγώ κάτι που υπάρχει μέσα μου αλλά και στον κόσμο γύρω μου, ακόμα και κάτι που ίσως αρνούμαι να αντικρίσω. Επίσης, είναι παρηγοριά, είναι ψυχαγωγία. Δεν ξέρω πώς θα ήταν η ζωή αν δεν υπήρχε τέχνη. Θα ήταν λίγο σαν παλιό βιβλίο σκονισμένο σε ένα ράφι με λογιστικά.
Άλλωστε μιλάω και με έναν άνθρωπο που μαγεύτηκε ξαφνικά από το θέατρο, τα παράτησε όλα και πήγε έγινε ηθοποιός!
Ναι, το οποίο όμως επειδή αρχικά μπήκα λίγο να το κάνω κάτι σαν χόμπι, αυτό που με κέντρισε στο θέατρο, ήταν η συναναστροφή με τους άλλους ανθρώπους και με το ότι κάποιοι κλεισμένοι σε έναν χώρο, παλεύουν για μία στιγμή, που κάποιος θα έρθει και θα του πούνε μία ιστορία, σαν μία μικρή τελετουργία. Νιώθω πια πως είναι από αυτά τα λίγα πράγματα που νιώθω που πια μας φέρνουν στον ίδιο χώρο, την ίδια στιγμή και γινόμαστε κοινωνοί στο ίδιο πράγμα. Αυτό είναι μαγικό! Και εγώ όταν παρακολουθώ μια παράσταση, πολλές φορές χαζεύω τους άλλους θεατές. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτό. Και επίσης μαγικό είναι στο θέατρο το ότι κάθε στιγμή είναι μοναδική, δεν θα επαναληφθεί. Αλλά και το ότι είμαστε ο καθένας στη δουλειά του, πάει στο σπίτι του, πάει στο σούπερ μάρκετ γυρίζει και αποφασίζει να αφιερώσει τον χρόνο του για να βρεθεί με άλλους 50, 100 ή 200 ανθρώπους στον ίδιο χώρο. Δεν ξέρω, δεν είναι κάτι που συμβαίνει συχνά ας πούμε στη ζωή, ίσως μόνο σε μία συγκέντρωση ή σε μία πορεία μόνο. Αλλά γενικά είναι τρομερό το ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν έρθει για να συντονιστούν μαζί σε κάτι. Αυτό είναι και φανταστικό και μαγικό και μεγάλη ευθύνη επίσης για εμάς που το κάνουμε.
Τι θα ήθελες να πάρει μαζί του ο θεατής που θα έρθει να δει το «Βαδίζοντας» στο Θέατρο Αυλαία;
Κάπως να φτιάξει μία δικιά του ιστορία, την ώρα που θα παρακολουθεί αυτή την παράσταση. Να κάνει μία προσωπική αφήγηση. Δεν είμαι σε θέση και δεν το θέλω να του πω εγώ τι να πάρει μαζί του, γιατί αυτό μου φαίνεται λίγο στρατευμένο και αυτή η παράσταση γενικά, νομίζω ότι έχει λειτουργία στο να αφήνει χώρο σε κάποιον να φτιάξει μία δικιά του αφήγηση.
Ποια είναι η σχέση σου με τη Θεσσαλονίκη, Βασίλη;
Τη λατρεύω τη Θεσσαλονίκη.. Όταν σπούδαζα είχα έρθει πολλές φορές, αλλά κι αργότερα στο φεστιβάλ κινηματογράφου ή και με περιοδείες. Θυμάμαι ως φοιτητής να τελειώνουμε παράσταση με την Ερασιτεχνική Ομάδα, να παίρνουμε ΚΤΕΛ και να πηγαίνουμε σε πάρτι στην Υφανέτ ή σε διάφορα άλλα μέρη στη Θεσσαλονίκη. Πάντα μου άρεσε η συσπείρωση που έχει το κέντρο της πόλης αυτής αλλά ταυτόχρονα τη θεωρούσα πάντα πολύ ζωντανή πόλη κατά κάποιο τρόπο. Μου αρέσει η αίσθηση της.
Γνωρίζω πως κάνεις πρόβες αυτόν τον καιρό στην Αθήνα για την παράσταση «Dracula» σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου και κάνετε πρεμιέρα στις 24 Οκτωβρίου στο Θέατρο Πόρτα. Τι σε κέρδισε σε αυτή τη δουλειά;
Ενώ διαβάζοντας το μυθιστόρημα το καλοκαίρι, αναρωτιόμουν πώς αυτό το έργο μπορεί τελικά να μετασχηματιστεί σε σκηνική πράξη, μου αρέσει η κατεύθυνση που έχει επιλέξει ο Θάνος Παπακωνσταντίνου, ώστε ο Δράκουλας να μην είναι απλώς ένα “τέρας”, όπως συνήθως τον ξέρουμε από την ποπ κουλτούρα ή στις ταινίες που έχουμε δει. Εδώ μοιάζει περισσότερο με μια σκοτεινή βαθιά επιθυμία που μπορεί να έχει ο καθένας μέσα του. Μια ροπή προς μια επιθυμία βαθύτερη που μπορεί και να μην την παραδέχεται κάποιος ούτε καν στον εαυτό του. Τι όμως θα θυσιάζαμε για να αποκτήσουμε αυτό που θέλουμε απεγνωσμένα; Αυτός είναι και ο τρόμος που προκαλεί ο Δράκουλας και αυτό μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον ως ερώτημα.
Τι εύχεται ο Βασίλης για τον εαυτό του;
Ψυχική ηρεμία. Περισσότερο δικό μου χρόνο όπως έλεγα πριν. Ταξίδια και υγεία. Και να έχει μία ουσιαστική σχέση με τους πολύ κοντινούς ανθρώπους του.
*Η παράσταση «Βαδίζοντας» παρουσιάζεται στο κοινό της Θεσσαλονίκης, την Δευτέρα 13 και την Τρίτη 14 Οκτωβρίου στο Θέατρο Αυλαία, στο πλαίσιο των 60ων Δημητρίων | Σκηνοθεσία: Αλεξάνδρα Καζάζου | Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος | Δραματουργία: Karol Jarek | Ηθοποιοί (αλφαβητικά): Σπύρος Δέτσικας, Rafal Habel , Νάντια Μπαϊμπά , Βασίλης Μπούτσικος , Βασίλης Τρυφουλτσάνης , Σταύρος Ζαφείρης | Εισιτήρια: www.ticketservices.gr