Σοφία Κυανίδου: Πονάει που η Θεσσαλονίκη δεν έχει μια όπερα με 3, 4 παραγωγές τον χρόνο
Η διάσημη υψίφωνος από τη Θεσσαλονίκη μιλάει για την πορεία της και τις ελλείψεις της πόλης στην όπερα
Η Σοφία Κυανίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και έχει συνεργαστεί ως υψίφωνος με την Καμεράτα, την Δημοτική και Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με το συγκρότημα Ελληνικής Μουσικής, την Ορχήστρα Χρωμάτων κ.ά. φτιάχνοντας μία σπουδαία πορεία στον χώρο της μουσικής.
Η σπουδαία καλλιτέχνις σπούδασε στο Ν.Ω.Θ (τάξη Β.Τσαμπαλή) και συνέχισε στην Ανώτατη Μουσική Ακαδημία της Βιέννης με τους Ε. Καρούσο (τραγούδι), Lied-Oratorium με τον Kurt Equiluz και Curt Malm (Opernschule). Έχει λάβει μέρος στα Δημήτρια, το Φεστιβάλ Αθηνών, το Θρησκευτικης Μουσικής στην Πάτμο, το Φεστιβάλ Δελφών, το Kalidoskop der Nationen, στο Gaude Mater τραγουδώντας μεταξύ άλλων την Missa Solemnis του Beethoven, Das Paradies und die Peri του Schumann, 2η k 8η Συμφωνία του Mahler, Die Schöpfung, Jahreszeiten του Haydn, Elias και Paulus του Mendelssohn κ.ά..
Εχει ερμηνεύσει έργα Ελλήνων και ξένων συνθετών του 20ου αιώνα όπως Σκαλκώτα, Παπαιωάννου, Αντωνίου, Σισιλιάνου, Κούκου, Σαμαρά, Παπαδάτου, Καντσέλις, Ξενάκη, Bryars, Birthwistle κ.α.., ενώ τo ρεπερτόριο της περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα έργων από μπαρόκ μέχρι την σύγχρονη εποχή.
Μία συζήτηση μαζί της, αποτελεί μία βαθιά βουτιά στη ζωή ενός ανθρώπου που αγάπησε τη μουσική και αφιερώθηκε σε αυτή απόλυτα, μέσα από διάφορες ματιές και εκφάνσεις, έχοντας λόγο και άποψη τόσο για τη μουσική παγκόσμια όσο και για τον χώρο που μπορεί και έχει στη Θεσσαλονίκη.
Πότε θυμάστε να ξεκινάει η σχέση σας με το τραγούδι και πότε καταλάβατε ότι θέλετε να «δουλέψετε» αυτό το ταλέντο;
Τα πρώτα μου μουσικά ακούσματα είναι τα νανουρίσματα της μητέρας μου. Υπάρχει ακόμη ολοζώντανη μέσα μου η αίσθηση της ζεστασιάς της φωνής της. Οι πιο συνειδητές καταγραφές αρχίζουν τεσσάρων με πέντε ετών. Το αστείο στην οικογένεια ήταν, όταν ήμουν πιο ζωηρή και με μάλωναν πως έλεγα, “μα τι κάνω; Τραγουδάω, χορεύω, γελάω;”. Με όλα αυτά δεν θυμάμαι πότε άρχισα ν’ ασχολούμαι με τα καλλιτεχνικά. Ήταν, θα έλεγα, αυτονόητο. Έκανα μαθήματα χορού πολλά χρόνια, πιάνο, χορωδίες, θεατρικές παραστάσεις, ώσπου με άκουσε ο καθηγητής μου της μουσικής, με πήγε στο Ωδείο και… αυτό ήταν. Με δύο γονείς μάλιστα, που δεν μου έφεραν ποτέ αντίρρηση ή εμπόδια. Ακριβώς το αντίθετο. Πάντα με ενθάρρυνση.
Ξεκινήσατε από το Νέο Ωδείο Θεσσαλονίκης και μετά φύγατε για σπουδές στη Βιέννη. Πόσο μεγάλη ήταν η διαφορά και τι σας έδωσε η «θητεία» σας εκεί;
Υπήρξαν πολύ μεγάλες και ουσιαστικές διαφορές. Αρχής γενομένης από τις εισαγωγικές εξετάσεις. Κοντά στα 250 άτομα για να εισαχθούν 9- 10. Παιδιά απ’ όλες τις άκρες της γης, με θαυμάσιες φωνές και κυρίως πάρα πολλές σοπράνο όπως εγώ. Υπήρξαν, ειδικά στην αρχή, φορές που νόμιζα ότι θα ” πνιγώ ” από την πληθώρα τόσο ωραίων φωνών αλλά αποφάσισα γρήγορα να “κολυμπήσω “. Αυτό δεν το μετάνιωσα ποτέ. Άλλη σημαντικότατη διαφορά είναι οι μουσικές προσλαμβάνουσες. Κάθε μέρα, δεκάδες συναυλίες, όπερες, κονσέρτα. Οξύνεται το μουσικό σου, και όχι μόνο, κριτήριο, και ανοίγει η ματιά σου για το γενικότερο γίγνεσθαι και κυρίως του εαυτού σου. Βγαίνεις από τον μικρόκοσμο της πόλης σου. Εδώ να επισημάνω ότι είχα την τεράστια τύχη να μαθητεύσω δίπλα στην σπουδαία καλλιτέχνη, δασκάλα και επαγγελματία, Βαρβάρα Τσαμπαλη.
Έχετε συνεργαστεί με όλες τις ελληνικές ορχήστρες της κλασικής μουσικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Τι σας προσφέρει αισθητικά και ψυχικά το να τραγουδάτε και να «συνομιλείτε» με ένα κοινό που έρχεται να σας ακούσει;
Όταν ήμουν μικρότερη έλεγα ότι είμαι και οφείλω να είμαι, ο δίαυλος μεταξύ του συνθέτη και του κοινού. Όσο μεγαλώνω, προχωρώ ένα βήμα παρακάτω στην σκέψη μου. Και ο συνθέτης είναι ένας δίαυλος με κάτι ανώτερο και ευρύτερο. Όταν αυτά τα σκαλοπάτια ενώνονται, είναι σαν να φεύγουμε σε άλλη διάσταση. Στα γερμανικά αυτές τις στιγμές τις ονομάζουμε “Sternstunden”, οι ώρες των αστεριών. Είναι ελάχιστες σε όλη μας την πορεία, αλλά έστω και μία φορά να τις νιώσεις, έχεις “πετάξει” σε άλλο επίπεδο. Όσο για την σχέση μου με το κοινό και την “συνομιλία” μαζί του ήταν και είναι ιεροτελεστία. Σεβασμός και αλληλεπίδραση μυστηριακή με όχημα το μουσικό κείμενο.
Θεωρείτε πως το είδος τραγουδιού αυτό, θα μπορούσε να υπάρχει και σε πιο εύκολα προσβάσιμους χώρους ώστε να αφορά ένα μεγαλύτερο κοινό;
Οπωσδήποτε μπορεί να είναι προσβάσιμο και σε άλλους χώρους. Υπάρχουν πολλά έργα, με μεταγραφή για λιγότερα όργανα. Κάποια, πρώιμα, ακόμη και με 3 – 4. Το βασικό είναι να υπάρχει πιο συχνή επαφή με αυτό το μουσικό είδος ώστε και η εκπαίδευση να διευρυνθεί και μετά θα παρακολουθήσει αυτός που τον αγγίζει και μία όπερα στους χώρους που κατεξοχήν έχουν δημιουργηθεί γι’ αυτό το είδος. Έχουμε πάρα πολλούς χώρους που τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν, είτε για συναυλίες είτε για κάποια όπερα. Είμαι υπέρ αυτών των προσπαθειών. Η όπερα γεννήθηκε σαν λαϊκό είδος.
Έχετε πάρει πολλά βραβεία όλα αυτά τα χρόνια. Τι σημαίνει για εσάς κάθε βράβευση και ποια θα ξεχωρίζατε;
Ξεχωρίζω το βραβείο μου στον διαγωνισμό “Robert Stolz” στο Αμβούργο, γιατί ήρθε σε μία από τις μεγαλύτερες περιόδους αμφιβολίας του μουσικού μου εαυτού (δεν υπάρχει πιστεύω καλλιτέχνης που να μην έχει ζήσει τέτοιες περιόδους). Μετά τον 1ο γύρο, ήμουν έτοιμη να πάρω το τραίνο για Βιέννη και τελικά κέρδισα. Έπειτα θα ξεχώριζα την διάκριση μου στον διαγωνισμό Richard Tauber στο Λονδίνο, γιατί καλλιτεχνικά με προχώρησε όσο δεν φανταζόμουν, μέσω του είδους που λατρεύω πιο πολύ απ’ όλα. Τα Lieder!!!
Έχετε συνεργαστεί πολλές φορές με την ΚΟΘ. Ποια η άποψη σας για τη θέση που έχει στην πόλη;
Η ΚΟΘ είναι η ορχήστρα “μου” και ο σημαντικότερος μουσικός πυρήνας της Θεσσαλονίκης. Μεγάλωσα μουσικά μαζί της. Πρώτα σαν ακροάτρια, μετά σαν χορωδός και από τις μεγαλύτερες μου χαρές ήταν όταν γύρισα σαν σολίστ. Δόξα τω Θεώ πολλές φορές. Είναι ο γυρισμός του Οδυσσέα στην Πατρίδα κάθε, μα κάθε φορά, όταν συμπράττω μαζί της. Από την ίδρυση της το 1959 μέχρι σήμερα, είναι το μέρος συνάντησης της μουσικής Θεσσαλονίκης και ο φορέας της κλασικής μουσικής, και μάλιστα όταν δεν υπήρχε τίποτε από αυτά που, ευτυχώς, υπάρχουν σήμερα (Youtube, Spotify, βινύλια ή cd που αγοράζεις στο διαδίκτυο και σε 2 ημέρες είναι σπίτι σου, συναυλιακοί χώροι). Η ΚΟΘ είναι πάντα παρούσα.
Η Θεσσαλονίκη πόσο ανοιχτή είναι σε μεγάλες διοργανώσεις όπερας στην πόλη, πέρα από το σημαντικό έργο που κάνει το Μέγαρο Μουσικής; – Τι θα μπορούσε να γίνει παραπάνω;
Βεβαίως είναι ανοιχτή σε μεγάλες διοργανώσεις. Έχουμε το Φεστιβάλ Επταπυργίου που προσπαθεί να εντάσσει Όπερα στο Πρόγραμμα του, έχουμε τα Δημήτρια, που σαν έφηβη έχω δει πάρα πολλές παραστάσεις της Λυρικής που ερχόταν από την Αθήνα (αυτό θα ευχόμουν να είναι και σήμερα εφικτό). Θα ήταν ευχής έργον αν επαναλειτουργούσε ξανά η Όπερα Θεσσαλονίκης. Οι παραστάσεις της ήταν πάντα sold out. Μας πονάει πολύ που με τέτοιο εξαιρετικό δυναμικό δεν έχουμε μια όπερα με 3 – 4 παραγωγές τον χρόνο. Προφανώς, δεν θα πρωτοτυπήσω στην απάντηση μου, χρειάζεται μια χρηματοδότηση μεγαλύτερη.
Αν έπρεπε να επιλέξετε μία όπερα που αγαπάτε πιο πολύ, ποια θα μπορούσε να ήταν αυτή;
Γενικά μου αρέσουν οι Όπερες που έχουν δραματουργικό ενδιαφέρον. Θα διάλεγα την Λαίδη Μάκβεθ (Βέρντι: Μάκβεθ) και οπωσδήποτε την Σαλώμη (Ρ.Στράους σε λιμπρέτο Όσκαρ Ουάιλντ). Καμία δεν είναι για την φωνή μου αλλά αφού με ρωτήσατε… απαντώ (γέλια). Από τους ρόλους της φωνής μου, θα έλεγα την Άννα Μπολένα από την ομώνυμη Όπερα του Donizetti και ο μεγάλος μου καημός, η Vitellia από την “Μεγαλοψυχία του Τίτου” του Μοτσαρτ.
Πόσο σημαντικό είναι να μαθαίνουν τα νέα παιδιά την όπερα και την κλασσική μουσική;
Είναι πάρα πολύ σημαντικό τα παιδιά να έρχονται σε επαφή με την μουσική, χωρίς κάποιον επιθετικό προσδιορισμό ως προς το είδος. Να ξεκινήσουν από μικρές ηλικίες με την μουσική προπαιδεία. Καλλιεργείται η φαντασία τους , η κοινωνικοποίηση τους, οι γνώσεις τους . Και αυτά είναι εφόδια για την μετέπειτα ζωή τους. Πλουτίζει το μέσα μας και παλεύουμε (κυριολεκτικά) σαν έφηβοι ή ενήλικες με καλύτερα εφόδια την εξωτερικότητα που τοκίζει μόνο στην επιφάνεια των πραγμάτων. Ειδικά στους καιρούς μας.
Έχετε διδάξει σε σπουδαστές και ξέρετε καλά τον ρόλο της εκπαίδευσης στη μουσική. Τι συμβουλεύετε στα νέα παιδιά;
Γενικά, δεν χρησιμοποιώ την λέξη συμβουλή. Αν με ρωτήσουν, θα πω την γνώμη μου, που μετά από 25 επαγγελματικά χρόνια είναι βιωματική. Θα τους έλεγα να προσπαθούν να αποκτήσουν ολιστικές γνώσεις γύρω από τις Τέχνες και όχι μόνο. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Την εποχή του covid, που την πέρασα στην Βιέννη, από ανάγκη για καλλιτεχνική ενασχόληση, άρχισα να παρακολουθώ διαδικτυακά μαθήματα θεάτρου στο Θέατρο των Αλλαγών. Πρωτίστως έκανα και κάνω κάτι στην μητρική μου γλώσσα. Μέγιστο και κορυφαίο. Έμαθα λεπτομερέστερα συγγραφείς, λογοτεχνικά κείμενα, διάδραση με ανθρώπους που ασχολούνταν με ένα άλλο είδος παραστατικών Τεχνών. Μέχρι σήμερα που μιλάμε και επειδή μένω σχεδόν μόνιμα πια στην Αθήνα, συνεχίζω παράλληλα με τις μουσικές μου υποχρεώσεις και τα μαθήματα Θεάτρου δια ζώσης πια. Οι ολιστικές γνώσεις λοιπόν, περιλαμβάνουν να γνωρίζω όχι μόνο πότε γράφτηκε ένα μουσικό έργο αλλά και τι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες υπήρχαν όταν γράφτηκε. Πως ήταν οι άλλες Τέχνες εκείνη την εποχή (Λογοτεχνία, Ζωγραφική, Γλυπτική, Θέατρο κτλ). Όσο περισσότερα γνωρίζω γύρω από την εποχή των έργων, τόσο γίνεται τρισδιάστατο στην ανάγνωση και στην βαθύτερη εκμάθηση του. Και πρακτικά θα έλεγα, επιμονή, υπομονή και συνεχή δουλειά με την Τέχνη μας και με τον μέσα μας κόσμο. Και τα δύο χρειάζονται φροντίδα και εγρήγορση.
Τι θα λέγαμε πως δεν έχετε κάνει μέχρι τώρα αλλά είναι στα όνειρα ή σχέδια σας να κάνετε;
Η απάντηση πιθανόν να εκπλήξει λίγο. Επιθυμώ βαθύτατα να τραγουδήσω μια Ροκ Όπερα ή κάποιο μιούζικαλ. Τραγουδούσα και τα δύο είδη όλα μου τα σχολικά χρόνια και θα ήθελα να γυρίσω και σ’ αυτά. Λατρεύω όπως προανέφερα τα Lieder και υπάρχουν ακόμη 1- 2 κύκλοι τραγουδιών που είναι στις επιθυμίες μου και στα πολύ άμεσα σχέδια για πραγματοποίηση τους. Και βεβαίως πάντα την ελληνική λόγια μουσική. Αν δεν τραγουδάμε στην μητρική μας γλώσσα, πώς θα πορευθούμε για να κατανοήσουμε τις “ξένες”;