Συνέντευξη Γιώργος Κούδας: Δε συμπεριφέρθηκα ποτέ ως είδωλο
Ο Μεγαλέξανδρος του ελληνικού ποδοσφαίρου μιλά στην Parallaxi για τη ζωή του, τις μνήμες από το «Γουέμπλεϊ» του Διοικητηρίου, την Τούμπα, τον ΠΑΟΚ και τις περιπέτειές του
Εικόνες: Στέλλα Τουμπέλη
Βίντεο: Αστέρης Καρατζάς
17 ετών γυρνάει στο σπίτι του έχοντας στην τσέπη ένα χιλιάρικο.
Ο πατέρας του, μπαρμπα-Γιάννης δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο, παραξενεύτηκε και τον «μάλωσε».
«Πού το βρήκες αυτό;»
«Μπαμπά, παίζαμε με τον Ολυμπιακό, νικήσαμε, έβαλα γκολ και παράγοντες μαζέψανε χρήματα και μας έδωσαν από ένα χιλιάρικο».
Ο μπαρμπα-Γιάννης δούλευε σε ένα από τα καλύτερα εστιατόρια εκείνης της εποχής, τον Στρατή. Το άλλο ήταν το Όλυμπος Νάουσα. Έπαιρνε 120 δραχμές με τα μπουρμπουάρ. Οπότε ήταν δέκα μέρες δουλειάς του πατέρα του.
«Δεν με πίστεψε. Για καλή μου τύχη ο διευθυντής της Εθνικής τράπεζας και μετέπειτα περιφερειάρχης πήγαινε και έτρωγε στο εστιατόριο που δούλευε. Ρε μπαρμπα Γιάννη γιατί σε βλέπω νευρικό σήμερα; Του είπε. Τι να σε πω … Ήρθε ο Γιώργος και μου έφερε ένα χιλιάρικο. Μπράβο ρε μπαρμπα Γιαννη! Σου έφερε όλο το χιλιάρικο Τι καλό παιδί έχεις».
Ο 17χρονος γιος είναι ο Γιώργος Κούδας και αυτό το περιστατικό είναι για τον ίδιο ορόσημο. Το πρώτο σπουδαίο παιχνίδι απέναντι στον Ολυμπιακό, αλλά και το «παράσημο« για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Μεγάλη υπόθεση για εκείνα τα χρόνια.
Ακολούθησαν πολλά. Μια σπουδαία καριέρα στον ΠΑΟΚ με τίτλους, η περιπέτεια στον Πειραιά, η αγαπημένη του σύζυγος Μαρίζα και η βιοτεχνία με πυζάμες και εσώρουχα που διατηρεί από το 1986. Αλλά και η αγαπημένη του Θεσσαλονίκη.
Ο Γιώργος Κούδας ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του στην Parallaxi και αυτό που καταλαβαίνει κανείς από τη συνομιλία μαζί του είναι ότι το μεγάλο είδωλο, ο Μεγαλέξανδρος του ΠΑΟΚ και της εθνικής, δεν υπήρξε ουσιαστικά ποτέ του είδωλο, αλλά ένα λαϊκό και αγνό παιδί, που μπορεί να παρασύρθηκε ορισμένες φορές στη ζωή του, αλλά σεβάστηκε τα πάντα, κράτησε χαμηλό προφίλ, έχει να πει για όλους έναν καλό λόγο και έζησε μια ζωή γεμάτη.
ΜΑΡΜΑΡΑ ΔΙΟΙΚΗΤΗΡΙΟΥ
«Έλεγα στον πατέρα μου: Δώσε μου κάνα δίφραγκο για να πάρουμε μπάλα και να παίζουμε με τα παιδιά και μου έδινε. Όταν σου συμπεριφέρεται έτσι ο γονιός, πρέπει να το ανταποδώσεις. Από 12 χρονών πήγαινα σε εποχιακές δουλειές. Μέχρι 16-17 χρονών δούλευα στο ξενοδοχείο Αιγαίον στην Εγνατία. Το είχε παράγοντας της ομάδας, ο Λάζαρος ο Σώμος. Ξεκίνησα ως γκρουμ και μετά πήγα στο μπαρ. Μια μέρα μου λέει εσύ έκανες αυτό τον καφέ; Λέω φοβισμένος ναι. Ωραία, δεν θα το ξανακάνει ο άλλος! Και μετά πήγα στη ρεσεψιόν. Μια μέρα, ήταν ο θίασος του Σταυρίδη στο ξενοδοχείο, ο Λάζαρος περηφανευόταν… Έχω ένα παιδί αστέρι εδώ, που παίζει και στον ΠΑΟΚ. Βλέπω τον Σταυρίδη. Καλημέρα σας κύριε Σταυρίδη του λέω. Με αρπάζει από το γιακά και μου λέει: Εσύ; Εσύ μας κέρδισες εχθές; Σε ηλικία 17 ετών. Στο ξεκίνημά μου».
ΠΡΩΤΗ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΗΝ ΜΠΑΛΑ
«Γεννήθηκα στην κοινότητα Αγίου Παύλου, πίσω από τον Άγιο Δημήτριο. Στα χρόνια του εμφυλίου όμως γινόταν χαμός σε εκείνη την περιοχή, οπότε φύγαμε όταν ήμουν 2 χρονών και πήγαμε στην πλατεία της παλιάς Λαχαναγοράς, στην Ολυμπιάδος 1. Εκεί ήταν η πλατεία, από 5 χρονών άρχιζα να παίζω στην πλατεία. Φτιάχναμε μπάλες με χαρτιά και με πανιά και παίζαμε. Σε ακτίνα 2-3 χιλιομέτρων από το Διοικητήριο. Η τελευταία κατοικία που πήγαμε μετά ήταν στη Φιλίππου. Όπου έβρισκα πλατεία έπαιζα. Ονομάζαμε Γουέμπλεϊ εκείνα τα χρόνια την πλατεία Διοικητηρίου γιατί ήταν μάρμαρο και ευθεία, ενώ οι άλλες πλατείες είχαν χώμα. Ξέρεις τι άνθρωποι περνούσαν εκείνα τα χρόνια από εκεί; Μια μέρα ο Χατζηδιάκος που με έβλεπε και έπαιζα στην πλατεία Λαχαναγοράς, με πήγε στον ΠΑΟΚ, όταν ήμουν 12 χρόνων».
Η ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΣΤΟΝ ΠΑΟΚ ΚΑΙ Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ
«Όταν το ‘58 υπέγραψα στο γήπεδο της Τούμπας, αυτό ήταν στα θεμέλια. Πίσω προς την Αγία Βαρβάρα, ήταν ένας χώρος που κάναμε προπόνηση. Το ‘59 στα εγκαίνια ήμασταν τα τσικό και παίζαμε εμείς πριν τους μεγάλους. Παίζαμε οι άσπροι και οι μαύροι πριν από τους επίσημους αγώνες. Εγώ έπαιζα με αυτό το ταλέντο, που εγώ το λέω χάρισμα. Έπαιζα και ο κόσμος άρχισε να λέει το «εφταράκι» εκείνο. Ερχόταν και η μεγάλη ομάδα και μας έβλεπε. Μια μέρα έχω ντριπλάρει πολλούς και ο διερμηνέας του Βίλι Σέφσκι με φωνάζει και μου τραβάει το αυτί. Ο Βίλι τον ρώτησε γιατί το έκανε και του απαντά: Γιατί κάνει συνέχεια ντρίπλες. Και λέει ο Βίλι: Αν δεν τα μάθει τώρα δεν θα τα μάθει ποτέ!
Ο δάσκαλός μας που ήταν διευθυντής στο 58ο σχολείο, στη Φιλήμονος Δραγούμη και πάει και λέει στον πατέρα μου ότι το παιδί σου γίνεται ποδοσφαιριστής. Το βράδυ του είπα: Πήγα στον ΠΑΟΚ για να παίζω μπάλα. Μου λέει ευτυχώς πήγες στον ΠΑΟΚ και δεν πήγες στον Άρη. Αυτό το είπε λόγω πολιτικών φρονημάτων. Εκείνα τα χρόνια ήταν έντονα πολιτικοποιημένα. Ο πατέρας μου ήταν αριστερός και δημοκρατικός. Πήγαινα νυχτερινό γυμνάσιο και δούλευα και έπαιζα και μπάλα. Και μου λέει πώς θα χωρέσεις τρία καρπούζια σε μια μασχάλη; Θα τα χωρέσω μπαμπά. Μου απάντησε αν δεν βγάλεις το σχολείο, θα έχεις άσχημα ξεμπερδέματα. Τα κουβάλησα τελικά και τα τρία.
Ξέρετε πώς έπαιξα στην πρώτη ομάδα;
Παίζει Ολυμπιακός-ΠΑΟΚ στη Φιλαδέλφεια, αντίπαλος αποκρούει με το χέρι και λέει ο διαιτητής παίζετε. Ο Λάζαρος ο Σώμος, που ήταν παράγοντας του ΠΑΟΚ, παίρνει την ομάδα και φεύγει. Τιμωρείται ο ΠΑΟΚ με 3 αγωνιστικές μηδενισμού και μείον 5 παίκτες για έναν μήνα. Έτσι έπαιξα το πρώτο μου επαγγελματικό παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ στις 21 Δεκεμβρίου του 1963, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας με αντίπαλο τον Εθνικό.
Μπήκα μέσα με Αποστολίδη, Μαρβάκη, Ασίκη Δούκα και Γιούλη Στεργιάδη. 5 παίκτες από την εφηβική ομάδα. Έβαλα τη φανέλα με τα άσπρα τα κορδονάκια και το νούμερο 7. Εκείνη την εποχή ο Λέανδρος φορούσε το 7. Αυτός μου το έδωσε και πήρε το 11, παίζοντας έξω αριστερά. Το 68-69 ήταν γύρισα από την περιπέτειά μου ήταν ο Χόρβατ, ένας μεγάλος προπονητής, μου έδωσε το 10, για να είμαι δεκάρι.
Πριν βγω στο γήπεδο, είχα μόνο δημιουργικό άγχος. Ήξερα ότι θα μπω μέσα και θα παίξω αυτό που ήθελα, αυτό που μου άρεσε. Και ήθελα να κάνω τον κόσμο να με χειροκροτήσει, όπως ένας πρωταγωνιστής στο θέατρο.
Τα πρώτα χρόνια πήγαιναν στο εστιατόριο και έλεγαν στον πατέρα μου μπράβο ρε μπαρμπα-Γιάννη και χαιρόταν που είχε ένα καλό παιδί.
Το καλό παιδί όμως ίσως το παρεξήγησε ο πατέρας μου και έμπλεξα σε περιπέτεια.
Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
«Σου είπα για το πρώτο χιλιάρικο. Κάποια στιγμή λέω: Μπαρμπα-Γιάννη γιατί δεν κάνεις ένα ουζερί να γλιτώσεις από τη δουλειά και να έχεις κάτι δικό σου; Όταν ξεκινάω να το κάνω είχα έφορο τον Μιχάλη τον Νίκζα, που είχε ηλεκτρικά. Του λέω θα με βοηθήσεις: Εχω κάποια λεφτά στην άκρη να κάνουμε ένα ουζερί στην Καστριτσίου; Το νοικιάζουμε και αρχίζουμε να το φτιάχνουμε. Ο Μιχάλης μου λέει εγώ είμαι εδώ, μην στεναχωριέσαι. Το μαθαίνει ο Παντελάκης και διώχνει τον Νίκζα και λέει εγώ τον Κούδα δεν τον κάνω καφετζή! Τι τον πείραζε; Ήταν το λάθος του Παντελάκη. Μαθαίνεται αυτό. Πάντα υπάρχουν σειρήνες. Ήταν ένας γιατρός, Χρήστος Σκορδής και πιάνει τον πατέρα μου και του λέει για τον Ολυμπιακό. Και γίνεται αυτό το επεισόδιο και πηγαίνω κάτω. Το δράμα για μένα ήταν μεγάλο. Το λέω με πλήρη συνείδηση. Είχα δύο οικογένειες. Η μία η φυσική μου οικογένεια και μία ο ΠΑΟΚ. Δύο χρόνια, από το καλοκαίρι του ΄66 μέχρι το ΄68 κράτησε.
Αρχίζω προπονήσεις με τον Μπούκοβι στον Ολυμπιακό. Ο πρώτος που ήρθε και με αγκάλιασε και μου ήρθε από σήμερα είσαι παιδί μου και είπε στη διοίκηση ό,τι θα παίρνω εγώ θα παίρνει και ο πιτσιρικάς, ο Γιώργος ο Σιδέρης. Το ‘67 όμως σταματάει κάθε επιχορήγηση και σταματάνε και οι προπονήσεις. Ο ΠΑΟΚ δεν ήθελε να γίνει η μεταγραφή. Από το μυαλό μου και τον εγωισμό μου και το πάθος μου έχω πάει να δουλέψω και λιμενοφύλακας. Και πηγαίνουμε στη σωματική αγωγή στον Άγιο Κοσμά. Έκανα προπόνηση, αφού δεν είχα ομάδα και έπαιζα μόνο με την εθνική ενόπλων.
Και αποφάσισα: Θα ξαναγυρίσω στον ΠΑΟΚ και θα τους βγάλω τα μάτια. Πήραμε το Παγκόσμιο Κύπελλο Ενόπλων και… τρελάθηκαν οι Συνταγματάρχες. Ήμουν ο καλύτερος παίκτης
Γυρίσαμε και μας έκαναν μια δεξίωση. Υπήρχε ένας βουλευτικός εκπρόσωπος στην κάθε ομάδα και στον Ολυμπιακό ήταν ο Παπαποστόλου. Με πλησιάζει και το ένστικτό μου αντιλαμβάνεται τι θέλει να μου πει. Του λέω, άστο. Θα γυρίσω στον ΠΑΟΚ. Και πήρα το δρόμο της επιστροφής. Όταν είπα στον πατέρα μου στον Πειραιά, όπου είχαμε μια πολύ ωραία καφετέρια, ότι θα γυρίσω να παίξω μπάλα στον ΠΑΟΚ, επειδή αυτό ξέρω κι αυτό θέλω, μου είπε: Αν πας στον ΠΑΟΚ, ούτε στον τάφο μου να μην έρθεις. Πρέπει να έχεις δύναμη να διαχειριστείς τέτοια πράγματα. Από τότε δεν μιλούσα 6 χρόνια με τον πατέρα μου. Από το ‘68 μέχρι το ‘74. Εκείνη τη χρονιά παντρεύτηκε η αδελφή μου στον Πειραιά και μου λέει η μάνα μου έλα στο γάμο, θα σε συγχωρέσει ο πατέρας σου. Και λέω τι είπες μάνα; Να με συγχωρέσει ή να τον συγχωρέσω; Έλα ρε παιδί μου, λέει. Πήγα τελικά στο γάμο και αρχίσαμε να μιλάμε. Η μάνα μου ήταν ένας άγγελος.
Είχα καταλάβει πως δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ να παίξω στον Ολυμπιακό. Ο Ασλανίδης είχε έρθει εδώ στο Παλέ και είπε στους φιλάθλους ότι ο Κούδας δεν πρόκειται να παίξει ποτέ στον Ολυμπιακό. Όταν γύρισα, στο πρώτο παιχνίδι εδώ μέσα έκανα δύο γκολ με τον Ολυμπιακό, αλλά δεν χειροκροτούσαν τόσο εμένα σε εκείνο το παιχνίδι, αλλά τον Ασλανίδη, ότι αυτός κράτησε τον Κούδα. Εγώ αποφάσισα όμως να γυρίσω. Δεν ήταν ο Ασλανίδης. Ο κόσμος είδε τι έκανε αυτός που γύρισε».
ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ Ο ΚΡΟΪΦ
«Εκείνα τα χρόνια μέναμε στο ξενοδοχείο Ροτόντα. Κάνανε τρίκλινα δωμάτια τότε, λόγω οικονομικών. Δύο κρεβάτια και ένα ράντσο. Έμενα τότε με τον Γιακουμή και τον Μουρατίδη. Αυτοί οι δύο καπνίζανε. Το δεύτερο χρόνο μου λέγανε έλα ρε κάπνισε και το ξεκίνησα. Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας μου κάπνιζα. Όταν παίρνεις ένα πακέτο το πρωί και βλέπεις ότι το βράδυ τελειώνει, πόσα τσιγάρα κάπνισα; Κι όμως, δεν ήταν πάνω από 4 ή 5. Ιδιαίτερα με το Λόραντ, μου χτυπούσε το χέρι και πετούσα το τσιγάρο! Από το πακέτο κάπνιζα ελάχιστα. Δεν κάπνιζα πάντως στο ημίχρονο των αγώνων, αυτό είναι ψέμα. Είχα δει τον Κρόιφ με το τσιγάρο… Έχω φωτογραφία με τον Κρόιφ στο σπίτι, μετά από μια δεξίωση και είχαμε στο ένα χέρι το ποτό και στο άλλο κάτω είχαμε το τσιγάρο. Το κάναμε για αποφόρτιση μετά από τους αγώνες. Ο πατέρας μου δεν κάπνιζε και όταν το έμαθε ένα βράδυ έρχεται και μου λέει αχ ρε αγάπη μου γιατί καπνίζεις; Εγώ δεν κάπνισα στον πόλεμο της Αλβανίας κι εσύ αθλητής και καπνίζεις;
Η ιστορία μίας φωτογραφίας: Ο Γιώργος Κούδας στον αγώνα του ΠΑΟΚ με τον Παναθηναϊκό (18/4/1973), επελαύνει και ο Άνθιμος Καψής προσπαθεί να τον ανακόψει αγκαλιάζοντάς τον. Ο φωτογράφος Μιχάλης Παππούς έχει τα αντανακλαστικά και το καταγράφει και η εικόνα έμελλε να γίνει το σήμα κατατεθέν του αρχηγού, που όμως παραδέχεται τον αντίπαλό του: «Ήρθε μετά, με σήκωσε και μου είπε ότι θα μπορούσε να κάνει ένα πολύ πιο βίαιο μαρκάρισμα για να με σταματήσει, αλλά δεν το ήθελε. Με σεβάστηκε».
ΛΑΪΚΟ ΠΑΙΔΙ. ΕΙΔΩΛΟ ΚΑΙ ΗΓΕΤΗΣ
«Δεν συμπεριφέρθηκα ποτέ ως είδωλο. Είχα την αγάπη και την εκτίμηση όλων, του κόσμου, των συμπαικτών και των αντιπάλων. Δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο, είναι και η συμπεριφορά. Όταν έβαζα το γκολ πήγαινα προς τους συμπαίκτες μου. Δεν πήγαινα προς τον κόσμο. Ο κόσμος θα γιορτάσει ούτως ή άλλως. Μία φορά πήγα στον κόσμο. Ήταν στον πρώτο τίτλο (1972). Είχε έρθει κόσμος στο Καραϊσκάκη στο Κύπελλο, πήγα στην κερκίδα όταν έκανα το δεύτερο γκολ και λέω ναι ρε γαμώτο δεν πρόκειται να μας το πάρουν οι που…δες, θα τον πάρουμε τον τίτλο. Βάζει γκολ με ανάποδο ψαλίδι ο Ματζουράκης και γίνεται το 3-0 και το ακυρώνει. Και τρελάθηκα και λέω έχει γούστο οι π.. δες να το ακυρώσουν πάλι και να μην μας αφήσουν. Περάσαμε πάρα πολλά και το είχα απωθημένο. Την αρχηγία την πήρα μετά από πολλά χρόνια. Ήταν ο Λέανδρος αρχηγός».
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΚΟΥΔΑΣ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
«Οι τίτλοι που πήραμε ήταν κάτι παραπάνω από τρόπαια. Σήμαιναν πολλά για τον κόσμο. Ο Παντελάκης ήταν μεγάλος παράγων και ήταν ο μόνος που πολέμησε εκείνο το κατεστημένο. Αλλά ακόμη και σήμερα έχω παράπονο. Κάνουν ένα fly over και μας έχουνε πηδήξει. Κάνουν ένα μετρό εδώ και 40 χρόνια. Η Θεσσαλονίκη είναι στο ποδόσφαιρο όπως και στην πολιτική. Δεν έχουμε παράγοντες να πολεμήσουν και να πάρει η Θεσσαλονίκη αυτά που της αξίζει. Φταίνε εκείνοι, αλλά φταίμε κι εμείς γιατί δεν παλεύουμε. Δεν λογάριαζαν ποτέ τη Θεσσαλονίκη. Δεν θέλω να βλέπω ειδήσεις, πια.
Δεν κωλώνω, τα λέω στους πολιτικούς. Κατέστρεψαν την Ερμού, τη Βενιζέλου, πόσα χρόνια. Δεν μπορούν να βρουν λύση με τις προσφυγές; Κάνουν το fly over και είναι μια ταλαιπωρία καθημερινή. Το Διοικητήριο σήμερα δεν υπάρχει. Πόσες συγκεντρώσεις κάναμε. Εχουμε τα μαρμαράκια από εκεί. Δεν μπορούν να κάνουν μια ανάπλαση με πάρκινγκ, πήγαμε και για το Παλατάκι στον Υπουργό Μακεδονίας Θράκης και για το Διοικητήριο».
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΡΑΣΟΥΛΗ
«Μένω στην Καλλιδοπούλου και είχα μια BMW και έχω ραδιόφωνο και έχω ένα CD που όταν είχα νεύρα για να ηρεμήσω έχω το Καρούζο, του Λούτσιο Ντάλα. Μόλις το ακούω, ηρεμώ. Μπαίνω στο αμάξι, ανοίγω το ραδιόφωνο και με το άνοιγμα ακούω το στίχο Κούδας. Και λέω τι έχει γίνει; Παίρνω τηλέφωνο, είχα γνωστή και μου λέει το τραγούδι το έγραψαν ο Βαγιόπουλος και ο Ρασούλης και το τραγουδάει ο Παπάζογλου. Συναντιόμαστε στον Τζανή με τον Ρασούλη. Έρχεται και μου λέει το έγραψε και μου το έφερε ο Βαγιόπουλος. Ερχόμασταν λέει στο γήπεδο, αν και ήμουν ΟΦΗ και μου ήρθε η έμπνευση. Ξέρεις τι λέω: Όταν συστήνομαι σε κάποιες κυρίες λέω μπορεί να μην με ξέρετε αλλά σίγουρα με έχετε χορέψει!»
Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΜΠΟΝΕ ΚΑΙ Ο ΓΑΜΟΣ ΜΕ ΤΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΤΟΥ ΜΑΡΙΖΑ
Ναι το έκανα τότε (1968), παντρεύτηκα την Μπονέ. Δεν το επεξεργάστηκα τότε. Στα 6-7 χρόνια χώρισα. Και η δικτατορία 6-7 χρόνια κράτησε… Είμαι αυτός ο χαρακτήρας, είπα ότι δε θα προσβάλλω. Διάλεξα πως θα την παντρευτώ και είπα σας αρέσει δεν σας αρέσει θα το κάνω. Το 1979 είμαι με φίλο στη Μαρτίου και απέναντι κάθεται η γυναίκα μου η Μαρίζα μόλις την βλέπω… τρώω κλάσιμο! Τρώω με έναν που είχε νταλίκες με εξαγωγές, τον Αλέξανδρο τον Κοκκαλά. Λέω την ξέρεις; Την ήξερε. Κάποια στιγμή ήρθε από το γραφείο του. Μας γνώρισαν. Αρχίζει η σχέση μας, αρχίζουμε να βγαίνουμε και της λέω θέλω να έρθω σπίτι σου. Δεν θέλω να σε εκθέσω, της λέω. Θέλω να γνωρίσω τους γονείς σου και να ξέρουν ότι βγαίνουμε μαζί. Του λέω Κύριε Ευστρατίου από σήμερα είμαστε μαζί.
Μία μέρα μετά τον αγώνα με την Μπάγερν στο Μόναχο, ο πατέρας τους έπαθε εγκεφαλικό στο δρόμο, μετά από λίγες μέρες πέθανε. Δεν έχω μαλώσει ποτέ με την γυναίκα μου».
ΣΑΒΒΙΔΗΣ
«Έχω να δω 4-5 χρόνια το Σαββίδη κι αυτό είναι μεγάλο πλήγμα για μένα. Συζητούσα κάθε Σαββατοκύριακο τετ α τετ με τον Σαββίδη. Έχω μείνει μέχρι και τις 10 το βράδυ και μιλούσαμε. Δεν έχω λόγο να θέλω παράσημα. Το ‘15 μου είπαν ότι σε θέλει ο κ. Σαββίδης στο Μακεδονία Παλλάς. Μπήκα μέσα. Εσύ γιατί δεν είσαι στον ΠΑΟΚ; Μου λέει. Εγώ στον ΠΑΟΚ είμαι, του λέω. Μου λέει: Θέλω να γίνεις παράγοντας. Του απαντώ: Εγώ με τους άμπαλους δεν έρχομαι.
Κάποια στιγμή μου λέει πάμε. Είχε διοικητικό συμβούλιο. Λέει να σας συστήσω τον κ. Κούδα, που από σήμερα είναι σύμβουλός μου. Με ονόμασε σύμβουλό του. Αλλά από το ΄19 δεν έρχεται στη Θεσσαλονίκη. Υπάρχει λόγος. Τρεις φορές μιλήσαμε μέσω skype από τότε.
Θυμάμαι του είχα πει για το θέμα προπονητή: Τον Μουρίνιο να φέρεις δε θα κάνει τίποτα. Ανέβασε τον Ίβιτς από την Κ-19. Ξέρει την ελληνική νοοτροπία. Και μετά με το Φερέιρα, του είπα: Ανέβασε τον Γκαρσία στην πρώτη ομάδα. Θα πληρώσεις τόσα εκατομμύρια. Για τον ΠΑΟΚ δεν θέλω να σκορπάει εκατομμύρια. Το θέμα είναι ο προπονητής να ξέρει κάποιος και την ελληνική νοοτροπία».
ΤΟ ΓΗΠΕΔΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΣΤΟ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ
«Πονάω για το γήπεδο. Βλέπω μια μέρα στην τηλεόραση τον Μπακογιάννη για το γήπεδο του Παναθηναϊκού στο Βοτανικό και την ψωνίζω. Έχω πολύ καλές σχέσεις με τον Γιώργο τον Ορφανό. Του λέω: Δώσε μου το τηλέφωνο του πρωθυπουργού να τον πάρω τηλέφωνο. Με ξαναπαίρνει πίσω και μου λέει θα σε πάρει αυτός. Με πήρε. Του λέω σας παρακαλώ πολύ, έχω ένα πρόβλημα: Γίνεται το γήπεδο του Παναθηναϊκού κι εδώ ο άνθρωπος πληρώνει και δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. Και μου λέει θα σε πάρω τηλέφωνο όταν έρθω πάνω. Άστο. Ξέρω ότι έχει τρεχάματα, αλλά όταν δίνεις υπόσχεση πρέπει να την τηρείς. Δεν ζητώ κάτι για μένα, αλλά για τον ΠΑΟΚ.
Ο Σαββίδης θα το κάνει το νέο γήπεδο πάντως. Πρέπει απλά να καταλάβουν οι παράγοντες να το παλεύουν όλοι μαζί».
Ο ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΩΘΗΜΕΝΟ
«Φοβάμαι για το μέλλον των κοινωνιών. 12 χρονών κλέβουν, σκοτώνουν, μαλώνουν. Όλα αρχίζουν από την οικογένεια. Η μίμηση έχει φτάσει στο 99% και ο καθένας σκέφτεται πώς θα κάνει το χειρότερο. Τώρα πολλά γίνονται για την εικόνα. Εγώ θυμάμαι πήγαινα στον καθρέφτη στα αποδυτήρια έκανα το σταυρό μου και έλεγα θεούλη μου φύλαξε με να βγω υγιής από το γήπεδο χωρίς να το ξέρει κανείς. Τώρα βλέπεις… ήμαρτον. Τα κάνουν όλα για να τα δείξει η κάμερα.
Απωθημένα δεν έχω. Τα έζησα όλα στη ζωή μου. Ίσως το μόνο ότι δεν με εκμεταλλεύτηκαν οι παράγοντες τόσο πολύ, αφότου σταμάτησα το ποδόσφαιρο. Με αυτό το καθαρό μάτι που έχω, δεν είχα την ευκαιρία να βοηθήσω όσο θα μπορούσα».
ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΕΡΟΣ
«Το αγαπημένο μου μέρος στη Θεσσαλονίκη ήταν το καφέ του Ζάχου στην Λεωφόρο Μεγάλου Αλεξάνδρου όπου μαζευόμασταν ώρες και συζητούσαμε με φίλους, παλιούς Θεσσαλονικείς».
- Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο επετειακό τεύχος της parallaxi για τα 35 χρόνια