Βιβλίο

Τα κομμένα κεφάλια ανταρτών στο κέντρο των Σερρών και άλλες αναμνήσεις του Εμφυλίου που έγιναν βιβλίο

Ο συγγραφέας - ιστορικός Βασίλης Τζανακάρης μιλάει στην Parallaxi για την καταγραφή 27 ιστοριών εκείνης της περιόδου

Γιώργος Σταυρακίδης
τα-κομμένα-κεφάλια-ανταρτών-στο-κέντρ-1123950
Γιώργος Σταυρακίδης

Το “ΓΙΑΤΙ” ήταν ίσως το πρώτο περιοδικό που έπιασα στα χέρια μου, γιατί θυμάμαι να υπάρχει συχνά στο σπίτι μας στις Σέρρες. Ένα ιστορικό περιοδικό τέχνης και ιστορίας που έγραψαν σπουδαίοι άνθρωποι της τέχνης και της φιλοσοφίας στα 34 χρόνια που κυκλοφορούσε στη μικρή πόλη μας, αλλά με πιστούς αναγνώστες σε όλη την Ελλάδα.

Πολλά χρόνια αργότερα, είχα την τύχη να γνωρίσω καλά τον Βασίλη Τζανακάρη από κοντά, να μιλήσουμε, να μου χαρίσει ένα επετειακό τεύχος, καθώς και ένα από τα βιβλία του. Βρεθήκαμε αρκετές φορές εκείνο τον καιρό και μιλήσαμε για πολλά. Ήταν πάντα μία ευχάριστη στιγμή για μένα η συναναστροφή μαζί του.

Ο καιρός πέρασε και ενώ δεν τον συναντώ πλέον, μαθαίνω και διαβάζω γι’ αυτόν αλλά και όσα γράφει. Τελευταίο του βιβλίο, που εκδόθηκε πριν λίγους μήνες από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, το “Ένα παιδί μετράει κεφάλια” με ιστορίες κυρίως από την εποχή του Εμφυλίου, και όχι μόνο, με την “φροντισμένη” γραφή του Βασίλη Τζανακάρη, από δικές του μνήμες και αφηγήσεις.

“Βίωσα µια σειρά από γεγονότα που συνέβησαν στην πόλη µου τις Σέρρες αλλά και σ’ εµένα προσωπικά, που µε σηµάδεψαν από την παιδική µου ηλικία και που νοµίζω ότι έπρεπε να τα καταγράψω µε τη µορφή µιας σειράς βιωµατικών αφηγηµάτων ή και διηγηµάτων, στα οποία τα ίχνη της µυθοπλασίας που χρησιµοποίησα δεν αποτελούν το κεντρικό σηµείο αναφοράς αλλά βοηθούν στην καλύτερη κατανόησή τους. Όπως η ιστορία που δάνεισε τον τίτλο του βιβλίου, µε την εικόνα των κοµµένων κεφαλιών ανταρτών και κυρίως η τοποθέτησή τους στο πλέον κεντρικό σηµείο της πόλης µου ήταν κάτι σαν την οµηρική ύβρη που έµεινε ανεξίτηλα αποτυπωµένη στην παιδική µου µνήµη, καθώς αυτή και µόνο αυτή µπορούσε να καταγράφει µε ιδιαίτερα οδυνηρό τρόπο το βιωµατικό γεγονός.

Για το κατάκλειστο και σφραγισμένο σπίτι της περιοχής του Ιμαρέτ έμαθα διαβάζοντας γι’ αυτό κάτι παλιές κιτρινισμένες εφημερίδες της εποχής του Εμφύλιου. Εκείνα τα χρόνια ζούσε σ’ αυτό ένα αντρόγυνο με το μοναχοπαίδι τους, ένα αγόρι στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου. Oι γονείς, οργανωμένα στελέχη, πιστά στο κόμμα και φανατισμένα. Στο σπίτι τους, καθώς αυτό βρισκόταν στην άκρη της πόλης, απ’ όπου άρχιζαν ένα σωρό δίοδοι και μονοπάτια που οδηγούσαν στα γύρω βουνά, έκρυβαν όπλα, νάρκες, πολεμοφόδια. Tα βράδια κατέβαιναν οι αντάρτες, τα έπαιρναν με μουλάρια ή έφερναν καινούργια. O κίνδυνος ήταν τρισμέγιστος.

Aλλά όχι μόνο από αυτό. Yπήρχαν έγγραφα, κατάλογοι με ονόματα, κουπόνια εισφορών. Oι γονείς έτρεχαν δεξιά κι αριστερά να τα μοιράσουν, να μαζέψουν χρήματα για το κόμμα, τον αγώνα.

Γι’ αυτό µπορώ να πω ότι οι 27 αφηγήσεις µου είναι µια εσωτερική συνάντηση µε τον εαυτό µου, η ιχνηλάτηση µιας προσωπικής διαδροµής και αναζήτησης, µε ιδιαίτερα εµφανές το στοιχείο της απώλειας”
αναφέρει ο συγγραφέας στην περιγραφή του βιβλίου “Ένα παιδί μετράει κεφάλια”

Με αφορμή το βιβλίο, αλλά και όχι μόνο (έχει γράψει άλλωστε κοντά 30 βιβλία και έχει ένα πολύτιμο αρχείο χιλιάδων ντοκουμέντων στο σπίτι του) ο σπουδαίος ιστορικός και συγγραφέας, μιλάει στην Parallaxi

Ξεκινώντας με το τελευταίο σας βιβλίο «Ένα παιδί μετράει κεφάλια», θα ήθελα να μου πείτε γιατί επιλέξατε αυτόν τον σκληρό τίτλο σε ένα βιβλίο που, ασφαλώς έχει σκληρές «εικόνες», αλλά πλέκει και το συναίσθημα, το χιούμορ και όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν εσάς και τα βιβλία σας;

Ο τίτλος του βιβλίου δεν είναι επιλογή μου, αλλά περιγράφει αυτό στο οποίο αναφέρεται το πρώτο μου αφήγημα. Όσο το αν είναι σκληρός, όπως με ρωτάτε, θα ήθελα να πω ότι ναι, είναι σκληρός, όπως ήταν όλη εκείνη η εποχή του Εμφυλίου, καθώς οι άνθρωποι και ιδίως τα παιδιά ήταν υποχρεωμένα να ζήσουν μόνο σκληρές στιγμές και να δουν ακόμα πιο σκληρές εικόνες. Αλλά μήπως η σημερινή μας καθημερινότητα είναι λιγότερο άγρια;  Γι’ αυτό στο βιβλίο έχω και αφηγήματα που, όπως πολύ σωστά αναφέρετε, έχουν βαθιά συναισθήματα αλλά και χιούμορ, ας πούμε για να… απαλύνω κάπως την ατμόσφαιρα!

Πόσο καιρό σας πήρε να συλλέξετε αυτές τις 27 ιστορίες και να τις κάνετε βιβλίο στη μορφή που το έχουμε στα χέρια μας σήμερα και ποιες οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε;

Δεν χρειάστηκε κανενός είδους συλλογή, απλά και μόνο προσπάθησα να τις επαναφέρω στη μνήμη μου και να τις «ντύσω» με ένα κάποιο «λογοτεχνικό φόρεμα» ώστε να γίνουν εύληπτες και κατανοητές. Η δυσκολία ήταν ως προς την επιλογή τους, δεδομένου ότι πολύ περισσότερες δυσκολίες αντιμετώπισα στα άλλα μου βιβλία τα οποία είναι πονήματα έρευνας κι όχι… αναμνήσεων!

Τι είναι αυτό που σας επιστρέφει τόσο συχνά στο παρελθόν; Τι μας διδάσκουν όλα αυτά σήμερα;

Νομίζω ότι ο καθένας μας επιστρέφει κάθε τόσο στο παρελθόν του, σε αυτά που έζησε ή αγάπησε ή και σε αυτά που τον πόνεσαν, μιας και είναι πολύ δύσκολο αυτού του είδους τις… επισκέψεις να τις κάνουμε στο μέλλον! Όσο για τη διδαχή που αποκομίζουμε από αυτά, νομίζω ότι μερικές φορές μας βοηθάει να ξεπεράσουμε μερικά πράγματα του παρόντος ή να αποφύγουμε μερικά από τα λάθη μας στο μέλλον.

Γνωρίζω πως έχετε ένα σπουδαίο αρχείο στο σπίτι σας και μάλιστα πως η πόλη σας, οι Σέρρες, ενδιαφέρθηκαν πρόσφατα για να το αξιοποιήσουν με κάποιον τρόπο. Πώς θα θέλατε να γίνει αυτό; Σας προσφέρει ικανοποίηση αυτή η εξέλιξη των κόπων σας τόσα χρόνια;

Η ιστορία σχετικά με το αρχειακό μου υλικό και για το αν πρέπει ή όχι να το αποκτήσει και να το εκμεταλλευτεί η πόλη μου δημιουργώντας ένα μουσείο της νεότερης ιστορίας της, θα έλεγα πως είναι μια πονεμένη ιστορία που κρατάει χρόνια. Εξάλλου ένα μέρος από αυτό, περί τις είκοσι χιλιάδες τεκμήρια, αναφέρονται στην ιστορία της πόλης μου. Το υπόλοιπο αρχείο (εφημερίδες και περιοδικά) έχει γενικότερο ενδιαφέρον. Αλλά σίγουρα και όπως το αναφέρετε η συλλογή του για μια πόλη η οποία δέχτηκε τρεις ιδιαίτερα βάρβαρες βουλγαρικές κατοχές ήταν μια πολύχρονη και επίπονη διαδικασία.

Ποιες θα μπορούσαν να είναι οι μεγάλες στιγμές σας σε αυτά τα 50 χρόνια που γράφετε;

Στην ουσία τα χρόνια που γράφω είναι κοντά στα 65 και στη διάρκειά τους οι «μεγάλες στιγμές», όπως αναφέρετε, ήταν  πολλές και διάφορες. Μία από αυτές ήταν όταν τιμήθηκα με Κρατικό Βραβείο για το βιβλίο μου «Δακρυσμένη Μικρασία», μια άλλη ήταν όταν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος παρουσίασε το «ΓΙΑΤΙ» στην ΕΣΗΕΑ, στην Αθήνα, ή όταν ταξίδεψε από τη Σικελία στα Σέρρας ο αείμνηστος φίλος μου, ο Φρέντυ Γερμανός για να παρουσιάσει ένα βιβλίο μου.

Υπάρχει περίοδος της ιστορίας που δεν έχετε ακόμη «πιάσει» και θα θέλατε, είτε των Σερρών είτε και άλλων περιοχών;

Η καταγραφή της ιστορίας μιας πόλης δεν τελειώνει ποτέ. Όπως δεν τελειώνει και η γενικότερη καταγραφή της ιστορίας. Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο έχουν κυκλοφορήσει δέκα βιβλία μου που αναφέρονται στη γενικότερη ιστορία της Ελλάδας κι όχι σε αυτή της πόλης μου. Ήδη έχω αρχίσει να δουλεύω δύο καινούργια βιβλία που πιστεύω ότι θα προλάβω να τελειώσω.

Αν σήμερα εκδίδατε ένα συλλεκτικό τεύχος του θρυλικού «Γιατί», για ποιους θα γράφατε και, ίσως, ποιοι θα έγραφαν σε αυτό;

Η για 34 χρόνια αδιάλειπτη έκδοση και κυκλοφορία του περιοδικού «ΓΙΑΤΙ» σε μια επαρχιακή πόλη όπως η δική μου, αλλά και κάθε έκδοση περιοδικού στην επαρχία, είναι από μόνη της ένα μικρό ή ένα μεγάλο έπος! Και αυτό το… έπος το βίωσα όσο κανείς άλλος σε μια πόλη που κάθε άλλο παρά ήταν δεκτική σε παρόμοια πράγματα. Όσο για το σε ποιους θα αναφερόμουν αν εξέδιδα ένα συλλεκτικό τεύχος του «ΓΙΑΤΙ» ή ποιοι θα ήθελα να γράψουν σ΄ αυτό, θα ήθελα να αναφερθώ σε όσους από τους συνεργάτες μου έφυγαν από τη ζωή, όπως ο Μιχάλης Τσαντήρης, ο Δημήτρης Ντόκας, ο Λάζαρος Παυλίδης, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Κρίτων Σαλπιγκτής, ο Ράλλης Κοψίδης, ο Γιάννης Παπαράλλης κ.ά., όχι σαν ένα μνημόσυνο μέσα από τις σελίδες του «ΓΙΑΤΙ» αλλά ως «εγερτήριο σάλπισμα» ενός καινούργιου αγώνα.

*Ο Βασίλης Ι. Τζανακάρης γεννήθηκε στην Πεντάπολη Σερρών και σπούδασε Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες στο ΑΠΘ. Από τα γυμνασιακά του χρόνια ασχολήθηκε με το γράψιμο και τη δημοσιογραφία. Έχει εκδώσει τρεις εφημερίδες, 28 βιβλία και έχει διοργανώσει 14 εκθέσεις αρχειακού υλικού. Από το 1975 και για 34 χρόνια εξέδιδε το μηνιαίο περιοδικό Γιατί. Υπήρξε από τους πρωτοπόρους στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, με τα οποία ασχολήθηκε επί σειρά ετών. Είναι μέλος του Συνδέσμου Εκδοτών Βορείου Ελλάδος και αντεπιστέλλον μέλος της ΕΣΗΕΜΘ. Το βιβλίο του Εάλω η Σμύρνη-Δακρυσμένη Μικρασία 1919-1922 τιμήθηκε το 2008 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο χρονικού-μαρτυρίας.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα