Τάσος Τέλλογλου-Ερευνητική δημοσιογραφία: Στα σημαντικά ραντεβού αφήνω το κινητό στο σπίτι
Ο καταξιωμένος δημοσιογράφος μιλά στην Parallaxi για το θέμα των υποκλοπών και το μέλλον του επαγγέλματος
O Τάσος Τέλλογλου έχει υπογράψει σημαντικά ερευνητικά ρεπορτάζ στην τηλεόραση (Μαύρο Κουτί, Φάκελοι, Νέοι Φάκελοι και Special Reports), υπήρξε αρθρογράφος της Καθημερινής, ενώ ηγείται και της ενημερωτικής αποκαλυπτικής ιστοσελίδας Insidestory.gr. Παράλληλα διδάσκει στη Δημοσιογραφική Σχολή του Ant1.
Μίλησε στην Parallaxi, στο ειδικό αφιέρωμα για την Ερευνητική δημοσιογραφία και το μέλλον της και τα όσα είπε παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
«Τα παλαιότερα χρόνια στην Ελλάδα δεν υπήρχε ερευνητική δημοσιογραφία, λόγω έλλειψης εργαλείων, αλλά και της «αλλεργίας» του Έλληνα στο να συνεργάζεται. Η ερευνητική δημοσιογραφία προϋποθέτει ομάδες. Στην Ελλάδα αργήσαμε να αποκτήσουμε το δικαίωμα της υπογραφής, οι προϊστάμενοί μου θυμάμαι μου έλεγαν ‘θα υπογράψεις όταν πεθάνω εγώ’. Μετά αναπτύχθηκε ένας είδος δημοσιογραφίας που είχε στο κέντρο τον δημοσιογράφο.
ΔΕΝ ΑΠΕΙΛΕΙΤΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ
«Από την ερευνητική δημοσιογραφία προκύπτει μεγάλος όγκος στοιχείων, συνεντεύξεις και επαφές και δεν μπορεί να γίνει απο έναν άνθρωπο. Το σπορ άργησε να αναπτυχθεί, άρχισε να δίνει κάποια δείγματα τις παραμονές της οικονομικής κρίσης. Υπήρχε δυσπραγία από την πλευρά των newsroom στο να επενδύσουν, διότι πολύ απλά εκείνη την περίοδο δεν επένδυαν πουθενά. Το ίντερνετ έχασε 10 χρόνια στην Ελλάδα. Επίσης δεν υπάρχει χρόνος για διασταύρωση, οπότε δημοσιεύονται πολλά αμάσητα κείμενα. Γενικά ωστόσο είμαι ψύχραιμος και δεν πιστεύω ότι απειλείται κάτι που δεν υπήρχε».
ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΣΕ ΣΕΝΑ
«Ένας άνθρωπος που δουλεύει 18 ώρες δεν έχει όρεξη και χρόνο να διαβάσει 3.000 λέξεις, οπότε η ερευνητική δημοσιογραφία απευθύνεται σε μια νησίδα του πληθυσμού. Καθώς περνά ο καιρός όλο και περισσότερος κόσμος μορφώνεται, δεν προτιμά τα δελτία ειδήσεων αλλά ψάχνει το δικό του στόρι. Έρχεται ο αναγνώστης σε εσένα, ώστε να επισημάνει, να διορθώσει και να δώσει υλικό.
Αυτό που έχει αλλάξει είναι ο όγκος των δεδομένων. Θυμάμαι όταν πήραμε τη δικογραφία για τα μαύρα ταμεία της Siemens για να βρούμε το έμβασμα στο ΠΑΣΟΚ με τη Μαριάννα Κακαουνάκη σε 3 μήνες πήραμε τη δικογραφία που ήταν δύο terra. Σήμερα παίρνουμε τέτοια αρχεία κάθε 4-5 εβδομάδες. Πρέπει να μάθεις και προγραμματισμό. Πλέον πνίγεσαι από τα δεδομένα. Παρ΄όλα αυτά μία δικογραφία δεν είναι ερευνητική δημοσιογραφία. Είναι απλά το νήμα μιας ιστορίας, που προϋποθέτει ανθρώπους, χαρακτήρες. Πρέπει να τους βρεις και να μιλήσεις. Αυτό που κάνει διαφορετική την ερευνητική δημοσιογραφία είναι ότι χρειάζεται πολύ χρόνο και χρήματα. Πολλές φορές ο εκδότης αναρωτιέται πόσος χρόνος χρειάζεται για να βρεις κάτι».
Η ΜΠΑΛΑ ΠΑΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΟΜΑΔΑ
«Τα στόματα ανοίγουν ευκολότερα στην Ελλάδα, αλλά αυτό δημιουργεί ένα νέφος, μια θολούρα. Ακούγονται πολλά που είναι και… δράκοι, που πρέπει να τα τσεκάρεις. Είναι απέραντες διαδρομές που δεν οδηγούν πουθενά.
Η ερευνητική δημοσιογραφία προϋποθέτει ότι υπάρχουν δυνατοί αρχισυντάκτες στα τμήματα. Η τελευταία μεγάλη ομαδική δουλειά που κάναμε ήταν στην Καθημερινή, όταν ο Παπαχελάς μας μάζεψε 20 άτομα για την υπόθεση Novartis και ο καθένας μας πήρε ένα κομμάτι. Εμείς το προσπαθήσαμε στο Insidestory. Συνήθως εξαρτάται από το μέγεθος της σύνταξης, η μπάλα αυτή παίζεται με ομάδα.
Οι αγωγές που ζητούν υπέρογκα ποσά γίνονται για να τρομοκρατήσουν τις συντάξεις που δεν είναι σε καλή κατάσταση και στόχος είναι να μην ξαναγράψουν. Δεν έγινε γι΄αυτό που έχουν ήδη γράψει. Πολλές φορές το μέσο δεν έχει καλούς δικηγόρους που κοιτάνε τα κείμενα και πάει ξυπόλητο στα αγγούρια, τα βάζει με κάποιον που είναι ισχυρός. Στην Ελλάδα δεν είμαστε οι πιο επιμελείς άνθρωποι, το σύστημα εξουσίας είναι βέβαιο πως θα αμυνθεί. Είναι στη φύση της εξουσίας να εμποδίζει την ερευνητική δημοσιογραφία».
ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
«Yπάρχει πλέον ένας… διάβολος στις λεπτομέρειες, που λέγονται στα προσωπικά δεδομένα και πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί. Στο τέλος της ημέρας στην ερευνητική δημοσιογραφία δεν κυνηγάμε ανθρώπους, αλλά την υπόθεση. Αν πρέπει, ωστόσο, να αναφέρουμε το όνομα του εμπλεκόμενου, θα το κάνουμε. Και θα πρέπει να του δώσουμε και το λόγο. Μόνο αν μπούμε στα παπούτσια του καταναγκασμού του, μπορούμε να τον περιγράψουμε».
«Δεν έχω σταματήσει ποτέ έρευνα, ούτε έχω αυτολογοκριθεί. Αν νομίζω ότι κάτι είναι σωστό, θα συνεχίσω. Έχω σταματήσει μονάχα γιατί δεν έχω βρει αποδείξεις. Αρκετές φορές τα τηλέφωνά μου παρακολουθούνταν. Αυτό έγινε και στις φωτιές του 2021 στη Δυτική Αττική. Είναι κι αυτό μέρος της δουλειάς, γι΄αυτό πρέπει να προστατεύουμε τις επικοινωνίες μας. Όταν πάω σε ένα σημαντικό ραντεβού δεν παίρνω το τηλέφωνο μαζί μου. Τεχνολογικά μπορούν να σε ακούσουν. Μπορεί να μας φαίνεται εξωπραγματικό, αλλά στην πραγματικότητα έτσι γίνεται».