Featured

Θανάσης Νεοφώτιστος: Ο Έλληνας δημιουργός που δίνει ζωή στις queer ιστορίες

Η αγάπη του για το σινεμά, οι στιγμές της ζωής του που αποτελούν έμπνευση για τις ταινίες του, αλλά και το πώς παραμένει δημιουργικός, ακόμα κι εν' μέσω καραντίνας

Γιάννης Συκοβάρης
θανάσης-νεοφώτιστος-ο-έλληνας-δημιου-752808
Γιάννης Συκοβάρης
Ο Θανάσης Νεοφώτιστος στο διεθνές φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους του Clermont Ferrand

Είχα τη χαρά να γνωρίσω για πρώτη φορά το Θανάση Νεοφώτιστο το 2017, στο φεστιβάλ κινηματογράφου “Go Short”, στο Nijmegen της Ολλανδίας. Ήταν ένας άνθρωπος με τρομερή ενέργεια κι αυτοπεποίθηση, που εκείνη τη περίοδο δούλευε πάνω στη μικρού μήκους ταινία του “Λεωφόρος Πατησίων”. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η ταινία αυτή στάθηκε  αφορμή, ο Θανάσης να ταξιδέψει σε μερικά από τα σημαντικότερα φεστιβάλ του κόσμου, όπως αυτά της “Βενετίας” και του “Clermont Ferrand” ενώ παράλληλα δε σταματά να δημιουργεί και να εξελίσσεται. Πριν από λίγες μέρες είχα την ευκαιρία να μιλήσω και πάλι μαζί του και να συζητήσουμε για το πως ξεκίνησε η αγάπη του για το σινεμά, τι πυροδοτεί την έμπνευση του, πως βλέπει τον εαυτό του μέσα στη τέχνη του αλλά και τη σημασία των queer ιστοριών.

Πως ξεκίνησε για εσένα η ενασχόληση με το σινεμά; Ποιες ήταν οι ταινίες που σε σημάδεψαν ως παιδί;                                                                                     

Νομίζω πως η ενασχόληση μου με το σινεμά, ως θεατής, ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία. Σαν παιδί, ήμουν πολύ κλειστός χαρακτήρας, υπήρξα θύμα bulling στο σχολείο για τη διαφορετικότητα μου – εγώ δεν ένιωθα διαφορετικός αλλά ίσως τα υπόλοιπα παιδιά με έβλεπαν έτσι – και το σινεμά με έβαλε σε έναν κόσμο που πέρναγα καλά, σε αντίθεση με τον πραγματικό, που δεν πέρναγα και τόσο όμορφα. Το Jurassic Park, ήταν μία ταινία που με έκανε να καταλάβω ότι το σινεμά είναι κάτι που αγαπώ και θέλω να ασχοληθώ και να παρακολουθώ. Στα δικά μου μάτια ως παιδί, δεν είχε υπάρξει προηγουμένως μία τέτοια ταινία με τόσο όμορφη ιστορία. Ήταν σταθμός στο παγκόσμιο κινηματογράφο γιατί έβαλε το σινεμά του φανταστικού σε πρώτη θέση. Τη δεκαετία του 90 άνθησε το καλό blockbuster και υπήρξαν κι άλλες ταινίες που αγάπησα όπως το “Aladdin” και η “Η Μικρή Γοργόνα”. Οι ταινίες της Disney με ταξίδευαν. Με την Άριελ, μια κοπέλα που δεν ανήκει στον κόσμο στον οποίο ζει, ταυτίστηκα πάρα πολύ, για εμένα ήταν ένα σωσίβιο. Με το να βλέπω ταινίες, ξέφευγα από την πραγματικότητα.

Πότε κατάλαβες συνειδητά ότι θέλεις να ασχοληθείς με τον κινηματογράφο;

Από πολύ νωρίς ήταν συνειδητή η πρόθεση μου να ασχοληθώ με το σινεμά. Θυμάμαι πως ο πατέρας μου μου είχε πάρει μία κάμερα mini-divi που με έκανε να καταλάβω ότι μπορώ κι εγώ να φτιάχνω τους δικούς μου κόσμους και όχι μόνο να τους βλέπω μέσα από την οθόνη. Με τη κάμερα αυτή, ήδη από τα τέλη του δημοτικού, άρχισα να φτιάχνω μικρές ιστορίες και να τις κινηματογραφώ, αρχικά με τα “Playmobil” και τα “Lego” μου. Μαζί με μία παρέα φίλων, φτιάξαμε μια ταινία με δεινοσαύρους, θυμάμαι έγραψα το σενάριο κι έπαιξα σε αυτήν. Από εκείνα τα χρόνια λοιπόν, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, συνειδητοποίησα ότι θέλω να πω ιστορίες, μέσα από τη τέχνη του σινεμά.

Παρόλα αυτά, οι αρχικές σου σπουδές είναι πάνω στην αρχιτεκτονική, έτσι δεν είναι;

Ναι, είναι αλήθεια. Νομίζω ότι έχω σπουδάσει αρχιτεκτονική για δύο λόγους. Από τη μία, ίσως υποσυνείδητα, ήθελα να ακολουθήσω τα χνάρια του πατέρα μου, ο οποίος είναι αρχιτέκτονας. Από την άλλη, όταν έδωσα πανελλήνιες, δεν υπήρχε κάποια ανώτατη σχολή κινηματογράφου στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά, είχα ξεκινήσει τη προπόνηση για να γίνω αρχιτέκτονας από πολύ μικρός, κάνοντας σχέδιο, δεν ήταν κάποια τυχαία επιλογή. Ο πατέρας μου είναι τρομερά σινεφίλ και μου είχε υποσχεθεί ότι αν τελειώσω τη σχολή μου στα χρόνια μου, θα μου επέτρεπε να σπουδάσω κινηματογράφο στο εξωτερικό. Αν κι αυτό εν τέλει δεν έγινε, την αρχιτεκτονική δεν θα την άλλαζα με τίποτα, μου έδωσε πολλά εφόδια για τον κινηματογράφο, όπως το να έχω μία συνθετική σκέψη, να αντιλαμβάνομαι το χώρο, και να μπορώ να λειτουργώ μέσα σε μία ομάδα κι ενδεχομένως να ηγούμαι αυτής. Και στην αρχιτεκτονική, όπως και στον κινηματογράφο, μοιράζεσαι ένα όραμα με μία ομάδα ατόμων για να το φέρετε μαζί εις πέρας.

Στιγμιότυπο από τη μικρού μήκους ταινία “Προσευχή”(2014)

Θα χαρακτήριζες τη δουλειά σου, ως ένα βαθμό, αυτοβιογραφική; Αντλείς ιστορίες από προσωπικά σου βιώματα;

Η “Προσευχή” ήταν μία τελείως αυτοβιογραφική ταινία. Αφορά ένα περιστατικό στο σχολείο μου, όπου έπρεπε να πω τη προσευχή με το ζόρι – στο σχολείο μου υπήρχε λίστα προσευχής. Το να βγω στο βήμα της προσευχής και να ακούσω κάποιον να με βρίζει, να με λέει “αδερφή” μπροστά σε όλους, ήταν ο μεγαλύτερος εφιάλτης μου. Ήταν κάτι που συνέβαινε βέβαια, αλλά πιο ιδιωτικά, μέσα σε παρέες και ο φόβος της έκθεσης ήταν τεράστιος.

Το σενάριο, παρόλα αυτά, το έγραψα τελείως υποσυνείδητα, τότε δεν είχα ακόμα δουλέψει με τον εαυτό μου ή δεν είχα βρει τι θέλω να λέω μέσα από την τέχνη μου. Προέκυψε, όταν κάποια στιγμή στη σχολή, μας έβαλαν μία εργασία να σκεφτούμε μια ιστορία που μας αφορά σε προσωπικό επίπεδο. Για εμένα η “Προσευχή” ήταν ουσιαστικά ένα coming out, οι γονείς μου δεν ήξεραν για εμένα και δε γνώριζαν για αυτή τη περίοδο του bulling. Το ίδιο και πολλοί φίλοι μου και συμμαθητές από το γυμνάσιο.  Οπότε με αφορμή τη ταινία, προέκυψαν ενδιαφέρουσες συζητήσεις κι ένιωσα να καταλαγιάζει μέσα μου όλο αυτό. Έτσι, κατάλαβα πως με ενδιαφέρει, ό,τι με απασχολεί και με βαραίνει, να το μετουσιώνω σε τέχνη. Είναι ένας από τους λόγους που κάνω σινεμά.

Ο δεύτερος λόγος είναι η επικοινωνία. Η “Προσευχή”  έχει γίνει επίσημο εργαλείο εκπαίδευσης στα σχολεία, από το υπουργείο παιδείας για θέματα διαφορετικότητας και bullying. Οπότε, η επικοινωνία που δημιουργήθηκε με τα παιδιά και το γεγονός ότι το δικό μου βίωμα μπορεί να ακουμπήσει ένα παιδί που βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση, με ενδιαφέρει πολύ.

Σταδιακά, άρχισα να βρίσκομαι παντού μέσα στις ιστορίες μου, η διαδικασία αυτή άρχισε να γίνεται πιο συνειδητά στις επόμενες ταινίες, καθώς δουλεύω κι εγώ περισσότερο με τον εαυτό μου, κάνω ψυχοθεραπεία. Ακόμα και στη “Λεωφόρο Πατησίων”,  ενώ η βασική ηρωίδα είναι μία μάνα, εγώ νιώθω πως είμαι το παιδί μέσα από το τηλέφωνο, που τη φωνάζει να γυρίσει σπίτι.

Έχεις ξεκινήσει κι ένα ντοκιμαντέρ για τη γιαγιά και τον παππού σου, έτσι δεν είναι;

Η προέκταση του χεριού μου και του ματιού μου είναι η κάμερα και πολλές φορές για να μη μπω πολύ μέσα σε κάποιες καταστάσεις, βάζω τη κάμερα ανάμεσα σε εμένα και σε αυτές. Αυτό γίνεται γιατί από τη μία, θέλω να καταγράψω και να κρατήσω στη μνήμη μου περιστατικά, αλλά κατά βάθος νομίζω είναι  πρόκειται για μια δυσκολία μου να ταυτιστώ με τον πραγματικό κόσμο, όπως συνέβαινε και στα παιδικά μου χρόνια.

Οπότε κάποια στιγμή, όταν γύρισα από τις σπουδές μου στη Ξάνθη στο υπόγειο των γονιών μου, η γιαγιά μου ανέλαβε το κομμάτι του φαγητού μου. Αυτό συνοδεύτηκε από μία υπερβολική αγάπη αλλά και καταπίεση, γιατί κάθε φορά που εγώ μπορεί να μην ήθελα να φάω, αυτή έβαζε τα κλάματα. Οπότε σαν αντίδραση, αποφάσισα να πάρω κάποια στιγμή τη κάμερα μου και να αρχίσω να κινηματογραφώ χωρίς να μιλάω, για να μην υπάρχει κάποια επαφή. Σιγά σιγά, η γιαγιά και ο παππούς άρχισαν να το δέχονται και ξεκίνησε μία ιδιαίτερη και έντονη σχέση, μεταξύ τους, με το φαγητό και πως αυτό είναι μία έκφραση αγάπης στην ελληνική κοινωνία, αλλά και με τη κάμερα, πίσω από την οποία κρυβόμουν εγώ. Μέσα σε αυτή τη περίοδο, που κράτησε περίπου δύο χρόνια, η γιαγιά άρχισε να παθαίνει άνοια, μετά από εγκεφαλικό. Αρχικά, ξεκίνησε να χάνει τα λόγια της κι εγώ δεν κατάλαβα αμέσως τι συμβαίνει. Το επισήμανε ο σύντροφος μου, ο οποίος είναι ψυχίατρος. Πλέον η γιαγιά δεν με αναγνωρίζει. Κάπως έτσι σταμάτησα να κινηματογραφώ, ήταν σα να διακόπηκε αυτή η επικοινωνία, γιατί δεν ξέρει ποιος είμαι και ποια είναι η κάμερα.

Εκτός από το ότι το έκανα όλο αυτό για εμένα, για να γνωρίσω καλύτερα τη γιαγιά μου και να τη θυμάμαι, με ενδιαφέρει πολύ η επικοινωνία και ο διάλογος που μπορεί να ανοίξει μέσα από τη ταινία, με ανθρώπους με κοινά βιώματα.

Θεωρείς πως οι ταινίες μπορούν να γίνουν εργαλεία κοινωνικής αλλαγής; Είναι ένα στοιχείο που συνειδητά εντάσσεις στις δικές σου δημιουργίες;

Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, η ανάγκη μου να αλλάξω κάτι στο κόσμο, χωρίς αυτό να ακουστεί υπεροπτικό, αλλά και να επικοινωνήσω τις δικές μου εμπειρίες, με τις οποίες κάποιος άλλος μπορεί να ταυτιστεί ή να σκεφτεί κάτι διαφορετικό, είναι η πρώτη μου ανάγκη μέσα από το σινεμά. Μέσα από τη ταινία με τη γιαγιά μου για παράδειγμα, με ενδιαφέρει να τη δει κάποιος εγγονός και να πει ένα σ αγαπώ στη γιαγιά του πριν είναι αργά. Πέρα από το γεγονός ότι οι ταινίες μου θέλω να έχουν επιτυχία, είναι βασικό για εμένα να αφήσω μια παρακαταθήκη για τη σκέψη μου πάνω στη κοινωνία.

Τι σημασία έχουν για εσένα οι queer ιστορίες; Πόσο σημαντικό είναι να βρουν το χώρο τους, στο ελληνικό σινεμά, τα media αλλά και τη κοινωνία;

Είναι πάρα πολύ σημαντικό, όταν ένα δημόσιο πρόσωπο βγαίνει και λέει ότι είναι queer ή ότι θα παντρευτεί ή θα κάνει παιδί ενώ είναι ομοφυλόφιλος. Εμένα με επηρεάζει, μου δίνει δύναμη, πόσο μάλλον σε ένα παιδί που μπορεί να έχει γονείς που δεν το στηρίζουν ή είναι ομοφοβικοί. Η εικόνα είναι πολύ σημαντική, κυρίως η δημόσια εικόνα, από αυτή ξεκινάει και αλλάζει ο κόσμος. Εγώ για παράδειγμα, τελευταία προσπαθώ να βάζω πάνω μου queer στοιχεία, όσο μπορώ, ώστε να εκφράζεται η προσωπικότητα μου και εξωτερικά, ακόμα και στο δρόμο που μπορεί να με κοιτάξει κάποιος περίεργα. Δεν θα αλλάξει ο κόσμος μέσα σε μία νύχτα αλλά αυτά είναι μικρόβια που μπαίνουν στη κοινωνία και σταδιακά μπορούν να συμβάλουν σε μία αλλαγή. Γιατί, δυστυχώς, πάμε συνέχεια μπρος-πίσω, οπότε πάντα θα πρέπει κάποιος να βγαίνει να φωνάζει, γιατί υπάρχει πάντα και ο αντίλογος.

Ποιες αφηγήσεις και θεματολογίες πιστεύεις ότι λείπουν από την ελληνική κινηματογραφική παραγωγή; Είναι κάτι, το οποίο σε έχει κουράσει, ή κάτι που θα ήθελες να βλέπεις πιο συχνά;

Εμένα πάντα με γοητεύει η ειλικρίνεια, δεν βαριέμαι ποτέ, όσο υπάρχει ειλικρίνεια. Αν ένας άνθρωπος θέλει να πει κάτι με ένα συγκεκριμένο τρόπο κι εγώ αυτό το πιστεύω, είναι πάντα αποδεκτό. Αυτό που με κουράζει κάποιες φορές είναι όταν κάποιος πάει να αντιγράψει μια τάση που φαίνεται να μην του ανήκει, να μη βγαίνει οργανικά από μέσα του. Δεν έχω απαραίτητα κάποιο αρνητικό πρόσημο απέναντί τους, απλά δεν το χρειάζομαι εγώ σαν θεατής. Από εκεί και πέρα υπάρχουν ιστορίες που μιλούν για προσωπικά βιώματα και εμπειρίες κι αυτό είναι θετικό. Τουλάχιστον στις μικρού μήκους ταινίες που έχω μεγαλύτερη εικόνα του τι συμβαίνει.

Ποια είναι τα projects που ετοιμάζεις αυτή τη περίοδο;

Άμεσα ετοιμάζω μία μικρού μήκους ταινία η οποία ονομάζεται “Air Hostess 737” και αφορά μια αεροσυνοδό η οποία καταρρέει μέσα σε ένα αεροπλάνο, στο οποίο μεταφέρει το πτώμα της μητέρας της. Δουλεύω επίσης, πάνω στη μεγάλου μήκους ταινία μου, η οποία ονομάζεται “Ο Πέτρος και ο Λύκος”. Αφορά σε ένα παιδί με γαλάζια μάτια, το οποίο ζει σε μία κοινωνία που αυτό είναι κατακριτέο. Θα πρέπει να αποφασίσει αν θα αποδεχτεί τη διαφορετικότητα του και θα φύγει από αυτό το μέρος ή αν θα πρέπει να βγάλει τα μάτια του για να παραμείνει. Είναι μία coming-of-age ιστορία που τοποθετείται στα βουνά της Ηπείρου. Παράλληλα, δουλεύω κατά καιρούς το σενάριο για τη δεύτερη ιδέα μου για ταινία μεγάλου μήκους. Σε ότι αφορά το project με τη γιαγιά και τον παππού μου, βρίσκομαι στη διαδικασία του μοντάζ ενώ παράλληλα δουλεύω και πάνω σε ένα ακόμη ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους. Αφορά την Ginger Ela, μία αριβίστρια Drag Queen των Αθηνών, που είναι και η “drag daughter” του Ζακ Κωστόπουλου. Το project πρόσφατα έγινε δεκτό στο “Meetings on the Bridge”, μια πλατφόρμα ανάπτυξης ταινιών της Κωνσταντινούπολης.

Όπως και να έχει πάντως, είναι η πρώτη φορά που δε βιάζομαι, γιατί δεν θέλω με τίποτα να έχω μία ταινία που να συμμετέχει σε φεστιβάλ κι εγώ να κάθομαι σπίτι μου. Περιμένω να δω που θα πέσει η μπάλα, τι θα γίνει με τα φεστιβάλ και τους κινηματογράφους μετά τη πανδημία. Λόγω της κατάστασης, έχουν συσσωρευτεί τόσες ταινίες, κυρίως για τις διοργανώσεις του καλοκαιριού, που πολλές από αυτές μπορεί να χαθούν.

Στιγμιότυπο από τη μικρού μήκους ταινία “Λεωφόρος Πατησίων”

Πόσο δύσκολο είναι το ταξίδι προετοιμασίας μίας μεγάλου μήκους ταινίας στην Ελλάδα;

Χωρίς να θέλω να είμαι απαισιόδοξος, είναι πολύ δύσκολη. Για εμένα όμως, δεν θα έπρεπε να είναι και ο στόχος ζωής, Εγώ για παράδειγμα, ασχολούμαι με τη μεγάλου μήκους ταινία μου για πολλά χρόνια, 5 τουλάχιστον, παράλληλα με τα άλλα projects μου. Δεν είπα ποτέ ότι θα κάνω αποκλειστικά τη μεγάλου μήκους και δεν θα ασχοληθώ με τίποτα άλλο και όλη μου η ζωή θα περιστρέφεται γύρω από αυτή. Είναι τόσο δύσκολα τα πράγματα σε ό,τι έχει να κάνει με τη χρηματοδότηση, που την αφήνω να τρέχει παράλληλα. Το ότι έχω άλλα μικρότερα projects με βοηθάει και με κρατάει σε εγρήγορση, ώστε όταν θα φτάσει η ώρα να την κάνω θα είμαι έτοιμος, θα απολαύσω τη διαδικασία, δεν θα καταπιεστώ. Είναι δύσκολη διαδικασία αλλά αν έχεις υπομονή, κάποια στιγμή θα γίνει.

Οι μικρού μήκους ταινίες πάντως, μου αρέσουν πάρα πολύ, τις θεωρώ διαφορετικό είδος. Λανθασμένα υπάρχει η αντίληψη ότι είναι ένα μεταβατικό στάδιο για  τη ταινία μεγάλου μήκους. Ένας ποιητής δεν γράφει απαραίτητα ένα καλό μυθιστόρημα και το αντίστροφο. Το ίδιο ισχύει και με τους κινηματογραφιστές. Μακάρι όμως, οι μικρού μήκους ταινίες, να είχαν μεγαλύτερη εμπορική αξία, για να μπορείς να επιβιώσεις μέσα από αυτές. Τη περίοδο της πανδημίας όμως, έχουν μια ευκαιρία να πάρουν τα πάνω τους. Μέσα από τις πλατφόρμες και τη προσήλωση του κόσμου στο διαδίκτυο, υπάρχει η δυνατότητα να βρουν το χώρο τους και να αναβαθμιστεί η αξία τους κι εμπορικά.

Πόσο εύκολος είναι ο βιοπορισμός μέσα από τον κινηματογράφο;

Από την τέχνη κινηματογράφου αποκλειστικά, είναι δύσκολο να βιοποριστείς, όμως βγάζω χρήματα παράπλευρα. Επειδή έχω επιμείνει στο χώρο της μικρού μήκους, δεν έχω κάνει διαφημίσεις ή βίντεο κλιπ, έτσι και ο κόσμος αλλά και ο χώρος με βλέπει με αυτό το πρόσημο. Για αυτό μπορεί να μου δώσει κάποια χορηγία σαν καλλιτέχνη ή μπορεί να αναλάβω πιο ευκολά κάποια project που είναι πιο καλλιτεχνικά. Τώρα, για παράδειγμα, δουλεύω σαν head programmer στο Σπουδαστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Δράμας. Είναι μία όμορφη εμπειρία στην οποία περνάω καλά, και είναι ότι πιο κοντά θα ήθελα να κάνω, παράλληλα με τις ταινίες μου. Αυτό ήρθε όμως εκ του αποτελέσματος, λόγω του βιογραφικού μου. Δεν έχω βγάλει ουσιαστικά χρήματα από τις ταινίες που έχω κάνει, αλλά εξαιτίας αυτών.

Πιστεύεις στη δύναμη της παρέας, σε ό,τι αφορά τη παραγωγική διαδικασία; Έχεις συνεργάτες και συνεργάτιδες, που σε συντροφεύουν για χρόνια;

Νομίζω σχεδόν αποκλειστικά. Οι παραγωγοί μου, ο μοντερ μου και πολλά μέλη της ομάδας μου είναι πάντα τα ίδια. Έχουμε δημιουργήσει μια κινηματογραφική οικογένεια και όλοι κερδίζουμε μέσα από αυτή τη συνεργασία. Είναι μια ομαδική δουλειά, οπότε νιώθω ότι εγώ ναι μεν ξεκινάω τη διαδικασία, αλλά όλοι είναι σύμφωνοι και θέλουν να δουλέψουν.. Δεν είμαι εγώ ο δημιουργός, είμαι μέρος της δημιουργικής ομάδας και όλοι μαζί ολοκληρώνουμε τη δουλειά. Κι επειδή είναι μια συνταγή που έχει πετύχει, δεν θα την αλλάξω εύκολα.

Ποιες είναι οι εμπειρίες που θυμάσαι περισσότερο από τη συμμετοχή σου σε καταξιωμένα φεστιβάλ, όπως αυτά της Βενετίας και του Τορόντο;

Η Βενετία ήταν μία από τις πρώτες μεγάλες μου ευκαιρίες, ήταν κάτι που δεν περίμενα και το βίωσα αντίστοιχα. Ντυθήκαμε, φωτογραφηθήκαμε, αλλά όλο αυτό κρατάει πάρα πολύ λίγο, όταν το ζεις από κοντά. Το χαρήκαμε όμως κι έχουμε πολύ ωραίες αναμνήσεις. Το Τορόντο ήρθε μετά από αυτή την εμπειρία και το έζησα διαφορετικά. Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευα στην Αμερική και τον Καναδά, οπότε έμεινα συνολικά δύο βδομάδες εκεί κι απόλαυσα και πράγματα πέρα από το φεστιβάλ. Τέλος, στο Clermont Ferrand, που είναι το μεγαλύτερο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους στον κόσμο, η επικοινωνία της ταινίας με τον κόσμο ήταν πολύ σημαντική. Δεν ήξερα αν μια ελληνική ταινία θα έχει ανταπόκριση στο εξωτερικό.

Αυτά τα ταξίδια είναι μία από τις αμοιβές μου από τη δημιουργία των ταινιών μου, δεν είναι δεδομένο για κάποιον να μπορεί να ταξιδεύει ανά δύο μήνες με τα έξοδα πληρωμένα και να παίρνει μέρος σε τόσο σημαντικές διοργανώσεις. Είναι μια εμπειρία που δεν μπορείς να έχεις υπό κανονικές συνθήκες και είναι όντως μία αμοιβή, που δυστυχώς δεν υπάρχει αυτή τη περίοδο λόγω της πανδημίας. Η έλλειψη επικοινωνίας με το κοινό είναι αρκετά δύσκολη.

Κλείνοντας σε μία θετική νότα, τι θα έλεγες στον νεότερο εαυτό σου, αν είχες την ευκαιρία;

Αυτή είναι και η ερώτηση που κάνουν στους φιναλίστ του “Rupaul’s Drag Race”. Τι θα έλεγα όμως εγώ στον εαυτό μου; Νομίζω θα του έλεγα συνέχισε έτσι, είμαι ευχαριστημένος με το πως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, αν άλλαζα κάτι μπορεί να μην υπήρχε αυτό το αποτέλεσμα. Ίσως, εν τέλη, να μη του έλεγα κάτι συγκεκριμένο, μία αγκαλιά θα τον έπαιρνα, έτσι απλά…

Μπορείτε να παρακολουθήσετε τη ταινία του Θανάση Νεοφώτιστου “Λεωφόρος Πατησίων”, στη πλατφόρμα του “Vimeo”, όπου αποτελεί μέρος του “Vimeo Staff Picks”:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα