Βιβλίο

Το βιβλίο της Έλενας Χουζούρη που συστήνει από την αρχή μία σπουδαία ποιήτρια της Θεσσαλονίκης

Η Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου υπήρξε μια από τις πιο συναρπαστικές μορφές της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης

Γιώργος Σταυρακίδης
το-βιβλίο-της-έλενας-χουζούρη-που-συστ-1365541
Γιώργος Σταυρακίδης

Η Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου υπήρξε μια από τις πιο συναρπαστικές μορφές της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης. Ποιήτρια, πεζογράφος, θεατρική συγγραφέας, με λόγο τολμηρό και προσωπικότητα ανυπόταχτη, άφησε το αποτύπωμά της σε μια πόλη που τότε προσπαθούσε να βρει τον πολιτιστικό της βηματισμό.

Σχεδόν έναν αιώνα μετά, η συγγραφέας Έλενα Χουζούρη επιστρέφει στη σύντομη, θυελλώδη ζωή και το έργο της Ανθούλας μέσα από το βιβλίο «Ψυχή ντυμένη αέρα» (Εκδόσεις Επίκεντρο), φωτίζοντας όχι μόνο την πορεία της ίδιας αλλά και ολόκληρο το λογοτεχνικό τοπίο της εποχής.

Με αφορμή την έκδοση, μιλήσαμε με την σημαντική συγγραφέα Έλενα Χουζούρη για την ηρωίδα της, την έρευνα που προηγήθηκε και τις γέφυρες που χτίζει το βιβλίο ανάμεσα στο παρελθόν και το σήμερα.

Πώς ξεκίνησε η ιδέα για το «Ψυχή ντυμένη αέρα» και πόσο δύσκολη ήταν η έρευνα σας;

«Συναντήθηκα» με την ποίηση της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου στα δώδεκα μου χρόνια μέσα από τις σελίδες της ανθολογίας για την νεοελληνική ποίηση του Μιχάλη Περάνθη. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ότι είχε πεθάνει στα 26 της χρόνια και από τότε της είχα δώσει μια υπόσχεση ότι δεν θα την ξεχνούσα. Πολλές δεκαετίες αργότερα χάρη  στη γενναιοδωρία του Τηλέμαχου Αλαβέρα ο οποίος μου έστειλε τα ΑΠΑΝΤΑ  της, διάβασα όλο της το έργο. Ένιωσα ότι είχε έρθει ο καιρός να εκπληρώσω την εφηβική μου υπόσχεση. Όσο για την έρευνα μου μπορώ να πω ότι ήρθε ως συνέχεια εκείνης που έχω κάνει για τα  μυθιστορήματα μου «Σκοτεινός Βαρδάρης» και «Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ»  στα οποία πρωταγωνιστεί η Θεσσαλονίκη, από τις αρχές του 20ου αιώνα έως την γερμανική κατοχή. Απλώς αυτήν την φορά, εστίασα στα πολιτιστικά και λογοτεχνικά συμβάντα της πόλης, κυρίως της δεκαετίας του 1930.

Αναβιώνετε τη ζωή και το έργο της Ανθούλας Σταθοπούλου μέσα στον ασφυκτικό κλοιό της Θεσσαλονίκης του Μεσοπολέμου. Τι έπρεπε να προσέξετε στον τρόπο γραφής σας – σας πήρε πολύ καιρό να γράψετε το βιβλίο;

Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν να αναδείξω/περιγράψω με αφηγηματικό και όχι ακαδημαικό τρόπο την πολιτιστική και λογοτεχνική ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης στον μεσοπόλεμο. Να πάρω από το χέρι τον/την  σημερινό/νη  αναγνώστη/στρια και να περπατήσουμε μαζί την Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου. Να συναντήσουμε τους λογοτέχνες της, τους διανοούμενους, τους δημοσιογράφους, τους μουσικούς, τους σκηνοθέτες της, με πρώτη και καλύτερη, ανάμεσά τους, την Ανθούλα. Η ματιά μου λοιπόν είναι, θα έλεγα, κινηματογραφική με έντονο το αφηγηματικό στοιχείο. Και επειδή διακατεχόμουν, από μεγάλο κέφι, έγραψα το βιβλίο σε τρεις μήνες.

Γιατί «Ψυχή ντυμένη αέρα»;

Ο χαρακτηρισμός  ανήκει στον Γρηγόρη Ξενόπουλο ο οποίος μόλις  αντίκρυσε την ποιήτρια εντυπωσιάστηκε τόσο από την αιθέρια ομορφιά της όσο και από το ακάθιστο πνεύμα της  ώστε την είδε ως «Ψυχή ντυμένη αέρα». Πιστεύω ότι δεν θα την χαρακτήριζε κανείς  με τόση ακρίβεια και τόσο βάθος.

Τι μάθατε με την έρευνα για την Σταθοπούλου που να σας έκανε να την γνωρίσετε διαφορετικά; Από την άλλη, τι μάθατε για τη Θεσσαλονίκη εκείνης της περιόδου;

Ότι ήταν μια ιδιαίτερα προχωρημένη προσωπικότητα για την συντηρητική εποχή της και την κλειστή ακόμη Θεσσαλονίκη. Ότι δεν δίσταζε να έρθει σε αντιπαράθεση με το  ανδροκρατικό περιβάλλον της, ακόμα και με τον αγαπημένο της σύζυγο, ποιητή Γιώργο Βαφόπουλο, αν έκρινε ότι είχε δίκαιο, ότι είχε μια έντονη φεμινιστική ματιά, και όλα αυτά δεν την ακολουθούν μόνο στην μικρής διάρκειας ζωή της αλλά και σε ολόκληρο το έργο της, ποιήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα. Όσο για την Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου, για την οποία γνώριζα ήδη όπως σας είπα, εκείνο που μαθαίνουμε είναι ότι δεν της έλειπε η πολιτιστική ζωή, αντίθετα μάλιστα, και προπαντός η λογοτεχνική. Στο βιβλίο μου αναδεικνύω την λογοτεχνική προσφορά της, εν Θεσσαλονίκη, Γενιάς του 30, η οποία σχεδόν  δεν συνυπολογίζεται, περιέργως πως, στην περίφημη και πολυπροβεβλημένη, εν Αθήνησι κυρίως, Γενιά του 30, την επιδραστικότητα του περιοδικού «Μακεδονικές Ημέρες», τις γνώσεις και τις επαφές που είχαν οι λογοτέχνες με τα νεωτερικά ευρωπαικά ρεύματα κλπ.

Η συνάντηση της με τον Βαφόπουλο πόσο καθοριστική τελικά ήταν για τη ζωή της πιστεύετε – εννοώ πώς θα ήταν τα πράγματα αν δεν είχαν συναντηθεί ή αν δεν ξανάσμιγαν μετά από εκείνο τον ενδιάμεσο χωρισμό;

Όσο καθοριστική ήταν για την Ανθούλα η σχέση της με τον Γιώργο Βαφόπουλο άλλο τόσο ήταν και για εκείνον. Μαζί προχωρούσαν, μαζί δημιουργούσαν. Μάλιστα θα έλεγα ότι εκείνη αποτελούσε βασική πηγή έμπνευσης για εκείνον παρά το αντίθετο. Η Ανθούλα, όπως άλλωστε το παραδέχεται και ο ίδιος ο Βαφόπουλος, ήταν η μούσα του. Στα ποιήματα της Ανθούλας μπορούμε να ανιχνεύσουμε φάσεις της σχέσης τους , αλλά μέχρις εκεί. Επίσης, αν κρίνω από τον χαρακτήρα της ποιήτριας μας, θέλω να πιστεύω ότι θα προχωρούσε και χωρίς τον Βαφόπουλο.

Νιώθετε να γράφετε ένα βιβλίο που ουσιαστικά συστήνει την Σταθοπούλου σε μία νεότερη γενιά της Θεσσαλονίκης;

Τη συστήνω σε όλες τις γενιές! Να μην ξεχνάμε ότι μικρόψυχοι λόγοι, είχαν διπλοκλειδώσει την σπουδαία αυτή ποιήτρια της Θεσσαλονίκης, στο χρονοντούλαπο της λογοτεχνικής μας  ιστορίας, από τότε που έφυγε από την πραγματική ζωή έως σχετικά πρόσφατα που άνοιξε και πάλι το κεφάλαιο της.

Τι είναι για εσάς κάθε καινούργιο βιβλίο που γράφετε;

Μια θαυμάσια περιπέτεια με πολλές παγίδες.

Επειδή έχετε περάσει και από θέσεις σε εκδοτικούς και γνωρίζετε γενικότερα την παραγωγή βιβλίων, πώς βλέπετε τα τελευταία χρόνια την άνοδο τόσο στην ανάγνωση βιβλίων όσο και στη συγγραφή, μάλιστα και από πολλούς νέους ανθρώπους;

Με μεγάλη αισιοδοξία και ευφορία. Δεν παραβλέπω όμως τα πολλά, κεφαλαιώδη προβλήματα  που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι Έλληνες συγγραφείς σε σύγκριση με τους ευρωπαίους ομότεχνους τους.

Στην εποχή της γρήγορης πληροφορίας και πολλές φορές και των ανεπιβεβαίωτων ειδήσεων, ένα βιβλίο όπως το δικό σας που καταθέτει μία συγκεκριμένη εποχή, νιώθω να είναι κάτι παραπάνω από ένα ανάγνωσμα. Το νιώσατε αυτό όσο το γραφατε;

Μα αυτός ήταν εξαρχής ο στόχος μου.

Πώς είναι για εσάς μία περίοδος που γράφετε;

Γεμάτη άγχος και αντικρουόμενα συναισθήματα. Μιλώ για τη συγγραφή μυθιστορήματος γιατί είναι εντελώς διαφορετικό να γράφεις ένα δοκίμιο, έστω και με αφηγηματικούς τρόπους, όπως αυτό για το οποίο μιλάμε,  από ένα μυθιστόρημα. Η συγγραφή δοκιμίων –όχι με ακαδημαϊκούς τρόπους – εμένα με ξεκουράζει. Τα ζόρικα έρχονται με το μυθιστόρημα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα