Τον Ορέστη Τζιόβα τον συγκινούσαν πάντα οι άνθρωποι στο περιθώριο | Συνέντευξη
Ο δημοφιλής ηθοποιός για τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, την ορατότητα στις σεξουαλικές προτιμήσεις και την παράσταση "Η νύχτα των μυστικών" που έρχεται στην πόλη
Ένα ζευγάρι περιπλανιέται μία νύχτα στο γοητευτικό και απρόβλεπτο κόσμο ενός τσίρκου. Από λεπτό σε λεπτό, η παράσταση αρχίζει. Τέσσερα αλλόκοτα πλάσματα, ήρωες του τσίρκου, συνδιαλέγονται μαζί με έναν άντρα και μια γυναίκα και προκαλούν έναν αναπάντεχο καταιγισμό αποκαλύψεων. Μεταξύ τους, ένας μάγος!
Αυτή είναι η υπόθεση της θεατρικής παράστασης “Η νύχτα των μυστικών” που έγραψε ο Άκης Δήμου και σκηνοθετεί η Αικατερίνη Παπαγεωργίου, από την αρχή της σεζόν στην Αθήνα και, σε λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Αριστοτέλειον.
Ο Άκης Δήμου αναφέρει στο Δ.Τ. ότι «το τσίρκο της «Νύχτας των μυστικών» είναι ένα βασίλειο με έναν αδιαφιλονίκητο βασιλιά, ένοχο για το θάνατο της βασίλισσας, που ψάχνει τρόπους να απαλλαγεί από το βάρος της ενοχής του. Σ΄ αυτόν τον βεβαρημένο -από ένα θανάσιμο μυστικό – χώρο, εισβάλλει ένα ζευγάρι – βιρτουόζοι στην τέχνη της λεηλασίας της ζωής του ενός από τον άλλον».
Η σκηνοθέτης Αικατερίνη Παπαγεωργίου, στο ίδιο σημείωμα, τονίζει: Ο Ζαν Ζενέ έγραψε ότι «το τσίρκο είναι το μέρος που μεταμορφώνει τη σκόνη σε χρυσόσκονη» και αυτό ακριβώς είναι που επιτυγχάνει ο Άκης Δήμου στη «Νύχτα των μυστικών». Μέσα λοιπόν, σε μια νυχτερινή χίμαιρα, η παράσταση μας εκθέτει στην σκληρότητα του ανθρώπου, τη δύνη της υπαρξιακής αναζήτησης, την εξουσία της πατριαρχίας και εν τέλει την αδυναμία του ανθρώπου να ταυτιστεί με την έννοια του «μαζί».
Ο Ορέστης Τζιόβας, ένας εκ των πρωταγωνιστών της παράστασης και εκείνος που υποδύεται τον μάγο, μιλάει στην Parallaxi για την επιλογή του να συμμετέχει σε αυτή την δουλειά, για την Θεσσαλονίκη των μαθητικών χρόνων του, για την ορατότητα στις σεξουαλικές προτιμήσεις και τις σχέσεις των ανθρώπων που πρέπει να επαναπροσδιορίζονται συνέχεια, λίγες μέρες πριν επιστρέψει στην πόλη του, με μία σπουδαία παράσταση.
Τι ακριβώς είναι η «Νύχτα των μυστικών»;
Τα κεντρικά σημεία του έργου, είναι η εξουσία, η κακοποίηση ανάμεσα σε ζευγάρι, ανάμεσα σε ανθρώπους που είναι σε ένα πολύ κλειστό κοινωνικό σύστημα όπως είναι το τσίρκο, αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, ως μικρογραφία μίας κοινωνίας. Το τσίρκο λοιπόν, αποτελείται από άτομα που δε βρήκαν τη θέση τους στην κοινωνία, λίγο περιθωριοποιημένα δηλαδή, που συνήθως απαρτίζουν τα τσίρκο. Το έργο, να σας πω ότι το έχουμε τοποθετήσει στη Θεσσαλονίκη, στο λιμάνι γιατί και ο Άκης Δήμου είναι θεσσαλονικιός και περιγράφει ένα λιμάνι, ένα τσίρκο, έναν περιοδεύων θίασο. Καθώς και ελληνικό το έργο είπαμε εμείς να το τοποθετήσουμε εκεί χωρίς να το τοποθετεί ο ίδιος ο συγγραφέας. Είναι λοιπόν ένα τσίρκο που κάνει τις πρόβες του, απόγευμα και πριν από την κανονική τους παράσταση και ένα ζευγάρι που διαπληκτίζεται στον δρόμο, αναζητώντας καταφύγιο η κοπέλα από τον, μάλλον, δυνάστη της όπως φαίνεται και κακοποιητή της, εισέρχεται στο τσίρκο και μπαίνει κι αυτός από πίσω της. Την ώρα εκείνη, οι δύο άνθρωποι που έκαναν την πρόβα τους, κρύβονται για να τους παρακολουθήσουν. Ο μάγος – ο δικός μου ρόλος – όπως βλέπουμε αργότερα στο έργο, έχει κι αυτός ένα κακοποιητικό παρελθόν, είναι ένας άνθρωπος κάπως βυθισμένος στο προσωπικό του θέμα και βρίσκει κάποια κοινά με αυτόν τον άντρα και αποφασίζει να βάλει σε μία διαδικασία τον έναν απέναντι από τον άλλον ισάξια. Κάνει δηλαδή τον ρόλο του κοινωνικού λειτουργού, ας πούμε. Γενικώς, έρχεται μία κάθαρση μέσα από την πορεία του έργου. Βλέπουμε το ζευγάρι να εξελίσσεται πάρα πολύ γρήγορα, σε πολύ γρηγορότερους ρυθμούς από αυτούς που θα γινόταν αν δεν έμπαιναν μέσα στο τσίρκο. Βλέπουμε λοιπόν, πώς είναι οι αντίθετοι κόσμοι του άντρα και της γυναίκας
Πώς προέκυψε η δική σας συμμετοχή;
Με τον Τάσο Λέκκα που παίζουμε μαζί τώρα, ήμασταν μαζί και στην προηγούμενη παράσταση, στην «Επαρχία» στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων και καθώς ο Τάσος είχε συνεργαστεί ξανά με την Αικατερίνη Παπαγεωργίου, την σκηνοθέτη της παράστασης, με πρότεινε επειδή σκέφτηκε πως θα μου πήγαινε πολύ αυτός ο ρόλος για διάφορους λόγους. Από τους συνεργάτες λοιπόν, γνώριζα τον Τάσο και τον Αλέξανδρο τον Βάρθη, τους υπόλοιπους δεν είχε τύχει να τους γνωρίζω, όπως ούτε και την σκηνοθέτιδα. Οπότε, δε γνώριζα ακριβώς που πάω. Διάβασα το έργο, εμπιστεύτηκα τον Τάσο και μου αρέσει να εμπιστεύομαι και νέους ανθρώπους και το ρίσκο μας βγήκε.
Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στη Θεσσαλονίκη. Τι θυμάστε από εκείνα τα χρόνια;
Γεννήθηκα στο 1983, στην κλινική του Γαληνού, στην Μητροπόλεως. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν ωραία πολύ. Τα εφηβικά μου χρόνια, ήταν δύσκολα όμως όπως φαντάζομαι κάθε εφήβου. Είχα και κάποιες δυσκολίες και με το εκπαιδευτικό σύστημα. Είχα και έντονες διαμάχες με τους γονείς μου, γιατί δεν ήμουν και ένα εύκολο παιδί. Δεν υπήρχε και η γνώση της ψυχολογίας που είναι εξελιγμένη σήμερα για το πώς να διαχειριστεί κάποιος ένα υπερκινητικό παιδί και με διάσπαση προσοχής που τότε ήταν κάτι που δεν μπορούσε να διαγνωστεί. Ήταν ιδιαίτερα θολό τότε το τοπίο σχετικά με τη διάσπαση προσοχής ενός παιδιού, κάτι που ακόμα παραμένει βέβαια θολό αν είναι πάθηση, αν είναι χαρακτηριστικό. Ξέρετε και στην ψυχολογία υπάρχει μία διαμάχη σχετικά με αυτό. Τελευταία κατάφεραν κάπως να το διαγνώσουν και να δώσουν σε παιδιά κάποια αγωγή, να υπάρχει ιδιαίτερη φροντίδα και από το οικογενειακό περιβάλλον και από τους δασκάλους που παλιότερα δεν γνώριζαν και μπορεί να περιθωριοποιούσαν τέτοια παιδιά και τα λέω γιατί ήμουν ένα τέτοιο παιδί κι εγώ.
Το ερέθισμα της υποκριτικής πότε έρχεται;
Το ερέθισμα έρχεται στο 21ο λύκειο Σοφούλη – Ανθέων που πήγαινα. Υπήρχε μία καθηγήτρια που μας έκανε γαλλικά, η κυρία Αντιγόνη Κούγια, η οποία είχε και ένα παρελθόν με θεατρική παιδεία παιδιών. Είχε μία θεατρική ομάδα καθώς μάθημα θεατρικών δεν υπήρχε. Είχαμε για λίγο βέβαια τα καλλιτεχνικά μαθήματα, αλλά όπως ξέρετε τα έχουν εξαφανίσει και τον πολιτισμό τον πετάμε στα σκουπίδια σιγά σιγά όπως δείχνουν όλα. Εγώ λοιπόν, μπήκα τότε στη θεατρική ομάδα, τελείως διερευνητικά σε μία κατάσταση να χάσουμε και λίγο μάθημα. Με ενδιέφερε κάπως το καλλιτεχνικό, αλλά όχι συνειδητά. Ήταν περισσότερο να μη μπω για μάθημα, να κάνω κάτι διαφορετικό, να βρισκόμαστε οι μαθητές σε έναν χώρο εκτός μαθήματος. Έτσι έκανα την πρώτη μου παράσταση και ήταν μία πολύ ωραία εμπειρία. Σε σχέση με όλα αυτά που σας περιέγραψα πριν με την διάσπαση της προσοχής και την υπερκινητικότητα, αυτό ήταν κάτι που με συγκέντρωνε και μπορούσα να το εκμεταλλευτώ τελικά. Έτσι «έμπλεξα» εκεί. Έγινε μία χρονιά, έγινε και δεύτερη την επόμενη χρονιά με μεγαλύτερο μάλιστα ρόλο και κάπως έτσι αφιερώθηκα. Απλώς μετά, στην τρίτη λυκείου με τις πανελλήνιες δεν το υπολόγισα ως κατεύθυνση. Καθώς και από τεχνοκρατική οικογένεια ήμουν, ο πατέρας μου ηλεκτρονικός και προγραμματιστής, η αδερφή μου πολιτικός μηχανικός, οπότε το καλλιτεχνικό δεν μας είχε απασχολήσει ποτέ στην οικογένεια, οπότε δεν υπήρχε ούτε ως επαγγελματικός προσδιορισμός αλλά ούτε τότε κι από μένα ήταν κάτι που υπήρχε στο μυαλό μου. Πέρασα λοιπόν τότε, στο ΤΕΙ Αυτοματισμού που ήθελα, ήταν και που δεν μπορούσα να διαβάσω τότε και πάρα πολύ οπότε ήξερα τι να βάλω στο βιογραφικό μου. Βλέποντας λοιπόν εκεί τις συνθήκες, το προσωπικό των καθηγητών αλλά και το επίπεδο των φοιτητών καθώς και τη μορφή της εκπαίδευσης και την απόσταση που έπρεπε να κάνω κάθε μέρα μέχρι την Σίνδο παίρνοντας δύο λεωφορεία για να πάω στη σχολή μου, αυτό όλο μέσα μου άρχισε να φθίνει και να μη πηγαίνω συχνά στα μαθήματα. Κάπου εκεί λοιπόν, επιστρέφω στο ερασιτεχνικό θέατρο στην Πυλαία, στον Κώστα Χαλκιά, πατέρα του Ορέστη Χαλκιά, που τότε είχε αναλάβει το Πέτρινο Πολιτιστικό Κέντρο και είχε υπάρξει και καθηγητής στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Σιγά σιγά λοιπόν, είδα πως το θέατρο είναι κάτι που μπορώ να αφιερωθώ. Είχα και ένα καλό feedback από τους δασκάλους μου, τον Κώστα και την γυναίκα του την Όλγα Αλεξανδροπούλου, από τους γονείς μου που ήρθαν και είδαν τις παραστάσεις παρόλο που ήταν αντίθετοι, όπως κάθε σώφρων γονέας που θα έλεγε στο παιδί του να μη γίνει ηθοποιός λόγω όλης αυτής της αβεβαιότητας που έχει αυτή η δουλειά. Βέβαια, παρόλα αυτά, με στήριξαν τελικά πολύ οι γονείς μου σε όλες μου τις επιλογές.
Σας βοήθησε δηλαδή το θέατρο και στο πρόβλημα που είχατε με τη διάσπαση προσοχής.
Εγώ στο θέατρο αφοσιώνομαι απόλυτα. Συγκεντρώνομαι και διαβάζω και είμαι απόλυτα συνεπής. Δηλαδή, καμία σχέση με ό, τι ήμουν πριν το θέατρο. Αλλά, ακόμα και τώρα, με τα άλλα κομμάτια της ζωής μου υπάρχει διαφορά. Ξέρετε, με τα χρόνια μαθαίνεις κάπως να ζεις με αυτό και το διαχειρίζεσαι και αλλιώς.
Πώς νιώθετε κάθε φορά που επιστρέφετε στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα με μία δουλειά σας;
Είναι συγκινητικό σίγουρα γιατί έρχονται και με βλέπουν κι άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν την δυνατότητα να έρθουν στην Αθήνα να με δουν. Έρχονται παλιοί φίλοι, γνωστοί παλιοί. Είχα και έναν μεγάλο κύκλο στη Θεσσαλονίκη, λόγω του ότι ήμουν στις κατασκηνώσεις της ΧΑΝΘ. Νιώθω λοιπόν μία συγκίνηση κάθε φορά και αυτό νομίζω τα περικλείει όλα.
Το έργο διαπραγματεύεται την κακοποίηση σε κάθε μορφή της και δε μπορώ να μη σας ρωτήσω για όσα γίνονται τα τελευταία χρόνια, εντός και εκτός του χώρου σας. Βλέπουμε πολλές, πια, υποθέσεις κακοποίησης. Πώς αντιλαμβάνεστε όλη αυτή την εξέλιξη στην ελληνική κοινωνία;
Θεωρώ ότι δεν έχει αλλάξει η ουσία του πράγματος απλά έχει αλλάξει η ταχύτητα της πληροφορίας. Υπάρχει μία υπερβολή και ένα φως που πέφτει πιο έντονα πια πάνω στα γεγονότα και σίγουρα παραδειγματιζόμενοι οι κακοποιημένοι άνθρωποι από αυτούς που μιλάνε γι’ αυτά, νιώθουν πως υπάρχει μία αγκαλιά και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας να τους στηρίξει. Οπότε ίσως έτσι να είναι πιο εύκολο για αυτούς να μιλήσουν. Είναι ταυτόχρονα και η πληροφορία που έχει γίνει πιο άμεση και η αποδοχή που θα εισπράξουν.
Θα το πάω όμως και στον δικό σας χώρο που τα τελευταία χρόνια περνάει διάφορα
Πάλι το ίδιο θα πω. Απλά βγαίνουν στην επιφάνεια τα προβλήματα που υπήρχαν στο εργασιακό μας περιβάλλον, αλλά και στις προσωπικές μας σχέσεις. Εμείς συσπειρωθήκαμε πάρα πολύ με τον covid. Με τα επιδόματα που έδωσαν και δεν μπορούσαν να τα πάρουν όλοι, με το μητρώο καλλιτεχνών τότε που φτιάξανε, που κάποιοι θεωρούνταν αναγνωρισμένοι ως καλλιτέχνες λόγω των ενσήμων τους αλλά εμείς δουλεύαμε ήδη σε ένα περιβάλλον στο οποίο δεν κολλούσαν ένσημα γιατί η μαύρη εργασία έδινε και έπαιρνε και κάπως έτσι συσπειρωθήκαμε, έχουμε και ένα πολύ ισχυρό σωματείο και όπως όλα δείχνουν τώρα, είμαστε πολύ «ετοιμοπόλεμοι» με τους αγώνες μας να κορυφώνονται τώρα. Η κυβέρνηση έδειξε πριν λίγες μέρες τις προθέσεις της στο Μέγαρο Μουσικής που «σπάσαν» στο ξύλο τους εκπαιδευτικούς και τους σπουδαστές καλλιτέχνες με μένος.
Κακοποίηση νομίζω όμως, πως νιώσατε κι εσείς, έστω λεκτική, την περίοδο που μιλήσατε για κάποιες δικές σας ερωτικές εμπειρίες. Το μετανιώσατε τότε;
Εμένα, στόχος των δηλώσεων που έκανα, ήταν η ορατότητα. Αυτό είναι για μένα ένα βασικό πρόβλημα που υπάρχει στην κοινωνία. Καθώς μεγαλώνοντας, είχα πολλές επαφές με ομοφυλόφιλα άτομα και γενικώς οι άνθρωποι που περιθωριοποιούνταν στην κοινωνία, πάντα με συγκινούσαν. Οπότε, βίωσα πολύ βαθιά το πρόβλημα του ρατσισμού στη σεξουαλικότητα και ο στόχος μου ήταν αυτός. Οι αντιδράσεις, εντάξει. Ήταν τελείως αναμενόμενες. Δεν περίμενα κάτι διαφορετικό, αλλά νομίζω ότι το λιθαράκι που ήθελα να βάλω, το έβαλα και δεν μετάνιωσα ασφαλώς καθόλου για εκείνα που είπα. Μάλιστα, εισέπραξα και άμεσα το ότι πέτυχα τον στόχο μου. Έλαβα μηνύματα από ομοφυλόφιλα άτομα που είναι στην εφηβεία που μου έλεγαν πως έκανα κάτι πολύ σημαντικό και με ευχαριστούσαν. Για μένα αυτό ήταν το πιο σημαντικό γιατί ήταν ακριβώς ο στόχος και τον πέτυχα έτσι όπως ήθελα. Μπορεί βέβαια, να πέτυχα κι άλλα πράγματα τα οποία δεν τα καταλαβαίνω αλλά σίγουρα συνέβη αυτό που ήθελα. Όντας κάποιος δημόσιο πρόσωπο και πρότυπο, πρέπει να βάζει κάποιος το λιθαράκι του και ας αυτό συμβαίνει μέσα από την αλήθεια του ή με όποιον άλλον τρόπο.
Ψάχνοντας για εσάς στο internet, οι πρώτες αναφορές στο όνομα σας, είναι αυτές οι δηλώσεις και μάλιστα για αρκετές σελίδες. Έπρεπε δηλαδή να επιμείνω αρκετά για να παρακάμψω αυτά και να βρω δουλειά σας ή συνεντεύξεις σας. Σας ενοχλεί αυτό;
Κοιτάξτε, κάποιος που θα ψάξει για μένα και θα μείνει σε αυτό και δεν θα αντιληφθεί το πώς λειτουργεί το ίντερνετ και πώς λειτουργεί το σταριλίκι στην Ελλάδα, δεν με ενοχλεί. Δε γίνεται να τα δίνουμε όλα στο στόμα. Πρέπει οι άνθρωποι να είναι λίγο έξυπνοι και ξύπνιοι. Αν θέλει κάποιος να ψάξει για τη δουλειά μου, θα ψάξει για τη δουλειά μου, αν γράψει μόνο το όνομα μου για να δει τι γράφεται στο ίντερνετ για μένα θα δει αυτό ακριβώς.
Η τηλεόραση είναι συχνή επιλογή σας; Μάλιστα έχετε και μία πρόσφατη πικρή γεύση νομίζω.
Είναι πολύ συχνή επιλογή μου. Έχω κάνει πολλές δουλειές στην τηλεόραση και ξεκίνησα και από αυτήν, στο «Μου το κρατάς μανιάτικο» το 2007 στον Alpha και αργότερα, το «Χαρά αγνοείται» και το «Γ4» το 2009, την ίδια δηλαδή χρονιά. Αυτό πέρυσι, ήταν στην Κύπρο γυρισμένο, σε συμπαραγωγή του ΡΙΚ και του OPEN. Δεν είχαμε όμως καλή επικοινωνία από το κανάλι, δεν ήταν και το OPEN έμπειρο στη μυθοπλασία τότε. Πάει όμως γενικά πλέον καλά η τηλεόραση και γίνονται πολύ ωραίες δουλειές και επειδή υπάρχει κι ένα μεγάλο εργασιακό πρόβλημα στο επάγγελμα μας, ας γίνονται και πολλές δουλειές.
Βέβαια, βλέπουμε ότι πολλοί από τους συναδέλφους σας έχουν στραφεί σε εκπομπές στην τηλεόραση, ως παρουσιαστές. Θα το κάνατε ποτέ;
Ναι, θα με ενδιέφερε η παρουσίαση μίας εκπομπής συνεντεύξεων ή τηλεπαιχνιδιού ίσως.
Επιστρέφοντας στην παράσταση, είναι ένα δύσκολο έργο; Εννοώ θέλει ένα υπόβαθρο για να έρθει κάποιος και τι θα πάρει;
Όχι καθόλου. Θα έλεγα πως έχει μία πολύ απλή γλώσσα το έργο αλλά έχει και μία πολύ έντονη ποιητικότητα. Ταυτόχρονα δηλαδή μπορεί να ταιριάξει σε πολλά και διαφορετικά γούστα διαφορετικών θεατών και αυτό δεν είναι η δική μου άποψη, αλλά η άποψη του κοινού που το συζητήσαμε στην Αθήνα. Η παράσταση, νομίζω θα έχει ένα καλό αντίκτυπο στις προσωπικές σχέσεις όποιου έρθει να μας δει. Ο καθένας με κάποιον ήρωα θα ταυτιστεί γιατί είναι σύμβολα οι χαρακτήρες του.
Είμαστε σε μία εποχή που πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με τους άλλους από την αρχή;
Νομίζω πως πρέπει συνέχεια να επαναπροσδιορίζουμε τις σχέσεις μας με τον εαυτό μας και τους γύρω μας. Καθημερινά. Να μη μένουμε σε στερεότυπα, να μη μένουμε σε συνήθειες για να μπορούμε να πετύχουμε το καλύτερο για τον άνθρωπο γενικότερα, αλλά και τον άνθρωπο που έχουμε μέσα μας.
*Ο Ορέστης Τζιόβας πρωταγωνιστεί στην παράσταση “Η νύχτα των μυστικών” του Άκη Δήμου σε σκηνοθεσία της Αικατερίνης Παπαγεωργίου. Μαζί του, πρωταγωνιστούν οι Τάσος Λέκκας, Ελίζα Σκολίδη, Αλέξανδρος Βάρθης, Εριφύλη Κιτζόγλου, Γιώργος Μαρτίνος και θα είναι στη Θεσσαλονίκη για λίγες παραστάσεις, στο Αριστοτέλειον Θέατρο από 9 έως 12 Μαρτίου. Πρωτότυπη μουσική: Γιάννης Χριστοδουλόπουλος.