Usurum: Είμαστε ζωντανοί μάρτυρες μιας πολύ άσχημης παγκόσμιας τροπής των πραγμάτων
Μία συνέντευξη από μία μπάντα που αγαπάνε οι νέες γενιές γιατί τις εκφράζει καλύτερα από τον καθένα.
Εικόνες: Αναστασία Χριστοδουλίδου “Άσε τα δάκρυα να κυλήσουν και την λύπη σου θα πιώ”, είχαν πει κάποτε οι Usurum, με έναν στίχο αγκάλιασαν όσους το είχαν ανάγκη την σττιγμή που τον χρειάστηκαν. Και για όσους δεν τους ξέρετε πρόκειται για μία παρέα αγοριών, τον Σταύρο, τον Κοσμά,τον Νίκο, τον Γιώργο,τον Φάνη και τον Λάμπρο, που όπως λέω εγώ με την παρέα μου θα μπορούσαν να είναι οι Beirut της Αθήνας.
Αγαπάνε τη μουσική, τη συνάντηση, το τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο, το άγνωστο, τη Λένα Πλάτωνος, το Μεταξουργείο (αν και τώρα αρχίζει να αναπτύσσεται απότομα και κάπως τους διώχνει), τα βράδια, τις βόλτες. Βαριούνται όταν κάνουν τα ίδια πράγματα στη μουσική, βαριούνται το ελληνικό ραδιόφωνο, βαριούνται το μετρό, τους γάμους, τους ξερόλες, το στήσιμο και το ξεστήσιμο των οργάνων για γίνει μία πρόβα και καμιά φορά τους εαυτούς τους. Σιχαίνονται ό,τι προξενεί περιορισμό ελευθερίας και έκφρασης, το μίσος, τον κάθε είδους αποκλεισμό, τον ρατσισμό, τον σεξισμό, τη μισαλλοδοξία και…το τσίπουρο με γλυκάνισο.
Οι περισσότεροι από τα αγόρια βρεθήκανε στο Μουσικό Σχολείο Αλίμου. Από τις πρώτες τους αναμνήσεις είναι να βρίσκονται ως μαθητές στα σπίτια τους και να παίζουμε ο ένας στον άλλον τις πρώτες προσπάθειες δημιουργίας τραγουδιών και μουσικής.
“Για τα τραγούδια μας, εμπνεόμαστε κυρίως από το αστικό περιβάλλον και τη ζωή που ζούμε. Από τους ανθρώπους που συναντάμε. Τους γνωστούς και τους αγνώστους. Εμπνεόμαστε από ένα ποίημα που θα διαβάσουμε, από μια μουσική που θα ακούσουμε. Εμπνεόμαστε από την παρατήρηση του ήχου στη ζωή. Εμπνεόμαστε ο ένας από τον άλλον. Ο Σταύρος και ο Κοσμάς έχουν τον πρώτο τραγουδοποιητικό ρόλο. Όμως, όταν τα τραγούδια έρχονται στην μπάντα, τα διαμορφώνουμε όλοι μαζί και στο τέλος προκύπτει ένα αποτέλεσμα όπου ο καθένας μας έχει βάλει την ιδέα του. Είναι δύσκολο να αυτοπροσδιοριστούμε. Αυτή την εποχή, διανύουμε μια περίοδο όπου εξερευνούμε τη σύζευξη ηλεκτρονικού και ακουστικού ήχου, κάτι που αποτυπώνεται κάπως στο τελευταίο μας άλμπουμ “Μάτια Κάμερες”. Εύλογο αυτό που λες για τους Beirut, καθώς μέχρι και τον προηγούμενό μας δίσκο (Ασανσέρ) είχαμε στοιχεία που χρησιμοποιεί και ο Zach Condon, όπως ακουστικά νυκτά έγχορδα, χάλκινα πνευστά και πολυφωνίες.”
Οι επιρροές τους είναι πολύ ευρείες, καθώς στην μπάντα συναντιούνται τα ερεθίσματα του καθενός από εκείνους. Επίσης αυτές οι επιρροές είναι κάτι το ρευστό όπως το χαρακτηρίζουν.
“Πράγματα που ακούγαμε και θαυμάζαμε κάποτε, πλέον δε μας αγγίζουν, πολλά μπορεί και να μας εκνευρίζουν μάλιστα, και στη θέση τους έρχονται νέα ακούσματα και διαβάσματα. Μακάρι να μην τελειώσει ποτέ αυτή η ανακύκλωση και να βρίσκουμε συνέχεια νέα πράγματα να μας εκπλήσσουν! Τώρα από συνεργασίες, είναι πολλά τα άτομα που θαυμάζουμε καλλιτεχνικά.
Με κάποια έχουμε συνεργαστεί ήδη, με κάποια άλλα ελπίζουμε να το καταφέρουμε σύντομα. Είναι άτομα που νιώθουμε ότι μοιραζόμαστε κάτι πυρηνικό. Είτε στον στίχο, είτε στον ήχο, είτε στη σχέση που έχουμε με το αντικείμενό μας, είτε στην παρέα. Η επιτυχία είναι μια περίεργη λέξη και έννοια. Το κάθε άτομο την προσδιορίζει διαφορετικά. Τι είναι επιτυχία; Τα χρήματα; πόσα χρήματα; ο κόσμος που έρχεται να μας ακούσει; πόσος κόσμος; να αρέσουμε; σε ποια άτομα και με ποια κριτήρια; η ίδια η ευτυχία είναι επιτυχία; δηλαδή ένα άτομο που διανύει μια ζωή προσπαθώντας να κάνει αυτό που θέλει, αλλά έχει και δυστυχίες, ή πολύ απλά ατυχίες, είναι αποτυχημένο; Είναι επιτυχία, απλά να μπορείς να βιοπορίζεσαι, να επιβιώνεις; Η
επιτυχία, καπιταλιστικά, δε μας ενδιαφέρει. Ούτε η ευτυχία, αν πρόκειται για την ευτυχία του ενός. Είμαστε ευγνώμονες που είμαστε μαζί και κάνουμε αυτό που θέλουμε, όσο κι αν ζοριζόμαστε, που συνεχίζουμε να είμαστε δημιουργικοί, που αμφισβητούμε τους εαυτούς μας, που συναντιόμαστε. Το 2008 που βρεθήκαμε, δεν τα σκεφτόμασταν αυτά. Σκεφτόμασταν την επόμενη πρόβα, το επόμενο τραγούδι, να τα πούμε στο επόμενο διάλειμμα, καθώς ήμασταν στο σχολείο.Είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε κάποιο δικό μας τραγούδι, καθώς το καθένα κατέχει διαφορετική θέση στην ψυχή και το μυαλό μας. Τώρα όσον αφορά την κοινωνία, ίσως να επιλέγαμε το “μη και δεν” όπου ο “πρωταγωνιστής” φοβάται να μην τον βρει ο θάνατος, ήδη πεθαμένο.”
Το τραγούδι “Είσαι κι εσύ” αφιερώνεται και γράφτηκε, όντως για όλα τα άτομα που περνάμε κατά καιρούς αυτή τη μοναξιά, τη δυσκολία ένταξης, τη θλίψη. Είτε διαγνωσμένη, είτε όχι. Είτε με φάρμακα, είτε χωρίς. Το μόνο παρήγορο σε μια τέτοια κατάσταση είναι να σκεφτόμαστε ότι ενώ είμαστε μόνοι, δεν είμαστε οι μόνοι που είμαστε μόνοι, όπως λένε τα αγόρια. Ενώ οι ίδιοι τους μελοποιούν ποιήματα την διαδικασία αυτή την χαρακτηρίζουν εύκολη κατά περίπτωση.
” Όπως το κάθε τι δημιουργικό, έτσι κι αυτό δεν είναι ή δύσκολο ή εύκολο. Αυτό που μας φαίνεται πιο δύσκολο, είναι να μπορούμε να αναγνωρίσουμε, καθώς το διαβάζουμε και συνδεόμαστε, αν εμείς έχουμε να συνομιλήσουμε πραγματικά μαζί του, δημιουργικά. Έχουν υπάρξει ποιήματα που μας έχουν συγκλονίσει, που μπορεί και να μας έχουν αλλάξει, και είπαμε, “άστο στην ησυχία του έτσι όπως είναι. Θα το χαλάσουμε αν κάνουμε κάτι.” Ενώ ποιήματα που μπορεί να μη μας άλλαξαν τις ζωές, κατάφεραν να μας ανοίξουν ένα πεδίο δημιουργικότητας σε εκείνη τη φάση. Όμως κι αυτό έχει να κάνει με τη στιγμή. Μπορεί στο μέλλον να ξαναπέσουμε πάνω σε κάτι που κάποτε δε μελοποιήσαμε, και να βρούμε τη λιμνούλα που εκβαλουν τα δύο αυτά ποταμάκια.”
Τα αγόρια πιστεύουν πως είναι απλά δύσκολο να βιοπορίζεσαι αποκλειστικά από την Τέχνη, χωρίς να έχεις κάποιο backup, είτε οικονομικό, είτε γνωριμιών.
“Σαφώς παίζει ρόλο και η τύχη. Και σε άλλα επαγγέλματα είναι πολύ δύσκολη η εύρεση εργασίας, η τήρηση των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων (όπου αυτά είναι θεσμοθετημένα από το κράτος), στην Τέχνη όμως αντιμετωπίζεσαι ως χομπίστας. Σε αντιμετωπίζουν υποτιμητικά. Επίσης δυστυχώς, φαίνεται πως αν γινόταν ένα γκάλοπ σε πανελλαδική εμβέλεια για το αν είναι απαραίτητη η Τέχνη και αν πρέπει μέρος του ετήσιου προϋπολογισμού του κράτους να διατίθεται σε αυτήν, τα αποτελέσματα θα ήταν πολύ ανησυχητικά. Δεν είναι μόνο το κράτος δηλαδή που απαξιεί και υπονομεύει, αλλά είναι και ένα τεράστιο μέρος του κόσμου που δεν το νοιάζει. Επιπλέον το κάθε άτομο αντιμετωπίζει διαφορετικές δυσκολίες σε σχέση με την τάξη του, το φύλο του, την τύχη, τις κοινωνικές του δεξιότητες, τις πολιτικές του θέσεις, το είδος της Τέχνης, αλλά και τον ίδιο τον κλάδο του. Εμείς σίγουρα ζοριζόμαστε πολύ περισσότερο από καλλιτέχνες που εξ αρχής απευθύνονται σε ένα μεγαλύτερο κοινό, καλλιτέχνες που ταιριάζουν πιο πολύ στην εποχή, που παίζουν πιο δημοφιλή μουσική. Ή καλλιτέχνες που έχουν μια περιουσία, ή που είναι αρεστοί στα ραδιόφωνα και στα φεστιβάλ. Όμως, σίγουρα ζορίζονται περισσότερο μουσικοί που κάνουν Τζαζ, ή πειραματική μουσική ή έστω αγγλόφωνο στίχο. Ή που δημιουργούν παρόμοια μουσική με εμάς και απλώς δεν υπήρξαν τυχεροί. Αν φύγουμε από τον κλάδο μας, τα πράγματα φαίνεται να γίνονται πολύ χειρότερα στο θέατρο, στον χορό, στα εικαστικά, στη λογοτεχνία. Εκεί τα εργασιακά, οι συμπεριφορές, η κακοποίηση και η εκμετάλλευση είναι σε ένα σημείο που ακόμα δεν έχουμε συλλάβει. Δεν ξέρουμε τι μπορεί να γίνει. Πρέπει να ανοίξει αυτή η κουβέντα.”
Θεωρούν πως η Ελλάδα εξελίσσεται σε ένα χρεωμένο προτεκτοράτο, που πάντα έτσι ήταν, αλλά πλέον αλλάζει η ποσόστωση.
“Οι περισσότεροι θα δουλεύουμε ως γρανάζια του τουριστικού προϊόντος. Επίσης αλλάζει η εικόνα της χώρας. Κλείνουν τα στέκια, κλείνουν οι χώροι έκφρασης, οι ελεύθεροι χώροι, τα νησιά χτίζονται λες και είναι προάστια, τα δάση καίγονται, και πολλά πολλά άλλα που θα έπρεπε να καθόμαστε να συζητάμε για ώρες. Στην άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, φαίνεται ότι είμαστε όλοι και όλες μουδιασμένοι/ες και ανήμποροι/ες μπροστά σε αυτό που συμβαίνει. Όχι έκπληκτοι/ες σίγουρα, αλλά παγωμένοι/ες. Είμαστε ζωντανοί μάρτυρες μιας πολύ άσχημης παγκόσμιας τροπής των πραγμάτων. Η ακροδεξιά ποντάρει σε κάθε πρωτόγονο ένστικτο και καλπάζει. Το δυτικό σύστημα φαίνεται να αποτυγχάνει παταγωδώς. Και αυτό όχι στην Ελλάδα του ΠΑΣΟΚ, αλλά και στη Γαλλία του Μάη. Ο φιλελεύθερος καπιταλισμός τα έφερε έτσι, ώστε η διέξοδος του να είναι ο πόλεμος και ο φασισμός. Παράλληλα παγκοσμίως η (σημερινή) Αριστερά μοιάζει να είναι τελείως ανίκανη να προτείνει λύσεις ή ιδέες ή έστω να εμπνεύσει ένα κομμάτι κόσμου να συσπειρωθεί και να δει τι θα κάνει. Συγκλονιστήκαμε τελευταία, με την είδηση ενός ξυλοδαρμός μετανάστη από δύο μαυροντυμένα ”άτομα”, δίπλα στον χώρο που εργάζεται ένας από εμάς. Το γιατί μας συγκλόνισε, νομίζουμε οτι είναι προφανές.
Σίγουρα υπάρχουν μικρές εστίες κινημάτων που είναι πολύ σημαντικές και όλοι μας και όλες μας από εκεί προσπαθούμε να κρατηθούμε. Kαμία έκφραση βίας δεν μπορεί να λειτουργήσει εμπνευστικά για εμάς. Σίγουρα, έχουν υπάρξει θαυμάσια έργα Τέχνης, του Πικάσο ή του Λόρκα ή του Πολ Τσελάν ή του Κόπολα, ή του Πεντερέτσκι ή τόσων άλλων, που εμπνεύστηκαν από τη βία και αυτο δεν είναι σε καμία περίπτωση κατακριτέο. Εμείς νιώθουμε οτι απλά μπροστά στη βία δεν μπορούμε να φτιάξουμε ένα τραγούδι.”
Ο πέμπτος τους δίσκος, “Μάτια Κάμερες”, κυκλοφόρησε, στις 15 Μαρτίου του ’24, ενώ θα κυκλοφορήσει σε φυσικό προϊόν μέσα στο Φθινόπωρο από τη Melodica Art Productions.
“Σε αυτόν τον δίσκο εξερευνούμε τη σύζευξη ηλεκτρονικής και ακουστικής μουσικής και αυτό, όχι ως πρωτοπορία εννοείται, αλλά ως ανακάλυψη της σχέσης μας με τον συγκεκριμένο ήχο. Αυτό δεν προήλθε από κάποια απόφαση, από κάποια συζήτηση όπου συμφωνήσαμε να στραφούμε προς τα εκεί, αλλά έγινε αυθόρμητα, οργανικά, προέκυψε απ το όλον. Επίσης, όσον αφορά τη φόρμα, σπάει κάπως το αυστηρό “κουπλέ – ρεφρέν – θέμα” που είχαμε στους δύο προηγούμενους. Όχι οτι εδώ γίνεται κάποια επανάσταση, απλώς είναι λίγο πιο ανοιχτή η δομή. Μακάρι να το εξερευνήσουμε κι άλλο αυτό στο μέλλον.Πολλά κομμάτια επίσης έχουν μια – ας το πούμε καταχρηστικά – χορευτική διάθεση, κάτι που έρχεται σε μία μικρή κόντρα με τους στίχους, που δεν είναι αυτο που λέμε ”up”. Τέλος – για άλλη μια φορά, αλλά πρώτη φορά με τέτοιο τρόπο – είναι πολύ σημαντικά τα άτομα που πλαισίωσαν το δίσκο. Ο Παντελής Νικηφόρος (τραγουδιστής, μουσικός και τραγουδοποιός στους Λάμδα) ανέλαβε την παραγωγή, την ηχογράφηση και τη μίξη. Ο δίσκος έχει το αποτύπωμά του και αυτό προέκυψε μετά από καιρό συζητήσεων και δοκιμών. Ήταν πολύ όμορφο το πως βρήκαμε κάτι κοινό και πως συνομιλήσαμε. Η Κλεοπάτρα Τσαλή έφτιαξε, πραγματικά συναισθητικά, 9 υπέροχα εικαστικά για το κάθε μας κομμάτι, και η μουσική μας απέκτησε μια εικόνα, πολύ πέρα από αυτό που μπορούσαμε να φανταστούμε. Τέλος, ενώ στο παρελθόν έχουμε μελοποιήσει ποιήματα παλαιότερων Ελλήνων ποιητών, εδώ πρώτη φορά μελοποιούμε μια σύγχρονη ποιήτρια. Η Σοφία Ιωάννου μάς έδωσε απλόχερα τους στίχους για δύο τραγούδια μας.
Θέλουμε στο μέλλον να συνεχίσουμε να είμαστε δημιουργικοί και ανήσυχοι. Τώρα έχουμε μέσα στο καλοκαίρι και μέχρι το Φθινόπωρο, συναυλίες με τις Σκιαδαρέσες, με τη Sophie Lies και με τους Λάμδα. Απο κει και πέρα σιγά σιγά να ξαναμπούμε σε πρόβες όπου θα εξερευνήσουμε νέο υλικό και ίσως, να επιχειρήσουμε μέσα στο χειμώνα να κάνουμε ένα χειμερινό φεστιβάλ.”