Κινηματογράφος

VAVEL – The Band : Η Ιστορία της Heavy Metal σκηνής της Θεσσαλονίκης έρχεται στο 26ο ΦΝΘ

Η Parallaxi μίλησε με τον σκηνοθέτη, Μιχάλη Αγραφιώτη και με τον Παύλο Γαβριηλίδη των VAVEL, γυρνώντας το χρόνο πίσω στη metal δεκαετία του '80 της Θεσσαλονίκης.

Γιάννης Γκροσδάνης
vavel-the-band-η-ιστορία-της-heavy-metal-σκηνής-της-θεσσαλ-1127469
Γιάννης Γκροσδάνης

Αποτελεί χωρίς αμφιβολία μια από τις πολυαναμενόμενες ταινίες του 26ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Η ιστορία των VAVEL – The Band του Μιχάλη Αγραφιώτη κάνει πρεμιέρα στο Φεστιβάλ και στην αίθουσα του Μακεδονικόν την Παρασκεύη 8 Μαρτίου, στις 17.30, σε μια μοναδική προβολή και γυρίζει το χρόνο πίσω μεταφέροντας μας στην Θεσσαλονίκη του ’80, μια εποχή κατά την οποία η πόλη είχε μια εξαιρετικά δημιουργική και δυναμική μουσική σκηνή, μέσα στην οποία ξεχωρίζουν τα heavy metal – hard rock συγκροτήματα.

Οι VAVEL αποτελούν ίσως ξεχωριστή περίπτωση σε αυτή την σκηνή και στα μουσικά πράματα της Θεσσαλονίκης προσπαθώντας κάποια στιγμή να κάνουν μια δυναμική υπέρβαση με αφορμή το όνειρο μιας διεθνούς καριέρας και φυσικά με στόχο να αφοσιωθούν στην μουσική τους.

Η Parallaxi μίλησε με τον σκηνοθέτη της ταινίας Μιχάλη Αγραφιώτη και με τον μουσικό Παύλο Γαβριηλίδη, μέλος των VAVEL, προσπαθώντας να γυρίσει το χρόνο πίσω στη metal δεκαετία του ’80 της Θεσσαλονίκης αλλά και να μάθει πως γυρίστηκε η ταινία που χωρίς αμφιβολία θα συναρπάσει το κοινό του Φεστιβάλ.

Μιχάλη Αγραφιώτη ποιο ακριβώς είναι το θέμα της ταινία σου, Vavel – The Band ;

Μ.Α.: Είναι ένα μουσικό ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους για το συγκρότημα Vavel και τη heavy metal μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης της δεκαετίας του 1980. Είναι, επίσης, η περιπέτεια του ονείρου ζωής κάποιων νέων να γίνουν rock stars, πριν 35 χρόνια, το οποίο ματαιώθηκε από τους αστάθμητους παράγοντες της ζωής. Τέλος, είναι ένα σχόλιο για τα σημερινά τεχνοκρατικά σχήματα στοχοθεσίας, προσδοκιών και καριέρας που παρουσιάζουν μια στεγνή και μονοδιάστατη εικόνα της ζωής.

Ποια η σχέση σου με την χέβι μέταλ και την χαρντ ροκ;

Μ.Α. : Η heavy metal, η hard rock, αλλά και η punk και η new wave, είναι συστατικά της γενιάς μου. Κατά κάποιο τρόπο, πλαστήκαμε με αυτά. Δεν είναι μόνο η μουσική, οι δίσκοι, οι κασέτες, ούτε απλώς η μουσική σκηνή, αλλά η εμπειρία μέσα στην κουλτούρα της μουσικής σκηνής, το βίωμα. Σκέψου, Γιάννη, πόσες ώρες περάσαμε κοιτώντας το εξώφυλλο ενός δίσκου. Δεν ξέρω αν είναι περισσότερες από αυτές που σπαταλήσαμε περιμένοντας το αστικό λεωφορείο στη Θεσσαλονίκη (γέλια), αλλά σίγουρα ήταν αμέτρητες. Σκέψου, ακόμα, τις φορές που αναρωτηθήκαμε τι ακούει κάποιος φίλος ή γνωστός ώστε να σχηματίσουμε γνώμη ή να συμπεριφερθούμε ανάλογα.

Θέλω να πω, ότι τα μουσικά είδη, ειδικά τα διακριτά μουσικά είδη της δεκαετίας του ’80, ήταν για μας -εγώ είμαι 47 ετών- ένα μέσο αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, μια σχέση με τον κόσμο. Πιστεύω ότι είναι ένα μοναδικό χαρακτηριστικό της γενιάς μας που δύσκολα μπορούν να καταλάβουν οι νεότερες γενιές και σίγουρα δεν καταλάβαιναν οι παλιότερες από εμάς.

Βέβαια, υπάρχουν ενστάσεις ως προς τη φύση των μουσικών ειδών: ότι από πίσω υπήρχαν πολυεθνικές εταιρίες που καθόριζαν το ύφος- ή ιδεολογικές ενστάσεις, όπως ότι καλλιεργούσαν μια φανταστική σχέση με την πραγματικότητα με σκοπό τη χειραγώγηση, ωστόσο επιμένω ότι το βίωμα ήταν αυθεντικό και ειλικρινές.

Ένα στοιχείο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στην ταινία είναι πως η Θεσσαλονίκη είχε κάποια παράδοση ακόμα στη χαρντ ροκ και στη χέβι μέταλ. Ισχύει αυτό;

Μ.Α. : Γενικά, η Θεσσαλονίκη έχει παράδοση στις απαιτητικές μορφές τέχνης. Θυμάμαι μια παλιά συνέντευξη του Νίκου Μπακόλα, του λογοτέχνη, που έλεγε ότι οι Θεσσαλονικείς συγγραφείς γράφουν γνωρίζοντας ότι δεν θα κάνουν εμπορική επιτυχία. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις τέχνες. Οι Θεσσαλονικείς εμβαθύνουν στην τέχνη τους μη έχοντας κάτι καλύτερο να κάνουν. Δεν ξέρω αν δουλεύουν περισσότερο από άλλους -νομίζω όχι- αλλά σίγουρα δουλεύουν προς αυτή την κατεύθυνση. Η heavy metal και η punk είναι μουσικά είδη που συνοδεύονται από ένα πολιτισμικό “σύμπαν” και για αυτό άρεσαν και βόλεψαν τους Θεσσαλονικείς.

Παύλο, αυτό είναι ένα στοιχείο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στην ταινία. Υπήρχε πράγματι μια παράδοση που στη Θεσσαλονίκη σε σχέση με τη χαρντ ροκ και τη χέβι μέταλ. Ποια ήταν η ροκ Θεσσαλονίκη του 1980;

Π. Γ. : Nαι, η Θεσσαλονίκη είχε μια δυνατή παράδοση στην Ροκ αλλά και στην Heavy Metal μουσική. Μη ξεχνάτε οτι στην πόλη την δεκαετία του ΄70 διοργανώθηκαν τα πρώτα rock beach parties με τον Ντίνο Κωστόπουλο στην Αγία Τριάδα, όπως επίσης και το περιβόητο Rock Festival στο γήπεδο της ΧΑΝΘ. Αναφορές όλων αυτών υπήρχαν στο Κυριακάτικο φύλο της εφημερίδας του Ελληνικού Βορρά αλλά και της εφημερίδας Μακεδονία. Η ροκ Θεσσαλονίκη του 1980 δεν είχε τα κλαμπ που υπάρχουν σήμερα. Γι΄ αυτό αναγκαζόμασταν να παίζουμε πότε σε disco και πότε σε κινηματογράφους, όλοι όσοι είχαμε γκρουπ και παίζαμε και ροκ και heavy.

Μιχάλη πως ξεκίνησε η περιπέτεια μιας ταινίας με τους Βαβέλ;

Μ.Α. : Μια μέρα στην Καλαμαριά πλησίασα τον Παύλο Γαβριηλίδη, τον τραγουδιστή και front man του γκρουπ, και του είπα: Αν ποτέ γίνει ταινία η ιστορία των VAVEL, θα ήθελα να την σκηνοθετήσω εγώ!

Δυσκολεύτηκες αρκετά με την εύρεση και την τεκμηρίωση του αρχειακού υλικού της ταινίας; Και από την άλλη ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετώπισες κατά την προετοιμασία και στην έρευνα;

Μ.Α. : Τα μέλη των VAVEL είχαν μεγάλο μέρος του αρχείου. Η δυσκολία είχε να κάνει με τη διαχείριση, την αποκατάσταση και την τεχνική επεξεργασία του υλικού. Για παράδειγμα, δεν κατάφερα να βρω στη Θεσσαλονίκη συσκευή U-MATIC (ένα παλιό φορμά βίντεο) και απευθύνθηκα στην Αθήνα.

Από την άλλη πρέπει να πούμε ότι όλη η παραγωγή ήταν μια ατέλειωτη σειρά εμποδίων. Η ταινία ξεκίνησε μέσα στην πανδημία. Αυτό ήταν ένα αντικειμενικό πρόβλημα. Έπειτα για να γίνει όπως την ήθελα, ήταν αναγκαίο ένα δύσκολο ταξίδι στη Γερμανία και την Ολλανδία, ώστε να εντοπιστούν οι αυθεντικές τοποθεσίες που επισκέφτηκαν τα μέλη του γκρουπ το 1988 και κάνουμε γυρίσματα σε αυτές. Ήθελα ιστορική πιστότητα.

Μιχάλη, τι συμβολίζει για σένα η ιστορία των Βαβέλ και η υπέρβαση που τελικά δεν έκαναν;

Μ.Α. : Όπως έλεγα πριν, κάνω ένα σχόλιο για τα μανατζερίστικα μοντέλα καριέρας. Θυμάμαι, όταν έκανα το μεταπτυχιακό μου στο ΠΑ.ΜΑΚ., στο μάθημα της συμβουλευτικής είχα απαντήσει με μια φράση του Ντοστογιέφσκι που έλεγε πως εκείνη τη μοναδική φορά που δεν συμβεί το προσδοκώμενο αποτέλεσμα τότε όλο το σύστημα ανατρέπεται. Με κοιτούσαν σαν εξωγήινο. Οι Vavel είχαν ρομαντική, ιπποτική, σχέση με τη μουσική. Έκαναν μια γενναία υπέρβαση στο κενό που είχε ένα τέλος τόσο πεζό και συγχρόνως τόσο μεγαλειώδες. Όπως η ζωή.

Παύλο, αισθάνεστε ότι η ιστορία των Βαβέλ, όπως καταγράφεται στην ταινία, συμβολίζει την προσπάθεια κάτι βαθύτερο; Ίσως την προσπάθεια μιας πόλης, όπως η Θεσσαλονίκη, να κάνει την προσωπική της υπέρβαση και αυτό συμβαίνει όχι πάντα με την ίδια επιτυχία;

Π. Γ. : Δεν αισθάνομαι ότι η ιστορία μας δεν έχει τίποτε βαθύτερο να πει. Είναι μία ιστορία πέντε μουσικών από την Καλαμαριά, που θέλουν να ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν έξω από την Ελλάδα. Και ξέρεις γιατί; Γιατί ήθελαν να ζήσουν από την μουσική τους, μιας και στη χώρα μας ζουν από την μουσική τους πολλοί λίγοι.

Παύλο τι είναι σήμερα για ‘σας που ζήσατε εκείνη την εποχή οι VAVEL και η μουσική ιστορία τους;

Π.Γ. : Οι VAVEL για μένα σήμερα πια, είναι ένα κομμάτι της ζωής μου, που με έκανε και με κάνει ακόμα να νιώθω περήφανος γι’ αυτό που ήμουν και είμαι. Είναι μια ιστορία που την φυλάω μέσα μου σαν κάτι ιερό. Είναι τα χρόνια που ταΐζαμε την ψυχή μας με τις μουσικές μας. Ναι, αυτό είναι για μένα οι VAVEL.

Info: Η ταινία VAVEL – The Band του Μιχάλη Αγραφιώτη προβάλλεται στο πλαίσιο του προγράμματος του 26ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης στην αίθουσα Μακεδονικόν, την Παρασκευή 8 Μαρτίου, στις 17.30.

*Οι φωτογραφίες της συνέντευξης προέρχονται από την ταινία του Μιχάλη Αγραφιώτη και το πολύτιμο ιστορικό αρχείο των Vavel. Θερμές ευχαριστίες για την ευγενική παραχώρηση του υλικού.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα