Συνέντευξη: Η ζωή μέσα από τα μάτια της Τζωρτζίνας Λιώση
Η ηθοποιός μιλά για το θέατρο και την ποίηση, την αγάπη της για τη φύση και τις ιστορίες που έπλασαν το χαρακτήρα της
Συνέντευξη στη Μυρτώ Πατέρα
Γνώρισα την Τζωρτζίνα Λιώση τον φετινό Αύγουστο στο αγαπημένο της Μάτι που έχει περάσει όλα τα παιδικά και ενήλικά της καλοκαίρια.
Ήρθε φωτεινή κι αέρινη πάνω στο ποδήλατό της για να με συναντήσει στον Φάρο, σε ένα τραπεζάκι πλάι στη θάλασσα.
Μου μίλησε με την ειλικρίνεια και την περισσή της γλυκύτητα για την ανάγκη της για το θέατρο και την ποίηση, την αγάπη της για τη φύση και για τις μικρές ιστορίες που την έπλασαν.
-Τι σε κάνει να αισθάνεσαι ελεύθερη;
Το καλοκαίρι στο Μάτι. Όταν είμαι στην Αθήνα, νιώθω πραγματικά ελεύθερη, κυρίως πάνω στη σκηνή.
-Όταν δεν είσαι στο Μάτι αλλά ούτε πάνω στη σκηνή, πού είσαι;
Μπορεί να περνάω χρόνο με τους ανθρώπους μου βγαίνοντας έξω ή απλώς συνυπάρχοντας. Συχνά καθόμαστε στο σπίτι με την καλύτερή μου φίλη, δίπλα δίπλα στον καναπέ, χωρίς να κάνουμε τίποτα, ώσπου κάποια στιγμή ρωτάμε η μία την άλλη:
«Πείνασες; Πείνασα». Κι αυτό μοίρασμα είναι. Άλλες μέρες θέλω μόνο να βλέπω ταινίες με τις γάτες μου, είναι ανάλογα με την ανάγκη μου.
-Υπάρχει κάτι που κάνεις και φαινομενικά μοιάζει ασύμβατο με την εικόνα σου;
Μου έχουν πει, εγώ δεν το έχω παρατηρήσει, ότι τα τελευταία χρόνια βρίζω πολύ! Πιο παλιά ας πούμε υπήρχαν κάποιες λέξεις στα κείμενα που διαβάζαμε για μια παράσταση που δεν μπορούσα να τις πω καν, ένιωθα άβολα.
Ο Σπύρος Μαλτέζος είναι ο άνθρωπος που μου είπε πρώτη φορά ότι βρίζω πολύ και σοκαρίστηκα γιατί δεν το είχα προσέξει ποτέ, βέβαια ο Σπύρος είναι ο άνθρωπος στον οποίο ζητάς να πει «βλάκας» και το ψιθυρίζει, δεν βρίζει ποτέ. Νομίζω ότι πλέον ξεκίνησα να βρίσκω πολύ ποιητικές αυτές τις λέξεις και νιώθω ότι κρύβουν πολύ χιούμορ.
-Με την ποίηση τι σχέση έχεις;
Μου αρέσει πολύ να διαβάζω. Η ποίηση μου ταιριάζει ως είδος περισσότερο από κάθε άλλο, πηγαίνει πιο γρήγορα στους αποδέκτες μου και μου μιλά πιο άμεσα. Στην καθημερινότητά μου υπάρχει έντονο το στοιχείο της ανάγνωσης λόγω της δουλειάς, οπότε, μόνο η ποίηση με αποσυμφορεί. Από εχθές μου έχει κολλήσει στο μυαλό το «πούσι» και δεν έχω σταματήσει να το τραγουδάω!
Μια ωραία ιστορία με το πούσι είναι όταν ήμουν στις Σπέτσες και περπατούσα ένα βράδυ όταν από ένα σπίτι ισόγειο με κλειστά παντζούρια και παράθυρα, μια κυρία μέσα το τραγουδούσε και το έπαιζε στο πιάνο και είχα μείνει απ’ έξω και την άκουγα.
Με αυτό που άκουγα εγώ είχα ερωτευτεί το σύμπαν, το μέρος, τη φύση. Προς το τέλος, λοιπόν, πάταγε τη νότα στο πιάνο και προσπαθούσε να την πιάσει, αλλά δεν την έπιανε και έλεγε συνέχεια «φύγε εσέ, φύγε εσέ» το είπε τέσσερις-πέντε φορές και τελειώνει το τραγούδι οπότε πατάει όλα τα πλήκτρα μαζί απελπισμένα και λέει, «σκατά τα ‘κανα!» (Γέλια) Αλλά με πολύ ελληνική φωνή και φοβερή ευγένεια! Είχε η φωνή της κάτι το εκλεπτυσμένο και ντελικάτο που δημιουργούσε μια πολύ ωραία αντίστιξη.
– Kινηματογραφική σκηνή! Εσύ, όμως, πως άρχισες να αγαπάς τον Καββαδία και γενικώς να ακούς μελοποιημένη ποίηση;
Δεν θυμάμαι καθόλου! Νιώθω ότι είναι από αυτά τα πράγματα που υπάρχουν στο συλλογικό ασυνείδητο. Νομίζω πως επειδή η μαμά μου από όταν ήμουν μικρή μου έβαζε τραγούδια σαν αυτά, απλώς κάποια στιγμή άρχισα να καταλαβαίνω τι είναι και σε ποιον ανήκουν αλλά χωρίς να υπήρξε μια στιγμή που αποφάσισα ότι συνειδητά θα ακούσω έναν ποιητή.
-Η σχέση με τους γονείς σου έχει διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τον άνθρωπο που είσαι σήμερα;
Σίγουρα, νομίζω ότι μεγαλώνοντας η απουσία ή η παρουσία των γονιών σου είναι αυτό που σε πλάθει και σου δίνει τα καλά και τα κακά σου. Ακόμη και η πολλή αγάπη που θα πάρεις μπορεί να σου αφήσει αναπηρίες. Εγώ δηλαδή νιώθω ότι τώρα που είμαι στο εξοχικό μου θέλω να χαϊδευτώ πολύ, θέλω να μου μαγειρέψει η μαμά μου το αγαπημένο μου φαγητό, θέλω να νιώσω ότι είμαι οχτώ χρονών, δεν μπορώ να συμπεριφερθώ σαν άνθρωπος της ηλικίας μου!
Η ανάγκη της μαμάς μου να δημιουργήσει πάντως ήταν κάτι που θαύμαζα και με οδηγούσε κάπου, όπως επίσης και η δοτικότητα του πατέρα μου και η ανάγκη του να έχει στο σπίτι τα κορίτσια του σαν να είναι βασίλισσες! Ήμουν ένα τυχερό παιδί που μεγάλωσε πολύ ωραία και μάλιστα είχα την τύχη να μεγαλώνω εδώ τον περισσότερο καιρό. Το να ζεις τον μισό χρόνο σε ένα μέρος που είναι πνιγμένο στα δέντρα είναι όνειρο!
-Στην Αθήνα σε ποια γειτονιά μεγάλωσες;
Στο Περιστέρι!
-Τι κρατάς από εκεί;
Απολύτως τίποτα!! (Γέλια). Εντάξει, το αγάπησα κάπως μεγαλώνοντας γιατί είναι στην πραγματικότητα πολύ ωραίος και προσεγμένος δήμος αλλά ως παιδί είχα τους φίλους μου, τη φύση και την ανοιχτωσιά στο Μάτι οπότε στην Αθήνα δεν με αφορούσε τίποτα. Στο Μάτι περνάνε οι φίλοι σου τυχαία από το σπίτι, ανοίγουν την πόρτα, μπαίνουν μέσα και ακούνε κάποιον στην κουζίνα να βάζει χυμό!
-Τα μέρη που μεγάλωσες ήταν ευνοϊκά για τα όνειρά σου ή ένιωθες να σε περιορίζουν;
Κοίτα, θα σου μιλήσω για το σχολείο μου, χωρίς το πρόβλημα να εντοπίζεται αποκλειστικά εκεί αλλά συνολικά στο εκπαιδευτικό σύστημα που καταπιέζει τις καλλιτεχνικές ποιότητες που έχουν μερικά παιδιά.
Θυμάμαι μεγαλώνοντας να έχουμε μόλις μία ώρα ζωγραφικής ή μουσικής και τους καθηγητές να θεωρούν ότι το να κάνεις πρόβα για τη χορωδία είναι κοπάνα από το μάθημα. Δεν δίνεται η ευκαιρία στα παιδιά να βρουν τον εαυτό τους και επειδή εγώ ήμουν ένα παιδί που -θα μιλήσω λίγο σκληρά- το έφαγα το παραμύθι του σχολείου και ήμουν καλή μαθήτρια, στο λύκειο ήμουν αφόρητα δυστυχισμένη και περνούσα αδιανόητο στρες. Διάβαζα πολύ γιατί με ενδιέφερε η ψυχολογία την οποία τελικά σπούδασα αλλά δεν είχα βρει τον εαυτό μου, μου έλειπε πάρα πολύ κάτι το οποίο δεν ήξερα τι ήταν γιατί δεν μου είχε δοθεί χώρος ώστε να βρω τι μπορεί να μου λείπει. Αυτό το πνίξαμε σε πολύ μικρή ηλικία όλοι μας, δεν ήταν ευνοϊκές οι έξωθεν συνθήκες.
Όταν ήμουν μικρή έλεγα ότι θέλω να γίνω ζωγράφος αλλά μέχρι και οι δασκάλες μου γελούσαν, δεν υπήρχε κάποια εκπαίδευση πάνω σε αυτό, δεν μου είπε ποτέ κάποιος: «Έλα να δούμε ζωγράφους, έλα να μάθουμε για την ιστορία της τέχνης!»
Το σχολείο μάς αντιμετωπίζει σαν να είμαστε όλοι ίδιοι, μάς μοιράζουν ίδια σκαμπό για να κοιτάξουμε πάνω από το φράχτη, μόνο που έχουμε διαφορετικό ύψος!
-Πως φαντάζεσαι ότι μπορεί να αλλάξει αυτό;
Ο τρόπος που γίνεται η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, αρχικά, είναι εντελώς λανθασμένος κατά την άποψή μου. Δίνουν τα παιδιά εξετάσεις για αυτό που θέλουν αλλά καταλήγουν στις εναλλακτικές τους. Έπειτα απορούμε που δεν έχουμε δασκάλους να αγαπούν τα παιδιά ξεχνώντας ότι αυτή δεν ήταν η επιλογή τους, αλλά η εναλλακτική τους. Θα ήμασταν όλοι πολύ πιο ευτυχισμένοι και υγιείς εάν προσανατολιζόμασταν σωστά από το εκπαιδευτικό σύστημα να κάνουμε αυτό που αγαπάμε.
-Εσένα το παιδικό σου όνειρο να γίνεις ζωγράφος αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο;
Εκεί κάπου στο γυμνάσιο είπα ότι θα γίνω ψυχολόγος το οποίο τελικά το σπούδασα. Πάντα με αφορούσε ο άνθρωπος και μου άρεσε να ακούω και να παρατηρώ τους ανθρώπους. Με εξουθένωνε πάντα ο πολύς κόσμος οπότε έπαιρνα την απόστασή μου και κοιτούσα.
-Ήσουν δηλαδή ήσυχο παιδί;
Ήμουν ήσυχη, ναι! Ρώτα και τους γονείς μου βέβαια αλλά εγώ νομίζω πως ήμουν πολύ ήσυχο παιδί.
-Μεγαλώνοντας ήσουν κοινωνική;
-Όχι. (Γέλια). Το δουλεύω όμως πολύ. Όχι ότι πρέπει να είμαστε όλοι κοινωνικοί,αλλά με δυσκολεύει πολύ η ανθρώπινη συναναστροφή και προσπαθώ να μου είναι λιγότερο ζόρικη! Σίγουρα με εξουθενώνει η πολυκοσμία, κάτι το οποίο έχω αποδεχθεί και δεν με νοιάζει καν να το αλλάξω, αυτό που προσπαθώ να δουλέψω είναι απλώς να είμαι πιο ανθρώπινη όταν γνωρίζω καινούριο κόσμο!
-Είσαι πολύ ανθρώπινη αν αυτό βοηθάει!
(Γέλια) Ευχαριστώ πολύ!!
-Οι γονείς σου πως αντέδρασαν όταν τους ανακοίνωσες ότι θα γίνεις ηθοποιός;
Η αλήθεια είναι πως δεν το ανακοίνωσα γιατί ήμουν και εγώ πολύ διστακτική όσον αφορά την υποκριτική απλώς κάθε φορά τους έλεγα ότι προέκυψε κάτι και θέλω να το κάνω παράλληλα με τις σπουδές μου. Υπήρχαν ρήξεις και στεναχώρια αλλά προχωρούσαμε με αυτό.
Νομίζω πως οι γονείς δε θα σταματήσουν ποτέ να ανησυχούν και κάπως το κατανοώ. Δηλαδή ήρθαν και με είδαν να παρουσιάζω μια διατριβή και να αποφοιτώ με άριστα στη Ρώμη και την πρώτη μέρα που γύρισα στην Ελλάδα πήγα στο δοκιμαστικό του «Ταμάμ» και με πήρανε! Οπότε με είδαν να αφήνω κάτι που κατέχω για να ασχοληθώ με κάτι το οποίο δεν έχω καν σπουδάσει.
-Πως προέκυψε το δοκιμαστικό ενώ έλειπες στο εξωτερικό;
Είχα ήδη κάνει κάποια πράγματα πριν φύγω. Έκανα κάποια διαφημιστικά για να έχω μερικά λεφτά ως φοιτήτρια και επίσης στο προτελευταίο έτος της σχολής έπαιξα και στην πρώτη μου ταινία. Έπειτα έκανα μια ακόμη ταινία και μια σειρά στην Τουρκία.
Είχα γνωρίσει κάποιους ανθρώπους μέσα από όλα αυτά οι οποίοι έτυχε και με έψαξαν όσο με γυρνούσαν οι γονείς μου από το αεροδρόμιο οπότε και με πήγαν απευθείας στο δοκιμαστικό!
-Μεγαλώνοντας σε ενέπνευσε ιδιαίτερα κάποιος στο θέατρο και στον κινηματογράφο;
Έβλεπα περισσότερο κινηματογράφο, θέατρο όχι πάρα πολύ. Μου άρεσε πολύ ο κινηματογράφος αλλά είχε μέσα μου πολύ κανονικές διαστάσεις. Νομίζω οι ταινίες της Ντίσνεϊ ήταν αυτές που με καθόρισαν. Ακόμη θεωρώ ότι είναι αριστουργήματα, δεν θεωρώ ότι είναι απλά παιδικά για να βλέπουν τα παιδιά. Πάντα με εντυπωσίαζε η εκφραστικότητα των χαρακτήρων της και σε στιγμές που δεν ήμουν καλά, έβαζα ταινίες στη σειρά και έβλεπα.
Έπειτα μόνο όταν βρέθηκα να γυρίσω την πρώτη μου ταινία και ήμουν στο πρώτο γύρισμα, μπήκαν όλα στη θέση τους, ένιωσα ότι βρήκα τον εαυτό μου.
-Υπάρχει κάτι που θέλεις να κάνεις αλλά δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις;
Υπάρχουν πράγματα που έκανα μικρή και θα ήθελα να τα συνεχίσω γιατί τα άφησα. Ας πούμε μικρή ζωγράφιζα πολύ και θα ήθελα να έχω γίνει καλύτερη, να μην το έχω αφήσει. Μου αρέσει και με χαλαρώνει να ζωγραφίζω ακόμη, απλώς έχω μείνει στάσιμη, με δυσκολεύει πια.
Μικρή ζωγράφιζα κυρίως πρόσωπα, αλλά είχα μια εμμονή με τα μάτια. Νομίζω με δυσκόλευαν πολύ και για αυτό επέμενα.
Συνήθως όταν ζωγράφιζα ανθρώπους, έβαζα φράντζα για να κρύβει το ένα μάτι ώστε να κάνω μόνο ένα. Κάποια στιγμή είχα κάνει στο σχολείο μια ζωγραφιά και μια δασκάλα μου για να με πειράξει αλλά πολύ καλοπροαίρετα μου είπε «τι έγινε, έμεινε μονόφθαλμη;» και εγώ ήμουν αρκετά ευαίσθητη και προσβλήθηκα τόσο πολύ, που το πήρα προσωπικά να μάθω να ζωγραφίζω δύο τέλεια μάτια!
-Θεωρείς ότι είναι απαραίτητο για έναν καλλιτέχνη να είναι ευαίσθητος;
Θεωρώ ότι όλοι έχουμε μια ευαίσθητη πλευρά, ακόμη και οι πιο τετράγωνοι άνθρωποι. Ο μπαμπάς μου είναι ο πιο λογικός και πρακτικός άνθρωπος αλλά το πρωί χαϊδεύει τα φυλλαράκια στο δέντρο του και τους μιλάει.
Στο θέατρο υπάρχει ο προβληματισμός εάν ξεκίνησε πρώτα ο θυμός και ήρθε μετά το χτύπημα στο τραπέζι ή εάν το χτύπημα στο τραπέζι πυροδότησε τον θυμό και πως μπορεί να λειτουργήσει ένας ηθοποιός, ποια είναι η σωστή αφετηρία.
Σίγουρα στους πιο κλειδωμένους ανθρώπους μια σωματική προσέγγιση θα τους βοηθούσε να βρουν το κανάλι επικοινωνίας με αυτήν τους την πλευρά.
Πολλοί σκέφτονται ότι το να αφεθούν σε μια πιο δημιουργική δραστηριότητα δεν είναι για αυτούς, και αυτοπεριορίζονται λόγου χάρη από το να παίξουν θέατρο λέγοντας «εγώ είμαι ένας σοβαρός άνθρωπος», όπως ο λογιστής στον Μικρό Πρίγκιπα.
Θεωρώ ότι όλοι διαθέτουν την ευαίσθητη και καλλιτεχνική τους πλευρά απλώς για μερικούς είναι δυσκολότερο να αφεθούν. Αξίζει σε όλους μας να χαρίσουμε λίγο χώρο στην ευαισθησία μας.
-Επιτρέπει ο χώρος του θεάτρου την διατήρηση της ευαισθησίας παρά τα στραπάτσα;
-Όλοι οι χώροι, όπου κι αν πας έχουν δυσκολίες, με κάποιον δε θα ταιριάζεις ή θα νιώθεις αδικημένος. Αυτό που λένε «στομάχι», και εγώ που δουλεύω σταθερά στον χώρο εφτά χρόνια, δεν το ‘χω. Χρειάζεσαι την αλήθεια σου και την ειλικρίνειά σου, αυτό θα σε βοηθήσει να προχωρήσεις και να φωτίσεις τα σημαντικά ώστε να πληγώνεσαι όσο το δυνατόν λιγότερο.
Η ίδια η ευλογία αυτής της δουλειάς είναι και η κατάρα της, δένεσαι με ανθρώπους τόσο βαθιά και πληγώνεσαι πολύ όταν τους χάνεις από την καθημερινότητά σου. Ταυτόχρονα αναγκάζεσαι να ψάξεις να βρεις γέφυρες επικοινωνίας με ανθρώπους ώστε να συνεργαστείς και δεν μπορείς.
Κάπως εξοικειώνεσαι με αυτό αλλά όχι πολύ, ωστόσο εγώ δε θα το άλλαζα. Όταν είμαι στεναχωρημένη από τη δουλειά, λέω ότι δε θα ήθελα να είμαι στεναχωρημένη από καμία άλλη δουλειά.
-Τι σου δίνει το θέατρο που δεν μπορείς να βρεις πουθενά αλλού;
Αυτή την εξερεύνηση, νέοι άνθρωποι και νέα κείμενα διαρκώς. Η φαντασία σου λειτουργεί συνέχεια, έχεις ένα μόνιμο κανάλι που αναγκάζεσαι να το σκάβεις ασταμάτητα και με τον βαθύτερο εαυτό σου και με το παιδί που τείνεις να ξεχάσεις.
Όταν έκανα παιδικό θέατρο και πήγαινα κάθε μέρα στις δέκα το πρωί με ανθρώπους της ηλικίας μου να πούμε ένα παραμύθι, να χορεύουμε και να γελάμε, για εμένα ήταν ένα όνειρο.
-Aντιλαμβάνεσαι το θέατρο περισσότερο ως τρόπο να ερμηνεύσεις την πραγματικότητα ή να ξεφύγεις από αυτή;
Νομίζω πως ο βαθύτερος σκοπός είναι να πεις την αλήθεια και το μέσο είναι φεύγοντας από αυτή. Νιώθω ότι χρησιμοποιείς ως εργαλείο τα ξένα λόγια προκειμένου να πεις αυτό που σε αφορά να πεις. Όλα τα κείμενα αφορούν στο σήμερα και μπορούν να μιλήσουν σε κάτι πολύ προσωπικό δικό σου.
-Είναι χρέος της τέχνης να έχει αυτόν τον ρόλο;
Χρέος της τέχνης είναι να είναι ειλικρινής. Εάν εσύ θες να μοιραστείς ότι το αγαπημένο σου χρώμα είναι το μπλε, δεν είναι λιγότερο σημαντικό να το πεις από το να μιλήσεις για τους ανθρώπους που πεινάνε. Το θέμα πρέπει να είναι όχι να κάνεις κάτι που θα εντυπωσιάσει αλλά να κάνεις κάτι που εσένα σε πονάει και θέλεις να το πεις οπωσδήποτε. Μπορεί να είναι σκληρό και πολιτικό μπορεί απλό και τρυφερό.
Αυτό είναι το σημαντικό, το τι σε καίει. Εγώ προσπαθώ πολύ να βρίσκω σε ό,τι κι αν μου δώσουν αυτό το κομμάτι που με αφορά, μπορεί κάποιες φορές αυτό το κομμάτι να είναι το 10% και άλλες το 95%. Εάν μιλάμε βέβαια για το βιοποριστικό ζήτημα, θα αναγκαστείς να κάνεις και πράγματα που σου αρέσουν λιγότερο, δεν πειράζει. Το θέμα είναι να βρεις τι είναι αυτό που σε ενώνει με την κάθε ιστορία, να ξέρεις τον λόγο που βρίσκεσαι εκεί.
-Πιστεύεις ότι το ταλέντο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ασχοληθείς με την υποκριτική ή μπορεί να επιτύχει ο καθένας;
Κάποιοι άνθρωποι μπορεί να είναι περισσότερο ταλαντούχοι ή και τυχεροί από κάποιους άλλους. Το θέμα είναι τι κάνεις με αυτό που σου δίνεται διότι το ταλέντο δεν θα σε πάει κάπου, εγώ πιστεύω περισσότερο στην ικανότητα των ανθρώπων.
Εάν είσαι ικανός και όχι ταλαντούχος ή τυχερός, ο δρόμος σου θα σε πάει εκεί που θέλεις αργά ή γρήγορα. Σου έρχονται τα πράγματα όταν προσπαθείς για αυτά ακόμη κι αν ο δρόμος έχει στροφές και γκρεμούς.
-Ποια στοιχεία που εσύ δεν διαθέτεις σε γοητεύουν στους ανθρώπους;
Θαυμάζω πολύ τους επικοινωνιακούς ανθρώπους, σε βαθμό που θαμπώνομαι. Τους βρίσκω χαρισματικούς και γοητευτικούς ίσως επειδή εγώ, όπως σου είπα ήδη, πάσχω λίγο σε αυτόν τον τομέα.
Βέβαια κάποια στιγμή είπα ότι δεν χρειάζεται αυτό που θαυμάζεις να το βλέπεις σαν κάτι στο οποίο πρέπει και εσύ να φτάσεις, κάποιοι έχουμε κάποιες ποιότητες και κάποιοι άλλοι δεν τις έχουμε!
-Τι είναι κάτι που μπορεί να σε εξοργίσει;
Η αγένεια. Μπορεί να με διαλύσει και να με σοκάρει. Πρώτα από όλα το να σέβεσαι τον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου, είναι βασικός κανόνας μιας πολύ πρώιμης ανθρώπινης κοινωνίας, το θεωρώ απλό και αυτονόητο.
Είμαστε όλοι θυμωμένοι, δυστυχισμένοι, έχουμε πληγωθεί και περνάμε δύσκολα αλλά δεν χρειάζεται να το προβάλλουμε ο ένας πάνω στον άλλο. Νιώθω ότι επειδή ψάχνουμε να βρούμε την ευτυχία στους γύρω μας λόγω των προβλημάτων της δικής μας ζωής, αναγκαστικά αποδίδουμε και την δυστυχία μας γύρω και έξω από εμάς. Επιστρέφουμε κακία και οργή ενώ πρέπει απλώς να κοιτάξουμε μέσα μας.
-Τι θα άλλαζες στον κόσμο εάν μπορούσες;
Θα φρόντιζα το είδος μας να είναι λιγότερο παρεμβατικό, θεωρώ ότι έχουμε καταστρέψει οτιδήποτε υπάρχει στον διάβα μας, είναι εφιαλτικό αυτό που κάνουμε. Καταπατάμε συνεχώς τη φύση και τα ζώα. Ξυπνάμε κάθε μέρα κι ακούμε για μια νέα δολοφονία, βλέπουμε ένα σκοτωμένο ζώο στον δρόμο. Το σύμπαν θα ήταν ευτυχέστερο αν λείπαμε εμείς.
Σήμερα το απόγευμα είδα μια οικογένεια να βάζει φωτιά και να προσπαθεί να ψήσει ένα ψάρι, εδώ στην Αμπελούπολη που καήκαμε ολόκληροι πριν τέσσερα χρόνια, με μια στοίβα από κουκουνάρια. Εκείνη τη στιγμή έχασα το φως μου, αλήθεια μαύρισαν τα μάτια μου.
Πήγα και τους είπα να μην το κάνουν αυτό εδώ γιατί ήταν τουρίστες και δεν ήξεραν, αλλά μου φαίνεται αδιανόητο να μην μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι δεν γίνεται να ανάβουμε φωτιές σε ένα δάσος.
-Θα ήθελα πολύ να μου μιλήσεις για την μεγάλη αγάπη που έχεις στα ζώα.
Τα λατρεύω, θα ήθελα να μπορούσα να δώσω αγάπη και φροντίδα σε ό,τι ζωντανό υπάρχει. Έχω ένα μικρό πρόβλημα με τις κατσαρίδες αλλά με τα υπόλοιπα έντομα τα πάω καλά, δεν σκοτώνω ούτε κουνούπι.
Θα σου ακουστώ λίγο υπερβολική αλλά πάντα όταν χαϊδεύω τα αδέσποτα αρχίζω να τους λέω, με διάθεση να με καταλάβουν, ότι τους αξίζει όλη η αγάπη και η ευτυχία του κόσμου κι ότι εγώ τα αγαπώ πολύ. Προσπαθώ να λέω ένα σωρό όμορφα πράγματα γιατί νιώθω ότι μας καταλαβαίνουν έστω και συναισθηματικά.
Η συνύπαρξη με τη φύση και η ένωση του ανθρώπου με τα ζώα είναι κάτι που έχουμε μέσα μας ως παιδιά, όλοι δίπλα από το σπίτι ζωγραφίζαμε κι ένα δέντρο. Πως μπορεί το παιδάκι αυτό να γίνει ο ενήλικας που βάζει φωτιές;
Κάπου στην πορεία της ζωής χάνουμε την επικοινωνία με το παιδί μέσα μας.
-Εσύ πως διατηρείς την παιδικότητά σου;
Εμένα με βοηθάει πολύ η δουλειά μου αλλά πολλοί άνθρωποι που δεν ασχολούνται με την τέχνη επίσης διατηρούν την επαφή με το εσωτερικό τους παιδί.
Το πιο τρομακτικό είναι η εξοικείωσή μας με την απουσία αυτής της συνθήκης. Το ότι δηλαδή για παράδειγμα περνάνε κάθε μέρα την Μαραθώνος ένα σωρό οδηγοί και πατάνε πάνω σε ήδη πατημένο σκύλο, γάτα ή αλεπού κι αυτό πια δεν τους σοκάρει, εμένα με σοκάρει.
Θεωρούμε ως κανονικό το ότι κάποιος τελειώνει το πανεπιστήμιο, πιάνει μια δουλειά, παντρεύεται και κάνει παιδιά κι έχουμε ξεχάσει ότι κανονικό στην πραγματικότητα είναι να είσαι ευγενικός και να φροντίζεις τους γύρω σου. Αυτό είναι το κανονικό, στα υπόλοιπα ας κάνει ο καθένας ό,τι καταλαβαίνει κι ό,τι του ταιριάζει.
-Για φέτος ποια είναι τα πλάνα σου;
Φέτος έχω πολύ ωραία πλάνα. Θα κάνουμε μία παράσταση, την οποία την σκηνοθετεί η Κρίστελ Καπερώνη για πρώτη φορά και θα παίζουμε η Ηρώ Μπεκτέση, η Νάστια Βραχάτη και εγώ.
Πρόκειται για μία παράσταση που απαρτίζεται από τρία κείμενα με θέμα την κατάθλιψη και θα ανεβεί στο Tempus Verum εν Αθήναις την πρώτη σεζόν. Από τον Φεβρουάριο θα είμαι στο θέατρο του Νέου Κόσμου με τη Νάνσυ Μπούκλη, θα συνσκηνοθετήσουμε, για εμένα θα είναι η πρώτη μου σκηνοθεσία, το «Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα». Αυτό είναι ένα βιβλίο που από όταν το διάβασα το 2010 ονειρευόμουν να το παίξω. Είμαι πολύ ενθουσιασμένη και ξεχωριστά περήφανη και για τα δύο!
* Η κεντρική φωτογραφία είναι του Γιώργου Ζαρίφη