«Το ταγκαλάκι»: Μποσκοίτης, Φλέουρας μας βάζουν στα άδυτα της παράστασης που έρχεται στην πόλη
Η ομάδα της παράστασης βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη για τις πρώτες πρόβες και μας μίλησε για τα όσα θα δούμε, αλλά και για τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται στο χώρο των τεχνών.
Με τον Αντώνη Μποσκοίτη μας συνδέει μακροχρόνια φιλία συνεργασία και αλληλοεκτίμηση. Πρόκειται για τους πιο Θεσσαλονικιούς – Αθηναίους φίλους μου μιας και ο ίδιος παραδέχεται πως με την πόλη τον συνδέουν άνθρωποι που με τον καιρό έχουν γίνει φίλοι του αλλά και παρουσιάσεις βιβλίων ταινιών και θεατρικών παραστάσεων που φαίνεται να γνωρίζουν μεγάλη αποδοχή από το κοινό που αγαπά και παρακολουθεί την δουλειά του.
Κάθε φορά που ξεκινάει κάποιο καινούργιο project το συζητάμε καιρό πριν με τον Αντώνη. Προ μηνών μου ανακοίνωσε την ιδέα της θεατρικοποίησης της συνέντευξης που πραγματοποίησε με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και περιλαμβάνεται στο πρώτο του βιβλίο. Η καλή συνεργασία του με το Θέατρο Αμαλία και την Πόλις Πολιτισμού έδωσε μορφή σε αυτό το νέο εγχείρημα. Το κείμενο πήρε την τελευταία του μορφή και κατά την διαδικασία των προβών γνώρισα τον Χάρη Φλέουρα που θα υποδυθεί τον Ντίνο Χριστιανόπουλο καθώς και τον βοηθό σκηνοθέτη Ηλία Καρακωνσταντάκη.
Παρέα ακούσαμε και το ντέμο από το εξαιρετικό τραγούδι «Το ταγκαλάκι» που ερμηνεύει ο Παντελής Θεοχαρίδης σε στοίχους του αγαπητού Θωμά Κοροβίνη και μουσική του Γιώργη Χριστοδούλου. Η ομάδα της παράστασης βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη για τις πρώτες πρόβες πριν την πρεμιέρα. Σε έναν πρωινό Κυριακάτικο καφέ συζητήσαμε για την παράσταση αλλά και για τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται στο χώρο των τεχνών.
Το ταγκαλάκι τίτλος ποιήματος του Ντίνου Χριστιανόπουλο αλλά και του θεατρικού έργου προέρχεται από την τούρκικη λέξη dangalak που περιγράφει τον σκανδαλιάρη, τον διαβολάκο κατέληξε όμως να σημαίνει στην αρνητική του ερμηνεία τον αμόρφωτο, άξεστο, κουτό άνθρωπο.
Χάρη, ποια ήταν η σχέση σου με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο πριν σου προτείνει ο Αντώνης να πρωταγωνιστήσεις στην παράσταση, ερμηνεύοντας τον ρόλο του ίδιου του ποιητή;
Χ.Φ.: Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής απλώς τον είχα δει σε κάποιες εκπομπές, μου ήταν γνωστός ως ποιητής, είχα διαβάσει κάποια ποιήματα και μικρά του αποφθέγματα, αλλά να τον έχω μελετήσει ως ποιητή, όχι.
Μπήκες στον πειρασμό αφού σου προτάθηκε ο ρόλος να ψάξεις περισσότερο σε βάθος και να ανακαλύψεις πράγματα γι’ αυτόν;
Χ.Φ.: Φυσικά. Έπρεπε να υποδυθώ ένα υπαρκτό πρόσωπο οπότε ξεκίνησα να μελετώ το περιβάλλον του, τον τρόπο ομιλίας του, τα ποιήματα, τις αναφορές του, την ιστορία της ζωής του, γιατί ο ρόλος δεν είναι φαντασιακός. ‘Eπρεπε να φύγω από εμένα και να εισβάλλει ο Χριστιανόπουλος, κάπως έτσι το είδα.
Και πως σου φάνηκε μετά την γνωριμία σου με τον κόσμο του;
Χ.Φ.: Θα ακουστεί αστείο, αλλά για μένα είναι από τις πιο αξιαγάπητες φιγούρες που έχω γνωρίσει μέσα από ένα ρόλο, μέσα από μια ιστορία. Το καταπληκτικό είναι πως ήταν αιχμηρός στο λόγο του και ταυτόχρονα στην ίδια πρόταση μπορούσε να πει το πιο γλυκό πράγμα του κόσμου – κάτι πολύ ιντριγκαδόρικο για κάθε ηθοποιό που μελετάει ένα χαρακτήρα. Μου συμβαίνει με τους ρόλους μου. Τους υποστηρίζω και με τον καιρό τους ερωτεύομαι. Οφείλω να το κάνω.
Βρήκες κάποια κοινά στοιχεία στον χαρακτήρα σας ως άνθρωποι;
Χ.Φ.: Σαφέστατα γιατί θεωρώ και εγώ τον εαυτό μου αιχμηρό και παράλληλα και γλυκό με τους φίλους μου και πολύ αγαπισιάρη, μια τρυφερότητα που ο Χριστιανόπουλος έβγαζε προς τις γάτες του. Τον αγάπησα και μέσα από την μαγεία των ποιημάτων. Μέσα από την ωμή πραγματικότητα έβγαζε μια τρυφερότητα κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Ας μην ξεχνάμε πως «κινήθηκε» τη δεκαετία του 1950 στη Θεσσαλονίκη σε έναν πολύ συντηρητικό κύκλο. Πρέπει να είχε και πολλούς εχθρούς λόγω του χαρακτήρα, του τρόπου του, εφόσον δεν φιλτράριζέ τα λόγια του. Και χωρίς κιόλας να τον νοιάζουν οι συνέπειες γι’ αυτό και πολλές φορές ζητούσε συγγνώμη αργότερα.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο και για πολλούς ένα σύμβολο της πόλης. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τον θάνατο του και είναι πολλοί οι άνθρωποι που τον έζησαν και συναναστράφηκαν μαζί του. Σε αγχώνει ότι θα έρθουν αρκετοί από αυτούς να δουν την παράσταση;
Χ.Φ.: Δεν με αγχώνει ιδιαίτερα, γιατί ο κόσμος δεν θα δει μια μίμηση του Χριστιανόπουλου. Μιλάμε για μια θεατρική πράξη η οποία θα έχει στοιχεία του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του, αλλά φυσικά δεν θα δούμε μια «μεταμόρφωση». Το κοινό θα ακούσει απλά μια αληθινή ιστορία επι σκηνής ενός γνωστού, αμφιλεγόμενου, μα και αγαπητού σε πολλούς ανθρώπου.
Πως προέκυψε η συνεργασία σας, Αντώνη;
Αντώνης Μποσκοΐτης: Πριν από κάποια χρόνια ο Σταμάτης Κραουνάκης μας έδωσε την ιδέα μιας παράστασης με σινεφιλική διάσταση που θα σκηνοθετούσε ο ίδιος και που ο Χάρης θα υποδυόταν ιστορικούς χαρακτήρες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Όπως σε πολλές περιπτώσεις ήταν κάτι που ξεκίνησε με ενθουσιασμό αλλά στο τέλος τίποτα δεν έγινε, επειδή ο καθένας ασχολείται και με πολλά άλλα πράγματα. Από τότε όλο λέγαμε πως θα δουλέψουμε κάποια στιγμή με τον Χάρη, αφού είμαστε φίλοι, μέλη μιας μεγάλης κοινής παρέας και με τα σπίτια μας να απέχουν ένα τσιγάρο δρόμο. Θυμάμαι ότι όλη την πρώτη καραντίνα την περάσαμε στο σπίτι μου με τον Χάρη και την κοινή μας φίλη, Νίκη Σερέτη, με κάτι ατέλειωτα ξενύχτια. Κάποια στιγμή σκεφτήκαμε να κάνουμε και μια μικρού μήκους ταινία, μια προσωπική ιστορία που είχα γράψει εμπνεόμενος από την περσόνα του Χάρη. Πάντως, έχω να πω ότι αν δεν υπήρχε ο Χάρης, δεν ξέρω αν θα μπορούσε να γίνει αυτό το έργο. Μου ήρθε απευθείας στο μυαλό ο Χάρης όταν είπα ότι θα ασχοληθώ με τον Χριστιανόπουλο. Πετυχαίνει, βλέπεις, και την εξωτερική εικόνα και τον λόγο του.
Είναι το δεύτερο θεατρικό σου έργο μετά το «Την λένε Εύα», μια θεατρικοποιημένη συνέντευξη με την Εύα Κουμαριανού, που είχε μια πολύχρονη πετυχημένη πορεία. Πως αποφάσισες να ασχοληθείς και με τον Χριστιανόπουλο;
Α.Μ.: Μερικές συνεντεύξεις που κάνω καταλαβαίνω όταν τελειώνουν ότι έχουν το χαρακτήρα μονόπρακτου όπως συνέβη με την Κουμαριανού, αλλά και με την Καλή Καλό, ακόμη και με τη Μαριάν Φέιθφουλ. Καταλαβαίνεις από την ροή της κουβέντας ότι βγαίνει κάτι μοναδικό, πριν κάνεις απομαγνητοφώνηση καν. Μια τέτοια συνέντευξη ήταν και του Χριστιανόπουλου. Οφείλω βέβαια να πω πως η εμπειρία και η γνώση μου είναι κυρίως κινηματογραφική. Για να στηθεί η τωρινή παράσταση, η πολύχρονη εμπειρία του Χάρη στο θέατρο ήταν καθοριστική, καθώς και του Γιώργη Χριστοδούλου που είναι επίσης πολλά χρόνια στο χώρο και βοήθησε πολύ. Είναι μια ομαδική δουλειά αυτό που πάμε να κάνουμε τώρα, εκ των ενόντων, με ότι μέσα διαθέτει ο καθένας, κάτι που μ’ αρέσει γιατί έτσι λειτουργώ και στις ταινίες μου. Ίσως αυτό να είναι και ένα συστατικό της αποδοχής των έργων που παρουσιάζω κάθε φορά, όταν δηλαδή γίνονται παρεΐστικα και αγαπησιάρικα.
Είσαι πραγματικά άνθρωπος της παρέας και η Θεσσαλονίκη που είναι μικρότερη ως πόλη από την Αθήνα ευνοεί τις παρέες και τις συναντήσεις, Κατάφερε να σε κάνει να την αγαπήσεις και να σε αγαπήσει.
Α.Μ.: Αυτό είναι θέμα χαρακτήρα, νομίζω, αλλά αισθάνομαι πραγματικά πολιτογραφημένος Θεσσαλονικιός. Μου αρέσει ούτως ή άλλως να περιστοιχίζομαι από φίλους, από ανθρώπους ως φύσει και θέσει αγελαίο ον. Στη Θεσσαλονίκη, που διατηρεί ακόμα τις παρέες των διανοουμένων της, νιώθω τυχερός που τη δική μου παρέα την αποτελούν ο Κοροβίνης, η Βούλα Σαββίδη, ο Καζαντζής, ο Τέλλος, ο Πάρις Παρασχόπουλος, ο Κορδομενίδης, ο Μπουφίδης, άνθρωποι, που μπορεί να μη συναντιόμαστε τακτικά, μα που τους νιώθω εντελώς «δικούς» μου και κοντά μου. Η ωραία όψη της Θεσσαλονίκης, θα έλεγα χωρίς καμία αμφιβολία.
Έτσι προκύπτει και η φιλική σχέση με τον αγαπημένο μας Θωμά Κοροβίνη που έγραψε τους εξαιρετικούς θα έλεγα στίχους του τραγουδιού της παράστασης.
Α.Μ.: Με τον Θωμά μας συνδέει μια φιλική σχέση 15 χρόνων. Θεωρώ πως μετά τον Χριστιανόπουλο, ο Θωμάς κρατάει το πνεύμα της διανόησης της πόλης σε υψηλά επίπεδα. Είναι τιμή για την Θεσσαλονίκη που ζει εδώ ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης. Το πιστεύω απόλυτα. Το δικό μου άγχος για την παράσταση ήταν πως θα εκλάμβαναν αυτή την δουλεία άνθρωποι όπως ακριβώς ο Θωμάς, που γνώριζαν και έζησαν τον Χριστιανόπουλο και που θα μπορούσα να τους συμβουλευτώ. Θεωρώ λοιπόν τη συμβολή του Θωμά πολύ σημαντική και είναι μεγάλη υπόθεση που έγραψε τους στίχους σ’ αυτό το γλυκό νοσταλγικό χασάπικο. Πάνω εκεί πάτησαν η μουσική του Γιώργη Χριστοδούλου και η φωνή του Παντελή Θεοχαρίδη που προέρχεται επίσης από την Θεσσαλονίκη. Κάπως έτσι έχουμε ένα αμιγώς Θεσσαλονικιώτικο τραγούδι.
Γιατί επέλεξες ως τίτλο την λέξη «Ταγκαλάκι»;
Α.Μ.: Είναι μια λέξη που κεντρίζει και σου μένει. Επειδή δεν είναι γνωστή και δεν χρησιμοποιείται στην Αθήνα, ξεφεύγει από κλισέ και από εύκολες λύσεις που σχετίζονται με τον Χριστιανόπουλο, όπως θα ήταν το «Ενός λεπτού σιγή». Ο τίτλος ανταποκρίνεται και στο πνεύμα του έργου αν αποδώσουμε στο ταγκαλάκι την έννοια «πειραχτήρι» ή «διαβολάκι», γιατί η παράσταση έχει και χιούμορ και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. «Ταγκαλάκι» είναι και ο τίτλος ενός ποιήματος του Χριστιανόπουλου, που χρησιμοποίησε και ο Θωμάς Κοροβίνης στους στίχους του για το τραγούδι.
Πως νιώθεις που η παραγωγή ξεκινάει από την Θεσσαλονίκη;
Α.Μ.: Με τα παιδιά από το «Πόλις Πολιτισμού» έχουμε μια άριστη σχέση, συνεργαζόμαστε άψογα τα τελευταία χρόνια με παραστάσεις, με προβολές των ταινιών μου, με βιβλιοπαρουσιάσεις, με διάφορες εκδηλώσεις. Το θέατρο «Αμαλία» είναι ένα πολύ ωραίο θέατρο, ένα κλασικό στέκι που στέγαζε την παλιά Πειραματική Σκηνή της Θεσσαλονίκης και έχει ακόμη μια υπέροχη αύρα. Κυρίως, όμως, είναι η καλή σχέση μας με τον Θανάση και τη Βέτα. Έχουμε κάνει τόσες περιοδείες πια, που συνδεθήκαμε με φιλία. Οπότε, όταν μιλάμε για μια προσωπικότητα της πόλης σαν τον Χριστιανόπουλο, τι ποιο αναμενόμενο από το να γινόταν εδώ η παραγωγή και να ξεκινούσαμε από τη Θεσσαλονίκη; Τα παιδιά σήκωσαν το βάρος της παραγωγής χωρίς – εννοείται – να έχουμε κανέναν φορέα, ίδρυμα, οργανισμό κλπ. από πίσω μας. Βρίσκω πολύ καλό που ξεκινούν πλέον παραγωγές να γεννιούνται στη Θεσσαλονίκη και να κατεβαίνουν μετά στην Αθήνα, όχι μόνο το αντίθετο.
Χάρη, θα ήθελα ένα σχόλιο σου για τα τεκταινόμενα στο θέατρο ξεκινώντας από την στροφή του κόσμου προς τα ζωντανά θεάματα, συναυλίες, θέατρο και τα απανωτά sold out.
Χ.Φ.: Έχω παρατηρήσει πως υπάρχει μια αύξηση των θεατών από τον Οκτώβριο που σταμάτησαν τα περιοριστικά μέτρα. Νομίζω πως ο κόσμος κουράστηκε να είναι μπροστά σε μια οθόνη χωρίς να μπορεί να απολαύσει ένα ζωντανό θέαμα. Θέλει να επικοινωνήσει, να σταματήσει να βλέπει κάτι σε κάθε είδους οθόνη του laptop και της τηλεόρασης. Θέλει να αμβλύνει την απόσταση, όπως και την αποστασιοποίηση του.
Ξεκινήσαμε αισιόδοξα και δυναμικά αλλά παράλληλα βλέπουμε απίστευτα πράγματα να συμβαίνουν γύρω μας. Την ώρα που μιλάμε οι σχολές θεάτρου τελούν υπό κατάληψη, καθηγητές παραιτούνται μαζικά, και δύο συναυλίες στο Εθνικό θέατρο και το Ρέξ σημειώνουν τεράστια επιτυχία με μαζική συμμετοχή κυρίως νέων ανθρώπων.
Χ.Φ.: Οι πολιτικοί σιχαίνονται τις τέχνες παγκόσμια γιατί η τέχνη σου απελευθερώνει τον εγκέφαλο και το πνεύμα, ενώ η πολιτική θέλει υποταγμένους ανθρώπους ως μια ενιαία μάζα. Συνεπώς ο πρώτος στόχος είναι όλοι οι καλλιτέχνες. Δεν είναι μόνο οι ηθοποιοί, είναι οι καλλιτέχνες γενικότερα. Γνωστά πράγματα λέω τώρα…Δεν σκεφτήκανε, όμως, ότι εμείς δεν έχουμε να χάσουμε κάτι μια και μέσα από τις τέχνες καθημερινά ρισκάρουμε, δεν είμαστε βολεμένοι και μπορούμε να αντιδρούμε και να αντιστεκόμαστε. Οι τέχνες είναι ο μόνος κλάδος που θα ενωθεί, γιατί υπάρχει συγγένεια και αλληλουχία με τον μουσικό, τον χορευτή, τον σκηνοθέτη, τον σκηνογράφο, τον ηχολήπτη. Χρειάζονται όλων των ειδών οι τέχνες για να παραχθεί ένα έργο. Και δεν σκεφτήκανε – αυτό είναι το σημαντικότερο – ότι οι καλλιτέχνες θα αντισταθούν μέχρι τέλους. Οι νέοι είναι πλέον αποφασισμένοι, συγκεντρωμένοι μεταξύ τους και συγκεντρωτικοί.
Και γι’ αυτό φτάσαμε το θέατρο να είναι η αφετηρία μιας μεγάλης επανάστασης που παρέσυρε πολλούς στο διάβα της αν σκεφτούμε πως παράλληλα ξεπήδησε και το κίνημα του metoo.
Χ.Φ.: Επειδή διδάσκω στην σχολή Βεάκη έχω πίστη στους νέους. Τους συναναστρέφομαι και βλέπω ότι είναι ατρόμητοι σε σχέση με εμάς που ενδεχομένως κάναμε ότι μας έλεγαν. Δεν βγαίναμε από τα καλούπια που μας είχαν βάλει. Γουστάρω που οι νέοι σπάνε τα καλούπια και αυτό μου δίνει μια αισιοδοξία. Είναι έτοιμοι να απαντήσουν, να αντιμιλήσουν, να αντισταθούν, έχουν το θράσος και την άγνοια μαζί της νιότης μ’ όλη τη συγκινητική αθωότητα τους. Κάποια στιγμή οφείλαμε να αποχωριστούμε την σαπίλα και στον δικό μας χώρο. Δεν είχαν λόγο οι νέοι με τόση επισφάλεια να κάνουν υπομονή γι’ αυτό ξέσπασε η οργή. Και το ένα έφερε το άλλο ως ντόμινο και πολύ καλά έκανε γιατί κοντεύουμε να ξεχάσουμε το αυτονόητο. Μέχρι την γενιά μου η αυταρχική συμπεριφορά ήταν η πραγματικότητα, όπως και η πεποίθηση ότι το θέατρο είναι πολύ σκληρό και ο σκηνοθέτης μπορεί και οφείλει να σε βρίσει στην καλύτερη των περιπτώσεων. Αυτή ήταν η κανονικότητα για εμάς, άρα δεν σκεφτόμασταν να κάνουμε και κάτι εναντίον της. Με τον καιρό όμως αναδύθηκε και ένας εναλλακτικός τρόπος να δουλέψεις, χωρίς να υπάρχει ο αυταρχισμός και αυτή η σκληρότητα. Έτσι ουσιαστικά απελευθερώνεσαι γιατί η τέχνη έχει αυτή την αποστολή, να σε κάνει ελεύθερο και όχι να σε περιορίζει.
Πως προέκυψε η συνεργασία με τον Ηλία Καρακωνσταντάκη;
Α.Μ.: Σε όλες μου τις δουλειές στο θέατρο και τον κινηματογράφο, είχα ένα σταθερό βοηθό, τον Θρασύβουλο Καλαϊτζίδη, ο οποίος τα τελευταία χρόνια ζει στην Αμερική. Μου έστειλε ο Ηλίας Καρακωνσταντάκης ένα μήνυμα στο facebook πως έχει δει τις δουλειές μου και θα τον ενδιέφερε να δουλέψει σ’ αυτή την παράσταση. Μάλιστα, ο Ηλίας μού έλεγε πως όταν έδωσε εξετάσεις ως ηθοποιός στην απαγγελία πήγε με ένα ποίημα του Χριστιανόπουλου, το πολύ γνωστό «Ενός λεπτού σιγή».
Ηλία, εσύ γιατί διάλεξες αυτό το ποίημα;
Η.Κ.: Γιατί το θεωρώ ακραία σκληρό και ρεαλιστικό, αλλά και συμπονετικό για κάποιον που πάσχει από μοναξιά και μοναχικότητα. Τόσο απλά.
Τι έχει να μας πει ο Χριστιανόπουλος σήμερα;
Α.Μ.: H αξία κάποιων προσωπικοτήτων είναι ότι περνάει μέσα απ’ το έργο τους η ιστορία της νεοελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού. Στον Χριστιανόπουλο, λοιπόν, περνάει η ιστορία της Θεσσαλονίκης μέσα από τον λόγο του. Ήταν ένας άνθρωπος, που αναιρούσε κάθε στιγμή τον ίδιο του τον εαυτό και είχε πάντα στιβαρό λόγο και άποψη. Εγώ, όπως και άλλοι συνομιλητές του, που είχαμε την ευκαιρία να καταγράψουμε τον λόγο του, κατανοούμε πως υπήρξε ο άνθρωπος των αντιθέσεων, κυριολεκτικά μια αντίθεση από μόνος του με την έννοια του εξαιρέσιμου.
Χ.Φ.: Όλοι έχουν την ανάγκη της μαγείας, της ποίησης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πέρα από την προσωπικότητα, και τον λόγο, και το έργο του. Έχει αφήσει μια σημαντική κληρονομιά και έχει σημασία τώρα για εμάς να αναδειχθεί και το βάθος της ποίησης που άφησε πίσω του.
* Η παράσταση «Το ταγκαλάκι» κάνει πρεμιέρα στις 6 Μαρτίου στο θέατρο Αμαλία.
Το έργο αποτελεί θεατροποίηση μίας συνέντευξης που είχε παραχωρήσει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στον Αντώνη Μποσκοΐτη το 2013.
Συντελεστές:
Κείμενο – σκηνοθεσία: Αντώνης Μποσκοΐτης, Παίζουν: Χάρης Φλέουρας – Αντώνης Μποσκοΐτης, Μουσική: Γιώργης Χριστοδούλου στοίχοι Θωμάς Κοροβίνης Τραγούδι: Παντελής Θεοχαρίδης, Βοηθός σκηνοθέτη: Ηλίας Καρακωνσταντάκης, Μακιγιάζ: Χαρούλα Μανουρά, Γραφιστικά – αφίσα – reel: Γιάννης Μουράρος, Παραγωγή: Πόλις Πολιτισμού
Παραστάσεις: Δευτέρα 6 και Τρίτη 7 Μαρτίου στις 21:00, Δευτέρα 13 και Τρίτη 14 Μαρτίου στις 21:00, Τιμές εισιτηρίων: Γενική είσοδος 15 ευρώ, Φοιτητικό- ανέργων: 13 ευρώ, Προπώληση: Ταμείο Θεάτρου Aμαλία & viva.gr, Τηλ. 2310-842509