Από την Κρέντη στο Καρπενήσι, μια μαγευτική διαδρομή

Στο ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε4.

Parallaxi
από-την-κρέντη-στο-καρπενήσι-μια-μαγευ-341846
Parallaxi

Λέξεις-εικόνες: Στέφανος Σταμέλλος

Μάλλον πρέπει να ανατέλλει νωρίτερα ο ήλιος στα αγραφιώτικα χωριά, γιατί δεν κατάλαβα πώς προχώρησε η ώρα. Ήταν 7.30 το πρωί όταν κατέβηκα στη ρεσεψιόν και αρνήθηκα να πιω καφέ στον κ. Μάκκα αποχαιρετώντας τον στα γρήγορα για να μην χάσω χρόνο. Έπρεπε να είμαι στο Καρπενήσι πριν από τις τρεις. Η εφαρμογή στο κινητό έγραψε: Start time 07.34’. Μετά άρχισε να τρέχει ο χρόνος κι εγώ πάσχιζα να τον συγκρατήσω. Κι έπρεπε να υπερασπιστώ την παραδοχή ότι η ψυχική δύναμη και η θέληση είναι αυτή που κερδίζει τελικά στη ζωή. Έφυγα ανηφορίζοντας στην άσφαλτο για το Κερασοχώρι, που απέχει 3 χιλιόμετρα από την Κρέντη.

Δεν ήμουνα πολύ φορτωμένος, όμως ένιωθα βαρύς. Περνώντας από το Κερασοχώρι με βάραινε η συναισθηματική φόρτιση και η σκέψη στη Σπυριδούλα, που «έφυγε» νεότατη πρόσφατα. Αγαπούσε πολύ το χωριό της. «Καλά πάω για το Καρπενήσ’;;» ρωτάω μια ηλικιωμένη κυρία με μαύρα. «Με τα ποδάρια; Χάζιψις…» η απάντησή της. «Την έφεραν στο Κερασοχώρι την Σπυριδούλα;» ρωτάω μια άλλη νεαρή κοπέλα, που κυνηγάει τις λίγες προβατίνες να πάρουν το δρόμο τους και να φύγουν από την άσφαλτο. «Όχι, δεν την έφεραν» η απάντηση. Ήθελα την κουβέντα∙ αλλά απέτυχε κι αυτή τη φορά η προσπάθεια.

Είναι τρομερό όταν σκέφτεσαι ότι όλοι είμαστε άνθρωποι, με τους ώμους μας να λυγίζουν, άλλου περισσότερο κι άλλου λιγότερο, κάτω από τον ίδιο ουρανό, κι όμως αρνούμαστε να κάνουμε την παραμικρή προσπάθεια να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο.

Ο ήλιος, πάντα πεθυμητός, φάνταζε ανατολίτης καρπενησιώτης, πάνω από το Βελούχι∙ κι εγώ ήμουνα το θύμα του τούτες τις πρωινές ώρες.

Το Κερασοχώρι είναι ένα όμορφο ιστορικό χωριό χτισμένο στα νότια ριζά του Καυκιού (1751μ), 36 χιλ περίπου από το Καρπενήσι, έδρα σήμερα του Δήμου Αγράφων. «Είναι ένα μέρος με αρκετά άγρια ομορφιά, έχει πετρώδες έδαφος χωρίς όμως να είναι γυμνό, αφού είναι κατάφυτο από έλατα. Ο επισκέπτης μπορεί να περπατήσει στα στενά δρομάκια του χωριού και να θαυμάσει κάποια από τα παλιά αρχοντικά σπίτια και να χαρεί τη φιλοξενία των κατοίκων στα μικρά καφενεδάκια» γράφει η φίλη μου η Ελένη Αρωνιάδα. Και από την πρόσφατη σχετικά ιστορία: «Στα χρόνια της αντίστασης στο Κεράσοβο λειτούργησε το στρατηγείο του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τους Σαράφη και Σάντο και στην παλιά Βίνιανη είχε την έδρα της η πρώτη Κυβέρνηση της ελεύθερης Ελλάδας» και «…κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών το Κερασοχώρι αποτελούσε τόπο εξορίας για πολλούς από τους τότε αντιφρονούντες» αναφέρει η Ελένη.

Λίγα μέτρα έξω από το χωριό, το Ε4 αφήνει την άσφαλτο κατηφορίζοντας νοτιοανατολικά σε χωματόδρομο. Περνάει από το εκκλησάκι της Αγίας Θεοδώρας, αριστερά στο διάσελο, και αμέσως παίρνει ανατολικά το μονοπάτι για τη Νέα Βίνιανη, που φαίνεται στο βάθος. Η ζέστη ανεβαίνει έχοντας τον ήλιο κόντρα στον κατήφορο ανάμεσα σε πουρνάρια, φιλίκια και σκίνα, με τις μυρωδιές των βοτάνων, του θυμαριού, της κουνούκλας και της ρίγανης. Το μονοπάτι ελίσσεται ανάμεσα στα εγκαταλειμμένα χωράφια και τις στάνες. Παλιότερα συνέδεε όλα τα χωριά, ακόμα και τα χωριά του Βάλτου, με το Καρπενήσι.

Μισό αιώνα περίπου και πριν όλοι οι βασικοί δρόμοι στην Ευρυτανία ήταν ακόμα καλντερίμια. Φορτωμένα ζώα και πραμάτειες, κοπάδια από τα χειμαδιά, καραβάνια και στρατιωτικά αποσπάσματα, κλέφτικες και αντάρτικες ομάδες, όλοι από δω περνούσαν. Είναι η άγραφη ιστορία ενός τόπου κι ενός λαού με το στοιχείο του μόχθου, αλλά και της ελευθερίας και της περηφάνιας. Ενός λαού που έμαθε να σκαλίζει και να φτιάχνει τη ζωή του, όπως σκαλίζει τον κορμό του πουρναριού να φτιάξει την γκλίτσα του ο τσοπάνης. Με το κοπίδι και το σουγιά. Κάθε άνοιγμα και καλύβι, κάθε ξέφωτο και εικόνισμα, κάθε νεροσυρμή και σπίτι. Όπου έβρισκε λίγο τόπο, έκανε τη ζωή του με τα ίδια του τα χέρια. Με την πέτρα, το ξύλο, το τσεκούρι, την κλαδευτήρα, το τσαπί, τον κασμά, το γαϊδούρι, το αλέτρι και το ζευγάρι. Αυτή είναι η Ευρυτανία. Ακόμα και σήμερα, όσα χωριά κρατούν ακόμα λίγους ανθρώπους, βλέπουμε τους πεισματάρηδες Ευρυτάνες να καλλιεργούν την άγονη γη τους και τους κήπους τους. Η μπουλντόζα και η άσφαλτος, μαζί με την εγκατάλειψη και την αλλαγή του τρόπου ζωής, μας «επέτρεψαν» να συναντάμε τελικά μόνο ίχνη μονοπατιών και του Ε4.

Με όλες αυτές τις σκέψεις συνεχίζω οδοιπορώντας πάνω στην ασπροκόκκινη πέτρα και το σκληρό χώμα με ελλιπέστατη τη σήμανση∙ και στη συνέχεια ακολουθώ την άσφαλτο. Η άσφαλτος οδηγεί στη Νέα Βίνιανη, αφήνοντας τη διασταύρωση για τα χωριά: Δάφνη, Μαυρομάτα, Χρύσω, Άγιος Δημήτριος.

Η Νέα Βίνιανη είναι ένα καινούριο χωριό με μια μεγάλη πλατεία και πολύ πράσινο. Με το σεισμό της Ευρυτανίας έφυγαν οι κάτοικοι από το ιστορικό χωριό της Βίνιανης. Άλλοι πήγαν σε αστικά κέντρα και άλλοι στο εξωτερικό και όσοι δεν έφυγαν, μετακόμισαν λίγο νοτιότερα, στα Λιβάδια της Βίνιανης.

«Βίνιανη, το σύμβουλο της σύγχρονης Ελληνικής μας Ιστορίας, που ο διακαής πόθος του λαού, για ανεξαρτησία και ελευθερία, πήρε εδώ σάρκα και οστά, μες τη φωτιά του 2ου Π. Πολέμου, στις 10 Μαρτίου του 1944. Το πρώτο χωριό της Ευρώπης, που θεμελίωσε τις βάσεις μιας οργανωμένης κοινωνίας, κάτω από το κατοχικό άξονα. Εδώ στην ελεύθερη Ελλάδα, ιδρύθηκε η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α), ο πρόδρομος μιας ανεξάρτητης κυβέρνησης από ξένους προστάτες, για τα δίκαια του λαού που τόσο είχε ανάγκη. Το Ιστορικό σχολείο του χωριού, που σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο Εθνικής Αντίστασης, φιλοξένησε το όραμα μιας νέας αρχής, μιας κοινωνίας πρωτόγνωρης για την εποχή εκείνη, αλλά και της σημερινής…».

Μετά τη Νέα Βίνιανη κατηφορίζει αριστερά ο χωματόδρομος, που οδηγεί στο μεγάλο πέτρινο γεφύρι στο Μέγδοβα, γνωστό ως ”Γεφύρι της Βίνιανης”. Παραμυθένιες οι εικόνες του Μέγδοβα από ψηλά, που κινείται νωχελικά με το νερό να χρυσίζει στον ήλιο. Το γεφύρι επιβλητικό, με εντυπωσιάζει για μια ακόμα φορά. Εικόνες άλλης εποχής. Πανύψηλο, πετρόχτιστο από την εποχή της τουρκοκρατίας, καμαρώνει ενώνοντας τις δύο όχθες του Μέγδοβα. Μονότοξο, φτιαγμένο από ντόπιο Βινιανίτικο λιθάρι.

Πρώτη φορά πέρασα το γεφύρι πριν είκοσι χρόνια περίπου με τον Ορειβατικό Σύλλογο της Λαμίας κάνοντας το «Καρπενήσι – Παρκιό», αρχές του χειμώνα και με βροχή. Μου έμεινε στη μνήμη ο θείος ο Μάρκος, που έψηνε το τσίπουρο στο Παρκιό, και το γλυκό του κουταλιού της θείας. Θύμηση μέσα από την ομίχλη του χειμωνιάτικου τοπίου, της κούρασης και της γλυκιάς μέθης του φρέσκου τσίπουρου.

Ο Μέγδοβας – ή Ταυρωπός, του δώσανε αυτό το όνομα λένε γιατί όταν κατεβάζει πολύ νερό, ο θόρυβος ακούγεται σαν άγριο μουγκρητό ταύρου – πηγάζει από τα βουνά στο δυτικό τμήμα του Νομού Καρδίτσας, περνάει το Φράγμα του Ταυρωπού και κατεβαίνει ανάμεσα στα Άγραφα και στο Βελούχι, για να καταλήξει στη λίμνη των Κρεμαστών και τον Αχελώο. Με τη Μέγδοβα – γένους θηλυκού για μας, τυχαίο; – το μόνο που με συνδέει είναι η εικόνα από το χωριό, στο βάθος και δυτικά, και ο παιδικός φόβος όταν γίνονταν αναφορές στο «καρέλι», που μας τρόμαζε. Το «καρέλι» ήταν το καλάθι, που κινούνταν στο συρματόσχοινο, πάνω από το φουσκωμένο ποτάμι, αντί για γέφυρα για να περάσει κανείς απέναντι, στο χωριό Έλσιανη, τη σημερινή Μαυρομάτα, προς τα Άγραφα και για το Αγρίνιο.

Πάλι έρχεται στο νου η παράδοση που καλλιεργεί τον μύθο με τις νεράιδες, τις νύμφες των ποταμών. Παραλλαγές του παραμυθιού, που το ωραίο παλληκάρι κατάφερε και πήρε το μαντήλι της όμορφης νεράιδας, της Μέγδοβας, κι εκείνη αναγκαστικά τον ακολούθησε μέχρι να το βρει ξανά στα κατάβαθα του μπαούλου και να εξαφανιστεί ή που τα φεγγαρόφωτα βράδια ακούγεται η μελωδία των τραγουδιών των νεραϊδών, που χορεύουν ανάμεσα στα πλατάνια, καθώς το νερό κυλάει στη σιγαλιά της νύχτας. Γι’ αυτό, λέω, να πάω μια φεγγαρόφωτη νύχτα του Αυγούστου, μήπως είμαι τυχερός… καβάλα στο άτι της, να σκύβει στο πλάι και να τραγουδάει… Ρίζες γλυκές και άγριο μέλι… Και ύστερα ας ξυπνήσω. Αυτά έχει όποιος οδοιπορεί μόνος του στα βουνά και στα ποτάμια. Μπορεί και να ονειρεύεται…

Περνώντας το γεφύρι αφήνουμε τη Δυτική Ευρυτανία και το Δήμο Αγράφων και περνάμε στην Ανατολική Ευρυτανία και τον Δήμο Καρπενησίου. Αρχίζω να ανεβαίνω σιγά σιγά το σηματοδοτημένο στην αρχή μονοπάτι, παλιό καλντερίμι, με ανεβασμένη πια τη ζέστη και τον ιδρώτα να τρέχει. Ζέστη και ανηφόρα ανάμεσα στα ψηλά πουρνάρια. Ένα ζαρκάδι πετάχτηκε μπροστά και στη συνέχεια ακούστηκε το γνωστό κρώξιμο/βέλασμά του. Μένει αριστερά το χωριό Στένωμα, χωρίς να φαίνεται. Με πολλές ανηφορικές τραβέρσες και ανάμεσα σε ανοιχτωσιές, εγκαταλειμμένα λιβάδια και κτήματα, το μονοπάτι φτάνει στο θέση «ΑΛΩΝΙΑ», όπου υπάρχει ποτίστρα με κρύο νερό.

Γεμίζω το παγούρι και συνεχίζω την άσφαλτο κόβοντας κάθετα τις δυο τραβέρσες του δρόμου και αφήνοντάς τον στη συνέχεια διαρκώς δεξιά. Τα σήματα του μονοπατιού είναι πολύ αραιά και δυσδιάκριτα ανάμεσα στα έλατα. Αριστερά και βορειοδυτικά το Κόκκινο Διάσελο, που το διασχίζαμε μερικές φορές το χειμώνα με τα χιόνια για να έρθουμε στο Καρπενήσι, με τα πόδια εννοείται, μαθητές στο Γυμνάσιο, όταν τα Καγγέλια από την άλλη πλευρά του Βελουχιού δεν μπορούσαμε να τα περάσουμε με τίποτα. Ήταν μια διαδρομή στα δυτικά του Βελουχιού επτά ωρών, που ερχόταν από τα Βαρκά πάνω από τους Δομιανούς. Ναι, Τα θεμέλια μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος (Οδυσσέας Ελύτης).

Το παλιό αλώνι μπροστά θυμίζει σταροχώραφα. Η περιοχή φαίνεται ότι καλλιεργούνταν μέχρι τη 10ετία του ’60. Ο άμπλας στην κορυφή δείχνει την πηγή ζωής. Γύρω το αλώνι γεμάτο σιτάρι, τα άλογα αλωνίζουν με τις φωνές του νοικοκύρη και το καμουτσίκι φτιαγμένο από βούρλα∙ κι εγώ διαβαίνω με κοντές ανάσες… Αλλόκοτες παραισθήσεις της κούρασης. Βαριά η ζέστη και τα βήματά μου αργά.

Μετά από δύο στροφές φεύγει δεξιά ο δασικός χωματόδρομος κατηφορίζοντας ελαφρώς στην αρχή και ανεβαίνοντας στο τέλος. Ένα κοπάδι με γίδια είναι μπροστά και ένας νεαρός βοσκός που τα συνοδεύει με πολλά σκυλιά! Μου λέει για τον αγώνα με τον λύκο. Πέρυσι τους έφαγε καμιά 20ριά ενώ του θείου του, του έφαγε 60. Περνώντας τη βρύση με το εκκλησάκι και τα παγκάκια για το πανηγύρι, βγαίνω μετά από λίγο στην άσφαλτο λίγο πριν τον Άγιο Αθανάσιο, ανάμεσα στο πλούσιο ελατόδασος. Μπροστά είναι το γνωστό εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου. Ολιγόλεπτη ξεκούραση και στη συνέχεια το μονοπάτι φεύγει αριστερά πηγαίνοντας σχεδόν παράλληλα στην αρχή με την άσφαλτο και ακολουθώντας τα σήματα του 1ου Δημοτικού Σχολείου Καρπενησίου, που έχει υιοθετήσει το χώρο, μπαίνω στη γνωστή ρεματιά τις Ιτιάς, που οδηγεί πια στο Καρπενήσι.

Ψηλά και βόρεια το γνωστό «Συμπεθερικό». Ο μύθος λέει για το όνομα: «Από το Καρπενήσι πήγαινε το “συμπεθερικό” στο Στένωμα για να στεφανώσουν. Η θυγατέρα πήρε ό,τι είχε η μάνα, αλλά όταν έφτασε με τους συμπέθερους έξω απ’ το Καρπενήσι, κοντά στον Άη Θανάση, θυμήθηκε ότι άφησε πίσω μια κλώσα με τα κλωσόπουλα. Έστειλε γι’ αυτό κοπέλι να την φέρει. Ήταν τέτοιος ο θυμός της χήρας μάνας, για την απαράδεκτη συμπεριφορά της κόρης, που δίνοντας την κλώσα τους καταράστηκε “πέτρες κα λιθάρια να γίνουν όλοι!”. Και η κατάρα έπιασε και μόλις ξεκίνησαν πάλι όλοι για τον προορισμό τους στην ανηφόρα της Ιτιάς μαρμάρωσαν. Σήμερα οι βράχοι εκείνοι από το Καρπενήσι μοιάζουν με πορεία ανθρώπων στο βουνό. Ο μύθος ακούγεται και σήμερα και η τοποθεσία πήρε την ονομασία “Συμπεθερικό”» (πηγή: evrytan.gr).

Κακοτράχαλο κατέβασμα δίπλα και μέσα στη ρεματιά με τα πρόσφατα αντιπλημμυρικά έργα – τους χωμάτινους μαιάνδρους – του ρέματος του Κλαρωτού, που για μια φορά ακόμα φέτος απείλησε το Καρπενήσι. Νομίζω ότι η αιτία της κατάρρευσης του φυσικού ανάγλυφου είναι οι ανθρώπινες επεμβάσεις και οι «πληγές» στο ρέμα με τα βαριά μηχανήματα για δρόμους και προσπελάσεις στο βουνό. Το υπόστρωμα του εδάφους είναι σαθρό, γιατί αποτελείται από φερτές ύλες, που, λίγο αν κοπεί η συνέχειά τους, καταρρέουν και τις παρασέρνει το νερό και ο χείμαρρος. Και αυτό νομίζω έγινε και αυτή τη φορά.

Αριστερά είναι το δασάκι με τις φυτεμένες ακακίες, παλιό έργο ορεινής υδρονομίας, ψηλά οι κορυφές του Βελουχιού και μπροστά και απέναντι το ξενοδοχείο Μοντάνα. Κατηφορίζοντας προσπερνάω τους μεγάλους αναβαθμούς που συγκρατούν τα πολλά φερτά και περνώντας ανάμεσα στα εντυπωσιακά κίτρινα σπάρτα, μπαίνω στο Καρπενήσι από την άσφαλτο που οδηγεί στο Χιονοδρομικό.

Νιώθω μια βαθιά ικανοποίηση για την ανεπανάληπτη αυτή διαδρομή των 55 χιλιομέτρων περίπου, από τα Άγραφα στο Καρπενήσι, και για το στοίχημα να μπω στην πόλη από τη Λαγκαδιά με τα πόδια… στα βήματα των εφηβικών μου χρόνων, σαράντα πέντε χρόνια πίσω… «Ψηλά που με νανούριζες…». Ναι! Ό, τι αφήνουμε πίσω μας είναι ένα κομμάτι από τον εαυτό μας!!

Έφθασα στο Καρπενήσι μέσα στο στόχο, πριν τις τρεις, και η εφαρμογή στο κινητό έγραψε: 26,94 km, 7.18’.20’’, 3,7km/h και 1538m υψομετρική ανεβαίνοντας με 1266m κατεβαίνοντας και μεγαλύτερο υψόμετρο τα 1452m.

Και η Πυθία με περιμένει. Είμαι στο δρόμο για τους Δελφούς, στο δρόμο για την «Ιθάκη» και τον τερματισμό. Υπομονή και επιμονή λοιπόν και ξανά …πάμε!, μαζί στο Ε4.

*Στέφανος Σταμέλλος

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα