Ελλάδα

Ένας Θεσσαλονικιός άνοιξε beach bar σε βραχονησίδα, ζει μόνος εκεί και… γουστάρει

Στο νησάκι της Κουνούπας, νότια της Αστυπάλαιας, βρήκαμε ένα μοναδικό beach bar. Αυτή είναι η ιστορία του ιδιοκτήτη του

Κωστής Κοτσώνης
ένας-θεσσαλονικιός-άνοιξε-beach-bar-σε-βραχον-1366935
Κωστής Κοτσώνης

Περίπου 10 χιλιόμετρα νότια της Αστυπάλαιας, συναντάμε ένα μικρό ξερονήσι, γνωστό ως Κουνούπα (ή Κουνούποι). Ανήκει σε ένα ευρύτερο σύμπλεγμα νησίδων, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται επίσης οι νησίδες Κουτσομύτι, Τηγάνι, Φτενό, Μονή και Χονδρονήσι.

Οι εντυπωσιακές παραλίες και το τραχύ τοπίο των μικρών νησίδων παραμένουν καλά κρυμμένο μυστικό. Μόνο τα καλοκαίρια, κυρίως τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, οι άνθρωποι κάνουν αισθητή την παρουσία τους, χάρη στις τουριστικές εκδρομές που διοργανώνονται σε καθημερινή βάση από την Αστυπάλαια. Τους υπόλοιπους μήνες, εδώ ζουν αποκλειστικά θαλασσοπούλια, ρινοδελφίνια, θαλάσσιες χελώνες και κάποιοι πληθυσμοί από φώκιες μονάχους.

Το Κουτσομύτι.

Ή μάλλον… σχεδόν αποκλειστικά.

Στην Κουνούπα συγκεκριμένα ζει ένας και μοναδικός επίσημα καταγεγραμμένος κάτοικος. Τον λένε Δημήτρη και έχει καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη.

Όταν η ΕΛΣΤΑΤ… ξενιτεύεται για να σε βρει

Το τουριστικό καΐκι που μας πήρε πρωί-πρωί από την Αστυπάλαια δένει στην Κουνούπα, σε έναν αυτοσχέδιο μώλο. Εδώ είναι ο τελευταίος σταθμός της εκδρομής μας πριν την επιστροφή. Προηγουμένως, είχαμε κάνει μία στάση για βουτιά στο Κουτσομύτι και στο λεγόμενο Κοκκινο Γκρεμό, στην κόγχη του οποίου κρύβονταν τα υποβρύχια κατά τη διάρκεια του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Κόκκινος Γκρεμός.

Χοντρά, πυρακτωμένα από τον ήλιο βότσαλα κάνουν το περπάτημα δύσκολο. Όμως, το τοπίο μάς αποζημιώνει. Μπροστά μας απλώνεται ένας μεγάλος κολπίσκος με δεμένα σκάφη, έτοιμος να μας αγκαλιάσει ενώ κάνουμε απλωτές.

Στην αριστερά πλευρά της ακτής συναντούμε ένα αυτοσχέδιο beach bar με ξύλινη πέργκολα και σκεπή από καλαμωτή. Νιώθεις οτί είναι οφθαλμαπάτη έτσι όπως ξεπροβάλλει σε μια παραλία με πλήρη απουσία ανθρωπογενούς παρέμβασης. Όμως, το χαλαρό beat που ακούγεται από μέσα μάς διαβεβαιώνει ότι δεν ονειρευόμαστε. Αποφασίζουμε να πιούμε ένα ποτό στο χέρι μέχρι να έρθει η ώρα της επιστροφής με το καΐκι.

Μυρωδιές φαγητού και καφέ μάς υποδέχονται, μαζί με ήχους από σέικερ και μπουκάλια που ανοίγουν. Πίσω από την μπάρα με την tribal διακόσμηση συναντάμε το Δημήτρη. Μας ρωτάει από πού είμαστε και, όταν καταλαβαίνει ότι είμαστε συντοπίτες, αρχίζει να μας διηγείται την ιστορία του.

«Στην Κουνούπα κατοικώ εδώ και 10 χρόνια, για έξι-εφτά μήνες κάθε φορά. Μένω κανονικά εδώ. Είμαι ο μοναδικός μόνιμος κάτοικος, επισήμως εγγεγραμμένος στην τελευταία απογραφή.

» Αρχικά βρέθηκα εδώ ψαρεύοντας. Ερχόμουν με τη γυναίκα μου διήμερα, τριήμερα, έβαζα κάνα παραγάδι… Καμία σχέση με το πώς είμαι σήμερα. Όταν πρωτοήρθα εδώ, είχα τζίβες μέχρι τη μέση κάτω. Μέναμε στην παραλία όλο το καλοκαίρι, σε αντίσκηνα. Τελικά, αποφάσισα να μείνω μόνιμα και έπρεπε να βρω κάτι να κάνω για να ζήσω. Έχοντας ασχοληθεί λίγο με τον τουρισμό, αποφάσισα να πάω ένα βήμα παρακάτω και να κάνω το δικό μου beach bar».

«Ο ορισμός της αυτο-οργάνωσης, κυρία μου»

Διαβάζουμε την πινακίδα πάνω από το μπαρ, ενώ απολαμβάνουμε το… Kounoupa Libre που μας ετοιμάσε ο Δημήτρης: “Sustainable small local business”.

Για το Δημήτρη, το μικρό περιβαλλοντικό αποτύπωμα είναι προϊόν ανάγκης, όχι μόνο προσωπικής του κοσμοθεωρίας. Το νησί δεν διαθέτει καμία υποδομή και όλα έπρεπε να γίνουν από το μηδέν με αυτο-οργανωμένη λογική.

«Όσα βλέπετε είναι όλα απ’ τα χεράκια μου. Όταν ξεκινήσαμε, ήταν πολύ πιο μικρός ο χώρος. Δεν είχαμε καν τουαλέτα. Πολλά δεν είχαμε. Και λίγο-λίγο τα φτιάξαμε. Έκανα αποχετευτικό σύστημα, έβαλα φωτοβολταϊκά και αντλίες να τραβάνε θαλασσινό νερό για τις τουαλέτες. Κάποια στιγμή, αγόρασα και ένα καΐκι, για να μεταφέρω τις προμήθειές μου. Έμαθα να κάνω τα πάντα. Δεν γίνεται αλλιώς, όταν ζεις σε μια βραχονησίδα. Ό,τι κι αν συμβεί, είσαι μόνος σου».

Μεγάλη πρόκληση είναι, φυσικά, και η διαχείριση των απορριμμάτων που παράγει το beach bar ή που αφήνουν πίσω τους ασυνείδητοι λουόμενοι. Ο Δημήτρης μπορεί να περηφανεύεται και για αυτό: «Το νησάκι μας είναι καθαρό. Δεν έχει ούτε σκουπιδάκι». Κι αυτό γιατί σηκώνεται κάθε μέρα στις 06:00 το πρωί, φορτώνει τα σκουπίδια στο καΐκι του και τα πηγαίνει στην Αστυπάλαια, μία ώρα δρόμο. «Είναι μια ευκαιρία να κάνω και τα ψώνια μου. Να πάρω πάγους, ποτά, προμήθειες για μένα. Ε, κι αν ξεχάσω κάτι, μου το φέρνουν τα καΐκια τα τουριστικά», αναφέρει.

Ελευθερία, η μεγαλύτερη ανταμοιβή

Άραγε πόσο εύκολα επιστρέφει στα… εγκόσμια ένας άνθρωπος μαθημένος να ζει σε μια βραχονησίδα; Όχι πολύ, παραδέχεται ο Δημήτρης. Στην ερώτηση αν του λείπει κάτι από την πολύβουη Θεσσαλονίκη, απαντά: «Τίποτα. Μόνο για να δω τους δικούς μου ανεβαίνω, κι αυτό για δυο-τρεις μέρες το χρόνο».

Εκτός από τη συζυγό του, οι κοινωνικές του επαφές, όσο είναι στην Κουνούπα, είναι μόνο οι πελάτες και το προσωπικο του beach bar: «Είμαστε 10 άτομα πλέον. Τα πάμε καλά. Το προσωπικό βιώνει τη φάση όπως τη βιώνω εγώ και η γυναίκα μου και γουστάρουμε. Είμαστε μια αυτόνομη κοινότητα εδώ πέρα. Αλλά δεν είναι εύκολο. Πρέπει να υπάρχουν όρια, πρέπει όλα να είναι βάσει πρωτοκόλλου, για να ζεις πρώτα εσύ εδώ και έπειτα να διαχειρίζεσαι και τα 300-400 άτομα που επισκέπτονται καθημερινά το μαγαζί. Δυσκολεύομαι πάρα πολύ με όλα αυτά. Αλλά εντάξει, η αίσθηση της ελευθερίας, της αυτονομίας και της αυτάρκειας, μόνο αυτή η αίσθηση μού φτάνει και με ξεπληρώνει».

Απ’ την άλλη, οι οικονομικές απολαβές θα μπορούσαν να είναι και καλύτερες, υποστηρίζει: «Μη νομίζετε, τα έξοδα είναι τρελά. 4.000-5.000 ευρώ το χρόνο δίνω μόνο για τα καύσιμα από το καΐκι. Άλλες 3.000 είναι ο πάγος. Χώρια οι προμήθειες, η κάβα και οι μισθοδοσίες».

Σιγά-σιγά μας φωνάζουν από το καΐκι για να γυρίσουμε Αστυπάλαια. Στα τέλη του φθινοπώρου τον ίδιο δρόμο θα πάρει και ο Δημήτρης. Θα εγκατασταθεί για πέντε μήνες στη Μαλτεζάνα, όπως κάθε χειμώνα. Η Κουνούπα θα ανήκει αποκλειστικά στην πανίδα της. Αν και ποιος ξέρει, ίσως βρεθεί και κάποιος άλλος γενναίος να κάνει τη δική του αρχή σε αυτό ή σε κάποιο άλλο νησάκι, το τόσο αφιλόξενο και φιλόξενο μαζί…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα