Φθινόπωρο στον Όλυμπο: Η εποχή των καρπών
Μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά φυτά που συναντάμε κατά την φθινοπωρινή πεζοπορία μας!
Περπατώντας στα τέλη του Οκτώβρη ανάμεσα στα φθινοπωρινά χρώματα στο μονοπάτι Ε4 από τη θέση Μύλοι λίγο πάνω από το Λιτόχωρο προς τη παλαιά μονή του Αγίου Διονυσίου, παράλληλα με το φαράγγι του Ενιπέα, σε υψόμετρο μεταξύ 300 μ. μέχρι και τα 500 μ. συναντάμε την ονομαζόμενη μεσογειακή ζώνη των αείφυλλων πλατύφυλλων (μακκία) ένα μίγμα κυρίως από αειθαλείς, αλλά και φυλλοβόλους θάμνους, ύψους 2-4 μ.
Η ανθοφορία αυτή την περίοδο είναι ελάχιστη, επικρατούν κυρίως τα φθινοπωρινά κυκλάμινα (Cyclamen hederifolium), ενώ κάποια άλλα είδη η καμπανούλα η ποικιλόχρους (Campanula versicolor) και το γεράνιο το μακρόριζο (Geranium macrorrhizum) βρίσκονται προς το τέλος της ανθοφορίας τους. Τα περισσότερα από τα είδη της μεσογειακής χλωρίδας βρίσκονται αυτή την εποχή σε καρποφορία, ενώ τα φυλλοβόλα με πιο χαρακτηριστικό είδος τον κότινο (Cotinus coggygria) που τα φύλλα του έχουν αποκτήσει ένα φθινοπωρινό λαμπρό πορτοκαλί-κόκκινο χρώμα, ετοιμάζονται να ρίξουν τα φύλλα τους.
Αναλυτικά, ας δούμε λοιπόν, μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά φυτά που συναντάμε κατά την φθινοπωρινή πεζοπορία μας:
Το Παλιούρι (Paliurus spina-christi) είναι θάμνος μέχρι 3 μ., με εύκαμπτους τεθλασμένους (ζικ-ζακ) κλάδους στα άκρα, με δρεπανοειδείς άκανθες που στην ουσία είναι μετασχηματισμένα παράφυλλα. Ο καρπός είναι ξηρός με μεμβρανώδες πτερύγιο γύρω-γύρω. Πιστεύεται ότι με κλάδους από παλιούρι, έφτιαξαν το ακάνθινο στεφάνι του Ιησού πριν την Σταύρωση, άλλωστε το επιστημονικό όνομα του είδους “spina-christi” δηλαδή “άκανθα του Χριστού” παραπέμπει σ΄ αυτό.
Το Πουρνάρι (Quercus coccifera) είναι είδος δρυός (βελανιδιάς) που διατηρεί τα φύλλα του όλο το χρόνο. Κατανέμεται σχεδόν σ’ όλη τη Μεσόγειο και αποτελεί ένα από τα πιο διαδεδομένα και κυρίαρχα είδη της μακκίας και φρυγανικής βλάστησης στην Ελλάδα. Το πουρνάρι, εξαιτίας της βόσκησης, είναι συνήθως σκληρός και ακανθώδης θάμνος, σχηματίζοντας χαμηλούς θαμνώδεις σχηματισμούς. Σε ευνοϊκές περιπτώσεις, μπορεί να γίνει δέντρο μέτριου ύψους. Το πουρνάρι ανθίζει Απρίλιο-Μάιο και τα βελανίδια ωριμάζουν το φθινόπωρο.
Η Αριά (Quercus ilex) όπως και το πουρνάρι, είναι επίσης είδος αειθαλούς δρυός που κατανέμεται σχεδόν σ’ όλη τη Μεσόγειο. Ειδικότερα, στην Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, τα αρχέγονα δάση αριάς έχουν υποστεί σημαντικότατη υποβάθμιση από την ανθρώπινη παρουσία (υλοτομίες, εκχερσώσεις, πυρκαγιές κλπ), με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν μόνο υπολειμματικές τους μορφές. Η αριά ανθίζει Απρίλιο-Μάιο και τα βελανίδια ωριμάζουν το φθινόπωρο. Το ξύλο της αποτελεί ιδανικό καυσόξυλο και χρησιμοποιείται ευρέως για την παραγωγή κάρβουνου.
Ο Γαύρος (Carpinus orientalis) είναι μικρό φυλλοβόλο δέντρο, βασικό στοιχείο των μικτών φυλλοβόλων δασών και θαμνώνων χαμηλού υψομέτρου. Η ταξικαρπία με πολυάριθμα κάρυα (3-4 mm) που το καθένα καλύπτεται από φυλλοειδή βράκτια, πολύ κοντά και επικαλυπτόμενα μεταξύ τους, οδοντωτά ή ακανόνιστα πτερόλοβα.
Η ‘Οστρυα (Ostrya carpinifolia) συγγενικό είδος με το γαύρο που δύσκολα διακρίνονται μεταξύ τους, είναι μικρό επίσης δέντρο στο οποίο η ταξικαρπία είναι παρόμοια με ένα μικρό τσαμπί, από λευκωπά κυστεοειδή κύπελλα (1,5-2 cm), καλυμμένα από ερεθιστικά τριχίδια που προέρχονται από τη συνένωση δυο βρακτίων, τα οποία περικλείουν από ένα λείο αχαίνιο (κάρυο) το καθένα.
Η Κουμαριά (Arbutus unedo) είναι αειθαλής θάμνος (ύψους 1,5-3 m), με γαλακτώδη λευκά, λευκοπράσινα ή λευκορόδινα κωδωνοειδή άνθη. Ο καρπός, τα γνωστά μας κούμαρα, είναι σφαιρική ράγα καλυπτόμενη με κωνικές θηλές, αρχικά κίτρινος και πορτοκαλοκόκκινος όταν ωριμάζει. Ανθίζει το φθινόπωρο, αλλά οι καρποί της ωριμάζουν σχεδόν ένα έτος μετά, έτσι άνθη και κούμαρα συνυπάρχουν πάνω στο ίδιο φυτό.
Η Αγριοκουμαριά ή γλυστροκουμαριά (Arbutus andrachne), συγγενική επίσης με την ήμερη κουμαριά (Arbutus unedo) αλλά με πιο μικρά κόκκινα και σκληρά κούμαρα, που δεν τρώγονται, διακρίνεται επίσης για το λείο φλοιό, τα ακέραια ωοειδή φύλλα και την εαρινή ανθοφορία της. Στην ήμερη κουμαριά αντίθετα, ο φλοιός είναι τραχύς με σχισμές, τα φύλλα είναι συνήθως πριονωτά, η ανθοφορία φθινοπωρινή και ο καρπός μεγαλύτερος και βρώσιμος.
Ο Μικρός φράξος ή μελιός (Fraxinus ornus) κατανέμεται στην περιοχή της Μεσογείου και της ΝΑ Ευρώπης και εξαπλώνεται σε όλη την ελληνική ηπειρωτική χώρα και σε ορισμένα από τα μεγαλύτερα νησιά, όπως στη Δ. Κρήτη. Είναι φυλλοβόλο δένδρο που μπορεί να φτάσει τα 20μ. ύψος, με φύλλα σύνθετα πτεροσχιδή περιττόληκτα με 5-9 φυλλάρια ελλειπτικού σχήματος. Τα άνθη που εμφανίζονται μετά από τα φύλλα, είναι λευκά με 4 μικρά γραμμοειδή πέταλα (5-6 mm), με ευχάριστη οσμή. Η ανθοφορία γίνεται από τον Απρίλιο έως τον Μάιο. Ο καρπός είναι σαμάριο, δηλαδή κάριο με πτερύγιο. Αποτελεί µελισσοκοµικά φυτό.
Η Κουτσουπιά (Cercis siliquastrum), ανήκει στην οικογένεια των Ψυχανθών (Fabaceae ή Leguminosae) που είναι κοινά γνωστή ως η οικογένεια των οσπρίων. Κατανέμεται στη Ν. Ευρώπη και στη Δ. Ασία, μέχρι την Κριμαία και τη Συρία ανατολικά. Στην Ελλάδα αποτελεί ένα από τα πιο κοινά αυτοφυή δέντρα και στολίδια της ελληνικής χλωρίδας. Χρησιμοποιείται συχνά ως καλλωπιστικό για τα ωραία του ρόδινα άνθη που βγαίνουν πριν από τα φύλλα, καθώς και για το ωραίο φύλλωμα του, με φύλλα νεφροειδώς-κυκλικά. Ανθίζει από τα τέλη Μαρτίου μέχρι και το πρώτο 15θήμερο του Μαΐου και τα άνθη βγαίνουν σε δέσμες απ’ ευθείας στους βλαστούς και τους μεγαλύτερους κλάδους (Βλαστανθία). Σύμφωνα με το μύθο πιστεύεται ότι ο Ιούδας, μετά την ντροπή και τη μετάνοια για την προδοσία του Χριστού, κρεμάστηκε σε ένα τέτοιο δέντρο, γι αυτό σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες η κουτσουπιά είναι γνωστή ως δέντρο του Ιούδα.
Το Αγριόκεδρο (Juniperus oxycedrus subsp. deltoides) ανήκει στην οικογένεια Κυπαρισσίδες (CUPRESSACEAE) στην οποία ανήκουν επίσης τα κυπαρίσσια. Συνήθως είναι μεγάλος θάμνος ή μικρό δέντρο (μέχρι 7μ.). Τα φύλλα φύονται σε σπονδύλους ανά τρία και είναι ακιδωτά-βελονοειδή με δυο λευκές ταινίες στην επάνω επιφάνεια. Ο καρπός είναι σαρκώδης, συνήθως σφαιρικός, ραγόμορφος και ονομάζεται ραγοστρόβιλος. Ωριμάζει από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Νοέμβριο του δεύτερου χρόνου μετά την άνθηση. Αρχικά είναι κιτρινωπός, ενώ όταν ωριμάζει γίνεται ερυθροκάστανος, με διάμετρο 8-10 mm.
H Δάφνη (Laurus nobilis) κατανέμεται σ’ όλη τη Μεσόγειο, πιθανώς όμως είναι ιθαγενές μόνο στο ανατολικό τμήμα της. Απαντάσε υγρά σημεία της μακκίας και πολύ συχνά καλλιεργείται σε κατοικίες, πλατείες, πάρκα κ.ά. Συναντάται συνήθως σε θαμνώδη μορφή, αλλά πολλές φορές γίνεται δέντρο, συνήθως 2-5 μ. Είναι φυτό δίοικο που ανθίζει Απρίλιο-Μάιο. Ο καρπός της είναι ωοειδής δρύπη, μήκους 10-20 mm, μαύρου χρώματος όταν ωριμάζει. Η δάφνη αποτελεί ένα φυτό της ελληνικής φύσης με μεγάλη ιστορική σημασία. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι η δάφνη αποτελούσε το ιερό φυτό του Απόλλωνα, η Πυθία μασούσε φύλλα δάφνης για να λέει τους χρησμούς και το δάφνινο στεφάνι ήταν το έμβλημα διάκρισης από τους αρχαίους χρόνους. Τα αρωματικά φύλλα της δάφνης χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα σε πολλά φαγητά.
O Κότινος (Cotinus coggygria), γίνεται θάμνος ύψους 1-4 μ. Σημαντικό στοιχείο της μακκίας βλάστησης, φυτρώνει κυρίως σε χαμηλό υψόμετρο (0-900 μ.), σ’ όλη την Ελλάδα. Τα άνθη είναι κίτρινο-πράσινα, πολύ μικρά, αλλά κάνουν πολύ μακριούς μίσχους που σκεπάζονται με πυκνό χνούδι (όταν ολοκληρωθεί η άνθηση). Οι καρποί του είναι δρύπες σε σχήμα καρδιάς, νεφρού ή αχλαδιού, αρχικά πρασινωποί, στη συνέχεια μαυριδεροί, γυαλιστεροί (3-4 mm). Το χρυσόξυλο την άνοιξη αναγνωρίζεται εύκολα από απόσταση με τα «φτερά του» και το φθινόπωρο με τα λαμπρά πορτοκαλί-κόκκινα φύλλα του.
Ο Κισσός (Hedera helix) διακρίνεται από έναν σαρκώδη αδιάρρηκτο καρπό τύπου ράγα, συνήθως μελανού χρώματος που περιέχει 2-5 σπέρματα. Η καρποφορία γίνεται την αμέσως επόμενη άνοιξη από την ανθοφορία. Ο κισσός αποτελεί είδος με φαρμακευτική χρήση, αλλά τοξικό. Ειδικότερα, όλα τα μέρη του φυτού και ιδιαίτερα τα νεαρά φύλλα και οι καρποί είναι τοξικοί. Ο κισσός ήταν ένα από τα σύμβολα του Διόνυσου, αφού όταν ήταν βρέφος και οι φλόγες είχαν ζώσει το παλάτι στο οποίο βρισκόταν μέσα, ο κισσός κατάφερε να τον σώσει, τυλίγοντας τους κίονες του ανακτόρου, μετά από παρέμβαση του πατέρα του, Δία. Ο θύρσος, το τελετουργικό εξάρτημα του Διονύσου και της συνοδείας του (Μαινάδες, Σάτυροι, κ.ά.), ήταν επίσης διακοσμημένος με κισσό. Ο Βάκχος, ο Διόνυσος κατά τους Ρωμαίους, θεωρούνταν ο θεός του μυστικισμού αλλά και του έρωτα, έτσι ο κισσός έγινε για τους ανθρώπους, το σύμβολο του πάθους που οδηγεί τους ερωτευμένους να αγκαλιαστούν αιώνια, όπως ο κισσός περιελίσσεται γύρω από τον κορμό ενός δέντρου.
O Ιξός (Viscum album) χαρακτηρίζεται ως ημιπαράσιτο γιατί, αν και έχει την ικανότητα να φωτοσυνθέτει αφού έχει πράσινα φύλλα, ωστόσο απορροφά από το δέντρο ξενιστή με τη βοήθεια μυζητικών ριζών ορισμένα ανόργανα στοιχεία. Συνήθως, αναπτύσσεται επάνω σε κλάδους δένδρων, κυρίως κωνοφόρων του γένους Pinus (πεύκα) και Abies(έλατα) και κάποιες φορές μπορεί να γίνει και επιζήμιο στα δένδρα. Ανθίζει νωρίς την άνοιξη και οι λευκοί σφαιρικοί καρποί του ωριμάζουν το χειμώνα. Αποτελεί είδος τοξικό, αλλά με φαρμακευτική χρήση. Σήμερα ο ιξός χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση των σπιτιών κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων, έθιμο που προέρχεται κυρίως από τη Δύση και συγκεκριμένα από την εκκλησία της Αγγλίας που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό στις εκκλησίες, σύμβολο της παγκόσμιας ειρήνης.
H Λαγομηλιά (Ruscus aculeatus) αποτελεί είδος με μεσογειακή κατανομή, κοινό σ’ όλη την Ελλάδα. Στη λαγομηλιά, τα πραγματικά φύλλα είναι εξαιρετικά σμικρυσμένα και βραχύβια, στην ουσία υπόλευκα λέπια, τοποθετημένα πάνω στο βλαστό. Έτσι, τα άνθη είναι τοποθετημένα πάνω σε ειδικά πεπλατυσμένους κλάδους που ονομάζονται κλαδώδια, ακιδωτά στην κορυφή. Τα άνθη είναι δυσδιάκριτα, μετά βίας ορατά, μονοφυλετικά σε διαφορετικά άτομα (δίοικο είδος), μονήρη ή δέσμη από άνθη στην μασχάλη βρακτίου, σχηματίζονται στην κάτω πλευρά των κλαδοδίων. Το περιάνθιο του R. aculeatus αποτελείται από έξι τέπαλα τοποθετημένα σε 2 σπείρες πρασινωπό καφέ, οι στήμονες ενώνονται σε ένα σαρκώδη σωλήνα με μήκος περίπου 2 mm βιολετί χρώμα. Η λαγομηλιά ανθίζει από το Νοέμβριο έως τον Απρίλιο. Η ωρίμανση των σφαιρικών κόκκινων καρπών γίνεται το χειμώνα μετά την ανθοφορία και οι καρποί παραμένουν στο φυτό για 2 έως 3 μήνες μετά την ωρίμανση.
Όσον αφορά, τα είδη που βρίσκονται σε περίοδο ανθοφορίας ή προς το τέλος της άνθισης τους κατά τη φθινοπωρινή περίοδο, μεταξύ αυτών συναντάμε το Κυκλάμινο το κισσόφυλλο (Cyclamen hederifolium), ένα από τα πιο κοινά φθινοπωρινά κυκλάμινα στην Ελλάδα. Τα φύλλα του κυκλάμινου μοιάζουν με του κισσού-απ’ όπου και το όνομα του είδους (hederifolium)-και εμφανίζονται το φθινόπωρο μαζί ή λίγο αργότερα από τα άνθη. Το συναντάμε συνήθως σε σκιερά μέρη και σε σχετικά υγρές τοποθεσίες, σε μικτά φυλλοβόλα δάση πλούσια σε χούμο ή και σε χαράδρες κάτω από πλατάνια. Αποτελεί είδος τοξικό. Ο κόνδυλος απ’ όλα τα κυκλάμινα περιέχει μια σαπωνίνη την κυκλαμίνη, ιδιαίτερα τοξική για τον άνθρωπο.
Το είδος Γεράνιο το μακρόριζο (Geranium macrorrhizum) ανήκει στην οικογένεια Γερανιίδες (GERANIACEAE) και είναι ένα από τα 25 περίπου είδη του γένους Geranium που απαντούν στην Ελλάδα. Αποτελεί είδος των ορεινών περιοχών της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, το οποίο συχνά καλλιεργείται ως καλλωπιστικό και έχει εγκλιματιστεί σε περιοχές της Κεντρικής Ευρώπης. Απαντά στα όρη της Βόρειας και Κεντρικής Ελλάδας, καθώς και στα νησιά του Βορείου Αιγαίου (Θάσος). Συναντάται σε πετρώδεις και σκιερές ορεινές περιοχές μεταξύ 1500-2100 μ. υψόμετρο, σπανιότερα μέχρι τα 750 μ. Φυτό αδενωδώς τριχωτό με φύλλα παλαμόλοβα οδοντωτά. Τα άνθη είναι ερυθρά-πορφυρά με μακριούς (18-22 χιλ), ρόδινους, κυρτούς και εξέχοντες στήμονες που ξεπερνούν σε μήκος τα πέταλα του άνθους. Ανθίζει από Απρίλιο μέχρι Αύγουστο.
Το Γαλατόχορτο ή Καμπανούλα η ποικιλόχρους (Campanula versicolor) ανήκει στην οικογένεια των CAMPANULACEAE και είναι μια από τις 82 περίπου καμπανούλες της Ελλάδας. Αποτελεί πολύμορφο είδος της Βαλκανικής Χερσονήσου, καθώς και της ΝΑ Ιταλίας. Συναντάται σε πετρώδεις πλαγιές, τοίχους και ερείπια σ’ όλη την Ελλάδα, απουσιάζει όμως από τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου. Κατανέμεται μεταξύ 0-1500 μ. Ανθίζει από τον Ιούλιο έως τα τέλη Οκτωβρίου και τα άνθη της είναι κυανά, ιώδη ή λευκά. Η Καμπανούλα η ποικιλόχρους διακρίνεται από τα υπόλοιπα είδη του γένους Campanula, λόγω της επίπεδης και όχι σε σχήμα καμπάνας στεφάνης, καθώς και από το εύοσμα άνθη, με άρωμα που θυμίζει γαρύφαλλο και που γίνεται αντιληπτό μόνο κατά τη διάρκεια ζεστών ημερών.
Πηγές: Σφήκας Γ. 1983, Δένδρα και θάμνοι της Ελλάδας. Φυτολογία 2006, Εκδοτική Αθηνών. Strid A. 1980, Φυτά του Ολύμπου. http://greekflora.gr/el https://portal.cybertaxonomy.org/flora-greece/ http://euromed.luomus.fi/euromed_map.php?taxon=435034&size=medium