Οδοιπορικό στα Άγραφα, στην καρδιά της Ευρυτανίας
Έντονο ανάγλυφο, απότομες κορυφές, κάθετες ορθοπλαγιές, αλπικά τοπία, γάργαρα νερά, χορταριασμένα γεφύρια, αμέτρητες ομορφιές που το βλέμμα και ο νους δυσκολευόταν να επεξεργαστούν.
Λέξεις: Φωτεινή Καϊοπούλου και Κλαίρη Κώστογλου
Εικόνες: Κλαίρη Κώστογλου
Έφτασε η ώρα, μετά από αναβολές και ακυρώσεις, να επισκεφθούμε την οροσειρά των Αγράφων, που σύμφωνα με την UNESCO είναι μια από τις καθαρότερες περιοχές όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης. Διαθέτει τα καθαρότερα νερά σε όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο και τον δεύτερο πιο καθαρό ατμοσφαιρικό αέρα.
Τ Άγραφα αποτελούν τη νότια απόληξη της Πίνδου και χωρίζουν τη Στερεά Ελλάδα από τη Θεσσαλία ενώ καταλαμβάνουν όλο το βόρειο τμήμα του νομού Ευρυτανίας και το δυτικό της Καρδίτσας γι΄ αυτό και διακρίνονται σε Ευρυτανικά και Θεσσαλικά. Η υψηλότερη κορυφή των Ευρυτανικών Αγράφων είναι το Αυγό ή Ντελιδίμι (2.163μ.) ενώ των Θεσσαλικών είναι η Καράβα (2.184 μ.) η οποία είναι και η ψηλότερη ολόκληρης της οροσειράς. Υπάρχουν ακόμη πέντε κορυφές με υψόμετρο πάνω από 2.000 μέτρα που είναι το Βουτσικάκι (2.154 μ.), η Φτέρη (2.128 μ.), η Λιάκουρα (2.043 μ.) και η Μαραθιά (2.042 μ.)
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την προέλευση του ονόματός τους. Η πρώτη επικρατέστερη, το αποδίδει στο αρχαίο Ελληνικό φύλο των Αγραίων, που κατοικούσε μεταξύ των ποταμών Αχελώου και Αγραφιώτη. Η λέξη “ἄγρα”, σημαίνει “κυνήγι” και καθόλου τυχαία, το έμβλημα του Δήμου Αγράφων είναι η Αγραία Άρτεμις, Θεά του κυνηγιού και προστάτιδα των Αγραίων . Η δεύτερη εκδοχή, σύμφωνα με διαδεδομένη προφορική παράδοση, αναφέρει ότι η περιοχή απέκτησε το όνομά κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, εξαιτίας της αδυναμίας των Τουρκικών αρχών να εισπράξουν φόρους, οπότε διέγραψαν την περιοχή από τους φορολογικούς καταλόγους, εξ ου και Άγραφα (μη εγγεγραμμένα).
Στη Δημοτική Ενότητα Αγράφων υπάγονται επτά Τοπικές Κοινότητες: Άγραφα, Βραγγιανά, Επινιανά, Μάραθος, Μοναστηράκι, Τρίδενδρο, Τροβάτο κι αυτές είχε στόχο το οδοιπορικό μας που πραγματοποιήθηκε την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου. Πήραμε μια μικρή γεύση της δυναμικής του πιο απομονωμένου ορεινού συγκροτήματος της χώρας. Έντονο ανάγλυφο, απότομες κορυφές, κάθετες ορθοπλαγιές, διάσελα, άγριες χαράδρες, δύσκολα περάσματα, αλπικά τοπία, γάργαρα νερά, πέτρινα, χορταριασμένα γεφύρια, αμέτρητες ομορφιές που το βλέμμα και ο νους δυσκολευόταν να επεξεργαστούν. Δίκαια τα Άγραφα χαρακτηρίζονται ως “Τα Ελληνικά Ιμαλάια” ή «Ελβετία της Ελλάδας» όπως τα ονομάζουν οι ντόπιοι.
Για να προσεγγίσουμε από τη Θεσσαλονίκη τα Επινιανά, τόπο διαμονής μας, αφήσαμε πίσω τον κάμπο της Καρδίτσας και τη λίμνη Πλαστήρα και στο τρίστρατο του Αγίου Νικολάου Βραγγιανών επιλέξαμε ν΄ ακολουθήσουμε το δύσβατο πέρασμα της κορυφογραμμής της Νιάλας, υποψιασμένοι τόσο για τη δυσκολία, όσο και την ομορφιά, αλλά η πραγματικότητα τα ξεπέρασε όλα.
Ο δρόμος, στενός, χωμάτινος με αιχμηρές πέτρες, κακοτράχαλος, απαιτούσε οπωσδήποτε τετρακίνηση (τουλάχιστον στο πρώτο του μισό) ιδιαίτερη προσοχή και συνεχή εγρήγορση. Εικοσιπέντε περίπου χιλιόμετρα σε τρεις ώρες, με στάσεις για να θαυμάσουμε το τοπίο, να νικήσουμε τους φόβους μας και να αποτίνουμε φόρο τιμής στο μνημείο «Συμφιλίωσης της Νιάλας» ή «Τραγωδίας της Νιάλας» όπως ονομάστηκε. Αποτελεί το μοναδικό περιστατικό ανακωχής μεταξύ του Εθνικού Στρατού και των Ανταρτών του ΕΛΑΣ που συνέβη στις 12 Απριλίου του 1947, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου. Άνδρες από τις αντιμαχόμενες πλευρές αδελφώθηκαν για μία μόνο νύχτα στον αυχένα της Νιάλας, σε υψόμετρο άνω των δύο χιλιάδων μέτρων, για να αντιμετωπίσουν τη σφοδρή χιονοθύελλα και τη μανία της φύσης. Η ασυνήθιστη ιστορία μεγαλείου και ανθρωπιάς ανάμεσα σε διώκτες και καταδιωκόμενους που έγιναν μια αγκαλιά, δυστυχώς δεν αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση.
Η διαδρομή αυτή στο αλπικό τμήμα των Αγράφων με τα ποικίλα αγριολούλουδα, τις απέραντες χορτολιβαδικές εκτάσεις και τα κοπάδια βοοειδών ελευθέρας βοσκής, μας έκοψε την ανάσα και υποκλιθήκαμε στο μεγαλείο της φυσικής και ανέπαφης ομορφιάς. Ακόμα και τις στιγμές που οι παλάμες ίδρωναν από την αγριάδα του τοπίου και την αίσθηση μικρότητας της ύπαρξής μας, ο αέρας, που δεν φυσούσε αλλά βούιζε στ΄ αφτιά μας σαν βογγητό των βουνών, μας συνάρπαζε και μας υπέβαλλε στη σκέψη ότι έχουμε χρέος να προστατεύσουμε αυτή την απόλυτη ομορφιά από εμάς τους ίδιους. Νιώσαμε πέρα για πέρα την αλήθεια ότι τα βουνά αμφισβητούν την αλαζονεία μας ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από εμάς, για εμάς.
Πρώτη στάση για καφέ κάτω από τον πλάτανο, στο χωριό Άγραφα, κεφαλοχώρι της περιοχής. Κτισμένο σε υψόμετρο 880μ., στους πρόποδες του Κουκουρούντζου, περιβάλλεται από κορφοβούνια και βαθιά φαράγγια. Στις θέσεις Σμπορν και Χοντέικα πηγάζει ο ποταμός Αγραφιώτης που φιδοσέρνεται σε μία κοιλάδα με λιγοστές καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ανάμεσα σε πευκοδάση και πυκνά δάση ελάτης. Δημιουργεί πανέμορφα σημεία αναψυχής, λίμνες και μικρούς καταρράκτες για μια δροσερή βουτιά, σε μήκος πενήντα χιλιομέτρων μέχρι να ενωθεί με τη λίμνη των Κρεμαστών όπου κυρίαρχο στοιχείο αποτελεί το πέτρινο, παραδοσιακό «Γεφύρι του Μανώλη» που φέρει το όνομα του πρωτομάστορα. Κατασκευασμένο το 1654, χρίστηκε διατηρητέο μνημείο και ανάλογα με τη στάθμη του ποταμού, κατά περιόδους βυθίζεται στο νερό ή ανυψώνεται.
Τ’ Άγραφα περιβάλλονται από βουνά που είναι συνδεδεμένα με την ιστορία, τους θρύλους, τα δημοτικά τραγούδια και τα λημέρια των κλεφτών και των αρματολών και ιδιαίτερα του ήρωα Αντώνη Κατσαντώνη, πρωτεργάτη της επανάστασης του 1821 και δάσκαλου του Καραϊσκάκη. Χωριό με “βαριά” ιστορία από τους πολέμους με τους Τουρκαλβανούς, κάηκε από τους Ιταλούς το 1942 και ξαναχτίστηκε.
Επισκεφθήκαμε τον Ιερό Ναό Αγίας Βαρβάρας, στο «Λυκαβηττό» του χωριού όπου βρίσκεται και το ορειχάλκινο άγαλμα του Κατσαντώνη και το Υδρονομείο, που κατασκευάστηκε το 1876 και χώριζε με μετακινούμενες πέτρες το νερό για άρδευση και ύδρευση σε τρεις αναλογίες (1,5-2-3,5 «ποτιστάδες»). Απλούστατο στην κατασκευή αλλά η τεχνική ως προς την διανομή νερού είναι ακόμη και σήμερα άξια θαυμασμού. Περιηγηθήκαμε στην πλατεία και τα στενά του χωριού, προμηθευτήκαμε εξαιρετικό μέλι ελάτης και πήραμε το δρόμο για τα Επινιανά. Στη διαδρομή, θαυμάσαμε τον παλιό Νερόμυλο, που σήμερα λειτουργεί ως μονάδα ιχθυοκαλλιέργειας πέστροφας και ως εστιατόριο και το μονότοξο Πετρογέφυρο των Αγράφων, κατασκευασμένο το 1600.
Τα Επινιανά ή Πηγγιανά , “κάτι το καλό και παινεμένο”, είναι κτισμένα σε υψόμετρο 1100 μ. και μας φιλοξένησαν θερμά με τη δροσιά τους καθ΄ όλη τη διάρκεια της παραμονής μας. Είναι ένα παραδοσιακό, κτηνοτροφικό χωριό, ζωντανό και δραστήριο οικονομικά μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, με χιλιάδες αιγοπρόβατα και οικογένειες με παιδιά που γέμιζαν τέσσερα σχολεία, ενώ σήμερα ελάχιστα ζώα σκαρφαλώνουν στα βοσκοτόπια του και κανένα σχολείο δεν λειτουργεί.
Πληροφορίες σχετικά με το χωριό αλλά και όλη την περιοχή μας έδωσε πρόθυμα ο κύριος Κώστας Γουντζιούδης, ιδιοκτήτης του ξενώνα που καταλύσαμε και που έφερε το όνομα «Πανόραμα, το μπαλκόνι των Αγράφων» και ήταν ακριβώς αυτό.
Απολαμβάνοντας το πρωινό μας με πίτες και διάφορες χειροποίητες λιχουδιές της κυρίας Γιώτας, ατενίζαμε στον κοντινό μας ορίζοντα την «Κοιμωμένη» , τον «Κουκουρούτζο» και το «Ντεληδίμι» και ακούγαμε διάφορες ιστορίες και διηγήσεις. Για το σεισμό του 1966 και την χούντα που υποχρέωσε σε μετοίκηση τους κατοίκους και ερήμωσαν τα χωριά, για τη ρευματοδότηση των Αγράφων το 1978 και των Επινιανών δώδεκα χρόνια αργότερα, για τα «τζάκια που σβήνουν» όταν πεθαίνουν οι ηλικιωμένοι, για τον αγώνα να μην εγκατασταθούν αιολικά πάρκα στ΄ απάτητα και παρθένα βουνά, για τις δυσκολίες της διαβίωσης εκεί και την αδιαφορία από την πλευρά της πολιτείας ( για πρόσβαση σε γιατρό, τα χωριά πρέπει να αποταθούν στη Φραγκίστα, την Καρδίτσα ή το Καρπενήσι, μία με δύο ώρες μακριά). Μια ξεχασμένη κι εγκαταλελειμμένη από τους πολλούς Ελλάδα, με λίγους ανθρώπους, δυνατούς, πείσμωνες κι εφευρετικούς που βρήκαν τρόπο να ζήσουν εκεί, δημιουργώντας πολιτισμούς που αντανακλούν μέχρι σήμερα, το μεγαλείο όλων όσων τους περιβάλλουν.
Περιδιαβήκαμε φαράγγια (Ασπρορέματος, Τρύπας ), μονοπάτια ονομαστά (Ανηφόρας, Φτέρης) αλλά και σε ανώνυμα, ίδιας καθηλωτικής ομορφιάς που δεν γίνεται αντιληπτή μόνο με το μάτι, αλλά με όλες τις αισθήσεις. Χαθήκαμε στις σκιές από τα έλατα, τις οξιές, τις βελανιδιές και τις καρυδιές, μυρίσαμε ρίγανη και τσάι του βουνού, ακούσαμε γάργαρα νερά να κυλούν και πουλιά όλων των ειδών να υμνούν τη φύση, γευτήκαμε άγρια κορόμηλα και δροσιστήκαμε εν μέσω του Αυγουστιάτικου καύσωνα. Σκαρφαλώσαμε στην Παναγία της Στάνας ένα από τα ομορφότερα μοναστήρια των Αγράφων που φωλιάζει ανάμεσα στα βράχια και ξεδιψάσαμε στη βυζαντινή βρύση στην είσοδο του χωριού.
Πίνοντας τσίπουρο με τους ντόπιους στην άνω πλατεία του Τροβάτου με τους διεσπαρμένους στην πλαγιά συνοικισμούς, μάθαμε και συμμετείχαμε στ΄ Αυγουστιάτικα ανταμώματα των Σαρακατσάνων, τα γλέντια και τα πολυπληθή πανηγύρια τους, καθώς και για την «Ημέρα μνήμης και τιμής» στη σπηλιά του Κατσαντώνη, με αναπαράσταση της τελευταίας μάχης και σύλληψής του.
Το οδοιπορικό μας γέμισε με ιδιαίτερες εικόνες και βιώματα και μας έδωσε την ευκαιρία να πάρουμε μια μικρή εν τέλει γεύση αυτής της πανέμορφης, παρθένας μα και άγνωστης γωνιάς της ορεινής Ελλάδας. Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε το συντομότερο και να πράξουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να συμπαρασταθούμε στον αγώνα των ντόπιων να επιβιώσουν και να διατηρήσουν αλώβητη αυτή την ομορφιά.