Πριν τρία χρόνια, σαν σήμερα το πρώτο lockdown – Τί θυμόμαστε από τότε;
13033, εμβόλια, άνθρωποι αφηγούνται.
Τον Φεβρούαριο του 2020, έφτασαν στις τηλεοράσεις εικόνες από την Κίνα, άνθρωποι κλειδωμένοι στα σπίτια, στην σκιά ενός ιού που δεν ήξερε κανείς κανείς πως θα εξελιχθεί. Οι εικόνες από την Ουχάν τότε έμοιαζαν μακρινές, όλοι παρακολουθούσαμε τα γεγονότα με μία απόσταση. Μία εβδομάδα αργότερα, στην Ιταλία άνθρωποι ξεκινούν να μολύνονται με ακραία ταχύτητα, ο ιός περνά τα σύνορα και στις 26 Φεβρουαρίου εντοπίζεται το πρώτο κρούσμα στην Θεσσαλονίκη. 11 Μαρτίου του 2020, ο ΠΟΥ κήρυξε πανδημία για τον κορονοϊό.
«Συμπολίτες μου, πριν από λίγο έδωσα εντολή στους συναρμόδιους Υπουργούς να προχωρήσουν στις απαραίτητες ενέργειες, ώστε από τις 06:00 το πρωί της Δευτέρας 23ης Μαρτίου, από αύριο δηλαδή, να ισχύσει απαγόρεσυη κάθε άσκοπης κυκλοφορίας και μετακίνησης πολιτών σε ολόκληρη την επικράτεια». Ήταν απόγευμα Κυριακής 22 Μαρτίου 2020. Ξαφνικά κλείνουν τα πάντα, οι άνθρωποι κλειδώνονται στα σπίτια τους, οι δρόμοι αδειάζουν, δεν κυκλοφορεί ψυχή στους δρόμους. Επικρατεί μία εφιαλτική σιγή, το μόνο που βλέπεις από το μπαλκόνι είναι αναμμένα φώτα και σκιές στα διαμερίσματα. Από τις 6 τα ξημερώματα της 23ης Μαρτίου 2020 απαγορεύτηκαν οι «άσκοπες μετακινήσεις», γνωρίζαμε πως το lockdown θα διαρκέσει 14 ημέρες, κάθε απόγευμα στις 18:00, στηνόμασταν στον καναπέ για να παρακολουθήσουμε την ενημέρωση για την εξέλιξη της πανδημίας από τον Νίκο Χαρδαλιά και τον Σωτήρη Τσιόδρα.
Έτσι η καραντίνα διήρκησε 2 μήνες, στις 4 Μαϊού του 2020, τα μέτρα άρθηκαν εν όψει καλοκαιριού, ωστόσο υπήρξε περιορισμός στο ωράριο των καταστημάτων, η εστίαση κατέβαζε ρολά στις 00:00 ενώ η μουσική απαγορευόταν. Το καλοκαίρι πέρασε και ήρθε πάλι το φθινόπωρο τότε ξεκίνησαν και οι συζητήσεις περί εμβολίων, όλοι πλέον είχαμε στον κύκλο μας κρούσματα, στα νοσοκομεία συνέβαινε το αδιαχώρητο, η λύση φυσικά ήταν ένα ακόμη lockdown ακόμη πιο σκληρό από το προηγούμενο το οποίο διήρκησε πάνω από 4 μήνες. Τότε ήρθε στην ζωή μας το 13033, ενημερώναμε τις αρχές για το που θα πάμε, “Μυρτώ Τούλα διεύθυνση, 6” το 6 ήταν η άσκηση, που εντάξει άσκηση δεν ήταν βγαίναμε βόλτες σε πάρκα και γειτονιές.
Τις καθημερινές οι μετακινήσεις επιτρεπόταν μέχρι τις 21:00, ενώ τα Σαββατοκύριακα μέχρι τις 18:00, κάτι που μέχρι σήμερα εγώ προσωπικά δεν έχω καταλάβει. Πάσχα και Χριστούγεννα κάναμε σε τραπέζια ατόμων με αριθμό 8, όλοι με tests. Οι παραστάσεις και οι συναυλίες γινόντουσαν διαδικτυακά και οι μαζώξεις με παρέα στα σπίτια ήταν καθημερινή συνήθεια. Τρία χρόνια η ζωή μας άλλαξε και ενώ η φυσική επαφή ήταν δεδομένη έγινε έλλειψη.
Το lockdown άφησε πίσω χιλιάδες λουκέτα σε καταστήματα, έναν φόβο αιώνιο και έναν διχασμό στην κοινωνία για τα εμβόλια.
Η κ. Μαρίνα είναι 72 ετών και θυμάται: “Όταν άρχισε να ακούγεται στις ειδήσεις για την περιβοήτη καραντίνα, ο γιος μου με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να μαζέψω τα πράγματα μου για να πάμε στο χωριό οικογενειακά. Το έκανε για να μην είμαι μόνη μου και να μην κινδυνεύσω. Κυριακή 22 Μαρτίου, ήρθε και με πήρε με το αυτοκίνητο το βράδυ και πήγαμε στην Λάρισα. Η αλήθεια οι εικόνες από την Θεσσαλονίκη έμοιαζαν σαν μία πόλη βυθισμένη στην μοναξιά. Μου θύμιζε πόλεμο. Αλλά εγώ ήμουν τυχερή γιατί είχα τα εγγόνια μου μαζί κάθε μέρα. Ψήναμε τον ελληνικό το πρωί και τον πίναμε σητν αυλή, τα χάρηκα τα χρύσα μου, δεν έχω την ευκαιρία να τα βλέπω κάθε μέρα, οπότε εκείνες ημέρες ήταν βάλσαμο. Μαζευόμασταν το απόγευμα ανάβαμε τζάκι. Η μικρή είχε μαθήματα στον υπολογιστή και έδινε και εξετάσεις. O νους μου σε εκείνη ήταν, γιατί την έβλεπα να μιλάει με τους φίλους της και να στεναχωριέται που δεν είναι στην Θεσσαλονίκη. Πέρασε στις εξετάσεις της και πήρε πτυχίο, κι εγώ βγήκα στην αυλή και της μάζεψα λουλούδια. Τα γενέθλια της που τότε έμπαινε στα 20 τα περάσαμε μαζί. Σκεφτείτε αυτά τα παιδιά σε τέτοιες ηλικίες να μένουν κλειδωμένα στα σπίτια τους. Τι θλίψη. Στο δεύτερο και μεγάλο lockdown η οικογένεια χωρίστηκε κι εγώ έμεινα μόνη. Αυτό ήταν το χειρότερο, παρακολουθούσα τα έργα στην τηλεόραση όλη μέρα, τα παιδιά δεν ερχόντουσαν να με δουν γιατί φοβόντουσαν μην με κολλήσουν και μέχρι σήμερα τον ιό δεν τον κόλλησα. Μοναξιά, μόνο τα Χριστούγεννα ανταμώσαμε. Οι γιοί μου κολλήσανε, εγώ ανησυχούσα, μετά κόλλησαν και τα εγγόνια. Στεναχώρια. Τέτοιο κακό δεν έχω ξανανοιώσει, πολλοί ήμασταν μόνοι μας, όλοι οι ηλικιωμένοι. Τι να κάναμε όλη μέρα; Περιμέναμε απλώς να τελειώσει το κακό.”
Η Ελένη είναι 24, και περιγράφει πως βιώσε το lockdown: “Εγώ είμαι αρρωστοφοβική, θυμάμαι πως όταν είχε σκάσει η ιστορία με τον κορονοϊό είχα φρικάρει. Οι γονείς μου μένουν σε άλλη πόλη κι εγώ επέλεξα να μείνω στην Θεσσαλονίκη για την καραντίνα, πιστεύοντας πως θα διαρκέσει λίγο. Τον πρώτο καιρό πήγαινα στο super market με 2 μάσκες και γάντια, έφερνα τα ψώνια στο σπίτι και τα ψέκαζα όλα με detol, ένα προς ένα. Οι φίλοι μου άρχισαν να βγαίνουν μετά την δεύτερη εβομάδα, εγώ έμενα σπίτι, κάθε μέρα πίστευα πως αρρώστενα. Τον πρώτο μήνα δεν βγήκα καθόλου. Παρακολουθούσα μαθήματα της σχολής, έβλεπα Netflix, μαγείρευα και έκανα αλλαγές στο σπίτι. Ξεκίνησα να φτιάχνω κοσμήματα αυτό κρατά μέχρι σήμερα και σήμερα τα πουλάω. Τότε όμως άρχισα να μιζεριάζω. Κοιμόμουν έξι το πρωί ξυπνούσα 2 το μεσημέρι. Κάθε μέρα, επί έναν μήνα. Κάπου στα μέσα της καραντίνας γνώρισα ένα αγόρι, αρρωστοφοβικό κι αυτό σαν εμένα. Ευτυχώς έμενε κοντά κι έτσι βγαίναμε βόλτες στην γειτονιά οι δυο μας. Αυτό κράτησε μήνες. Με τους γονείς μου μιλούσα από το τηλέφωνο. Διάβαζα και κάθε μέρα πίστευα πως έχω COVID. Αυτή ήταν η ζωή μου. Γύρω στον Απρίλιο με έπιασε μία απελπισία, αισθανόμουν μία τεράστια πίεση. Πίστευα πως δεν θα βγούμε ποτέ από την καραντίνα και πως θα συνεχίσουμε να ζούμε έτσι. Κάπου εκεί ήρθαν οι κρίσεις πανικού στην ζωή μου.”
Ο Πέτρος είναι 27 και πέρασε το lockdown με τους φίλους του: “Όταν ανακοίνωσαν το lockdown ήμουν στο σπίτι του κολλητού μου και να σας πω την αλήθεια, ήρθε και έδεσε γιατί ήθελα να ξεκουραστώ. Κανονίσαμε με την παρέα να μετακομίσουμε όλοι σε ένα σπίτι. Παίζαμε playstasion, βλέπαμε ταινίες, μαγειρεύαμε και ταυτόχρονα τα πρωινά δουλεύαμε όλοι για διαφορετικές εταιρίες. Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα, το πρώτο διάστημα δεν κυκλοφορούσαμε. Μετά όμως ξεκίνησαμε τις βόλτες στην Παραλία και τα αράγματα στα πάρκα. Είχε μία δόση παιδικής ηλικίας όλο αυτό και τραγελαφικότητας ταυτόχρονα. Βλέπαμε περιπολικό και χωνόμασταν θυμάμαι στις πιλωτές πολυκατοικιών. Αδρεναλίνη. Δεν μπορώ να πω ότι πιέστηκα στο lockdown ειδικότερα το πρώτο διάστημα. Εκνευριζόμουν πολύ με όσους έλεγαν πως εμείς οι νέοι είμαστε ανεύθυνοι. Γιατί πραγματικά αισθανόμουν πως μια ολόκληρη κοινωνία δεν αντιλαμβάνεται πόσο δύσκολο είναι να εγκλωβίζεις νέα παιδιά σε τρεις τοίχους. Τα αράγματα στα σπίτια αυξήθηκαν γίναμε πιο μεγάλη παρέα. Δεν κόλλησε κανένας COVID τότε, βέβαια αποφεύγαμε να δούμε και τους γονείς μας. Σχεδιάζαμε θυμάμαι να πάμε Σαμοθράκη το καλοκαίρι. Όταν άνοιξαν τα μέτρα κλείσαμε τα εισητήρια. Με το lockdown στην δική μου περίπτωση λύθηκε το πρόβλημα της φυσικής επικοινωνίας. Γιατί κάθε μέρα αναγκαζόμουν να μιλάω με τους φίλους μου που μέναμε στο ίδιο σπίτι. Υπήρξαν παιδιά όμως που κάηκαν εντελώς στα social media και στα games και πιστέψτε με ήταν πολλά. Και είναι βασικά η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, ήμασταν όλοι ξεκούραστοι και ψάχναμε να βρούμε τρόπους να περάσουμε την ημέρα μας.”
Η Κορίνα είναι 30 ετών και εργάζεται σε super market: “Εγώ τα τελευταία πέντε χρόνια είμαι ταμεία σε supermarket, oπότε το lockdown για μένα στην πραγματικότητα ήταν η γενικότερη εικόνα του κόσμου γύρω μου. Eγώ πήγαινα κανονικά στην δουλειά μου, όμως η αλήθεια είναι πως από εκεί που έβλεπα ανθρώπους στον δρόμο τώρα συναντούσα την ερημιά. Μία σιωπή στις 6 το πρωί, αυτοκίνητα πουθενά, μόνο όσοι δουλεύαμε ήμασταν στους δρόμους. Παγωμάρα. Στα ταμεία οι άνθρωποι ήταν φοβισμένοι, δεν σε πλησίαζαν σου άφηναν τα ρέστα κάτω, δεν σου επέτρεπαν να ακουμπήσεις την σακούλα με τα πράγματα. Μάσκες παντού, δεν έβλεπες πρόσωπα, δεν ήξερες αν ο άλλος σου χαμογέλασε. Η αλήθεια είναι πως στις αρχές φοβόμασταν κι εμείς πολύ είμασταν από τις λίγες κατηγορίες ανθρώπων που συναντούσαμε κόσμο. Εγώ θυμάμαι την κυρία Μαίρη, μία κυρία γύρω στα 70 που ερχόταν κάθε μέρα και έπαιρνε συσκευασμένα κουλουράκια. Είχαμε γνωριστεί και τα λέγαμε λίγο. Λίγο πριν τελειώσει το lockdown μου είπε “σε ευχαριστώ για όλες τις καλημέρες σου”. Έτσι κι εγώ σκέφτομουν όλους τους ηλικιωμένους και πάντα ρωτούσα αν είναι καλά ή αν χρειάζονται κάτι.”