Σαν χωριάτικο ψωμί
Ο Κωστής Ζαφειράκης γράφει μικρές ταξιδιωτικές ιστορίες βγαλμένες από τα σπλάχνα του κάθε τόπου
Φωτογραφίες: Κώστας Αυγέρης- Φοίβος Θεοδωρίδης
Κυριακή 12 Οκτωβρίου στις 3 το μεσημέρι, πρεμιέρα του 5ου κύκλου. Κυριακή στο χωριό ξανά. Στην ΕΡΤ3 και στο Έρτφλιξ. Μετράμε μέχρι σήμερα, 100 περίπου χωριά.
Και το ταξίδι (ιστορικό, λαογραφικό, πολιτιστικό, ηθογραφικό, πολιτικό) είναι ατελείωτο, αφού οι προσκλήσεις που έχουμε από τα χωριά, αναρίθμητες πλέον. Χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ για την αγάπη και την εμπιστοσύνη. Κι όπως κλείνω σε κάθε επεισόδιο, «Αγάπη και πάθος και χωριό».
Οι λέξεις που θα διαβάσετε παρακάτω, είναι μικρές ταξιδιωτικές ιστορίες βγαλμένες από τα σπλάχνα του κάθε τόπου. Σε κάθε χωριό, ξεψαχνίζω τα χώματα, τον αέρα, το νερό, τους ανθρώπους και φτιάχνω ένα μικρό αφήγημα, ως εισαγωγή στο επεισόδιο. Ένα αφήγημα που συμπυκνώνει, αν θέλετε, την μνήμη του χωριού και το αύριο του.
Η ζωή εδώ, κυριολεκτικά, τρώγεται κι απολαμβάνεται σαν ζεστό χωριάτικο ψωμί.
Καραβάς Κυθήρων
Στο θρυλικό Τσιρίγο. Από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, οι οποίοι πρωτομιλούν για την Κυθέρεια Αφροδίτη, μέχρι το «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Μποντλέρ και του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, υπάρχει ένα μυστήριο διάχυτο. Το νησί αυτό δεν είναι απλώς γεωγραφία, είναι ένα τοπίο πνευματικό, κάτι υπερβατικό.
Κάποιοι επιμένουν ότι τα Κύθηρα είναι η απάντηση στο μεγάλο άγνωστο του έρωτα. Ποιός ξέρει άραγε; Πέρα από το ρομαντισμό και την ουτοπία όμως, χρειάζεται να απαντήσουμε και σε άλλα ζητήματα, πρακτικά. Γιατί στον Καραβά η πορτοκαλιά θεωρείται δέντρο ιερό; Πού βρίσκονται τα Μαυρογεωργιάνικα και οι πηγές του Αμίρ Αλί; Γιατί στην Αυστραλία ακούν Τσιρίγο και δακρύζουν;
Πώς φτιάχνεται αυτό το πεντανόστιμο λαδοπαξίμαδο; Κι επειδή έχουμε μεγαλώσει μ’ αυτό το υπαρξιακό θέμα, «τα Κύθηρα ποτέ δεν θα τα βρούμε», λέω να κάνουμε μια απόπειρα, μπας κι ανακαλύψουμε κάτι, μικρό έστω.
Λίμνη Ευβοίας
Εμείς εδώ σ’ αυτόν τον τόπο έχουμε βαφτιστεί μέσα στην θάλασσα. Στο αίμα μας δηλαδή κυκλοφορεί πολλή αλμύρα. Οι παλιοί ναυτικοί όταν έφευγαν για μακρινά ταξίδια, έλεγαν «Μισεύω κι αποχαιρετώ την Λίμνη την καημένη, τα πόδια μου πάνε μπροστά, μα ο νους μου πίσω μένει». Εμείς εδώ σ’ αυτό το χωριό, έχουμε έναν παράξενο, μπορεί σκωπτικό τρόπο να κοιτάζουμε την πραγματικότητα. Δικός μας άνθρωπος είναι αυτός ο ατίθασος αιρετικός που έγραψε ιστορία με τη σάτιρα του.
Γεια σου ρε μάγκα Νίκο Τσιφόρε, όπου κι να βρίσκεσαι, είμαι σίγουρος ότι μ’ ακούς κι επικοινωνούμε, έχουμε συνδεθεί. Στην αρχαιότητα όλη αυτή η γειτονιά είχε το όνομα «Ελύμνιον το νυφικόν», γιατί εδώ είχανε αρραβωνιαστεί κάποτε δυο πολύ διάσημοι θεοί, ο Δίας και η Ήρα. Αν θέλετε κι εσείς να έχετε την τύχη τους, εδώ σε μας πρέπει να’ ρθειτε. Να αγκαλιαστούμε, να σας παντρέψουμε, να χορέψουμε και να τραγουδήσουμε τρυφερά ερωτικά θέματα. «Ανοίξανε οι ουρανοί και βγήκαν τρεις αγγέλοι, κι αυτοί οι τρεις μου το’ πανε πως θα γενούμε ταίρι, έλα να σε φιλήσω και φίλα με και συ».
Τήλος
Θέλω να ανακαλύψουμε μαζί ένα νησί ακριτικό, μα και παγκόσμιο. Ένα νησί που μετράει στιγμές από την προϊστορία μέχρι το Κάστρο των Ιπποτών και τη σύγχρονη υπερπραγματικότητα. Όλοι εμείς που αγαπάμε βαθιά τη φύση, οι γενναίοι φυσιολάτρες, το ξέρουμε καλά πως αυτός ο τόπος είναι ένα πλούσιο οικοσύστημα. Εδώ βρίσκουν καταφύγιο σπάνια πουλιά, όπως ο σπιζαετός, ο αιγαιογλάρος, η χαλκοκουρούνα. Η Τήλος είναι ένα σπουδαίο οικολογικό πάρκο.
Στ’ αμέτρητα βουνά της και στις παραλίες φυτρώνουν βοτάνια μαγικά, μπορεί και το ελιξίριο της νιότης. Πώς πήρε τ’ όνομα της; Από τον γιο του Απόλλωνα και της Αλίας. Κάποια στιγμή η Αλία αρρωσταίνει βαριά, του θανατά. Τότε ο κανακάρης της, ακολουθώντας ένα όνειρο που είδε, έρχεται στο νησί, βρίσκει το ιαματικό βοτάνι, το κόβει, το μασάει η Αλία και γίνεται καλά, περδίκι. Ο γιος επιστρέφει στο νησί και φτιάχνει από ευγνωμοσύνη, ένα ναό αφιερωμένο στον μπαμπά του τον Απόλλωνα. Το όνομα του αγοριού και το όνομα του νησιού, ένα: Τήλος. Αυτή η απέραντη παραλία γύρω μου, είναι η Έριστος. Έριστος θα πει το όνειρο του ελεύθερου κατασκηνωτή.
Αμπελάκια Θεσσαλίας
Αν είναι αλήθεια αυτό που λένε, ότι τα σπίτια μοιάζουν με τους ανθρώπους που τα κατοικούν, τότε ο Γεώργιος Μαύρος, λογικά ήταν ευτυχισμένος, κοσμοπολίτης, πολυταξιδεμένος, γενναιόδωρος, βαθιά φιλότεχνος και πολύ πλούσιος, σαφώς. Ο Γεώργιος Μαύρος γεννιέται στα Αμπελάκια το 1738 και πεθαίνει το 1818 στην Βιέννη, βυθισμένος στα χρέη. Ο Γεώργιος Μαύρος, ο θρυλικός Σβαρτς, όπως τον φώναζαν οι συνεργάτες του στην Γερμανία και την Αυστρία, είναι ο εμπνευστής, ιδρυτής και πρόεδρος του Συνεταιρισμού των Αμπελακίων. Εδώ σ’ αυτό το χωριό δημιουργούνται τα σπάργανα του Συνεταιρισμού όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, η περίφημη «Κοινή Συντροφία». Όλα ξεκινούν από ένα λουλούδι, το ερυθρόδανον το βαφικόν, ριζάρι ή αλλιώς αλιζάρι. Με τους χυμούς του βάφουν τα νήματα σ’ ένα βαθύ κόκκινο της Ανατολής. Τα νήματα αυτά ταξιδεύουν σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Το εμπόριο θριαμβεύει. Εδώ στ’ Αμπελάκια η καθημερινότητα, ο πολιτισμός, η εκπαίδευση, η ζωή ξεπερνούν την φαντασία. Βρίσκομαι μέσα στον «οντά του αετού», λέγεται έτσι γιατί ακριβώς πάνω από το τζάκι υπάρχει ένας δικέφαλος αετός. Και φυσικά τριγύρω ένας διάκοσμος σκέτο αριστούργημα. Σχέδια και εικόνες από την φύση, όλα φτιαγμένα από τα χέρια σπουδαίων λαϊκών ζωγράφων. Δύσκολα μπορούμε να αντισταθούμε στην ομορφιά. Αυτό δεν είναι ακριβώς σπίτι, είναι ένα εργαστήριο σκέψης για αρχιτέκτονες, λαογράφους, ιστορικούς, εικαστικούς… Κι εδώ είναι η ορχήστρα, γιατί το σπίτι πέρα από κατοικία ήταν κα το αρχηγείο, κατά κάποιο τρόπο, του Συνεταιρισμού. Εδώ έκαναν τις συνελεύσεις τους, εδώ έπαιρναν τις αποφάσεις τους, εδώ και τα γλέντια με βιεννέζικα βαλς και παραδοσιακά τραγούδια της Θεσσαλίας, όλα μπερδεύονται γλυκά. Και τώρα, μπαίνω στο πράσινο δωμάτιο, άλλο ένα αριστούργημα, άραγε αυτή η τοιχογραφία, είναι η Βενετία ή η Κωνσταντινούπολη; Σαφής απάντηση δεν υπάρχει, ούτε και χρειάζεται όμως. Το βλέμμα ταξιδεύει. Αυτό το αρχοντικό, κάποιοι λένε ότι είναι ο «νέος Παρθενώνας», άλλοι επιμένουν πως είναι ο «ναός της νεότερης τέχνης και ιστορίας». Κι έχουνε όλοι τους δίκιο… λέω να κλείσω τα μάτια να κοιμηθώ, να ονειρευτώ και να ερωτευτώ μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, το Αρχοντικό Σβαρτς.
Νέο Αργύρι Ευρυτανίας
Ανακάλυψα τα Άγραφα όταν πήγαινα Τρίτη Δημοτικού, μέσα από ένα βιβλίο που μου είχανε χαρίσει η μαμά και ο μπαμπάς. «Τα ψηλά βουνά». Συγγραφέας ο πρίγκιπας του ελληνικού λόγου, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, αγαπημένος άνθρωπος. Ο φίλος μου, ο Ζαχαρίας γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, σ’ αυτό το φυσικό, μπορεί και μεταφυσικό περιβάλλον. Διάβαζα τα «Ψηλά βουνά» και ταξίδευα, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Δυο τρεις φορές είχα επιχειρήσει να το σκάσω από το σπίτι μου και να βρεθώ εδώ, σ’ αυτόν τον απέραντο παραμυθένιο τόπο. Όνειρο. Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι κάτω από το θρυλικό γεφύρι της Τέμπλας. Τί θα πει άραγε Τέμπλα; Έχω κι άλλες ερωτήσεις. Ποιός είναι αυτός ο μυστηριώδης Μπουζουνίκος, που έδωσε το όνομα του στο φαράγγι; Ποιά είναι τα όμορφα αλλά και τα ζόρικα θέματα αυτής της γειτονιάς; Μια γειτονιά κόμβος, παιδιά. Από τη μία είναι η Καρδίτσα, από την άλλη η Αιτωλοακαρνανία κι εγώ εδώ, στην Ευρυτανία. Το φυσικό σύνορο είναι ένας άλλος φίλος μου, ο Αχελώος. Αρχαίος θεός, πειραχτήρι και πάντα ερωτευμένος. Δεν είχε αφήσει νεράιδα για νεράιδα. Ο Αχελώος, με τις ορμές του και τα ατελείωτα πάθη του, είναι η ενέργεια μας, το νερό μας, το όνειρο μας.
Χουλιαράδες Ιωαννίνων
Σήμερα ταξιδεύουμε ξανά στην άπειρη Ήπειρο, σ’ έναν τόπο που φημίζεται για την άγρια ομορφιά της φύσης, τις όμορφες και γενναίες ψυχές και τα αριστουργήματα της πέτρας. Υπάρχουν εκκλησίες, σχολεία, σπίτια, γεφύρια σαν αχειροποίητα, λες και δεν τα έχει αγγίξει ανθρώπου χέρι, παιδιά. Πάμε πίσω στο χρόνο; Ναι. Οι μάστορες της πέτρας, οι χτιστάδες είναι οργανωμένοι σε συντεχνίες, τα περίφημα μπουλούκια. Ο πρωτομάστορας, ο επικεφαλής είναι συνήθως και άριστος πελεκάνος. Πελεκάνος είναι αυτός που πελεκάει την πέτρα. Κάθε μπουλούκι περιλαμβάνει εκτός από τον πελεκάνο, τον νταμαρτζή ή μαντεμτζή, τον μαραγκό, τον ταβανατζή, τον ασβεστά, τον σκαλιστή, τον μπογιατζή και το τσιράκι ή αλλιώς λασποπαίδι.
Μαζί τους έχουνε και ζώα, συνήθως μουλάρια, για συντροφιά, αλλά και για να τα φορτώνουν με τις ασήκωτες πέτρες. Οι χτιστάδες έχουν αναπτύξει μια δική τους μυστική γλώσσα, για να μην τους καταλαβαίνουν οι ξένοι και κυρίως τα αφεντικά: τα κουδαρίτικα ή κουδαραίικα. «Κούδαρς» είναι ο μάστορας. Για παράδειγμα, δε ρωτάνε «έχετε καλό αφεντικό;», λένε «φοράτε ορμάτο μπάρο;». «Πότε θα φύγετε για το χωριό;», «Πότε θα καψαλίστε για το σέλου;». Ταξιδεύουν πολύ για δουλειά, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Φεύγουν λίγο μετά τις Απόκριες, δηλαδή γύρω στον Μάρτιο κι επιστρέφουν τον Νοέμβριο. Η μέρα της αναχώρησης, γεμάτη συγκίνηση. Βγαίνουν στους δρόμους συγγενείς και φίλοι και τους κουνάνε τα μαντήλια. Ε, και πάνω στην επιστροφή, όπως καταλαβαίνετε, το γλέντι είναι τρικούβερτο. Τραγούδια, χοροί, μουσικές, γέλια μέχρι το ξημέρωμα. Κάτι τέτοιο υπόσχομαι θα ζήσουμε κι εμείς, σήμερα.
Λειβάρτζι Καλαβρύτων
Ο Νίκος ο φίλος μου, έχει καταγράψει στο βιβλίο του, «Λειβάρτζι σ’ ευχαριστώ», ιστορίες παλιές και θύμησες. Είναι η ηθογραφία μιας άλλης εποχής παιδιά. Γυρίζουμε τα ρολόγια μας πίσω στο χρόνο, αρχές της δεκαετίας του 1950. «Ο δημόσιος δρόμος έχει τελειώσει, κι όλοι περιμένουν με αγωνία και περιέργεια, το πρώτο λεωφορείο. Την άνοιξη του 1956, το ευχάριστο νέο ακούστηκε αστραπιαία απ’ άκρη σ’ άκρη. Την άλλη εβδομάδα θα έρθει το λεωφορείο στο χωριό. Ήτανε το πιο ευχάριστο και το πιο καλό νέο που είχε ακουστεί ποτέ στον τόπο μας. Μόνιμο θέμα συζητήσεων σε κάθε σπίτι, στις αυλές, στις γειτονιές, στους μαχαλάδες, στα μαγαζιά, στους δρόμους, παντού. Επιτέλους, θα έφτανε και σε μας ο πολιτισμός, η τεχνολογία.
Στο σχολείο οι δάσκαλοι κάνανε κάθε μέρα μάθημα στα παιδιά για το θέμα αυτό, δίνανε συμβουλές». Πρώτα πρώτα για να κατανοήσουνε τα παιδιά, τι είναι το λεωφορείο, το αυτοκίνητο. Άγνωστο θέμα. Χρήσιμο στον άνθρωπο, αλλά και λίγο επικίνδυνο. «Πρέπει να έχουμε τα μάτια μας και τα αυτιά μας δεκατέσσερα, όταν βγαίνουμε στους δρόμους και περπατάμε» γράφει στο βιβλίο του ο Νίκος. Μπείτε για λίγο στο αίσθημα αυτό της δεκαετίας του 1950. Ζήστε το. Σήμερα και διαστημόπλοιο, που λέει ο λόγος, να προσγειωθεί μπροστά μας, δεν θα κουνήσουμε βλέφαρο. Γιατί τα μάτια μας έχουνε χορτάσει θέαμα. Έχουμε χάσει την αθωότητα μας. Γι’ αυτό τριγυρνάω στα χωριά, για να την ξαναβρούμε. Όλοι μαζί παρέα. Αντάμα.