Στο κάλεσμα του απέραντου γαλάζιου: Μια βιωματική περιπλάνηση στα Κατάπολα της Αμοργού
Ακολουθώντας τα ίχνη του αθέατου κάλλους
Καμιά φορά, η συνειδητοποίηση έρχεται αργά – στη δική μου περίπτωση, ήρθε ένα βράδυ πριν το μεγάλο ταξίδι. Ένα βράδυ πριν φύγω για την Αμοργό. Ήμουν ή καλύτερα όχι και τόσο βυθισμένος στην προετοιμασία.
Πιο πολύ πάλευα να κρατήσω το μυαλό μου στο «τώρα», αντί να αφήνομαι στη σκέψη του νησιού που με περίμενε. Κάθε τραγούδι και μια μικρή διαφυγή αλλά ταυτόχρονα και μια υπενθύμιση του ταξιδιού που πλησίαζε.
Έφτιαχνα playlist και έγραφα τα τραγούδια σε CD, για εκείνες τις στιγμές που το ραδιόφωνο θα έχανε το σήμα του – είτε κάτω από μεγάλες σήραγγες, είτε απλά επειδή το σήμα, έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν ποτέ το καλύτερο, ακόμα και στα πιο ανοιχτά σημεία της εθνικής οδού.
Ρόδες, Ρους, τα του Μπαλάφα που προκαλούν λίκνισμα, και κάνα δυο κομμάτια από Khruangbin – αυτά ήταν τα πιο χαρούμενα τραγούδια που κατάφερα να σκεφτώ και να προσθέσω στην playlist. Α, ναι, και ό,τι άλλο μου ζήτησαν τα κορίτσια, οι συνταξιδιώτισσές μου – και καλά έκαναν. Εγώ θα χανόμουν σε μιζεροτράγουδα αν δεν ήταν αυτές. Ποιος θέλει να ακούει κάτι τέτοιο καθώς κατευθύνεται προς έναν καινούργιο, άγνωστο προορισμό;
Οι βοηθητικές μου μπάρες και εγώ, η μπάλα του μπόουλινγκ που προσπαθεί να μην βγει από την τροχιά της… Και κάπως έτσι, ήρθε το ξημέρωμα.
Μπα, μην προτρέχεις, ακόμη εδώ! Θα μπορούσα να είμαι ακόμα εδώ, αλλά ευτυχώς που ήταν εκεί ο Χάρης. Με παρότρυνε να κινηθώ, να προλάβω να περάσω από το σπίτι να πάρω τα πράγματά μου λίγο πριν το βούτηγμα του ήλιου και έτσι να ξεκινήσουμε σιγά σιγά για Αθήνα.
Τα κορίτσια με περίμεναν ακριβώς κάτω από το σπίτι. Μόλις χθες, είχα δει μια παρέα να παραλαμβάνει ένα φιλαράκι τους ακριβώς έξω από την Παναγία τη Δεξιά, και τώρα αυτό το φιλαράκι ήμουν εγώ.
Ας πούμε τώρα λοιπόν ότι βρίσκομαι στο αυτοκίνητο, στην εθνική οδό. Έχουμε ήδη ακούσει τρία CD, χαζεύοντας ανελέητα τα φαντασμαγορικά φορτηγά που διασχίζουν ακατάπαυστα την πελώρια τσιμεντένια θάλασσα.
Τα φορτηγά, με τις δύο ταχύτητες τους – κάποια να κυλούν αργά, σαν να διανύουν ολόκληρη την απόσταση με υπομονή, και άλλα να κατακλύζουν τον δρόμο με ταχύτητα, σχεδόν ακατανόητη, περνώντας μας με εντυπωσιακή ευκολία. Οι πίσω πόρτες τους, ζωγραφισμένες με ζωηρά χρώματα και γυναικείες φιγούρες – σαν την Jessica Rabbit ένα πράγμα, έμοιαζαν να μας χαιρετούν επιδεικτικά, σαν μια κωμική αποχαιρετιστήρια χειρονομία.
Και ξαφνικά, λέω τώρα εγώ, ξαφνικά, η εθνική οδός φαίνεται να ανοίγει μια μαγική πύλη. Όσο πλησιάζουμε στην Αθήνα, η σκηνή γύρω μας αρχίζει να αλλάζει, σαν να είμαστε σε μια ταινία που μας μεταφέρει από την τσιμεντένια πραγματικότητα σε μια άλλη διάσταση.
Η εθνική οδός γίνεται αχνή και οι ορίζοντες αρχίζουν να λιώνουν και να μετατρέπονται σε μαλακά, γαλάζια χρώματα. Η «πύλη» αυτή μοιάζει με το πρώτο βλέμμα προς το μαγευτικό τοπίο της Αμοργού: τα κρυστάλλινα νερά, οι απότομοι βράχοι και τα λευκά σπίτια που αχνοφαίνονται στο βάθος.
Ο Αριστοτέλης, με την άνεση του ντόπιου, μου έδειχνε τα κατατόπια, τα μέρη που αγαπά και συχνάζει όταν δεν θέλει να απομακρυνθεί πολύ από τη δημοτική κατασκήνωση των Καταπόλων.
Εδώ, στην κάτω πόλη, το επίνειο της Χώρας και της αρχαίας Μινώας, κάθε μέρος διαθέτει μια μυστηριακή γοητεία, υπάρχει κάτι ανεξήγητο στο φύσημα των μελτεμιών.
Κατευθυνόμαστε προς το Ξυλοκερατίδι, έναν μικρό οικισμό που πήρε το όνομά του από τα χαρουπόδεντρα της περιοχής, είναι, δεν είναι; τα χαρούπια σαν “ξύλινα κέρατα”.
Οι απότομοι βράχοι της Αμοργού, με το τραχύ ανάγλυφο, διαμορφώνουν και τον περίπατο μας. Καθώς, περπατάμε, ανηφορικά δρομάκια ξεπηδούν μπροστά μας. Ανεβαίνουν οι παλμοί, είμαι παιδί της πόλης και αυτή είναι μόλις η δεύτερη μέρα στο νησί, σιγά σιγά.
Κι όμως, το μακρόστενο σχήμα που διαθέτει σε συνδυασμό με τα βραχώματα της χαρίζουν κάτι σπάνιο: την ευκαιρία να βλέπεις τη θάλασσα από κάθε σημείο, να αισθάνεσαι πως ολόκληρο το νησί είναι ένα παρατηρητήριο του απέραντου γαλάζιου.
Σε μια από αυτές τις απόκρημνες κορυφές, εκεί όπου ο ουρανός και η θάλασσα γίνονται ένα, βρίσκεται ένα μικρό κοιμητήριο, ακριβώς δίπλα από ένα μικρό εκκλησάκι, που ατενίζει το αρχιπέλαγος. Είναι ένα σημείο που μοιάζει να στέκεται αιώνες εκεί, παρακολουθώντας αθόρυβα την πορεία των πλοίων και τη ροή του χρόνου. Από εκεί ψηλά, σκέφτομαι αυτό που πολύ εύστοχα σημειώνει ο Γιάννης Τσαρούχης ότι, αν θες να δεις τον πολιτισμό ενός τόπου, μιας πόλης ξεκίνα την επίσκεψη από τα κοιμητήρια του.
Αν με ρωτάς, μοναδικά διαμορφωμένο, οι διαφορετικές βαθμίδες ύψους είναι λες και επιτρέπουν στον κάθε τάφο να απολαμβάνει την ίδια θέα προς το αρχιπέλαγος. Είναι μια σιωπηρή και ποιοτική ισότητα που δίνει την αίσθηση ότι ανεξαρτήτως θέσης, όλοι συμμετέχουν ισότιμα σε αυτή την αιώνια συνομιλία με το γαλάζιο.
Συνεχίζοντας την περιήγηση, ξεμένω λίγο πιο πίσω από τον Αριστοτέλη. Αργό βήμα, τα πάντα σχεδόν μου κάνουν εντύπωση. Στις κολώνες της ηλεκτροδότησης, αφίσες προαναγγέλλουν δρώμενα που θα συμβούν απόψε ή τις επόμενες μέρες στο νησί. Μια πληθώρα επιλογών: funky και soul nights στον κήπο του βοτανικού, συνεδρίες yoga, κινηματογραφικές προβολές, πανηγύρια κ.ά. Ένα δείγμα παλαιάς σχολής ενημέρωσης που καθιστά το τηλέφωνο πραγματικά περιττό.
Και κάπως έτσι η ατμόσφαιρα εκπέμπει έναν αέρα αυθεντικότητας. Οι αφίσες διάσπαρτες σε όλη την περιοχή, σε επιλεγμένα σημεία όμως, προσκαλούν τους περαστικούς να έρθουν σε διάλογο μαζί με τη ζωή του νησιού.
Ο φίλος μου με φωνάζει να συνεχίσουμε, λέγοντας πως τα καλύτερα πράγματα είναι ακόμα μπροστά μας. Ξεκινάμε λοιπόν την κατάβαση από μια πετρόκτιστη σκάλα που σχηματίζει ζιγκ-ζαγκ, και καταλήγει στη θάλασσα. Το κύμα φτάνει σχεδόν στα πόδια μας καθώς προχωράμε. Το “δρομάκι” που οδηγεί προς τον Άγιο Παντελεήμονα είναι σχετικά στενό, με λίγες μόνο εξαιρέσεις όπου ο χώρος ανοίγει ελαφρώς. Εκεί ελάχιστα δέντρα προσφέρουν μια ανάσα δροσιάς κάτω από τον πελώρια ζεστό ήλιο και ευτυχώς που οι σκιές αξιοποιούνται δεόντως από επισκέπτες και ντόπιους του νησιού.
Ο Άγιος Παντελεήμονας ξεπροβάλλει στο βάθος, στέκεται εκεί, ταπεινός και επιβλητικός. Τον βλέπω από μακριά, με το ξωκλήσι να διακρίνεται καθαρά στον ορίζοντα. Γύρω του, μπόλικες θολές παρουσίες είναι συγκεντρωμένες, που αντίκρυζα ολοένα και καθαρότερα καθώς πλησίαζα.
Το παρεκκλήσι μοιάζει να αποτελεί το κέντρο ενός μικρού κόσμου, όπου οι άνθρωποι συνυπάρχουν με τη γαλήνη του τοπίου και τη θάλασσα που κυματίζει γύρω του.
Αρκετοί είναι αυτοί που βρίσκουν απολαυστική σκιά, στον προαύλιο χώρο του – ενώ οι υπόλοιποι αράζουν πάνω στους βράχους που βρίσκονται ακριβώς μπροστά και αριστερά από το εκκλησάκι. Στη θέση αυτή, μόνο ο ήλιος είναι κυρίαρχος, και οι άνθρωποι γίνονται ένα με τους βράχους.
Μου κάνει εντύπωση πως ενώ δείχνουν με το χέρι το αγαπημένο τους σημείο, τον αγαπημένο βράχο, το προσπερνούν χωρίς δεύτερη σκέψη. Λες και δίνουν τον χώρο, παραχωρούν τη θέση τους σε άλλους, με μια διακριτικότητα που φανερώνει την ανοιχτή τους στάση. Σαν να μην επαναπαύονται σε συνταγές που έχουν πετύχει, αλλά να αναζητούν πάντα κάτι νέο, κάτι διαφορετικό.
Άπλωσα την πετσέτα μου και βυθίστηκα στις σελίδες του βιβλίου, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ στις λέξεις. Όμως, καθώς το βλέμμα μου στεκόταν στις προτάσεις, συνειδητοποιούσα πως τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτό που εκτυλισσόταν μπροστά μου.
Τα βουνά σμίγουν το ένα μες το άλλο, κάπου μες τη θάλασσα, δημιουργώντας μια αρμονία που με τραβούσε μακριά από τις σελίδες, ενώ τα κύματα χτυπούν απαλά πάνω στους βράχους, προσθέτοντας έναν διαρκή, γαλήνιο ρυθμό στο τοπίο. Η αληθινή μαγεία δεν κρυβόταν στις λέξεις, αλλά στη φυσική ομορφιά που με περιέβαλλε.
Στην επιστροφή για το δημοτικό κάμπινγκ, σταματήσαμε στην “Γοργόνα”, κεντρικό σποτάκι για γρήγορο τσίμπημα στα Κατάπολα. Και κάπου εδώ οι δρόμοι μας με τον Αριστοτέλη χωρίστηκαν, συνέχισα για μια βόλτα προς την άλλη πλευρά της περιοχής.
Ανατολικά των Καταπόλων, τα μαγαζάκια κάπου ξεκινάνε να αραιώνουν σιγά σιγά και κάπως αυτή η σταδιακή μείωση είναι λες και σε προετοιμάζει για τη διαδρομή που έπεται. Κατέληξα σε έναν χωμάτινο διάδρομο, εκεί δεξιά και αριστερά φυλλωσιές. Εδώ αντίκρισα μια πύλη..
Όταν πέρασα την πέτρινη πύλη, βρέθηκα μπροστά σε κάτι που με ξάφνιασε. Η πύλη ήταν ανοιχτή, σαν να περίμενε κάποιον να την ανακαλύψει, και πίσω της αποκαλυπτόταν ένα μονοπάτι που οδηγούσε κατευθείαν προς τη θάλασσα. Εκεί, στην ακρογιαλιά, το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε κάτι παράξενο. Ένα τεράστιο κοχύλι, σχεδόν όσο ένα γυάλινο μπουκάλι μπίρας, ήταν σταθερό πάνω σε κάτι βότσαλα που δεν του επέτρεπαν να μετακινηθεί. Το έπιασα με τα χέρια μου και το τράβηξα έξω από τη θέση του.
Όμορφο, με περίτεχνα σχήματα, πραγματικό κομψοτέχνημα, και χρώματα που έπαιζαν με το φως του ήλιου. Αλλά, ομολογουμένως, ήταν αρκετά βαρύ. Απ’ ό,τι φάνηκε, δεν ήταν άδειο-υπήρχε ζωή μέσα του. Κάτι κινήθηκε αργά στο εσωτερικό του και τότε συνειδητοποίησα ότι κρατούσα στα χέρια μου ένα ζωντανό πλάσμα της θάλασσας, ένα κομμάτι αυτού του μαγευτικού κόσμου που με περιέβαλλε.
Το έβαλα προσεκτικά πίσω στη θέση του, εκεί όπου ανήκει, αφήνοντας το να ξαναβρεί τον τρόπο του ανάμεσα στα βότσαλα.
Επιστροφή στον χωμάτινο δρόμο, καθώς περπατούσα το μονοπάτι με οδήγησε σε ένα διχάλι. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρα τη δεξιά διαδρομή. Το έδαφος άρχισε να γίνεται πιο απότομο, ενώ το μονοπάτι στενεύοντας πλησίαζε επικίνδυνα την άκρη του γκρεμού.
Ξαφνικά, τα μάτια μου έπεσαν πάνω σε κάτι που δεν περίμενα. Εκεί, ανάμεσα στα βράχια και την πυκνή βλάστηση, είδα ένα άγαλμα. Ήταν η Ερατώ, η προστάτιδα της ποίησης και η μούσα της λυρικής ποίησης, αγέρωχη και γαλήνια. Το πρόσωπό της έμοιαζε να αποπνέει έναν αέρα σοφίας και έμπνευσης, σαν να περιμένει αιώνες για κάποιον που θα αναγνωρίσει την παρουσία της σε αυτό το απόμερο μονοπάτι.
Αυτή η ξαφνική συνάντηση με γείωσε άμεσα, διακόπτοντας την ονειροπόληση που με είχε κατακλύσει νωρίτερα. Η ύπαρξη αυτού του αγάλματος, άγνωστη και ανεξερεύνητη, μου φάνηκε παράξενη. Κι όμως, εκεί καθόταν, σιωπηλή, σχεδόν μυστηριώδης, σαν να κρατούσε ένα ζωντανό μυστικό για αυτόν τον τόπο. Μου φάνηκε απίστευτο πως δεν την είχα προσέξει νωρίτερα, όταν ήμουν λίγο πριν απέναντι στον Άγιο Παντελεήμονα. Ήταν σαν να με παρακολουθούσε διακριτικά;
Ίσως, αναρωτήθηκα, να απολάμβανε κι εκείνη το τοπίο, όπως κι εμείς, σιωπηλή παρατηρήτρια του κόσμου γύρω της, απολαμβάνοντας την ομορφιά και την ηρεμία του.
Ενώ ο ήλιος άρχιζε να κατεβαίνει στον ορίζοντα και το ηλιοβασίλεμα υποσχόταν να είναι μαγικό, κάτι μέσα μου ένιωθε την ανάγκη να απομακρυνθεί. Ήθελα να επιστρέψω πίσω, να αφήσω ανοιχτή την επιστροφή, σαν ένα άτυπο «εις το επανιδείν» για όλα όσα ακόμα δεν είδα από αυτό το σημείο.
Άλλωστε, ήταν μόλις η δεύτερη μέρα… και κάτι μέσα μου ήξερε ότι το νησί είχε πολλά ακόμα να αποκαλύψει.
Tο νησί, όπως και η ζωή, δεν σου αποκαλύπτει τα μυστικά του αμέσως- Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν αυτό το συναίσθημα του «ανικανοποίητου» δεν είναι απλά μια έκφραση της ανθρώπινης ψυχής, που πάντα διψάει για περισσότερα. Ίσως, τελικά, το ταξίδι δεν είναι μόνο να ανακαλύπτεις νέα μέρη, αλλά να αφήνεις και κάτι να μένει ανεξερεύνητο. Να υπάρχει πάντα κάτι που σε καλεί πίσω, που σε προκαλεί να επιστρέψεις και να ξαναζήσεις, αυτή τη φορά με νέα μάτια. Έτσι, ο προορισμός παραμένει πάντα λίγο πιο μακριά, λίγο πιο μαγικός, και το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ.