Το χρονικό μιας χειμερινής ανάβασης στις κορυφές του Ολύμπου 46 χρόνια πριν
Ο Ζαφείρης Τρόμπακας «ταξιδεύει» στον χρόνο μέσα από τα μάτια ενός 16χρονου σε μια συναρπαστική ιστορία
Λέξεις και Εικόνες: Ζαφείρης Τρόμπακας
Σαββάτο 23 Δεκεμβρίου 1978. Με το λεωφορείο θα ταξιδέψουμε στο Λιτόχωρο με ενδιάμεσο σταθμό στην Κατερίνη όπου βρέχει αρκετά έντονα. Θα φτάσουμε το βράδυ στο Λιτόχωρο και θα κοιμηθούμε στον Ξενώνα νεότητας , με πολλά γέλια και καλαμπούρια. Η ομάδα αποτελείται από τους: Δημήτρης Μπουντόλας , Ζαφείριος Τρόμπακας, Αυγουστίνος Τσιούγκας, Δημήτρης Βακαλόπουλος, Δημήτρης Αλεξίου, Γιάννης Παπακερμέζης..
Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 1978. Στις 6.05 π.μ. βρισκόμαστε στην Διασταύρωση-Γκορτσιά. Ανεβήκαμε με ταξί. Τα χιόνια τα συναντάμε λίγο πριν την Μπάρμπα. Βρίσκουμε πολύ χιόνι στις Κολοκυθιές. O Μπουντόλας μας βάζει εμάς τους νέους να ανοίγουμε βήματα, (κρατάει δυνάμεις για πιο ψηλά) δυσκολευόμαστε πολύ να προχωρήσουμε και ανοίγουμε βήματα εναλλάξ. Ο καιρός είναι μέτριος . Στην Σπηλιά Ιθακησίου, σε υψόμετρο 1.830 μέτρα όμως, βγαίνει ήλιος και μας ανεβάζει το ηθικό. Στην συνέχεια, τραβερσάρουμε πίσω από την σπηλιά και βγαίνουμε ελαφρώς περπατοαναρριχητικά στην Βρύση Αποστολίδη. Εκεί εφοδιαζόμαστε με το τελευταίο μας νερό, ενώ τις επόμενες μέρες θα πίνουμε χιόνι λειωμένο.
Στην συνέχεια, ανηφορίζουμε από ένα απότομο λούκι πάνω από την βρύση Αποστολίδη και βγαίνουμε λίγο πριν την Σπηλιά του Απόλλωνα (που εκείνη την εποχή δεν την γνωρίζαμε) στην αρχή του Αναθέματος. Ο προσανατολισμός του λουκιού αυτού είναι Νοτιοανατολικός και λόγω της μεγάλης κλίσης του δεν συγκρατεί πολύ χιόνι οπότε δεν σε ταλαιπωρεί να ανοίγεις βήματα. Στην έξοδο του λουκιού αυτού συναντάμε πολύ χιόνι που φτάνει μέχρι την μέση μας, (όπως φαίνεται και στην φωτογραφία). Πολύ κούραση για να περάσουμε πάνω από αυτά τα στηθώματα χιονιού. Έπειτα ανεβαίνουμε από Ανάθεμα, εκεί βελτιώνεται λίγο ο βαθμός δυσκολίας από πλευράς ποιότητας του χιονιού.
Όταν βγαίνουμε στο οροπέδιο της Σκούρτας, ξεκινάει η κακοκαιρία. Αέρας και ομίχλη με χιονόπτωση κατά διαστήματα, ενώ στην Σκούρτα, στα 2.460 μέτρα, ο καιρός επιδεινώνεται. Στον Λαιμό οι καιρικές συνθήκες κορυφώνονται. Εναλλάσσονται η ομίχλη, ο δυνατός αέρας και το σπυρωτό χιόνι που μας ταλαιπωρεί όλους. Έχουμε πλέον εξαντληθεί, ειδικά στα ανηφορικά καγγέλια για το πέρασμα του Γιόσου καθώς έχει πλέον σουρουπώσει, είμαστε ζαλισμένοι από την εξάντληση. Δεν έχω αισθανθεί ξανά τέτοια κούραση…
Θα τραβερσάρουμε το πέρασμα του Γιόσου στα 2.550 περίπου μέτρα και θα βγούμε από την απότομη αριστερή μεριά. Έχει ήδη νυχτώσει και περπατάμε 12 συνεχόμενες ώρες ανοίγοντας βήματα στο χιόνι. Η πλαγιά έχει μεγάλη κλίση και το χιόνι είναι δύσκολο. Κάνουμε στάσεις ενώ παράλληλα μας πιάνει φοβερή υπνηλία. Στα μικρά διαλλείματα κατά την διάρκεια της τελικής ανάβασης στο οροπέδιο των Μουσών σε υψόμετρο 2.600 μέτρων το κεφάλι και το σώμα μας γέρνει από την κούραση πάνω στις μεταλλικές επιφάνειες των ξύλινων πυολέ (ορειβατικών σκαπανών, ξύλινα εκείνη την εποχή με μεταλλική αξίνα) που τις έχουμε καρφώσει στο χιόνι για να στηριχθούμε, κλείνουν τα μάτια μας και ίσως στιγμιαία κοιμόμαστε Όμως ο Μπουντόλας μας φωνάζει «μην κοιμηθεί κανένας».. Είναι νύχτα, δεν κοιτάζουμε πίσω μας, η πλαγιά είναι πολύ απότομη, ίσως έτσι είναι καλύτερα…
Μόλις βγαίνουμε στην έξοδο της απότομης πλαγιάς και πατάμε στο παγωμένο οροπέδιο των Μουσών, το θέαμα είναι μοναδικό. Μια ασέληνη νύχτα, που όμως προβάλλει σκοτεινό και επιβλητικό το Στεφάνι (Θρόνος του Δία) μπροστά μας, ενώ επίσης διαγράφεται σαν σκιά και το καταφύγιο του Κάκαλου, τότε λέγονταν Βασιλεύς Παύλος. Είναι εκεί που θα περάσουμε τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων του 1978..
Επικρατεί απόλυτη ησυχία, ο άνεμος έχει κοπάσει. Φαινόμενο μοναδικό για το οροπέδιο των Μουσών.. Ίσως οι θεοί του Ολύμπου παρατηρούν τους άθλους μας και μας αποζημιώνουν στο τέλος της διαδρομής αυτής με αυτές τις υπέροχες συνθήκες και εικόνες. Ο ουρανός είναι γεμάτος αστέρια. Θα περπατήσουμε κάτω από το φως των αστεριών. Όλη η κούραση μας θα εξαφανιστεί απλά με μια ματιά ολόγυρα…
Περπατάμε και ακούμε τον ήχο των βημάτων μας που σπάνε την λεπτή κρούστα πάγου πάνω στο χιόνι . Τι υπέροχες στιγμές που ζούμε.. Στην ανάβαση αυτή είμαι μόνο 16 χρονών. Μετά από 35 λεπτά πορείας, φτάνουμε στο καταφύγιο του Κάκαλου στα 2.640μ. και βρίσκουμε κατεστραμμένη την κλειδαριά του. Έχουμε περπατήσει 13,5 ώρες από τις 6.05 π.μ. έως 7.30 μ.μ. Υπό το φως των αστεριών και υπό το ψύχος του οροπεδίου, ο Μπούντολας θα σφυρηλατεί την κλειδαριά με την ορειβατική του σκαπάνη. Ο μεταλλικός ήχος του σφυροκοπήματος αντιλαλεί μελωδικά σε ολόκληρο το οροπέδιο. Τελικά το καταφέρνει και μπαίνουμε ανακουφισμένοι μέσα στο καταφύγιο, η θερμοκρασία εκεί είναι -2 C. Το βράδυ δεν κοιμάμαι καλά λόγω της υπερέντασης . Προς μεγάλη μας απογοήτευση, η σόμπα δεν έχει πετρέλαιο. Ωστόσο, καταφέρνουμε να στραγγίξουμε από το βαρέλι 2 μπιτόνια, τα οποία και αξιοποιούμε για τις επόμενες μέρες.
Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 1978. Ξημερώνουν Χριστούγεννα και βγαίνω έξω από το καταφύγιο του Κάκαλου να μετρήσω την θερμοκρασία. Η μέρα είναι καταπληκτική. Το θερμόμετρο δείχνει -7 C.
Είμαι κατενθουσιασμένος με αυτή την εικόνα. Το Στεφάνι καταχιονισμένο φαντάζει μπροστά μας επιβλητικό. Το οροπέδιο απλώνεται τεράστιο μπροστά στα μάτια μου. Οι γεωμετρικές κορυφές Τούμπα και Προφήτη Ηλία ξεπροβάλουν κατάλευκες, και από πάνω το «ηλεκτρικ» γαλάζιο χρώμα του ουρανού. Θα τρέξω μέχρι την βάση της κορυφής Τούμπας από την ανείπωτη χαρά μου, και θα ζητήσω από τον φίλο μου τον Αυγουστίνο να μου βγάλει μια φωτογραφία. Η μέρα περνάει ξεκούραστα παρατηρώντας τις κορυφές και το τοπίο. Μαζεύουμε χιόνι, το βάζουμε στις μεγάλες κατσαρόλες και το λειώνουμε πάνω στην σόμπα. Το μεσημέρι η θερμοκρασία υπό ήλιο δείχνει +15 C.
Στις 4 μ.μ., ενώ εμείς κάνουμε ασκήσεις αντιμετώπισης γλιστρήματος στο χιόνι με τον Μπουντόλα, θα εμφανιστεί μία 15μελής ομάδα του ΕΟΣ Αθήνας με επικεφαλής, αν δεν με απατάει η μνήμη μου τον Γ. Χλωροκώστα . Ακόμη και αυτή η εικόνα είναι εντυπωσιακή, μέσα στο απόλυτο λευκό να ξεπροβάλουν από την άκρη του οροπεδίου κουκίδες κόκκινες, κίτρινες, μπλε (ανάλογα με τον ρουχισμό του καθ’ενός, ο οποίος στο βουνό είναι έντονος). Ο ήλιος χτυπάει πάνω τους και λαμπυρίζουν οι μύτες των μεταλλικών πυολέ στην δύση του ηλίου.
Τους παρατηρώ που περπατάνε ο ένας πίσω από τον άλλον και μας πλησιάζουν. Μια ευχάριστη συνάντηση. Θα ανταλλάξουμε χαιρετισμούς. Θα κατευθυνθούν στην συνέχεια στο καταφύγιο του Αποστολίδη.
Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 1978. Το πρωί απλώνεται ομίχλη, η θερμοκρασία είναι -2 C. Χιονίζει κατά διαστήματα όλη μέρα. Ξεκινούν για Μύτικα οι Μπουντόλας , Αυγουστίνος, Βακαλόπουλος και κάποιοι Αθηναίοι. Οι 2 Θεσσαλονικείς Αυγουστίνος και Βακαλόπουλος υποχωρούν λόγω του καιρού. Οι Μπουντόλας , Αλεξίου, κάποιος Αθηναίος Αντωνιάδης και ακόμη 1 σχοινοσυντροφιά Αθηναίων ανεβαίνουν στον Μύτικα. Μέσα στο καταφύγιο, έχουμε κάποιο πρόβλημα με την θερμάστρα. Η θερμοκρασία είναι +2 C. Τελικά η θερμάστρα λειτουργεί και κοιμόμαστε καλά το βράδυ.
Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 1978. Το πρωί ο καιρός είναι καταπληκτικός, με θερμοκρασία -5 C και ξεκινάμε να διασχίσουμε τα καταχιονισμένα Ζωνάρια. Ενώ είμαστε στην μέση της διαδρομής, μας περιμένει μια αναπάντεχη έκπληξη. Από το οροπέδιο των Μουσών θα περάσουν 2 μαχητικά Α7 της Πολεμικής Αεροπορίας και θα διαταράξουν την ησυχία του βουνού. Εμφανίζονται με πορεία βόρεια , «αγγίζουν» σχεδόν το καταφύγιο του Κάκαλου.
Μια φανταστική εικόνα πάνω από το κατάλευκο πλατό του οροπεδίου των Μουσών. Να αντικρίζεις αυτά τα αεροσκάφη, ελάχιστα μέτρα πάνω από το χιονισμένο οροπέδιο, δημιουργώντας εντυπωσιακές αντιθέσεις μεταξύ του καταγάλανου ουρανού και της αστραφτερής αντανάκλασης του αεροσκάφους πάνω στο κατάλευκο χιόνι, ενώ παράλληλα ο χαρακτηριστικός θόρυβος του κινητήρα τους θα δονεί τον θώρακα μας…
Τα αεροσκάφη θα πετάξουν πίσω στα Καζάνια διαγράφοντας έναν κύκλο γύρω από τις κορυφές του Ολύμπου και θα ξαναγυρίσουν. Αυτή την φορά θα έρθουν ακόμη πιο κοντά σε εμάς, θα πετάνε λίγα μέτρα πάνω από το κατάλευκο οροπέδιο ενώ εμείς απολαμβάνουμε την εικόνα. Ο Μπουντόλας όμως θα βρίζει, είναι νωπές ακόμα οι μνήμες του ατυχήματος του 1976, 2 χρόνια πριν, όπου 6 ορειβάτες έχασαν την ζωή τους από χιονοστιβάδα στο σημείο που βρισκόμαστε εμείς. Και ίσως αυτός ο ισχυρός θόρυβος να προκαλέσει άλλη χιονοστιβάδα. Εξ’ άλλου το χιόνι είναι πολύ. Στην τελευταία τους διέλευση, θα δούμε ακόμα και τα πρόσωπα των πιλότων, την έκφραση τους. Μας κοιτάζουν με θαυμασμό. Βλέπουν 20 ορειβάτες, με έντονους χρωματισμούς, να κινούνται σε ένα χιονισμένο κεκλιμένο τοίχωμα, τα γνωστά Ζωνάρια, στην βάση του θρόνου του Δία…
Θαρρώ πώς εκείνη την στιγμή, οι πιλότοι θα ήθελαν να ήταν μαζί μας, θα ήθελαν και οι ίδιοι να ήταν ορειβάτες. Να ζήσουν την κατάκτηση της κορυφής. Σε λίγη ώρα θα τελείωνε η μαγευτική τους πτήση, τι κρίμα.. Αλλά για εμάς η στιγμή αυτή θα διαρκέσει ώρες, δημιουργώντας γοητευτικές εικόνες και συναισθήματα, που μόνο η χειμερινή ανάβαση στις κορυφές του Ολύμπου μπορεί να σου προσφέρει απλόχερα..
Φυσάει κατά διαστήματα και κλείνουν τα βήματα που ανοίγουμε στα Ζωνάρια. Με τον Παπακερμέζη επιστρέφουμε στο καταφύγιο του Αποστολίδη, αφού σχεδόν έχουμε διασχίσει τα Ζωνάρια. Ο αέρας δυναμώνει και έχει σχηματίσει βουναλάκια από χιόνι. Η ομάδα του Χλωροκώστα θα δεχτεί μια μικρή χιονοστιβάδα στα ριζά του λουκιού του Μύτικα, αλλά θα συνεχίσουν και θα βγούνε Μύτικα..
Μόλις επιστρέφει η πρώτη ομάδα από τις κορυφές, πέφτει μια πλάκα χιονιού στην πλαγιά της Τούμπας και καλύπτει έναν από την σχοινοσυντροφιά μέχρι το στήθος, τον οποίο τρέχουμε αμέσως να βοηθήσουμε να βγει. Θα δυσκολευτούμε καθώς το χιόνι είναι πολύ αφράτο και φυσάει πολύ ισχυρός αέρας, ο οποίος δημιουργεί γρήγορα ανεμοσούρια μεγάλα. Μετά από μισή ώρα έρχεται η δεύτερη σχοινοσυντροφιά. Έχει φύγει μια πλάκα χιονιού και παρασέρνει ακόμη έναν ορειβάτη στην πλαγιά της Τούμπας για 6 μέτρα. Το απόγευμα επιστρέφουν από τις κορυφές οι Αλεξίου, Βακαλόπουλος και Τσιούγκας. Ο Μπουντόλας έρχεται αργότερα. Συναντιόμαστε στο καταφύγιο του Αποστολίδη.
Στην συνέχεια, ξεκινάμε να πάμε από το καταφύγιο Αποστολίδη στο Καταφύγιο Κάκαλου αλλά αντιλαμβανόμαστε ότι η κλίση είναι πολύ μεγάλη. Το πρωί που είχαμε ανέβει δεν ήταν έτσι. Όταν φτάνουμε στον Κάκαλο αντικρίζουμε το τοπίο. Η φορτωμένη από χιόνι πλαγιά έχει πέσει και έχει σπάσει το χιόνι σε μεγάλα πλάκες. Ήταν χιονοστιβάδα αλλά ευτυχώς όχι τόσο επικίνδυνη. Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 1978. Ο καιρός το πρωί είναι καλός αλλά ο πολύ δυνατός άνεμος παρασέρνει τα πάντα. Στο πέρασμα του Γιόσου, ο άνεμος θα κορυφωθεί. Θα μας ασφαλίσει ο Μπουντόλας και θα κατέβουμε με σχοινί το παγωμένο βραχώδες πέρασμα. Κατεβαίνω πρώτος και στην προσπάθεια μου να τακτοποιήσω την προσωπίδα μου, ο αέρας μου παίρνει το ένα μου γάντι και χάνεται στον γκρεμό. Κατεβαίνει μετά ο Γιάννης και οι υπόλοιποι, ο Μπουντόλας τελευταίος.
Περνάμε τον Λαιμό με προσοχή και στην συνέχεια την Σκούρτα αλλά στο Ανάθεμα μας περιμένει ακόμη μια έκπληξη. Μόλις μπαίνουμε στο Ανάθεμα με πρώτο τον Μπουντόλα φεύγει όλη η πλαγιά που πατάμε. Σκίζεται 40 μέτρα μήκος και πάχος μισό μέτρο. Ακούγεται ένα σχίσιμο και μετά ένα «παφ» και σπάει η πλαγιά.
Ο Μπουντόλας είναι χαμηλότερα από εμένα και παρασύρεται από την χιονοστιβάδα. Αντιδράει όμως άμεσα. Καθώς γλιστράει στην πλαγιά πάνω σε αυτό το «χαλί» του μισού μέτρου, στρέφει το σώμα του και καρφώνει το πυολέ προς τα πάνω για να σταματήσει την πτώση του. Έτσι καταφέρνει να κόψει και να σπάσει την πλάκα χιονιού που τον παρέσερνε και μένει εκεί καθώς είμαστε και οι δύο στο ξεκίνημα της χιονοστιβάδας. Εγώ ολισθαίνω λίγο και είναι σαν τα πόδια μου να βρίσκονται μέσα σε μία γλάστρα ενός μέτρου μήκους και βάθους άλλο μισό μέτρο. Για καλή μου τύχη, η πλάκα που πατάω είναι η τελευταία οπότε με κάποιες βίαιες κινήσεις του σώματος μου ακινητοποιούμαι. Η υπόλοιπη πλαγιά χιονιού τσουλάει θεαματικά προς τα κάτω σπάζοντας σε πολλά κομμάτια τα οποία συγκρούονται πάνω στα υπεραιωνόβια ρόμπολα.. Από εκεί και κάτω δεν συναντάμε καμία άλλη δυσκολία, μόνο χιόνι πολύ. Φτάνουμε στον δρόμο και στην συνέχεια πεζοπορικά στο καταφύγιο Σταυρού, που σήμερα ονομάζεται Δημήτρης Μπουντόλας, και από εκεί από το μονοπάτι καταλήγουμε στο Λιτόχωρο. Κάναμε 6,5 ώρες από το καταφύγιο Κάκαλου να κατέβουμε στο Λιτόχωρο με τα πόδια..
Οι αναβάσεις εκείνη την εποχή γίνονταν με άλλα μέσα, όπως ξύλινα πυολέ, μεταλλικό ήταν μόνο το πάνω μέρος του πυολέ. Από πλευράς ενδυμασίας, ο ρουχισμός ήταν μάλλινος ενώ τα αδιάβροχα από κορντούρες, νάιλον και καραβόπανο. Δεν υπήρχαν οι σημερινές μεμβράνες, τα goretex και τα διαφόρων ειδών συνθετικά μπουφάν που είναι πολύ ελαφριά και διευκολύνουν τον ορειβάτη. Οι πουπουλένιες βέστες υπήρχαν μόνο στην αγορά του εξωτερικού.
Κάνοντας αυτή την αναδρομή στο ιστορικό της ανάβασης στον Όλυμπο τον Δεκέμβριο του 1978 και διορθώνοντας συντακτικά το ημερολόγιο μου, ανακαλύπτω τις αιτίες που με οδήγησαν να δεθώ και να ασχοληθώ τόσο ενεργά με το βουνό. Οι στιγμές που βίωσα σε αυτή την ανάβαση 45 χρόνια πριν συνέδεσαν αδιάρρηκτα την ζωή μου με την ανάγκη μου για παρατήρηση , έρευνα, περιπέτεια και έντονα συναισθήματα. Πέραν της περιγραφής μιας χειμερινής ανάβασης στον Όλυμπο με τόσες αντιξοότητες και τα περιορισμένα μέσα εκείνης της εποχής, φιλοδοξώ να μεταφέρω στους αναγνώστες την ομορφιά του βουνού και τα έντονα συναισθήματα που απορρέουν από την προσπάθεια κατάκτησης των κορυφών.
Στα πλαίσια της Φυσικής, η επίδραση της βαρύτητας καμπυλώνει τον χώρο και το χρόνο. Στο φάσμα των συναισθημάτων, οι έντονες στιγμές που έχει ζήσει ο άνθρωπος μπορούν και συστέλλουν τον χρόνο. Φέρνουν άμεσα το απώτατο μας παρελθόν στο παρόν, ενώνουν τις στιγμές του τότε με το τώρα.. Ο άνθρωπος το συνειδητοποιεί όταν ανακαλεί στην μνήμη του έντονες στιγμές που έχει βιώσει… Είναι σαν να έγιναν πριν λίγο. Η ανάκληση τους είναι τόσο έντονη και όμορφη και δεν ξεθωριάζουν από την μνήμη όσα χρόνια και αν περάσουν.
Ίσως ένα από τα προνόμια του να είσαι ορειβάτης είναι να καταφέρνεις να κάνεις τις δυναμικές στιγμές του παρελθόντος αιώνιες…
*O Ζαφείρης Τρόμπακας είναι διασώστης στην Ελληνική Ομάδα Διάσωσης