Ένας ποταμός κυλά εδώ και αιώνες σε μια μαγευτική τοποθεσία λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη
Να μια ευκαιρία να ανακαλύψεις μέρη τα οποία βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από την πόλη και ενδεχομένως να μην γνώριζες καν την ύπαρξή τους
Εάν δε θέλεις και αυτό το καλοκαίρι να σε βρει κολλημένο σε μία ξαπλώστρα με το κινητό στο χέρι, τότε είναι η ευκαιρία για να ανακαλύψεις μέρη τα οποία βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από την πόλη και ενδεχομένως να μην γνώριζες καν την ύπαρξή τους.
Ένα από αυτά είναι και ο Ρήχειος ποταμός, ο οποίος σε συνδυασμό με τα Μακεδονικά Τέμπη, δημιουργούν ένα μαγευτικό τοπίο σε απόσταση μόλις 65 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη.
Ο Ρήχειος είναι ένας από τους παλαιότερους ποταμούς της Ελλάδας, καλύπτοντας έκταση μόλις 8χλμ. Έχει σημείο εκκίνησης τη λίμνη Βόλβη και ρέει όλη την απόσταση μέχρι τον Στρυμονικό Κόλπο. Στην πραγματικότητα ο Ρήχειος είναι ο δίαυλος επικοινωνίας τους.
Ο ποταμός πέρα από την επικοινωνία ανάμεσα στη λίμνη Βόλβη με το Στρυμονικό κόλπο έχει δικές του πηγές καθώς και εισροές από μικρότερα ρέματα. Στην διαδρομή του προς τη θάλασσα, διαρρέει την κοιλάδα μεταξύ του όρους Χολομώντα και των Κερδυλίων σχηματίζοντας τα Στενά της Ρεντίνας ή Μακεδονικά Τέμπη. Το πλατανόδασος της κοιλάδας φιλοξενεί μεγάλο αριθμό φυτών και ζώων, ενώ η περιοχή προστατεύεται από τη διεθνή συνθήκη Ραμσάρ.
Μία σημαντική σεισμική δραστηριότητα δημιούργησε ένα πέρασμα που άδειαζε το περίσσευμα του νερού της Μυγδονίας στον Στρυμονικό κόλπο.
Μπορεί να φαίνεται περίεργο στα μάτια των επισκεπτών του Ρήχειου, λόγω του μικρού μήκους και του βάθους του. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι πριν από μερικά χρόνια ο ποταμός χαρακτηριζόταν από πλούσια ιχθυοπανίδα. Χαρακτηριστικό είναι ότι κοντά στη Ρεντίνα, ήταν ένα μέρος όπου αλιεύονταν χέλια που ταξίδευαν μεταξύ της θάλασσας και της λίμνης. Σήμερα ο ποταμός υδροδοτείται και από υπόγειες πηγές.
Τα Στενά της Ρεντίνας ή Μακεδονικά Τέμπη
Και όμως η Θεσσαλονίκη έχει και αυτή τα δικά της… Τέμπη.
Πρόκειται για τα Στενά της Ρεντίνας ή Μακεδονικά Τέμπη, σε κάποιους γνωστή η περιοχή και ως Κοιλάδα των κλεφτών, εξαιτίας της σημασίας του περάσματος κατά την αρχαία αλλά και βυζαντινή περίοδο.
Είναι η περιοχή ανάμεσα στα όρη του Χολομώντα και των Κερδυλίων. Αποτελεί μια κοιλάδα που ξεκινά από τα δυτικά και το χωριό Ρεντίνα, κοντά στη λίμνη Βόλβη και καταλήγει στον Στρυμονικό κόλπο.
Στα στενά της Ρεντίνας, τον αρχαίο “Αυλώνα”, βρισκόταν ένας ρωμαϊκός σταθμός της Εγνατίας οδού, ο οποίος ονομαζόταν “mutatio Peripidis” (=Euripidis) και όφειλε το όνομά του στον τάφο του Ευριπίδη, ο οποίος είχε θαφτεί εδώ, όπου κατασπαράχτηκε από σκυλιά. Το όνομα του σταθμού πιθανόν να διασώθηκε, ομολογουμένως πολύ παραφθαρμένο, στο νεότερο τοπωνύμιο “Ρεντίνα”. Από τους σύγχρονους ερευνητές άλλοι τοποθετούν τον σταθμό στην είσοδο (δυτική) και άλλοι στην έξοδο (ανατολική) των στενών. Πιθανότερη όμως φαίνεται η πρώτη άποψη, η οποία συμφωνεί και με την απόσταση των δέκα ρωμαϊκών μιλίων (14,5 χλμ,) – που δίνουν τα ρωμαϊκά Οδοιπορικά – από τον επόμενο σταθμό Pennana που τα ερείπιά του σώζονται κοντά στην Ασπροβάλτα.
Επομένως, ο σταθμός θα βρισκόταν κοντά στον σημερινό οικισμό Ρεντίνα, όπου υπήρχε παλιότερα το τουρκικό χάνι “Roumeli Bogasi-Khan”, και θα είχε σχέση με το ομώνυμο βυζαντινό κάστρο.
Τα στενά της Ρεντίνας είναι σημαντικός βιότοπος για τα αρπακτικά πουλιά και σταθμός για τα μεταναστευτικά είδη πουλιών. Σε λόφο των στενών υπάρχει το βυζαντινό Κάστρο της Ρεντίνας ενώ στην είσοδο των στενών βρίσκεται ο ιστορικός μεταβυζαντινός ναός της Αγίας Μαρίνας.
Το Βυζαντινό Κάστρο της Ρεντίνας
Ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους έξω από την πόλη της Θεσσαλονίκης, είναι το Βυζαντινό Κάστρο της Ρεντίνας.
Πρόκειται για μία τοποθεσία η οποία κατοικούνταν από τη Νεολιθική εποχή και είναι απορίας άξιον το γεγονός πως, υπάρχουν ανθρώπινα λείψανα μέσα σε πλαστικές σακούλες και καφάσια παρατημένα, μέσα στο κατεστραμμένο σπιτάκι στην είσοδο του κάστρου.
Ένας εξαιρετικά σημαντικός χώρος του παρελθόντος, ο οποίος σε καμία περίπτωση δε απολαμβάνει, τόσο την εμπορική τουριστική προσοχή, όσο και την φροντίδα του χώρου που του αξίζει.
Το κάστρο της Ρεντίνας δεσπόζει σε κορυφή λόφου, στην είσοδο των κατάφυτων στενών της Ρεντίνας ή “μακεδονικών Τεμπών” (40°39’22″Ν – 23°37’22″Ε)
Έλεγχε την πορεία της Εγνατίας οδού μέσω της κοιλάδας του Ρήχειου ποταμού και συνεπώς την κίνηση εμπορευμάτων και στρατευμάτων μεταξύ Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης. Ο χώρος έχει ανασκαφεί και αναστηλωθεί μερικώς.
Ιστορία
Ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στο λόφο μαρτυρούνται από ευρήματα της νεολιθικής ακόμη εποχής. Η κατοίκηση συνεχίζεται αδιάλειπτα ως την ύστερη αρχαιότητα. Τότε, και συγκεκριμένα περί το 450 μ.Χ πραγματοποιείται η πρώτη οχύρωση.Είναι σχεδόν βέβαιο πως σε αυτό συνετέλεσε η εποίκηση από κατοίκους της Αρέθουσας, μεγάλης αρχαίας πόλης της περιοχής η οποία καταστράφηκε μετά από διαδοχικές βαρβαρικές επιδρομές (Γότθοι 254,258,267,269 μ.Χ, Βησιγότθοι 380, Έρουλοι 475,479 μ.Χ).
Αργότερα, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565) ενισχύει τις οχυρώσεις και επανιδρύει το κάστρο- πρόκειται για το φρούριο Αρτεμίσιον που αναφέρει ο Προκόπιος.
Από το 570 οι Σλάβοι διασχίζουν το Δούναβη προς νότον και καθ’όλη τη διάρκεια του 7ου αιώνα, δεν αρκούνται πλέον σε επιδρομές, αλλά εγκαθίστανται σε μεγάλες ομάδες στην ερημωμένη ύπαιθρο.
Δημιουργούν νησίδες πληθυσμού, τις Σκλαβηνίες οι οποίες έχουν δική τους οργάνωση και ηγεσία. Tην κοιλάδα του Ρήχιου επικοίζει το βαρβαρικό φύλο των Ρηγχίνων, οι οποίοι όμως πιθανότατα ήταν βλάχικης καταγωγής και συμπαρασύρθηκαν από την κάθοδο των Σλάβων, καθώς αναφέρονται επανειλημμένα και ως “Βλαχορηγχίνοι”.
Επόμενος σταθμός στην ιστορία της Ρεντίνας, ο οποίος φανερώνει και την ουσιαστική καμπή στη ζωή του κάστρου, είναι η ανακήρυξή της σε έδρα επισκοπής περί το 900 (σύμφωνα με τη Νεαρά ΧVI του Λέοντος Σοφού (886-907)). Ο επίσκοπος Λητής ονομάζεται πλέον “Λητής και Ρεντίνης” και εγκαθίσταται στη Ρεντίνα, καθώς η Λητή έχει παρακμάσει και εγκαταληφθεί μετά τις επιδρομές και τις επακόλουθες μετακινήσεις πληθυσμών.
Κατά το 10ο αιώνα τα τείχη επισκευάζονται, πύργοι επανακτίζονται εκ βάθρων, δημιουργείται το υπόσκαφο κλιμακοστάσιο και ανοικοδομείται ο κύριος όγκος των κατοικιών και των δημοσίων κτιρίων.
Το κάστρο ακολουθεί την ιστορική πορεία της Μακεδονίας κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο.
Το 1204 καταλαμβάνεται από τους Φράγκους σταυροφόρους ιππότες και θα αποτελέσει ένα από τα δυναμάρια του φράγκικου Βασιλείου της Θεσσαλονίκης ως πριν το 1224, οπότε και περνά στα χέρια του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Μετά τη μάχη της Κλοκοτίνιτζας (1230) ο γιος του Θεόδωρου, Ιωάννης Δούκας Κομνηνός ανακηρύσσει εαυτόν δεσπότη Θεσσαλονίκης. Η φρουρά του θα εγκαταλείψει τη Ρεντίνα, μόλις πληροφορηθεί πως καταφθάνει στην περιοχή μεγάλο εκστρατευτικό σώμα της Νίκαιας με επικεφαλής τον αυτοκράτορα Ιωάννη Βατάτζη.[3]
Ο Βατάτζης εισήλθε στο κάστρο και διανυκτέρευσε εκεί (1242). Χρυσό νόμισμά του που βρέθηκε εσωτερικά της πύλης εισόδου, ίσως προέρχεται από την ιστορική εκείνη διανυκτέρευση.
Ακριβώς έναν αιώνα αργότερα (1342), κατά το δεύτερο βυζαντινό εμφύλιο, το φρούριο καταλαμβάνει ο Ιωάννης Καντακουζηνός και εγκαθιστά φρουρά. Ακολούθως εκπολιορκεί το κάστρο ο Συργής, κεφαλή των Σερρών, συλλαμβάνει αιχμαλώτους τους στρατιώτες και τους άρχοντες του κάστρου που συνεργάστηκαν με τον Καντακουζηνό, τους φυλακίζει και τους βασανίζει.
Κατά την παλαιολόγεια περίοδο ο οικισμός γνωρίζει ανάπτυξη, χτίζονται και επισκευάζονται οχυρώσεις, καθώς και ο μικρός ναός με τρούλο, ερείπια του οποίου σώζονται σήμερα.
Το κάστρο αποτελεί πλέον, εκτός από έδρα επισκοπής και έδρα κατεπανικίου (Κατεπανίκιον Ρεντίνας) και αναφέρεται συχνά στα αρχεία των αγιορείτικων μονών.(13ος-14ος αι.)
Η Ρεντίνα πέφτει διαδοχικά στους Σέρβους (π.1345), στους Έλληνες (1371), στους Τούρκους (1383), ξανά στους Έλληνες(1402) και οριστικά στους Οθωμανούς (πριν το 1423).
Με την τελική κατάκτηση από τους Τούρκους αρχίζει η παρακμή του κάστρου που θα οδηγήσει στην οριστική εγκατάλειψη του. Στην περιοχή εγκαθίστανται Γιουρούκοι νομάδες και το διοικητικό κέντρο μετατοπίζεται στο Μπεσίκι (σημ.Βόλβη). Λίγα νομίσματα του 16ου αιώνα υποδηλώνουν ένδειξη κατοίκησης, το 17ο αιώνα όμως, είναι σίγουρο πως πυκνή βλάστηση έχει καταλάβει ως τελευταίος κατακτητής το κάστρο.
Το κάστρο
Ο οικισμός περιβάλλεται από εξωτερικό τείχος το οποίο ενισχύεται με πύργους ή προβόλους.
Ήταν καλά αρμολογημένο και επιχρισμένο με λευκό κονίαμα, κάτι που προσέδιδε λευκωπή όψη στο κάστρο. Ένα δίδυμο τείχος των παλαιολόγειων χρόνων διαχωρίζει εγκάρσια την οχυρωμένη έκταση σε δύο τμήματα. Στην κορυφή του λόφου βρίσκεται η τειχισμένη ακρόπολη και στο υψηλότερο σημείο της τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική του 10ου αιώνα χτισμένη πάνω σε κινστέρνα. Αυτός ήταν ο επισκοπικός ναός.
Στα Α δεσπόζει ο μικρός τρουλλαίος παλαιολόγειος ναός σε σχήμα σταυρού. Σπαράγματα τοιχογραφιών μαρτυρούν πως είχε ιστορηθεί.
Ένας τρίτος ναός εντοπίστηκε ΝΔ κοντά στην κεντρική πύλη με προσκτίσματα και νεκροταφείο.
Τέσσερις κινστέρνες εξασφάλιζαν την υδροδότηση του οικισμού. Επιπλέον σε περίοδο πολιορκίας, το σκοπό αυτό εξυπηρετούσε συγκρότημα αιθουσών στους πρόποδες επί του ποταμού, το οποίο συνδεόταν με υπόσκαφη μυστική κλιμακωτή σήραγγα με το κάστρο.
Το μεγαλύτερο μέρος των κατοικιών και των εργαστηρίων χτίστηκε κατά το 10ο αιώνα και βρίσκεται στο ΝΔ τμήμα. Τα σπίτια είναι απλά και συχνά μονόχωρα.
Από τις ανασκαφές που διενεργήθηκαν υπό τον καθηγητή Μουτσόπουλο, ήρθαν στο φως πλήθος ευρημάτων τα οποία φωτίζουν την καθημερινή ζωή και την ιστορία της περιοχής και των βυζαντινών οχυρωμένων οικισμών της περιόδου γενικότερα.
Μέρος των ευρημάτων εκτίθεται στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, στην μόνιμη έκθεση “το βυζαντινό Κάστρο”.
*με πληροφορίες
- Ν.Κ.Μουτσόπουλος, Ρεντίνα Ι, ΤΕΕ, Αθήνα 2001
- Ν.Κ Μουτσόπουλος, Ρεντίνα ΙΙ, ΤΕΕ, Αθήνα 2001
- Hammond,A History of Macedonia, Οxford Un.Pr.,Oxford 1989
- Ιωάννης Καντακουζηνός,Ιστορία
- Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή ιστορία
- Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Διήγησις
- kastra.eu
- foreaskv.gr
- strymonikos.net