Η Φοινικούντα της Ανδριάνας Μπάμπαλη
Του Κωστή Ζαφειράκη Η Ανδριάνα Μπάμπαλη τραγουδάει στον Κωστή Ζαφειράκη το πιο τρυφερό καλοκαιρινό της τραγούδι, βγαλμένο μέσα από ξυπόλητες μνήμες και απίθανα μακροβούτια, σ’ ένα χωριό που το λένε και «Ταβέρνα». Αγαπημένο μέρος που μου έρχεται πρώτο στο μυαλό είναι η Φοινικούντα Μεσσηνίας. Παραθαλάσσιο χωριό που συμβολίζει τα ευτυχισμένα και ξένιαστα παιδικά μου χρόνια, […]
Του Κωστή Ζαφειράκη
Η Ανδριάνα Μπάμπαλη τραγουδάει στον Κωστή Ζαφειράκη το πιο τρυφερό καλοκαιρινό της τραγούδι, βγαλμένο μέσα από ξυπόλητες μνήμες και απίθανα μακροβούτια, σ’ ένα χωριό που το λένε και «Ταβέρνα».
Αγαπημένο μέρος που μου έρχεται πρώτο στο μυαλό είναι η Φοινικούντα Μεσσηνίας. Παραθαλάσσιο χωριό που συμβολίζει τα ευτυχισμένα και ξένιαστα παιδικά μου χρόνια, αλλά και την ανήσυχη και άτακτη εφηβεία μου.
Παλιότερα χρειαζόσουν 7 με 8 ώρες να φτάσεις, από έναν δρόμο γεμάτο στροφές, και τρομερά μποτιλιαρίσματα, με τον πατέρα μου να σιχτιρίζει που ξεκινήσαμε στις 7παρά το πρωί κι όχι στις 5.30, όπως το είχε σχεδιάσει… Μετά την Mεγαλόπολη κάθε στροφή ήταν και μια έκπληξη, μια αποκάλυψη μιας όμορφης εικόνας, της θάλασσας, των χωριών και των χωραφιών με τα αμπέλια. Εγώ έβγαζα το κεφάλι απ ‘το παράθυρο για να ανεμίζει το μαλλί σαν τη Βουγιουκλάκη, και μάλλον είμαι τυχερή που το έχω ακόμα..
Μέναμε στο πατρικό της μητέρας μου, κάθε καλοκαίρι 5 οικογένειες (15 άτομα μέσο όρο). Κάθε οικογένεια είχε ένα δωμάτιο, μικρό μην φανταστείς το Downton abbey κι ένα μπάνιο για όλους ή λάστιχο και σκάφη πιο παλιά (την πρόλαβα..). Ποτέ δεν θυμάμαι φασαρίες μαλώματα και γκρίνιες. Τίποτα δεν με ενοχλούσε . Όταν μεγαλώσαμε λίγο κοιμόμασταν τα παιδιά σε 1 δωμάτιο, 7-8 άτομα και γινόταν το σώσε με την καλή έννοια.
Έβγαζα τα παπούτσια μου με το που φτάναμε, γύρω στα μέσα Ιούνη και τα ξαναφορούσα το Σεπτέμβρη που φεύγαμε. Τα πέλματα μου στα τέλη του καλοκαιριού δεν τα διαπερνούσε τίποτα…Νόμιζα επίσης, όταν ήμουν μικρή φυσικά, πως είχα την ικανότητα να ζω κάτω απ’ το νερό σαν τα ψάρια, αλλά δεν το έκανα από επιλογή. Ακόμα αγαπώ τη θάλασσα και νιώθω ασφαλής και ήρεμη όταν είμαι κοντά της. Μου αρέσει πάντα, ακόμα και τώρα η εικόνα του χωριού από την αυλή του παλιού σχολείου, στον λόφο στη άκρη της παραλίας. Ανεβαίνω κάθε φορά που πάω και κάθομαι για λίγο. Επίσης το νεκροταφείο, όσο μακάβριο κι αν ακούγεται είναι highlight και να πάτε, μην το φοβηθείτε, διότι “τούτη γη που την πατούμε…”κλπ.
Το σήμα κατατεθέν νομίζω πως είναι η ονομασία απ’ τους ντόπιους του χωριού ως “Ταβέρνα”. Παλιά υπήρχε μια ταβέρνα η μοναδική στα γύρω μέρη και όλοι κατέβαιναν για να την επισκεφτούν . Από το πολύ “Πάμε στην ταβέρνα”, ονομάστηκε το χωριό ταβέρνα.
Το μεγαλύτερο ατού, κάποτε ήταν η ησυχία και η παρθένα ομορφιά. Τώρα πρέπει να πας παραέξω για να τα έχεις. Αν όμως θες τη θάλασσα, τις ταβέρνες και το δωμάτιο ( ή τη σκηνή σου) σε ακτίνα 20 μέτρων μπορείς να τα έχεις.. Δυστυχώς οι μασκότ του χωριού όπως τις ξέραμε έχουν φύγει απ’ τη ζωή.
Φυσικά εκτός απ’ την παραλία του χωριού θα πάτε για μπάνιο στον Ανεμόμυλο, όπου η παραλία είναι τόσο μεγάλη (κάτι χιλιόμετρα) που αλλάζει όνομα όσο προχωράς. Το Μαράθι είναι αριστούργημα, με πολύ δύσκολη πρόσβαση, αλλά έχει τα καθαρότερα νερά που έχεις δει. Έχει χελώνες, πρέπει να κάνεις ησυχία, και να μαζέψεις τα σκουπίδια και τις σακούλες απ΄ τα σάντουιτς και τους φρέντους, αλλιώς να μην σώσεις και πας. Το Καντούνι επίσης έχει μονοπάτι και είναι αριστούργημα, με μια ομορφιά άγρια. Για ζεύγη όχι οικογένειες. Εκδρομή πιο μακρινή στην Βοιδοκιλιά, αλλά και στο Μυλοπόταμο με τους τρομερούς καταρράκτες για μπάνιο. Το απογευματάκι στη Μεθώνη βόλτα στο κάστρο που είναι λέει το μεγαλύτερο της Ευρώπης και φαγητό στην Κληματαριά που δεν παίζεται. Να πάτε στον Παπαγάλο στη Λαχανάδα, για γουρουνόπουλο στα ξύλα, να γλύφεις τα δάχτυλα σου. Στο Παλαμίδι για ωραία μαγειρευτά αλλά και ψάρι που δεν έχεις ξαναφάει ωραιότερο (κατόπιν συνεννόησης). Και στο «Έλενα» και για τη θέα, αλλά και για καλό φαγητό.
Η Φοινικούντα είναι αρχαία ιστορική τοποθεσία. Υποστηρίζεται ότι ιδρύθηκε από τους Φοίνικες που αποίκησαν τα παράλια της Πελοποννήσου στο σημείο αυτό. Τη μνημονεύει ο Παυσανίας ως λιμάνι μετά το ακρωτήριο του Ακρίτα με το όνομα ο «Φοινικούς Λιμήν».
Υποτίθεται πως ένα γερμανικό καράβι που μετέφερε μεταξύ άλλων, κοσμήματα και λίρες Εβραϊκών οικογενειών βυθίστηκε στα ανοιχτά του χωριού. Όλοι έψαχναν να βρουν τις λίρες αλλά τίποτα..
Οι ντόπιοι έχουν άλλους ρυθμούς το καλοκαίρι. Εμείς είμαστε αραχτοί κι αυτοί τρέχουν, όπως σε όλα τα τουριστικά μέρη. Το μεσημέρι πάντως όλα ησυχάζουν. Πέφτω κι εγώ για μεσημεριανή σιέστα παρόλο που δεν το συνηθίζω γενικά.
Υπήρχε ένα μπαράκι, το «Θέασις» που έχει περάσει στην ιστορία. Εκεί περνούσαμε τα βράδια, ως το πρωί … Όταν είχε πολύ κόσμο παίρναμε και καμιά παραγγελία, σερβίραμε, να βοηθήσουμε τον φίλο μας τον Δημήτρη , και πίναμε και τα ποτάκια μας, με το αζημιώτο δηλαδή… Έχει ωραίο ντόπιο μέλι που σας το συστήνω ανεπιφύλακτα.
Να πας γιατί στο λέω εγώ! Χαχ.. .είναι όμορφα, και υπάρχει η παλιά αίσθηση της οικειότητας και του χωριού. Αν πας δηλαδή κανά δυο φορές σε θυμούνται όλοι και νιώθεις πως είσαι “στο χωριό σου”. Να αράξεις να πιεις το καφεδάκι σου στο “Αλμυρίκι”, που το έχουν τα ξαδέρφια μου και στα υπόλοιπα όμορφα παραθαλάσσια μαγαζιά με τις καλές τιμές.
Παρόλο που η ανάπτυξη είναι η λέξη της εποχής, εγώ προτιμώ το απομακρυσμένο, χωρίς υποδομές, φτωχό χωριό του ‘80 που μεγάλωσα. Αλλά αυτό πάλι είναι δική μου τρέλα..
Ταξίδι θα πει “επανεκκίνηση”, reset που λένε. Κάθε φορά που φεύγω για ταξίδι, νιώθω πως ανοίγει μια νέα σελίδα στη ζωή μου και πως κάνω μια νέα αρχή σε κάτι. Όλα είναι πιθανά άλλωστε σε ένα ταξίδι.