Ημερολόγια ταξιδιού: Ένας ανώνυμος άνθρωπος
Τα ταξίδια μας είναι οι άνθρωποι που συναντάμε στις διαδρομές τους.
Εικόνα: Σωτήρης
Μάτια στρογγυλά και κόκκινα, προεξέχουν ελαφρά από τις σκούρες κόγχες τους. Φωνή που ξεκινάει, λες με έναν πόνο κάθε φορά, βαθιά μέσα από το λάρυγγα και καταλήγει με ένα ελαφρύ σύρσιμο στο τέλος, σα σφύριγμα. Όνομα άγνωστο. Δε το συγκράτησα ποτέ.
36 λεπτά. Κίτρινα δευτερόλεπτα που τρέχουν ασταμάτητα. Τελευταία στάση. Φοράμε τις τσάντες. Οι πόρτες ανοίγουν και κόσμος χύνεται προς τις σκάλες. Ανεβαίνουμε. Μια τεράστια αίθουσα και άνθρωποι να κινούνται προς όλες τις κατευθύνσεις. Πινακίδες κρέμονται από την οροφή. Πληροφορίες πολλές και καμία που να χρειαζόμαστε. Ψάχνουμε. Κάνουμε κύκλους. Από έξοδο σε έξοδο προσπαθούμε να εντοπίσουμε τη δικιά μας. Μάταια. Ρωτάμε. Κουνάνε τα χέρια. Δεν μας καταλαβαίνουν. Παρατηρούμε την κίνηση του πλήθους, τις βαλίτσες. Κινούμαστε στη τύχη. Δεν έχω δει ρολόι εδώ και ώρα. Ένας υπάλληλος. Του δείχνουμε το χαρτί με τον προορισμό. Μας δείχνει να ανέβουμε δύο επίπεδα. Τρέχουμε. Άλλη μια τεράστια αίθουσα. Ταμεία, ξανά κόσμος, ξανά ουρές…
Τώρα είναι σχεδόν μεσάνυχτα. Έξω απ’ το σταθμό άνθρωποι ανάμεσα σε πράγματα, κοιμούνται στο πάτωμα της πλατείας. Περιμένουν κάποιο πρωινό τρένο. Μαζί τους θα κοιμηθούμε κι εμείς. Το πλακόστρωτο και ένα μπουκάλι για μαξιλάρι. Τραβάς τα ρούχα για να καλύψεις όσο μεγαλύτερο μέρος του σώματος μπορείς και ξαπλώνεις. Ξυπνάμε με τις πρώτες ψιχάλες. Η πλατεία αδειάζει γρήγορα. Ο κόσμος συνωστίζεται κάτω από τα υπόστεγα των εξωτερικών ταμείων. Ένας ηλικιωμένος τραβάει ένα φύλλο εφημερίδας κάτω από τη μέση του και μου το προσφέρει. Ξημερώνει. Σε λίγο θα μπούμε στο τρένο.
Το επόμενο βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, φτάναμε Xi’an. Η Κενυάτισσα που είχαμε γνωρίσει στη διαδρομή, μας πρότεινε να την ακολουθήσουμε. Δε γνωρίζαμε τίποτα και χάνοντας το πρώτο τρένο δεν είχαμε υπολογίσει ότι θα φτάναμε τόσο βράδυ. Ο φίλος της έμενε εδώ και λίγο καιρό στην πόλη και θα μας βοηθούσε να βρούμε κάτι μέσα στη νύχτα.
Μας περίμενε στην έξοδο. Η πόλη σχεδόν άδεια. Μπήκαμε σε ένα ταξί και κινηθήκαμε προς την περιοχή των hostel. Όπου και αν πηγαίναμε όλα ήταν γεμάτα. Περπατούσαμε σε δρομάκια σκοτεινά και ρωτούσαμε από πόρτα σε πόρτα. Παντού η ίδια αρνητική απάντηση. Μετά από εφτά-οχτώ προσπάθειες μπήκαμε σε ένα ακόμα ταξί και μεταφερθήκαμε σε άλλη περιοχή. Εκεί σε ένα φτηνό μοτέλ ο Κενυάτης μας είπε να τον περιμένουμε στην εξωτερική είσοδο. Στα λεπτά που πέρασαν σχεδόν αποκοιμήθηκα. Ήταν περασμένες τρεις. Μας φώναξε και ανεβήκαμε κατευθείαν στον ένατο όροφο. Είχε καταφέρει να βρει ένα τελευταίο δωμάτιο. Ήταν για δύο άτομα αλλά θα το μοιραζόμασταν. Οι δυο τους θα κοιμόταν στο δωμάτιο και σε μας παραχώρησαν τον καναπέ στο μικρό χολ.
Γύρω στις 6 μας ξύπνησαν και μας αποχαιρέτησαν. Εκείνος δούλευε. Δε θα τους ξαναβλέπαμε ποτέ. Χωρίς αυτόν πιθανόν δε θα είχαμε βρει τίποτα. Χρήματα δε δέχτηκε για το δωμάτιο. Είχε σπίτι· απλά φιλοξενούσε κάποιους φίλους και ήθελε να περάσει το βράδυ εκείνο κάπου με τη φίλη του. Προτίμησε να βοηθήσει δυο άγνωστους. Αυτός ο για πάντα ανώνυμος άνθρωπος.
Υ.Γ. Άντε ας το πω κι αυτό. Μόλις είχα τελειώσει να γράφω την καταχώριση αυτή στην αίθουσα αναμονής και μας ενημέρωσαν ότι η πτήση θα καθυστερούσε λόγω κακοκαιρίας. Μας πήρε ένα λεωφορείο της εταιρείας και μας πήγε σε κάποιο ξενοδοχείο. Μια ώρα μετά μας φώναξαν ξανά. Κατεβαίνοντας η ρεσεψιόν είχε αδειάσει. Δεν ήμασταν σίγουροι τι συμβαίνει. Μας έδειξαν να περιμένουμε. Μετά από λίγο ήρθε ένα λεωφορείο και μπήκαμε. Ήμασταν μόνο οι δυο μας και κάτσαμε μπροστά με τον οδηγό. Τον ρωτήσαμε αν μας πάει στο αεροδρόμιο. Εκείνος δεν απάντησε, έσυρε απλά ένα κουβά με λίγο νερό που έκρυβε κάτω απ’ το ταμπλό και μας κέρασε από ένα τσιγάρο. (22 Αυγούστου)
Σχετικά Αρθρα