Εικόνα: Σωτήρης Χ
Γυρνώντας με τον Όλεγκ από την Κολόμνα όπου είχαμε πάει να αφήσουμε τους καλεσμένους, ο παππούς κι ο θείος του είχαν ήδη ανάψει τη φωτιά. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα κι ο ήλιος δεν είχε πέσει τελείως. Ο Φοίβος κοιμόταν στο μικρό καθιστικό και εμείς πήραμε καρέκλες και κάτσαμε μαζί τους. Έκανε κρύο και η υγρασία σε τρυπούσε. Πήραμε μπύρες και λίγο κρασί που είχαν περισσέψει από το μεσημεριανό τραπέζι των γενέθλίων της γιαγιάς. Με ελάχιστα σπαστά ελληνικά ο παππούς μας έδειχνε τα αστέρια. “Μεγάλο αρκούδα” λέει και δείχνει ψηλά. Ο ουρανός είχε αποκτήσει πλέον ένα σκούρο μπλε χρώμα. Δε θα γινόταν πιο μαύρος. Είναι οι λεγόμενες λευκές νύχτες του καλοκαιριού εδώ στα βόρεια.
Όταν οι υπόλοιποι πήγαν για ύπνο μείναμε μόνοι με τον Όλεγκ. Η φωτιά σιγοπέθενε. Ανάψαμε από ένα τσιγάρο και για λίγο σταματήσαμε να μιλάμε. Ξάπλωσα πίσω και κοίταξα ξανά τον ουρανό. Προσπαθούσα να βρω διαφορές..
Θυμάμαι την τελευταία μέρα στη Θεσσαλονίκη. Όλο το πρωί άδειαζα το σπίτι και έβαζα σε κούτες τα πράγματα. Όλο αυτό το διάστημα δεν είχα προλάβει να νιώσω ότι θα φύγω. Ίσως φοβόμουν και δεν επέτρεπα στον εαυτό μου αυτή τη σκέψη. Τώρα που κοίταζα τα ράφια άδεια και τον πίνακα ανακοινώσεων με τις αφιερώσεις φίλων κενό, το συναίσθημα ήταν περίεργο.
Όταν τελείωσα με όλα, η ώρα ήταν ήδη περασμένη. Δε μπορούσα να κάτσω άλλο σπίτι. Δεν ήταν σπίτι μου πλέον. Πήρα τηλέφωνο τα παιδιά και κανονίσαμε να βρεθούμε για ένα τελευταίο κρασί.
Ήρθανε όλοι όσοι ήθελα περισσότερο να δω. Ή μάλλον σχεδόν όλοι. Σιγά σιγά αποχαιρετούσα το κόσμο. Στο τέλος μείναμε με τον Άλεξ και τη Χριστίνα. Αναβήκαμε στα κάστρα και σκαρφαλώσαμε στο τοίχος. Βλέπαμε τη Θεσσαλονίκη από ψηλά και σκεφτόμουν πότε θα τη ξανάβλεπα. Αυτή και τους ανθρώπους της. Λίγες τελευταίες κουβέντες.
Γυρνώντας σπίτι είχε ήδη αρχίσει να φωτίζει ο ουρανός και σε 1-2 ώρες έπρεπε να ξεκινήσω για το αεροδρόμιο. Το ασανσέρ σταμάτησε στον όροφo αλλά δε κατέβηκα. Ανέβηκα στη ταράτσα. Πόσες αναμνήσεις σε αυτή την ταράτσα, πόσες συζητήσεις, πόσες ωραίες στιγμές. Έκατσα στο πεζούλι με τα πόδια κάτω. Ξαφνικά με έπιασε το ίδιο συναίσθημα που τα τελευταία βραδιά δε με άφηνε να κοιμηθώ. Τι πάω να κάνω;
Νιώθω σαν να έχω ανέβει πλέον το βράχο. Την απόφαση την πήρα τη στιγμή που ξεκίνησα να σκαρφαλώνω. Η σκέψη σταμάτησε εκεί. Τώρα είναι αργά για να κατέβω. Τώρα μένει μόνο να βουτήξω. Τώρα μένει η αίσθηση. Η θάλασσα φαίνεται από κάτω υπέροχη κι ας φοβάμαι το άλμα. (20 Ιουλίου)
*Ο Σωτήρης σχεδόν ένα χρόνο μετά, ξεφυλλίζει πάλι σελίδες μαυρισμένες ασφυχτικά με γράμματα στραβά και κακογραμμένα. Μια πτήση ένα βράδυ καλοκαιρινό. Έτσι ξεκίνησε όλο αυτό. Από μια επιθυμία για φυγή. Πρώτος προορισμός η Μόσχα. Ένα εισιτήριο για τον υπερσιβηρικό και από κει το άγνωστο.
Τα κείμενα που γίνονται στήλη στο parallaximag γράφτηκαν σε χρόνους κενούς. Χρόνους παγιδευμένος μεταξύ προορισμών. Ώρες και ώρες σιωπής σε άβολα, συνοστισμένα τρένα, λεωφορεία, φορτηγά, τζιπ, μηχανάκια, λιμουζίνες με φιμέ τζάμια, ελέφαντες, τουκ-τουκ και βάρκες με θορυβώδεις μηχανές. Χρόνος κίνησης κι όμως εσύ στέκεις. Βυθίζεσαι σε παρελθόν, μέλλον και παρόν και αναδύεσαι όταν γύρω πια όλα έχουν αλλάξει.