Λίγη ώρα πριν ήλιος. Τώρα σκυφτοί, κάτω από τεράστιους όγκους πέτρινους, περιμένουμε τη βροχή να σταματήσει.
Το λεωφορείο μας άφησε σε ένα ερημωμένο χιονοδρομικό κάπου στα 20 λεπτά έξω από την πόλη. Στην άκρη του δρόμου ήταν παρκαρισμένο ένα λευκό αμάξι. Μας περίμενε. Ήταν ο Maxim.
Μας έκανε νόημα να μπούμε, λιγοστές κουβέντες και ξεκίνησε. Δεν τον γνωρίζαμε. Ήταν ένας φίλος της Άννιας που μας φιλοξενούσε τις μέρες εκείνες στο Krasnoyarsk. Τιμόνι στα δεξιά, ραγισμένο παρμπρίζ, κάμερα να καταγράφει συνεχώς το δρόμο και μια συσκευή που έβγαζε έναν ενοχλητικό ήχο κάθε φορά που πλησιάζαμε κάποιο ραντάρ της αστυνομίας. Όλα αυτά, και στη μέση ένα σκυλάκι που σ’ όλη τη διαδρομή ξελαιμιάστηκε να κουνάει πέρα δώθε το κεφάλι.
Σταματήσαμε στο τέλος ενός χωματόδρομου. Στην άκρη, μια ξεθωριασμένη πινακίδα προειδοποιούσε για ένα αιμοδιψή τσιμπούρι της περιοχής. Ο Maxim είχε μαζί του ένα εντομοαπωθητικό και αφόυ μας ψέκασε ξεκινήσαμε για το μονοπάτι. Η βλάστηση έφτανε ως το στήθος. Μετά από αρκετή ώρα μπήκαμε επιτέλους στο δάσος. Ανηφορίσαμε και φτάσαμε στην περιοχή με τα Stolbi. Γυμνοί βραχώδεις όγκοι που ξεπρόβαλλαν ψηλά πάνω από τις κορυφές των δέντρων.
Σκαρφαλώναμε και βλέπαμε τη θέα. Απέραντο δάσος και κάπου ανάμεσα εμείς. Στο τελευταίο κάναμε διάλειμμα κάπου στη μέση. Περιμέναμε εκεί τους υπόλοιπους της παρέας για να ανέβουμε κορυφή. Ξαπλώσαμε και μας πήρε ο ύπνος. Τη πρώτη φορά ξύπνησα αναζητώντας λίγη σκιά. Τη δεύτερη από ένα δυνατό μπουμπουνητό. Ο ουρανός είχε καλυφθεί με μαύρα σύννεφα και φύσαγε δυνατά. Όταν ξεκινήσαμε τη κατάβαση είχε ήδη αρχίσει να ψιχαλίζει. Τα λεία βράχια με το νερό γλιστρούσαν όλο και περισσότερο. Η βροχή δυνάμωνε. Ο Maxim μας έκανε νόημα να βγάλουμε τα παπούτσια και να συνεχίσουμε ξυπόλητοι. Ναι κάπου εκεί φοβήθηκα πραγματικά. Είναι περίεργο πως λειτουργεί ο φόβος. Σε μικρές δόσεις σε καταστέλλει και σε μεγάλες σου δίνει μια παράξενη δύναμη. Η στιγμή που πατήσαμε κάτω ήταν τόσο ανακουφιστική.
Βρήκαμε σήμα και επικοινωνήσαμε με τους άλλους. Κάπου τους είχε σταματήσει η βροχή.
Ο αέρας φυσάει τώρα δυνατά από το άνοιγμα στο βάθος και κάνει τα βρεγμένα ρούχα να κολλάνε στο δέρμα.Το μακό μπλουζάκι κάτω απ’ το αδιάβροχο είναι το μόνο που πρόλαβα να κρατήσω στεγνό. Προσπαθώ να αλλάξω σκέψεις και να ξεχάσω το κρύο. Παρατηρώ την Άννια. Είναι κι αυτή βρεγμένη πολύ. Σπρώχνει τα μανίκια μπροστά για να σκεπάσει τα δάχτυλά της και βάζει στο πλάι τα βρεγμένα της μαλλιά. Έχει ανοίξει το θερμός και μας προσφέρει λίγο ζεστό τσάι.
Ήταν λίγο μετά τις 6 εκείνο το πρωί. Η πόλη ακόμα νεκρή, σχεδόν καταθλιπτική. Μόλις είχαμε κατέβει από το τρένο. Ο καιρός μουντός. Φτάνουμε στο σημείο όπου θα τη συναντούσαμε. Μια κοπέλα από τον απέναντι δρόμο πλησιάζει. Πρέπει να είναι αυτή γιατί μας έχει αναγνωρίσει και χαμογελά. Τακούνια, κόκκινο φόρεμα και τα ξανθά της μαλλιά πιασμένα αλογοουρά. Λίγο αγχωμένη, μας χαίρεταει κάπως τυπικά. Είναι η γνωστή αμηχανία της πρώτης στιγμής. Αφήνουμε τα πράγματα στο γραφείο της. Έχει δουλειά οπότε κανονίζουμε να βρεθούμε στο διάλειμμα της για φαγητό.
Θυμάμαι αυτή την πρώτη εντυπώση και την βλέπω τώρα μπροστά μου τόσο διαφορετική. Παρόλο το κρύο, παρόλη τη βροχή, παρόλο που θέλουμε 3 ώρες σχεδόν για να γυρίσουμε στο αμάξι και το φως της μέρας ίσα ίσα το προλαβαίνουμε, εκείνη χαμογελάει, είναι ήρεμη και γεμάτη όρεξη. Το μόνο που τη στεναχωρεί είναι που δε μας πρόλαβε για να ανέβουμε στην κορυφή. Εδώ μου λέει, εδώ είναι το σπίτι μου, δε θέλω να γυρίσω στην πόλη. (29 Ιουλίου)
*Ο Σωτήρης σχεδόν ένα χρόνο μετά, ξεφυλλίζει πάλι σελίδες μαυρισμένες ασφυχτικά με γράμματα στραβά και κακογραμμένα. Μια πτήση ένα βράδυ καλοκαιρινό. Έτσι ξεκίνησε όλο αυτό. Από μια επιθυμία για φυγή. Πρώτος προορισμός η Μόσχα. Ένα εισιτήριο για τον υπερσιβηρικό και από κει το άγνωστο.
Τα κείμενα που γίνονται στήλη στο parallaximag γράφτηκαν σε χρόνους κενούς. Χρόνους παγιδευμένος μεταξύ προορισμών. Ώρες και ώρες σιωπής σε άβολα, συνοστισμένα τρένα, λεωφορεία, φορτηγά, τζιπ, μηχανάκια, λιμουζίνες με φιμέ τζάμια, ελέφαντες, τουκ-τουκ και βάρκες με θορυβώδεις μηχανές. Χρόνος κίνησης κι όμως εσύ στέκεις. Βυθίζεσαι σε παρελθόν, μέλλον και παρόν και αναδύεσαι όταν γύρω πια όλα έχουν αλλάξει.