Ημερολόγια ταξιδιού: Μια οικογένεια στη Μογγολία

Διασχίζοντας τη Μογγολική στέπα, ένας κόσμος διαφορετικός

Σωτήρης Χ
ημερολόγια-ταξιδιού-μια-οικογένεια-σ-70131
Σωτήρης Χ
mongol2b
Εικόνα: Σωτήρης
  Καθισμένοι γύρω από τη ξυλόσομπα συζητάμε ψιθυριστά για τις μέρες που πέρασαν. Δύσκολο να βρει κανείς τις κατάλληλες λέξεις. Δύσκολο να το περιγράψει.
  Όταν φτάσαμε στο μικρό χωριό μάς υποδέχτηκε ο Bayardalai. Τετράγωνο πρόσωπο, σχιστά μάτια, μοβ μάγουλα σε σκούρο δέρμα. Γνωριστήκαμε. Κάτσαμε σε ένα μεγάλο τραπέζι και μας κέρασε από ένα πιάτο ζέστη σούπα. Κάποιες σύντομες οδηγίες και έπειτα φώναξε το γιο του να ξεκινήσουμε. Η οικογένεια που θα μας φιλοξενούσε και θα βοηθούσαμε τις υπόλοιπες μέρες έμενε κάπου μακριά και θα μας οδηγούσε εκεί ο γιος με τη μηχανή.
  Ακολουθήσαμε για λίγο το δρόμο μέσα απ’ το χωριό και έπειτα συνεχίσαμε σε γυμνά, καταπράσινα λιβάδια ανάμεσα σε χαμηλούς, δασώδεις λόφους. Προσπερνούσαμε κοπάδια από ζώα και μικρές καλύβες ή γκερ. Κάποια στιγμή διέκρινα το Φοίβο ακουμπισμένο σε ένα φράχτη, μπροστά από μια μικρή ξύλινη καλύβα. Είχε ξεκινήσει πρώτος. “Εδώ είμαστε;”, “Ναι, εδώ.”
  Ζώντας στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις όλοι έχουμε βρεθεί κάποια στιγμή αντιμέτωποι με καταστάσεις ανέχειας. Αυτό όμως ήταν κάτι διαφορετικό.
  Ξινισμένο γάλα, κατσικίσιο κρέας, καμένο ξύλο και κάτι από αλκοόλ και τσιγάρο. Χώρος μικρός, ενιαίος. Τοίχοι γειρτοί με σχισμές φωτός να τους διαπερνούν. Παράθυρο από νάιλον, θαμπό. Παράθυρο σπασμένο. Ξυλόσομπα στο κέντρο, σκεύη στο πάτωμα, κομμάτια αποξηραμένου κρέατος κρεμασμένα με σπάγκο από την οροφή. Τρία ράντζα, δυο μπαούλα και τρία σκαμνάκια η όλη επίπλωση. Μάτια κλειστά, κορμί αδυνατισμένο, μισόλογα και βαριά ανάσα. Στο πάτωμα ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι βότκα.
  Μπήκαμε. Κάτι έβραζε στη φωτιά. Ένα κεφάλι γίδας και δύο πόδια. Η γυναίκα που έμενε εκεί πήρε το κεφάλι στα χέρια της και έκοψε ένα κομμάτι από το μάγουλο. Μου το πρόσφερε. Αρνήθηκα προσπαθώντας κάπως αδέξια να κρύψω το σφίξιμο στο στομάχι. Γελάει.
  Και αυτό κάνει πάντα. Παρόλη τη φτώχεια, την έλλειψη τρεχούμενου νερού και ηλεκτρικού, παρόλο το τσουχτερό κρύο κάθε βράδυ, παρόλη την έλλειψη στοιχειώδους υγιεινής, παρόλο που ζει μόνη με ένα κορίτσι στα δεκαέξι, ένα αγόρι στα πέντε και έναν άντρα αλκοολικό, εκείνη φαίνεται χαρούμενη. Η έλλειψη είναι δική μας αίσθηση, όχι δική της. Νιώθει αυτάρκης. Ο κοντινότερος οικισμός απέχει δύο ώρες περπάτημα. Τα ζώα και τα εγγόνια της είναι η μόνη συντροφιά της.
  Τη δεύτερη μέρα γυρνώντας από το ρυάκι όπου είχαμε πάει να φέρουμε νερό, στο σπίτι ήταν κάποια γυναίκα. Πήρε βούτυρο από το τηγμένο γάλα και έδωσε στην οικογένεια ρύζι και ψωμί. Πριν φύγει, έβγαλε απ’ τη τσάντα της λίγο ρουζ και έβαψε το μάγουλο του κοριτσιού. Όταν ο ήχος από τη μηχανή του άντρα της άρχισε να χάνεται στο βάθος, το κορίτσι σηκώθηκε, έβαλε νερό στο στόμα και σκυμμένο πάνω από τον κουβά που χρησιμοποιούσαν για αποχέτευση, βγάζοντας λίγο λίγο το νερό απ’ το στόμα, άρχισε να ξεπλένει το μάγουλο. Ένιωσε βρώμικη.
 (10 Αυγούστου)
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα