Μαρόκο: Εκεί που βρίσκεται η καρδιά
O Ιωάννης Βούρος το 2012 έκανε ένα ταξίδι ζωής στο εξωτικό Μαρόκο και καταγράφει την εμπειρία σε ιστορίες αφηγήματα και μοναδικές εικόνες.
Λέξεις-Εικόνες: Ιωάννης Βούρος
O Ιωάννης Βούρος το 2012 έκανε ένα ταξίδι ζωής στο εξωτικό Μαρόκο και καταγράφει την εμπειρία σε ιστορίες αφηγήματα και μοναδικές εικόνες.
«Πράσινο τσάι με μέντα»
1. Inch Allah
Ο ξεναγός μου στην Καζαμπλάνκα είναι ένας νεαρός πολιτικός μηχανικός. Μισός ισπανός, μισός μαροκινός. Μάνα από Ανδαλουσία, πατέρας από Τετουάν – βόρειο Μαρόκο.
Δουλεύει από φοιτητής στα γιαπιά και έχει ήδη πλούσια πείρα στις κατασκευές.
Τώρα είναι στέλεχος μιας ισπανικής τεχνικής εταιρίας, που κατασκευάζει μεγάλο εργοστάσιο αφαλάτωσης στο Σίντι Μπουζίντ, κάπου 80 χιλιόμετρα νότια της Καζαμπλάνκα.
«Έχω φρικάρει, μου λέει, με τους μαροκινούς εργάτες. Τους δίνω εντολή να κάνουν τούτο και τ’ άλλο και αυτοί μου απαντούν πάντα “Inch Allah”».
Γελώ με κατανόηση και του λέω να τον παρηγορήσω.
«Και στην Ελλάδα έχουμε ανάλογες γραφικότητες. Εμείς λέμε “Πρώτα ο θεός, έχει ο θεός, θεού θέλοντος, αν θέλει ο θεός” και πάει λέγοντας».
2. Μεκνές
Θα έβαζα στοίχημα, πως το κορίτσι που κάθεται δίπλα μου στο τρένο για Μεκνές, είναι Ευρωπαία. Με ασυνήθιστη άνεση την βλέπω να δανείζεται από κάποιον συνεπιβάτη μια αραβική εφημερίδα και να την ξεκοκκαλιάζει. Δεν φοράει χιζάμπ, δηλαδή μαντίλα στο κεφάλι, κάτι που φορούν εννιά στις δέκα μαροκινές.
Όταν επιστρέφει την εφημερίδα, πιάνουμε κουβέντα. Μιλάει καλούτσικα αγγλικά. Γεννήθηκε στη Μεκνές, μισεί τους κατοίκους της Φεζ (κάτι συνηθισμένο μεταξύ κοντοχωριανών), σπούδασε στην Ιταλία και τώρα δουλεύει στην Μπολόνια.
Έτσι μου λύνεται η απορία για τον ευρωπαϊκό της αέρα.
3. Τσάι με μέντα.
Έχουμε κάνει με την Χριστίνα ίσα με πέντε χιλιόμετρα, οργώνοντας με τα πόδια πάνω κάτω το σουκ, δηλαδή το παζάρι της Ελ Ζαντίντα.
Τα σουκ στις πόλεις του Μαρόκου έχουν τα πάντα. Μπαχαρικά, ζαρζαβατικά, φρούτα, κάθε λογής τρόφιμα, πίτες, κρέατα (εκτός χοιρινού), ψάρια και θαλασσινά, σαλιγκάρια, γλυκίσματα και τέλος, ρούχα, παπούτσια, χαλιά, υφάσματα, κοσμήματα και ένα σωρό άλλα καλούδια που αν τα αναφέρω όλα, δεν θα χωρέσουν ούτε σε δέκα σελίδες.
Προτείνω στην Χριστίνα να πάρουμε μιαν ανάσα σε ένα γραφικό καφενεδάκι. Παραγγέλλω το κλασσικό μαροκινό αφέψημα. Πράσινο τσάι με μέντα. Η Χριστίνα φοβούμενη τα της διάρροιας, παραγγέλνει κόκα κόλα.
Από δίπλα μας περνάει ένα πεντάχρονο αγοράκι με την μαμά. Γλείφει ένα μισολειωμένο παγωτό ξυλάκι. Το τελευταίο κομμάτι γλιστράει απ’ το ξυλάκι και πέφτει στο λιγδιασμένο πεζοδρόμιο. Το αγοράκι σκύβει και με βουλιμία το χώνει στο στόμα (υπό το αδιάφορο βλέμμα της μαμάς).
4. Αϊτ Μπεν Χαντού
Αϊτ και Μπεν είναι λέξεις συνώνυμες. Η πρώτη βερβέρικη, η δεύτερη αραβική. Σημαίνουν “ο γιος του” κάτι δηλαδή σαν την κατάληξη “όπουλος” στα δικά μας επίθετα. Π.χ. Παπαδόπουλος.
Το Αϊτ Μπεν Χαντού είναι ένα πανέμορφο χωριό-κάστρο χτισμένο στην πλαγιά ενός μικρού λόφου. Βρίσκεται κάπου τρεις ώρες οδικώς (με πολύ προσεκτικό οδήγημα) νότια του Μαρρακές. Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω αρχίζει η Σαχάρα.
Όλα τα σπίτια από τα πιο ταπεινά έως τα πιο αρχοντικά, που μοιάζουν πυργόσπιτα (κάσμπες στα αραβικά), καθώς και η αμυντική περιτείχιση είναι κτισμένα με άψητα τούβλα, από έντονα κόκκινο αργιλόχωμα. Οι κάσμπες είναι πολυώροφες, με μικρά εξωτερικά ανοίγματα και εσωτερικό αίθριο για φωτισμό και αερισμό των εσωτερικών χώρων. Τα τούβλα στις εξωτερικές όψεις δημιουργούν έναν πανέμορφο και πολυσύνθετο διάκοσμο, με εσώγλειφα γεωμετρικά σχήματα, πραγματικό κέντημα.
Ο ξεναγός μου έχει κλείσει δωμάτιο στον ξενώνα του Μπραχίμ. Βρίσκεται στις παρυφές του νέου οικισμού απέναντι και σε απόσταση τριακοσίων μέτρων από τον διατηρητέο οικισμό.
Ο Μπραχίμ μου κάνει την τιμή να μου δώσει το ένα από τα δύο καλύτερα δωμάτιά του, που έχει θέα στον παραδοσιακό οικισμό.
«Στο Aϊτ Μπεν Χαντού γυρίστηκαν οι ταινίες “Λόρενς της Αραβίας” παλιά και πιο πρόσφατα “Ο μονομάχος”», μου λέει ο Μπραχίμ με καμάρι.
Ο ίδιος δουλεύει σε ένα από τα αμερικανομαροκινά στούντιο κινηματογραφίας έξω από το Ουαρζαζάτ, μια μικρή πόλη είκοσι χιλιόμετρα πιο νότια.
Του λέω: «Μα και οι αμερικάνοι έχουν την έρημο της Νεβάδα να κάνουν ανάλογα κινηματογραφικά γυρίσματα εκεί. Γιατί προτιμούν το Μαρόκο;»
«Γιατί το εργατικό δυναμικό είναι πολλαπλά φθηνότερο εδώ» μου απαντά.
5. Καζαμπλάνκα
Χτυπάει το κινητό μου. Μου το έδωσε η Χριστίνα για να με βρίσκει (όπως κάνουν οι υστερικές μαμάδες με τα σχολιαρούδια τους), κάθε φορά που ξεπορτίζω για εξερευνήσεις.
«Έλα μπαμπά, πού είσαι;».
«Βολτάρω στην μεντίνα (παλιά πόλη) της Καζαμπλάνκα».
«Μπαμπά, είσαι τρελός; Εκεί που είσαι κινδυνεύεις!».
Την διαβεβαιώνω ότι όχι μόνο δεν κινδύνεψα αλλά με κέρασαν και τσάι με μέντα.
«Μπα, και πώς έγινε αυτό;».
«Τους είπα απλά ότι είμαι γιουνάν (Έλληνας)».
Χρησιμοποιώ χάρτη και πυξίδα για να βγω από τα δαιδαλώδη, στενά και ανήλιαγα σοκάκια της μεντίνα. Παντού, σχοινιά με μπουγάδες, παιδιά που παίζουν στα λασπόνερα, άντρες αργόσχολοι μέσα σε κουρεία και μικρούς καφενέδες, όπου πίνουν τσάι ή καπνίζουν σίσα (ναργιλέ).
Κατευθύνομαι βόρεια και όταν επιτέλους βγαίνω από την μεντίνα, αντικρίζω μπροστά μου πλάι στη θάλασσα το τεράστιο άσπρο τζαμί του Μωχάμετ V, με την πράσινη μεταλλική ανοιγόμενη στέγη.
Οι μαροκινοί τιμούν τους βασιλιάδες τους σαν άγιους, τουλάχιστον μετά θάνατον.
Ο εγγονός Μωχάμετ VI, τωρινός βασιλιάς, είναι πάντως, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Τα βασιλικά του καθήκοντα, ως αρχηγού του μαροκινού κράτους, δεν τον εμποδίζουν καθόλου να αναπτύξει πολλαπλές επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Φέρεται ιδιοκτήτης των μαροκινών αερογραμμών, της κινητής τηλεφωνίας, βιομηχανιών τροφίμων και γαλακτοκομικών προϊόντων και δεν ξέρω τι άλλο ακόμη.
Παρ’ όλα αυτά, το χλιδάτο αυτό τζαμί στο όνομα του παππού, το έχτισε αποκλειστικά με εράνους και «εθελοντικές» χορηγίες του ποιμνίου. Ελάχιστη χρηματική προσφορά ένα ευρώ.
Αυτά όλα τα μαθαίνω από τον ταξιτζή που με πηγαίνει από το twin center (τους δίδυμους πύργους του φημισμένου αρχιτέκτονα Ρικάρντο Μπόφιλ), στον σιδηροδρομικό σταθμό της Καζαμπλάνκα.
Συμπληρώνει, όμως συνωμοτικά: «Αυτά, μη σου ξεφύγουν παρά έξω, όσο είσαι στο Μαρόκο, γιατί κινδυνεύεις να πας φυλακή!».
Παρεμπιπτόντως, πρέπει να πω, πως οι ταξιτζήδες, όσους τουλάχιστον γνώρισα, είναι ευγενικοί, εξυπηρετικοί, δεν σε κλέβουν ποτέ στο αγώγι και κυρίως, σαν ομιλητικότατοι που είναι, αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών.
«Βλέπεις εκείνες τις γυναίκες πλάι στην θάλασσα, που μαζεύουν φύκια και τα κάνουν μπάλες; Τα ξεραίνουν και τα πουλούν στους εμπόρους προς 7 ντίρχαμ (0,7 ευρώ) το κιλό. Οι έμποροι τα μεταπωλούν στους ιάπωνες για να παρασκευάσουν καλλυντικά, προς 20 ντίρχαμ το κιλό».
«Βλέπω τις γυναίκες να μπαίνουν με ρούχα, και μάλιστα μακριά στο νερό. Γιατί δεν φορούν μαγιό;».
«Είναι τα ρούχα της δουλειάς. Στην πλαζ φορούν μπουργκίνι (εκ του μπούργκα και μπικίνι). Να, είναι κάπως έτσι». Με χειρονομίες μου το περιγράφει. Αυτό που καταλαβαίνω, είναι ότι έχει μεγάλη ομοιότητα με μπούργκα και καμία με μπικίνι.
Στους δρόμους κυκλοφορούν πάμπολλα ΙΧ DACIA. Ο ταξιτζής αναλαμβάνει να μου λύσει και αυτή την απορία.
Από τότε που η RENAULT αγόρασε την ρουμάνικη DACIA, τα αυτοκίνητα μοντάρονται εδώ στο Μαρόκο, και ως εκ τούτου οι τιμές τους είναι πολύ προσιτές.
6. Πράσινο τσάι και σαφράν
Το απογευματάκι ξεκίνησα με την Χριστίνα να ρίξω μια τελευταία βόλτα στο Αϊτ Μπεν Χαντού. Στο δρόμο συναντώ μια γραφική γυναικούλα πάνω σε γαϊδουράκι.
Με βλέπει που «τσιμπάω» και ποζάρει να την φωτογραφίσω. Το ποζάρισμα στοιχίζει ένα ευρώ. Απλώνει το χέρι να την πληρώσω και ανατριχιάζω. Είναι κατάμαυρο.
«Δεν είναι από βρωμιά, είναι από χέννα».
«Και τι διαφορά έχει;»
«Εδώ, είναι πολύ της μόδας, οι γυναίκες να βάφουν πόδια και χέρια με χέννα» μου λέει η Χριστίνα.
Διερωτώμαι, οι άντρες τους τι γνώμη έχουν περί αυτού.
Στο πρώτο τουριστικό μαγαζάκι του οικισμού, που βρίσκω στο δρόμο μου, μπαίνω και επιδίδομαι σε «shopping therapy».
Παζαρεύω ένα πανέμορφο, βερβέρικο κιλίμι. Από πενήντα ευρώ αρχική τιμή, το αγοράζω είκοσι. Ντράπηκα να κατεβάσω την τιμή κι άλλο.
Καταχαρούμενος ο μαγαζάτορας από την αγορά μου, μου δείχνει την τεχνική της ακουαρέλας. Τεχνική πανάρχαια. Νερό με πράσινο τσάι, νερό με σαφράν.
Κουνώντας με χορευτική άνεση τα πινέλα του, απλώνει το υλικό σε άσπρο χαρτί ακουαρέλας. Κατόπιν το βάζει πάνω σε φλόγα, και τότε αποκαλύπτεται σιγά – σιγά, σε αποχρώσεις σέπιας, το ζωγραφικό του έργο.
7. Μαρρακές
Μαρρακές είναι η πλατεία Ζεμάα-ελ-Φνα, και πλατεία Ζεμάα-ελ-Φνα είναι το Μαρρακές. Τα πάντα συμβαίνουν εκεί. Ένα διαρκές πανηγύρι.
Εκεί θα συναντήσεις μικροπωλητές κάθε είδους, σε πάγκους τροφίμων, λαχανικών, φρούτων, ξηρών καρπών, καντίνες με χυμούς και γλυκίσματα, αλλά και ακροβάτες, γητευτές φιδιών (!), νερουλάδες με κόκκινα φανταχτερά ρούχα, τοπικές ορχήστρες με παραδοσιακά πνευστά και κρουστά μουσικά όργανα, που κάνουν δαιμονισμένο θόρυβο, και φυσικά, άπειρους τουρίστες από κάθε γωνιά του κόσμου. Η χαρά των πορτοφολάδων.
Όλοι οι ντόπιοι είναι πρόθυμοι να φωτογραφηθούν, αφού όμως εισπράξουν προκαταβολικά το αρμόδιο μπαξίσι. Ταρίφα δέκα ντίρχαμ.
Όταν σκοτεινιάσει και ανάψουν τα φώτα, ένας πυκνός καπνός καλύπτει την πλατεία από τις σχάρες και τις τηγανιές των υπαίθριων μεζεδοπωλείων.
Ντόπιοι και τουρίστες ένα κουβάρι, καθισμένοι σε ξύλινους πάγκους, απολαμβάνουν τα φρεσκοτηγανισμένα και ψημένα κρεατικά και ψαρικά, αλλά και σαλιγκάρια για τα πιο δύσκολα και προχωρημένα γούστα.
Μου είναι αδύνατο να υποστώ όλη αυτή την ζαλάδα πάνω από μισή ώρα και πάω να ξεκουραστώ στο «ριάντ», που έκλεισα από το διαδίκτυο.
Λέγεται «Ριάντ Αλ Φαράς». Μόλις απομακρύνομαι από την πλατεία με τον χάρτη στο χέρι, ένα δεκάχρονο αγόρι προθυμοποιείται να μου δείξει τον δρόμο.
Δεν χρειάζεται να περπατήσουμε περισσότερο από πενήντα μέτρα και φτάνουμε. Αμοιβή δέκα ντίρχαμ (!).
Ριάντ στα αραβικά σημαίνει η αυλή, ο κήπος, αλλά έτσι ονομάζονται τα ιδιότυπα μικρά ξενοδοχεία, συνήθως πρώην κατοικίες στο κέντρο της μεντίνα. Έχουν την ατμόσφαιρα και την εσωστρέφεια της μεσογειακής και ειδικότερα της ανδαλουσιανής αρχιτεκτονικής.
Μέσα στο εσωτερικό αίθριο, με φυτά και σιντριβάνια, βλέπουν όλα τα μπαλκόνια και τα ανοίγματα του κτιρίου, μιας και δεν υπάρχουν καθόλου ανοίγματα στο δρόμο.
8. Φεζ
Αφήνω πίσω μου το κατακόκκινο Μαρρακές (το εννοώ κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά), και κατευθύνομαι με τρένο βόρεια προς Φεζ.
Σκέπτομαι μήπως η λέξη «φέσι», ετυμολογικά προέρχεται από το όνομα της πόλης αυτής.
Τα τρένα έχουν όλα ηλεκτροκίνηση και δίδυμες σιδηροδρομικές γραμμές. Μάλιστα μερικά από αυτά είναι όμοια και εφάμιλλα με εκείνα της Ιταλίας και της Γερμανίας.
Οι τουαλέτες τους όμως είναι όπως και του ΟΣΕ.
Έχει ήδη σκοτεινιάσει όταν φτάνω στη Φεζ. Χωρίς να χάσω λεπτό, αφήνω τα πράγματα στο νέο μου ριάντ και αμολιέμαι στους δρόμους.
Ένα εικοσάχρονο παλικάρι έρχεται φορτικά να με ξεναγήσει. Υπερεκτιμώντας τις εξερευνητικές μου ικανότητες αρνούμαι σθεναρά τις υπηρεσίες του. Αυτός επιμένει και τότε του κάνω αυστηρά: «Please!». Γυρνάει και μου λέει θυμωμένα: «Το please να το λες στην χώρα σου, όχι εδώ!». Μένω εμβρόντητος από το θράσος του.
Μετά, όμως, από μισή ώρα άσκοπο περπάτημα, χαμένος στα δαιδαλώδη σοκάκια της μεντίνα, διαπιστώνω, κάπως αργά, πόσο χρήσιμη είναι η βοήθεια ντόπιου ξεναγού.
«Η μεντίνα έχει πάνω από δύο χιλιάδες δρομάκια. Η κεντρική λεωφόρος (!) που είναι και ο πιο φαρδύς δρόμος, έχει πλάτος μόλις τέσσερα έως πέντε μέτρα. Υπάρχουν όμως και σοκάκια με πλάτος εξήντα εκατοστά! Η Φεζ διαθέτει την πιο παλιά, αυθεντική, γραφική και πλούσια σε μνημεία μεντίνα στο Μαρόκο».
Όλα αυτά μου τα εξηγεί ο ξεναγός, που έχω πειστεί, επί τέλους να προσλάβω με αμοιβή δεκαπέντε ευρώ.
Η μεντίνα πολεοδομικά και διοικητικά χωρίζεται σε καμιά διακοσαριά γειτονιές.
Κάθε γειτονιά έχει οπωσδήποτε ένα τζαμί, έναν μεντρεσέ (ιεροδιδασκαλείο-σχολείο), μία βρύση και έναν φούρνο. Σε μερικές περιοχές που είναι ιερές, απαγορεύεται η είσοδος υποζυγίων, με οριζόντιες ξύλινες μπάρες στο ύψος του ενάμισι μέτρου.
9. Σιτέ πορτουγκέζ
Πεθύμησα την Χριστίνα, που έχω να την δω δυο μέρες. Έτσι αντί να πάω στο Σεφσάουεν, ένα πολύ “in” τουριστικό θέρετρο, επιστρέφω στο home sweet home, στο Σίντι Μουζίτ.
Αλλά και εκεί δεν με χωράει ο τόπος. Έτσι κάνω μια τελευταία βόλτα στην παλιά πορτογαλική πόλη. Ανακαλύπτω και φωτογραφίζω τουλάχιστο πενήντα εξώπορτες με μπαρόκ και ροκοκό λιθανάγλυφα θυρώματα.
Με χαρά διαπιστώνω ότι η υπόγεια κιστέρνα (δεξαμενή νερού) είναι ανοιχτή για το κοινό. Αν και μικρογραφία της κιστέρνας του Ιουστινιανού στην Κωνσταντινούπολη (τουρκιστί Γερεμπατάν), μπορώ να πω, πως είναι το ίδιο ατμοσφαιρική και αποπνέει μια μυσταγωγία σαν να βρίσκεσαι σε γοτθικό καθεδρικό ναό. Το οπαίον, δηλαδή μια τρύπα, στο κέντρο της οροφής διαμέτρου τριών μέτρων, φωτίζει αριστοτεχνικά την δεξαμενή με έντονες φωτοσκιάσεις, χωρίς να διαχέει το φως και χωρίς να απαλείφει τις λεπτομέρειες, που κάνουν τον χώρο μαγευτικό.
10. Hannah
Στον σιδηροδρομικό σταθμό της Φεζ το τρένο για Καζαμπλάνκα έχει καθυστέρηση κάπου είκοσι λεπτά, λόγω ανταπόκρισης. Λίγο πριν ξεκινήσει μπαίνει στο κουπέ μία ευτραφής μαμά, που κρατάει στην αγκαλιά ένα λεχούδι.
Κάθεται στο αντικρινό κάθισμα. Βλέπει το μπουκάλι με το νερό, που προ ολίγου αγόρασα. Σε άπταιστα αραβικά, που συνοδεύονται από παραστατικότατες χειρονομίες, μου δίνει να καταλάβω, χωρίς βοήθεια διερμηνέα, πως θέλει νερό για το μπιμπερό του μωρού.
Ενώ θηλάζει το μωρό στο στήθος της, έχουμε στο κουπέ και άλλη επίσκεψη. Είναι μια νεαρή κοπέλα γύρω στα είκοσι πέντε. Φοράει μακρύ καφτάνι (γυναικείο ρούχο) και στο κεφάλι χιζάμπ (μαντίλα), Berberry’s, “μαϊμού”. Αναρωτιέμαι, μήπως υπάρχει σχέση μεταξύ του οίκου μόδας και της φυλής των Βέρβερων στη Βόρεια Αφρική.
Για να σιγουρευτεί ότι πήρε το σωστό τρένο με ρωτά «Για Καζαμπλάνκα;».
«Ναι, αν και εγώ έχω ανταπόκριση για Ελ Ζαντίντα».
«Αχ, τι σύμπτωση! Και εγώ το ίδιο».
Πιάνουμε κουβέντα. Ήρθε στη Φεζ, που είναι η γενέτειρά της για να πάρει πιστοποιητικά από τις αρμόδιες δημοτικές Αρχές, που τα χρειάζεται για τον επικείμενο γάμο της. Μου δείχνει με καμάρι τα πιστοποιητικά. Είναι γραμμένα στα αραβικά και στα γαλλικά.
Πρόκειται να παντρευτεί έναν παλαιστίνιο γιατρό και να ζήσουν στο Ραμπάτ.
Χωρίς να θέλω να γίνω αδιάκριτος, ρωτώ γενικά, αν τα κορίτσια στο Μαρόκο, παντρεύονται τον εκλεκτό της καρδιάς τους ή τον εκλεκτό των γονιών τους. «Εγώ πάντως τον Γιοσέφ τον γνώρισα σε ένα ταξίδι αναψυχής», σπεύδει να διευκρινήσει.
Μου δείχνει μια φωτογραφία της οικογένειάς της. Μαμά, μπαμπάς και έξι παιδιά. Τρία αγόρια, τρία κορίτσια. Η Χάννα (έτσι τη λεν) είναι η μεγαλύτερη.
«Θα κάνεις και συ έξι παιδιά;».
«Όχι!» μου απαντά αποφασιστικά. «Δύο είναι αρκετά».
«Θεού θέλοντος και Γιοσέφ επιτρέποντος» λέω μέσα μου.
Από την τσάντα της βγάζει ένα συσκευασμένο γιαουρτάκι αγελαδίτσα με χαλέπικο φιστίκι και μια πίτα ολικής άλεσης. Έχει το πολύ αστείο όνομα «μσμν».
Δοκιμάζει δυο κουταλιές γιαούρτι. «Πολύ νόστιμο, να, πάρε και συ!». Σκουπίζει το κουταλάκι της με χαρτοπετσέτα και μου το δίνει να δοκιμάσω.
Δουλεύει σε ασφαλιστική εταιρία και θα συνεχίσει να δουλεύει και μετά το γάμο.
Για να περάσει η ώρα, κοιτώ μέσα από την ψηφιακή μου μηχανή τις φωτογραφίες που τράβηξα.
«Μπορώ να δω κι εγώ;» με ρωτά. Πρόθυμα και αγόγγυστα κάθεται να υποστεί επτακόσιες σαράντα οκτώ φωτογραφίες, που συνοδεύονται από τις απαραίτητες επεξηγήσεις και σχόλια. Αμφιβάλλω αν τα παιδιά μου, θα καθόταν να δουν πάνω από είκοσι, άντε τριάντα φωτογραφίες.
«Στον σιδηροδρομικό σταθμό θα έρθουν οι γονείς σου να σε πάρουν;»
«Όχι, το σπίτι είναι κοντά. Θα πάω με ταξί».
Της προτείνω να την πάμε εμείς, μιας και η Χριστίνα θα έρθει να με μαζέψει με ΙΧ.
Η Χάννα δέχεται την πρόταση ευχαρίστως. Βγάζει το κινητό της να μιλήσει στη μαμά, αλλά διαπιστώνει ότι δεν έχει μπαταρία. Της δίνω το δικό μου (δηλαδή της Χριστίνας) κινητό.
Ενώ μιλάει στη μαμά, το προσωπάκι της συννεφιάζει. Χαμογελώ πειραχτικά και λέω: «Σίγουρα, η μαμά σε μάλωσε γιατί χρησιμοποίησες το κινητό ενός άγνωστου!».
Λίγο αμήχανα και καθόλου πειστικά λέει: «Όχι, η μαμά είναι ανοιχτόμυαλη γυναίκα.»
Φτάνουμε στο τερματικό σταθμό.
Εκεί περιμένουν μαμά, μπαμπάς και …θεία.