Πακιστάν: Οδοιπορώντας σε χρόνους και τόπους αρχαίους
Η Ευαγγελία Μίχου ταξίδεψε στο μακρινό Πακιστάν και μπορεί με απόλυτη βεβαιότητα να πει πως «δεν θα έβρισκε πουθενά αλλού να πάει».
Λέξεις-Εικόνες: Ευαγγελία Μίχου
«Δεν βρήκες αλλού πουθενά να πας;» ή μια αμήχανη σιωπή ήταν οι αντιδράσεις όσων άκουγαν ότι φέτος το καλοκαίρι ο προορισμός ήταν το Πακιστάν.
Τώρα, που κατακάθισε η σκόνη (κυριολεκτικά), που οι φωτογραφίες άρχισαν να μπαίνουν στην σειρά και να φανερώνουν την ιστορία πίσω από την εικόνα, μπορώ με απόλυτη βεβαιότητα να πω πως «δεν θα έβρισκα πουθενά αλλού να πάω». Πουθενά αλλού η εικόνα και οι απόψεις μου για την χώρα και τον λαό δεν θα ανατρέπονταν με τέτοιο τρόπο. Πουθενά αλλού κάθε συνάντηση, κάθε βόλτα, κάθε τοπίο δεν θα ήταν μια έκπληξη. Διότι, ομολογώ, ότι είχα κάποιους φόβους και αμφιβολίες διαβάζοντας άπειρες οδηγίες σχετικά με το τι πρέπει να προσέχει ένας Δυτικός στο Πακιστάν, δηλαδή τα πάντα. Την ίδια του τη ζωή! Το δέλεαρ, όμως, ενός οδοιπορικού στην πορεία του Μεγαλέξανδρου μέχρι τους, πιθανολογούμενους, απογόνους των Μακεδόνων, τους Καλάς, ήταν μεγαλύτερο. Και η ιδέα της παραμονής στην «καρδιά» των Ταλιμπάν ανέβαζε ακόμη περισσότερο την αδρεναλίνη. Και η απόφαση πάρθηκε βασιζόμενοι στη σκέψη ότι «τι στο καλό; Αν ήταν τόσο επικίνδυνο θα οργάνωνε ο ΚΑΝΩΝ το ταξίδι, με αρχηγό μάλιστα τον Πάνο Τεζαψίδη, τον ιδιοκτήτη; Όπου άλλοι 10 «τρελοί» κι εμείς 4 κι ό,τι προκύψει…».
Οι λέξεις που έρχονται στο μυαλό, τώρα που αφομοιώθηκαν όσα είδαμε, αγγίξαμε, ακούσαμε, μυρίσαμε, γευτήκαμε είναι: Χαμόγελα, λαχτάρα, επιβίωση, καταπίεση. Και σκόνη, συρματοπλέγματα, πέτρες, κακοτράχαλα βουνά. Και στρατός και όπλα, αφού παντού δημοσίως συνοδευόμασταν από ένοπλους άντρες της αστυνομίας, του στρατού ή της αντιτρομοκρατικής, ανάλογα με την επικινδυνότητα της περιοχής. Μέχρι και στις τουαλέτες!
Μα, κυρίως, Ιστορία και Πολιτισμός και Άνθρωποι.
Οι εικόνες αμέτρητες: Η αγριάδα των πέτρινων βουνών και των ορμητικών ποταμιών, η ηρεμία των κοιλάδων, τα πολύβουα παζάρια με όλου του κόσμου τις μυρωδιές, τα καυτερά φαγητά, τα κεντημένα μετάξια. Τα σκαμμένα πρόσωπα των αντρών, οι πανέμορφοι νέοι του Βορρά και το, γεμάτο προσμονή, βλέμμα όλων για μια ματιά, ένα άγγιγμα. Το γεμάτο απορία και θλίψη βλέμμα των ελάχιστων γυναικών που συναντήσαμε. Οι μαθητές με την στολή και τα παιδιά των σκουπιδιών. Άνθρωποι στριμωγμένοι, στοιβαγμένοι στα σπίτια, στα αυτοκίνητα, στους δρόμους. Άνθρωποι που ξεφυτρώνουν από τις πέτρες, στη μέση του πουθενά, για να βοηθήσουν, να σπρώξουν ή να συγκρατήσουν ένα αυτοκίνητο που λύθηκαν τα φρένα του στην ανηφόρα και ερχόταν με την όπισθεν κατά πάνω μας.
Κι οι ανυπόταχτοι Καλάς που επιμένουν να λατρεύουν τον Δία και την Εστία, να χορεύουν και να πίνουν κρασί ενώ ο μουεζίνης καλεί τους εξισλαμισμένους πιστούς να προσευχηθούν. Και οι πολύχρωμες γυναίκες τους που κυκλοφορούν ελεύθερα και αντικρίζουν αγέρωχα τους άνδρες, τους οποίους μπορούν οι ίδιες να φλερτάρουν ή να επιλέξουν για σύζυγο.
Το Πακιστάν είναι μια χώρα με μεγάλη ποικιλία τοπίου, με βουνά από πέτρα αλλά και δάση, με πεδιάδες, θάλασσα αλλά και τις ψηλότερες βουνοκορφές. Αυτάρκης σε τρόφιμα αλλά με λαό 200 εκατ. που πεινάει, που παράγει από τα πλέον ευτελή έως υψηλής ακρίβειας και τεχνολογίας προϊόντα αλλά που οι κάτοικοί της μεταναστεύουν στην άλλη άκρη της γης για να θρέψουν την οικογένεια τους.
Διότι το Πακιστάν, πριν γίνει Πακιστάν, μόλις το 1947, ήταν Ινδία. Και οι Ινδοί υπήρχαν από την νεολιθική εποχή και είχαν πολιτισμό και σοφούς και ποιητές και στρατό όταν έφτασε εκεί ο Μεγαλέξανδρος. Και οι Πακιστανοί εξακολουθούν να είναι και Ινδοί έστω κι αν τους θεωρούν τους χειρότερους εχθρούς τους. Αν και Μουσουλμάνες, οι γυναίκες ντύνονται με έντονα, χαρούμενα χρώματα και μια χαλαρή μαντήλα στα πλούσια μαλλιά τους και απαραίτητα μακιγιαρισμένες με μαύρο κάρβουνο στα μάτια, ακόμη και τα κοριτσάκια. Πλην των Ταλιμπάν, που ξεχωρίζουν με την μπούργκα, τις σπάνιες φορές που κυκλοφορούν δημοσίως. Κι εκτός από Ινδοί είναι και πολλά άλλα. Γιατί αυτό το πολύπαθο και πλούσιο κομμάτι γης ήταν καταδικασμένο να είναι συνέχεια υπό κατοχή. Κι ο λαός του σκλάβος, να δουλεύει για τα συμφέροντα των κατακτητών. Και για κάποιους ολιγάρχες και πολυεθνικές εταιρείες τώρα.
Αλλά, ας το πάρουμε από την αρχή. Φτάνοντας στο Ισλαμαμπάντ ξημερώματα, έξω από το αεροδρόμιο πολυτελή αυτοκίνητα με σοφέρ περιμένουν πελάτες. Στην σύντομη διαδρομή μέχρι την πόλη η κίνηση είναι αραιή. Και ενώ νομίζεις ότι ακόμη διασχίζεις ένα δάσος βλέπεις ξαφνικά ψηλούς μαντρότοιχους με αγκαθωτά συρματοπλέγματα, σκοπιές με ένοπλους άντρες στο πεζοδρόμιο, σε φυλάκια, σε ατσαλένιες τεράστιες πόρτες. Μια από αυτές ανοίγει και αρχίζει εξονυχιστικός έλεγχος. Λίστα με τα ονόματα, καταμέτρηση των επιβατών, το πρώτο μεταλλικό οδόφραγμα βυθίζεται στην άσφαλτο και αρχίζει ένα σλάλομ ανάμεσα σε σταθερά οδοφράγματα και σε ένστολους με το χέρι στη σκανδάλη μέχρι μια μπάρα. Κατεβαίνουμε και περνάμε από «σκάνερ» και έλεγχο σωματικό και χειραποσκευών, για να συνεχίσουμε με τα πόδια μέχρι την είσοδο του ξενοδοχείου ενώ το πουλμανάκι μεταφέρει αλλού τις αποσκευές που θα περάσουν τον ίδιο έλεγχο. Ξανά ατομικός έλεγχος στην είσοδο του ξενοδοχείου. Που τον περνάς κάθε φορά που θα μπεις στο κτίριο έστω κι αν βγήκες για ένα τσιγάρο, μόλις έξω από την πόρτα. Η ίδια διαδικασία με τα οδοφράγματα για να βγεις από τον χώρο του ξενοδοχείου. Σε 2-3 μέρες το είχαμε πλέον συνηθίσει. Σε όλα τα ξενοδοχεία, τα μουσεία, τα πανεπιστήμια, τα δημόσια κτίρια, η ίδια διαδικασία. Για να αποτρέψουν τις επιθέσεις αυτοκτονίας με αυτοκίνητα γεμάτα εκρηκτικά, όπως έγινε μόλις το 2014 στο ξενοδοχείο μας στο Πεσαβάρ, όπου ανατίναξαν το μισό ξενοδοχείο. Όταν στόχος των Ταλιμπάν ήταν οποιοσδήποτε και οτιδήποτε θα αλλοίωνε τα ήθη και έθιμα, όπως η παιδεία, η τέχνη, ο κινηματογράφος, οι πολιτικοί αντίπαλοι, οι Δυτικοί…
Μέσα στο ξενοδοχείο η ατμόσφαιρα είναι ανατολίτικα πολυτελής. Αστραφτερά μάρμαρα, τεράστιοι πολυέλαιοι, ξυλόγλυπτοι καναπέδες με βελούδα, δροσιά και άρωμα τριαντάφυλλου. Για άλλη μια φορά διαπιστώνουμε πως όσο πιο φτωχή είναι μια χώρα τόσο πιο πολυτελή είναι τα ξενοδοχεία της. Στα όρια της χλιδής… Στην ρεσεψιόν, ανάμεσα σε πολλούς άντρες υπαλλήλους, λίγες χαμογελαστές πακιστανές με κουστούμι και επαγγελματικό ύφος είναι πρόθυμες να μας εξυπηρετήσουν άμεσα. Ήταν και οι μόνες εργαζόμενες γυναίκες που συναντήσαμε σε όλο το ταξίδι. Και το προσωπικό, γυναίκες και άντρες, οι μόνοι που φορούσαν δυτικά ρούχα.
Από την πρώτη, ήδη, επαφή με την πρωτεύουσα και την χώρα αισθάνεσαι μια… «συγγένεια». Το Ισλαμαμπάντ είναι ένα ελληνικό «δημιούργημα». Μια πόλη σχεδιασμένη από το γραφείο του Κ. Δοξιάδη και των Συνεργατών του, μόλις το 1960. Όπου ο Δοξιάδης προσπάθησε να πραγματοποιήσει το όραμά του για την «πόλη του μέλλοντος». Το οποίο αφ’ ενός δεν εφαρμόστηκε ακριβώς όπως σχεδιάστηκε και αφ’ ετέρου, ως «φτιαχτή» πόλη δεν έχει την ζεστασιά και το «δέσιμο» που δίνουν η συμβίωση αιώνων που φτιάχνει τις γειτονιές. Διηρημένη σε 8 τομείς (εμπορικός, διοικητικός, κατοικιών, εκπαίδευσης κτλ) μέσα στο πράσινο και χωρισμένους με τεράστιους δρόμους και απέραντο πράσινο, όπου βόσκουν κατσίκες και χωρίς δημόσια συγκοινωνία, η πρωτεύουσα είναι απαγορευτική για εργασία και κατοικία για τον πολύ κόσμο, που δεν διαθέτει αυτοκίνητο ή μοτοσυκλέτα.
Στο Εθνολογικό Μουσείο του Πακιστάν το αίσθημα της «συγγένειας» γίνεται εντονότερο, καθώς το πρώτο που αντικρίζεις είναι μια τοιχογραφία και μια πινακίδα με τα ονόματα των 16 «Μεγάλων» που πέρασαν από την γη τους. Κατακτητές, εξερευνητές, τυχοδιώκτες, ιμάμηδες, σοφοί, βασιλιάδες… Που άλλοι ήταν καλοδεχούμενοι κι άλλοι όχι. Μα που όλοι είναι η ιστορία του Πακιστάν. Και ο λαός κρατώντας μέσα του τις αρχέγονες ρίζες δημιούργησε πολιτισμούς: Ινδοελληνικό, Ινδοκινεζικό, Ινδοπερσικό, Ινδοτουρκικό…
Και το πρώτο όνομα στην λίστα κληρονομιάς, το πρώτο πρόσωπο στις απεικονίσεις είναι ο Μεγαλέξανδρος. Το 327 π.Χ. κατέκτησαν την περιοχή οι Έλληνες κι έκαναν βασίλεια και σατραπείες. Και μετά από αυτούς ήρθαν Πέρσες, Πάρθοι και Αφγανοί, Άραβες, Τούρκοι και Μογγόλοι και Βρετανοί. Και μόλις το 1947, το βράδυ που έφευγαν, οι Εγγλέζοι τράβηξαν μια γραμμή και όρισαν τα σύνορα Ινδίας και Πακιστάν. Και από τότε ταλανίζεται με θρησκευτικές και εθνοτικές διαμάχες διότι οι Πατάν θέλουν να ενωθούν με τους συγγενείς τους από την άλλη πλευρά των συνόρων με το Αφγανιστάν. Οι Μοχατζίρ που μιλούν την επίσημη γλώσσα της χώρας Ούρντου, μετανάστευσαν μαζικά από την Ινδία όταν έγινε η διχοτόμηση και δυσανασχετούν με την κυριαρχία των Πουντζάμπι, που αποτελούν το 50% του πληθυσμού της χώρας και την εξουσία των παλαιών γαιοκτημόνων. Και είναι και οι Σίντι, οι Παστούν, οι Μπαλόχ και διάφοροι άλλοι… Και που, πολλούς από αυτούς, συναντήσαμε στις επόμενες μέρες.
Το οδοιπορικό προς Βορρά αρχίζει διασχίζοντας τον Ασιατικό Δρόμο που χάραξαν οι Μογγόλοι τον 16ο αιώνα, με εμπροσθοφυλακή το τζιπ των «φρουρών» μας, σ’ ένα πουλμανάκι που ξεχωρίζει ανάμεσα σε λεωφορεία, «ταξί», φορτηγά, όλα ζωγραφισμένα με απίστευτα χρώματα και τέχνη, σε παμπάλαια Ι.Χ. και αγροτικά και μοτοσυκλέτες, όλα υπερφορτωμένα με τους ανθρώπους να ξεχειλίζουν. 30 χλμ έξω από το Ισλαμαμπάντ άλλος δικός «μας» τόπος. Τάξιλα! Τρεις αρχαίες πόλεις και ο Ινδός ποταμός! Όπου υπάρχει συγκεντρωμένο μεγάλο μέρος της ιστορίας και του πολιτισμού του Πακιστάν. Όπου το 326 π.Χ. ο γιος του βασιλιά κι οι διοικητές της περιοχής υποδέχθηκαν με δώρα τον Μεγαλέξανδρο, δηλώνοντας υποταγή. Και γεννήθηκε ένας νέος πολιτισμός, από την συνεύρεση του ινδικού βουδισμού με την ελληνική τέχνη. Η Τέχνη της Γκαντάρα. Στην πρώτη πόλη, το Ζουλιάν, πρωτοεμφανίστηκε η ανθρωπομορφική απεικόνιση του Βούδα, που έως τότε ήταν ένα πέλμα, ένα σύμβολο. Και με μορφή ελληνική. Σγουρομάλλης και χαμογελαστός. Απολλώνιος Βούδας!!! Όπως και όλα τα γυναικεία και ανδρικά ανάγλυφα που στολίζουν τις στούπες. Με χιτώνες με πτυχώσεις, λεπτές μύτες και μπούκλες στα μαλλιά! Καθ’ ότι ασιάτης με σπαστό μαλλί δεν υπάρχει! Το Σιρκάπ, η ελληνιστική πόλη, χτίστηκε το 189 π.Χ., με το ιπποδάμειο σύστημα ρυμοτομίας. Στο Νταρμαραζίκ, όπου δίδαξε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, ο Απόστολος Θωμάς, δύο δικέφαλοι αετοί στολίζουν μια βουδιστική Στούπα.
Και στο μουσείο νομίσματα με την απεικόνιση των Ελλήνων ηγεμόνων της περιοχής και ελληνική γραφή: Από τον Σώφυτο της Βακτριανής το 305 π.Χ. μέχρι τον Ερμαίο, τελευταίο Έλληνα βασιλιά της Καμπούλ, το 50 μ.Χ.
Οδοιπορώντας στα ενδότερα, διασχίζουμε ένα ατελείωτο πολύβουο παζάρι χιλιομέτρων και μόνο οι πινακίδες ενημερώνουν ότι μπήκαμε σε άλλη πόλη ή χωριό. Από δω και πέρα οι γυναίκες στο δρόμο είναι ανύπαρκτες, κρυμμένες είτε πίσω από τους τοίχους των σπιτιών είτε κάτω από την μπούργκα, οι ελάχιστες που κυκλοφορούν. Στους δρόμους επικρατεί ένα κομφούζιο από αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, ζώα, παιδιά και άνδρες. Άνδρες που κουβαλούν τρυφερά στην αγκαλιά τα μωρά τους και σέρνουν άλλα 2-3 γύρω τους είτε για να ψωνίσουν είτε να βγουν βόλτα το βράδυ, στην δροσιά. Νέους με την στολή του κολεγίου κι άλλους με την παραδοσιακή πουκαμίσα που διαλαλούν τα εμπορεύματά τους. Αγόρια και κορίτσια που παίζουν με τις πέτρες, κάνουν βουτιές στα ποτάμια και παιδιά των σκουπιδιών. Σιγά σιγά εξαφανίζονται τελείως και τα «αερικά» με τις μπούργκες…
Περιφέρεια Ντιρ. Το «άντρο» των σκληροπυρηνικών Ταλιμπάν και των μαφιόζων εμπόρων όπλων και ναρκωτικών. Που την διασχίζουμε χωρίς στάση… Κοιλάδα Σουάτ. Η γενέτειρα της 20χρονης Μαλάλα Γιουσαφζάι, της νεότερης κατόχου Νόμπελ Ειρήνης πριν 4 χρόνια, για τις προσπάθειές της να προωθήσει την εκπαίδευση των κοριτσιών στη χώρα της το Πακιστάν. Που, για τον ίδιο λόγο, οι συμπατριώτες της την πυροβόλησαν στο κεφάλι στα 16 της χρόνια αλλά επέζησε. Περιφέρεια Τσιτράλ. Με την δεύτερη ψηλότερη κορφή 7.708 μέτρων στον κόσμο, εκτός Ιμαλαΐων, το Tirich Mir, να ρίχνει τη σκιά της στην πρωτεύουσα.
Μετά το πέρασμα του Ινδού ποταμού από μια σύγχρονη γέφυρα, κοντά στο σημείο που πέρασαν τα στρατεύματα του Μεγαλέξανδρου, να πάλι γνωστά ονόματα: η Μπαρικότ, όπου στρατοπέδευσε μήνες ψάχνοντας ένα πέρασμα στον Ινδό, τα Βάζιρα, μεγάλη πόλη που την κατέκτησε, η Αρχαία Ωρα, την οποία εγκατέλειψαν οι υπερασπιστές των Βαζίρων όταν τους πολιορκούσε και κατέφυγαν στην Αορνό Πέτρα απ’ όπου ούτε όρνις μπορούσε να περάσει αλλά αυτός πέρασε, η διάβαση του Μακάντ… Κι από όπου αρχίζει η ανάβαση προς το Πέρασμα Λοβάρι. Και η κατάβαση στην Κοιλάδα των Καλάς… και σκέφτεσαι τι στο καλό γύρευε άνθρωπος εδώ πέρα πριν 2.500 χρόνια και δεν χωράει στο μυαλό πώς έφτασε και πέρασε με ολάκερο ασκέρι πολεμιστών, δούλων, αρμάτων, ζώων!!!
Πολιτείες με ελληνοβουδιστικό και ελληνοϊνδικό πολιτισμό. Και άνθρωποι που τον κουβαλούν στους αιώνες. Που, όταν ακούν «Γιουνάν», ένα φωτεινό χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπο μετά την πρώτη έκπληξη. Γιατί κάθε φυλή θέλει να πιστεύει ότι η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, τα καστανόξανθα μαλλιά, τα γαλάζια μάτια, έστω κάποιες σταγόνες από το αίμα τους, είναι απομεινάρια της εποχής που ο Μεγαλέξανδρος ερωτευόταν τις βασιλοπούλες τους και στρατηγοί και στρατιώτες του άνοιγαν σπιτικά, γοητευμένοι από το μέρος και τους ντόπιους. Και δεν σε νοιάζει ούτε τους νοιάζει τι βγάζουν τα τεστ DNA. Το συγκλονιστικό είναι το ξενοδοχείο στην σκιά του Ινδοκαύκασου που λέγεται «Alexander Post”. Το συγκλονιστικό είναι η επίσκεψη στο ναό της Τζέστακ (Εστία;) με τα ξυλόγλυπτα κριάρια στην είσοδο και στο εσωτερικό τους σκαλισμένους με παγανιστικά σύμβολα κίονες και τα απομεινάρια της φωτιάς που άναψαν με συγκεκριμένα χόρτα και ξύλα που μάζεψαν τελετουργικά νέοι από το βουνό.
Το συγκλονιστικό είναι οι κιβωτιόσχημοι, ξύλινοι τάφοι στο αρχαίο νεκροταφείο που «λειτουργεί» ακόμα.
Το συγκλονιστικό είναι «το ξεφάντωμα στης νύχτας το λαμπάδιασμα με χορούς κυκλωτικούς κι άλλο τόσο ελεύθερους» σαν το ποτάμι που κυλούσε δίπλα μας.
Τρεις συγκλονιστικές μέρες σε έναν τόπο άγριο και σκληρό σαν τις πέτρες του αλλά παράλληλα γλυκό και ήρεμο σαν τα ποτάμια και τις κοιλάδες του. Με ανθρώπους σκληροτράχηλους αλλά γεμάτους ζεστασιά. Με παιδιά σαν αγριοκάτσικα να σκαρφαλώνουν από το ένα χωριό στο άλλο. Με φως εκτυφλωτικό από τις ξασπρισμένες από το νερό πέτρες και τα κεντημένα ρούχα των γυναικών.
Τρεις μοναδικές μέρες στους Καλάς, όπου ο δάσκαλος μας ξενάγησε στο μειονοτικό σχολείο που έχτισε και συντηρεί η Ελλάδα, όπου ο Δήμαρχος μας είπε ότι σπούδασε με χρήματα Ελλήνων.
Και χορεύοντας με τους ντόπιους στις τριήμερες γιορτές της σοδειάς Uchao των Καλάς, αυθόρμητα σιγοψιθυρίζεις «Kι είτε με τις αρχαιότητες είτε με ορθοδοξία, των Eλλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία»…
Τελευταίος σταθμός, πριν αρχίσει η αντίστροφη πορεία προς Ισλαμαμπάντ, η πιο πολύπαθη πόλη του Πακιστάν. Πεσαβάρ. Μια πόλη 25 αιώνων, μόλις 100 χλμ από την Καμπούλ. Η πόλη με τις Πύλες. Πύλη των ναρκωτικών, των όπλων, των ανθρώπων…
Μια πόλη όπου οι στρατιώτες είναι περισσότεροι από τους κατοίκους αλλά αυτό δεν τους σώζει. Και η πρώτη πόλη, πλην των Καλάς, που ξαναείδαμε γυναίκες. Και πολλές, παντού. Στα παζάρια, στα πάρκα, στους δρόμους.
Το μόνο μέρος στο οποίο δεν είχαμε ένοπλους φρουρούς. Που, παρόλα αυτά κυκλοφορήσαμε και ανακατευτήκαμε με τους ντόπιους. Που μας πήραν στο κατόπι και ζητούσαν να τους βγάλουμε φωτογραφία, την οποία ποτέ δεν θα αποκτήσουν. Με υπέροχα ξυλόγλυπτα σπίτια και μοναδικό παζάρι, όπου ανακατεύονταν οι μυρωδιές των φρεσκοσφαγμένων ζώων για το Κουρμπάνι, των σκουπιδιών, των φαγητών και των μπαχαρικών.
Απολογισμός: με άλλους 13 «τρελούς» περπάτησα σε 10 μέρες 100 χλμ παρά κάτι μέτρα, ανέβηκα 10.190 σκαλοπάτια και πέτρες και βράχια χαραγμένα, με μέσο όρο ύπνου 4,5 ώρες τη νύχτα, σύμφωνα με το «μηχανάκι – ρολόι μου». Περάσαμε 10ωρα και 14ωρα μέσα στο αυτοκίνητο για 300 ή 400 χλμ απόσταση. Καταλάβαμε ότι δεν μπορούσαμε να σταματάμε όπου θέλαμε γιατί δεν ήταν ασφαλές. Ανασφάλεια και κίνδυνο, όμως, δεν αισθανθήκαμε πουθενά. Με ή χωρίς συνοδεία ενόπλων. Κατεβαίνοντας από τα τζιπ αισθανόμασταν το έδαφος ασταθές μετά από το τράνταγμα σε φυτεμένες πέτρες και βγάζαμε την σκόνη από τα αυτιά μας με μια γεύση χώματος στο στόμα. Μικρό τίμημα για την ασύλληπτη ομορφιά του τοπίου, για την συγκίνηση του προσκυνήματος σε μέρη δικά «μας», μα πάνω απ’ όλα για το ξαφνιασμένο βλέμμα ανδρών και παιδιών στα παζάρια και στους δρόμους σαν να έβλεπαν εξωγήινους, την δίψα για ένα χαμόγελο και ένα άγγιγμα και την αποτύπωση της στιγμής στο κινητό, επιβεβαίωση ότι δεν ονειρεύτηκαν. Για τα πολύχρωμα κορίτσια του Ινδοκαύκασου που μας έσυραν στην αυλή τους και μας αγκάλιαζαν με φωνές και γέλια και μας έδιναν περήφανες τα μωρά τους στα χέρια μας. Για τις γυναίκες στο τζαμί που μας πρόσφεραν ζαχαρωτά και ζητούσαν δειλά μια χειραψία, να βεβαιωθούν ότι είμαστε αληθινές.
Ένα ταξίδι σε μέρη πρωτόγνωρα, όπου πολλοί άνθρωποι ζουν πρωτόγονα αλλά που το αξιοθέατο ήμασταν εμείς. Διότι οι περισσότεροι, ειδικά οι νεώτεροι, δεν είχαν δει ποτέ Δυτικό. Όπου διαπιστώσαμε ότι η συμβουλή του αρχηγού μας, του Πάνου Τεζαψίδη, «κατανοήστε την νοοτροπία τους. Μην την κρίνετε με τον δυτικό τρόπο σκέψης. Άσχετα αν την δικαιολογείτε ή όχι» ήταν πολύτιμη. Διότι, όπως λέει και ο Χαβιέρ Θέρκας «Πράγματι, είναι πολύ πιο σημαντικό να κατανοήσουμε τον δήμιο παρά το θύμα. Η αλληλεγγύη με τα θύματα πρέπει βέβαια να είναι απόλυτη, αλλά οφείλουμε να κατανοούμε τον δήμιο. Θα ήταν εξαιρετικό να κατανοήσουμε τον Χίτλερ. Να κατανοούμε δεν σημαίνει να δικαιολογούμε. Το αντίθετο. Να κατανοούμε σημαίνει να εξοπλιστούμε ώστε να μη γίνουμε δήμιοι και διεφθαρμένοι». Όπου καταλάβαμε πόσο αδιάκριτα και δυσάρεστα μπορεί να γίνουν κάποια βλέμματα και φωτογραφίες, που ως τουρίστες, έως τότε, θεωρούσαμε φυσιολογικά. Όπου καταλάβαμε γιατί έννοιες όπως ανθρώπινα δικαιώματα, βιασμός, επιβίωση, δεν έχουν το ίδιο νόημα σε όλα τα μέρη του κόσμου. Όπου καταλάβαμε ότι η μπούργκα δεν μπορεί, δεν επιτρέπεται να γίνεται αποκριάτικη στολή. Όπου καταλάβαμε γιατί περπατούν χιλιάδες χιλιόμετρα σε φαράγγια και έρημο, θαλασσοπνίγονται, είναι ολόκληρες οικογένειες σε ομηρία στους τοκογλύφους, για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί στην «πολιτισμένη» Δύση, που τους μεταχειρίζεται ως απολίτιστους υπάνθρωπους, στοιβάζοντάς τους σε αποθήκες και κλέβοντας τα χρήματα του μόχθου τους. Τους ανθρώπους μιας πλούσιας χώρας με πολιτισμό αιώνων. Ίσως γιατί στα μάτια τους δεν αντέχουμε οι Δυτικοί να δούμε τα δικά μας κρίματα και των προγόνων μας. Και γι’ αυτό, το ξαναλέω, η λέξη Πακιστανός, που συχνά την «φτύνουμε» ως χαρακτηρισμό, αξίζει όλον τον σεβασμό και την αγάπη μας.