Ποιήματα πάνω στα λάχανα. Μια αληθινή ιστορία
Μια αληθινή ιστορία μέσα από μια αίθουσα εστιατορίου του Μονάχου.
Λέξεις: Γεωργία Τριανταφυλλίδου
Νeuhaser Str. Δύο κτίρια του 19ου αιώνα αποτελούν τμήμα της παλαιότερης ζυθοποιίας του Μονάχου. Ιδρύθηκε από Αυγουστινιανούς μοναχούς και ήταν γνωστή ήδη από το 1328. Την επισκεπτόμουν για δεύτερη φορά μέσα σε 15 μέρες. Τα άσπρα λουκάνικα της πρώτης φοράς που έβραζαν στο ζουμί τους μέσα στην κομψή, αυτό να λέγεται, πορσελάνινη σουπιέρα, ήταν γραφτό να εντυπωθούν ως τέτοια: άσπρα λουκάνικα που έβραζαν στο χλιαρό ζουμί τους. Όμως, εκεί εγώ. Να παρακαλώ μελιστάλαχτα στη δεύτερη επίσκεψη για έναν κατάλογο στα αγγλικά λες και υπήρχε περίπτωση να καταλάβω στα αγγλικά, έστω, όλα αυτά τα παράξενα λάχανα, τις μπάλες από συκωτάκια πουλιών ή κάτι σβώλους πουρέ που διατηρούσαν μια φευγαλέα ανάμνηση πατάτας ακόμη και στην αγγλική μετάφραση. Μα εγώ ήμουν μια επίμονη ταξιδιώτισσα και το’ χα βάλει σκοπό να πάθω αυτό που τόσο εύστοχα διατυπώνει ο Μαξ Ζακόμπ: «(ως ταξιδιώτισσα) να πέσω νεκρή, χτυπημένη από τη γραφικότητα». Παράγγειλα πάπια. Με μωβ λάχανο. Μου έφεραν τουλάχιστον τη μισή. Οι φίλοι μου κοίταξαν έντρομοι το πιάτο, τα τζίτζιλα μίτζιλα που το συνόδευαν, πατατομπαλίτσες, σαλατοπινελιές και μια γαβάθα μωβ, βραστό λάχανο. Καλή μας όρεξη!
Καθώς η σερβιτόρα έφερνε το πιάτο, ή μάλλον τα πιάτα, γύρισαν άνθρωποι και κοίταξαν από τα διπλανά τραπέζια, περίεργοι για τον αποδέκτη αυτής της κινούμενης φαντασμαγορίας. Ντράπηκα λίγο για την «μια πάπια μα τι πάπια» μου αλλά ήταν τόσο καλομαγειρεμένη που με την πρώτη μπουκιά ξέχασα και ντροπές και την ελαφρώς αρχοντοχωριάτικη παραγγελία. Και τότε κατάλαβα ότι το «καλή μας όρεξη» το ξεστόμισε η σερβιτόρα. Στην ερώτηση του Κώστα Γ. αν είναι Ελληνίδα, αυτή απάντησε ότι είναι παντρεμένη με Έλληνα, έχει μάθει να μιλάει και να καταλαβαίνει μέσα στα χρόνια, αλλά σε λίγο θα μας έστελνε τον Έλληνα σερβιτόρο της μπυραρίας να μας καλησπερίσει. Ο σερβιτόρος ήρθε πράγματι σε λίγο. Ο Κώστας αποδείχτηκε γραφικότερος από μένα. Μέσα σε τρία λεπτά είχε βρεθεί κοντοχωριανός με τον όμορφο άντρα, μα τι κάνει ο τάδε, μεγάλωσε αλλά πώς κρατιέται, κι εγώ όλη την ώρα σκυμμένη πάνω από την πάπια μου να μασουλάω ασταμάτητα με χείλη μαβιά, πεθαμενατζίδικα από το λάχανο, εικόνα που αντιλήφθηκα ότι παρουσίαζα κάποια στιγμή που σήκωσα το κεφάλι και κοιτάχτηκα στον αντικρινό καθρέφτη.
Ο Κώστας ανέλαβε τις συστάσεις. Οι κυρίες είναι Ελληνίδες ποιήτριες και θα λάβουν μέρος σε ένα διεθνές φεστιβάλ γυναικείας ποίησης που διοργανώνεται για τρίτη φορά στο Μόναχο. Άφησα, επιτέλους, ήσυχο το πιρούνι μου. Ο σερβιτόρος που καταγόταν από την Καρδίτσα με κοίταξε για μια στιγμή. Σκέφτηκα, τώρα θα σκάσει στα γέλια. Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού πάλι με την άνοιξη. Είπε. Στην αρχή δεν κατάλαβα τίποτε. Νόμισα ότι ξεκίναγε να μας διηγηθεί μια ιστορία από τα παλιά του μέρη φορτωμένη με χιλιάδες αναμνήσεις. Λιγοστά πράσινα φύλλα, συνέχισε. Κι εγώ ξύπνησα. Είναι κάτι στιγμές που το φως τσιμπάει, λέει ο Έλιοτ και ξυπνάς. Τρυπιέσαι και ξυπνάς. Κάτι στιγμές μυτερού φωτός. Ο σερβιτόρος συνέχισε να απαγγέλει. Μα τι ωραίο ποίημα, είπε. Η μπυραρία ήταν γεμάτη. Τον ρώτησα πόσο χρονών είναι, πόσα χρόνια ζει στη Γερμανία, πόσον καιρό εργάζεται στην Αουγκουστίνερμπροϊ. 47, 25, 5. Ούτε τρεις μέρες είχαν περάσει από την ανακοίνωση του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, εγώ βρισκόμουν στο εσωτερικό μιας μπυραρίας που «αποτελεί θαυμάσιο δείγμα της αισθητικής και της ατμόσφαιρας που επικρατούσε στα εστιατόρια του Μονάχου πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο» κι ένας Έλληνας σερβιτόρος από τα χωριά της Καρδίτσας μας έριχνε πάνω στα βελόνια των ασπαλάθων. Ήθελα πολύ να βρω κάτι γλυκερό στη στιγμή και έτσι ξελιγωμένη από την λυρικότητά της να τη θάψω στα υπόγεια της μνήμης. Ο σερβιτόρος ήταν πολύ όμορφος. Με ζεστή φωνή. Δεν χρειαζόταν να εντυπωσιάσει «σερβίροντας» ένα ποίημα. Δεν το είπε, καν. Το κουβάλαγε από τα 22 του. Και το έτεινε σαν μια χειραψία συμβολική. Η αίθουσα ολόκληρη γέμισε συμβολισμούς. Άλλους θα μπορούσες να τους τραβήξει από τα μαλλιά, άλλοι σκάλωναν στα μαλλιά σαν κλαδάκια. Έσκυψα το κεφάλι πάνω από την πάπια, δάγκωσα τα χείλη, αν κοιτούσα τον αντικρινό καθρέφτη ήμουν σίγουρη πως θα ήταν πάλι μαβιά, πεθαμενατζίδικα σαν τον λάχανο. Αν βρεθείτε τώρα στα κοντά στο Μόναχο, αξίζει να επισκεφτείτε την Αουγκουστίνερμπροϊ. Και να ρωτήσετε αν δουλεύει εκεί ο Ηλίας από την Καρδίτσα. Το τέλος αυτής της ιστορίας μονάχα εκείνος δικαιούται να το κοινοποιήσει.