Το άρωμα του σανδαλόξυλου
«Nα πας στα μέρη που αξίζει πραγματικά να δείς, άσε τι λένε οι τουριστικοί οδηγοί», μου έγραψε ο ντόπιος. «Σαν ποια δηλαδή;» Μου έστειλε έναν κατάλογο με τα «κρυφά αξιοθέατα» της Καλκούτας, μια σειρά άγνωστα ονόματα. Και διαπίστωσα ότι ένα από αυτά, η Νιμτόλα-γκατ, ήταν ο τόπος καύσης των νεκρών. Ένα τέτοιο σημείο στην όχθη […]
«Nα πας στα μέρη που αξίζει πραγματικά να δείς, άσε τι λένε οι τουριστικοί οδηγοί», μου έγραψε ο ντόπιος. «Σαν ποια δηλαδή;» Μου έστειλε έναν κατάλογο με τα «κρυφά αξιοθέατα» της Καλκούτας, μια σειρά άγνωστα ονόματα. Και διαπίστωσα ότι ένα από αυτά, η Νιμτόλα-γκατ, ήταν ο τόπος καύσης των νεκρών.
Ένα τέτοιο σημείο στην όχθη του ποταμού έχει σχεδόν κάθε πόλη – με πιο γνωστό του Βαρανάσι, της πιο ιερής πόλης του Ινδουισμού. Οι ευσεβείς πιστεύουν ότι ο θάνατος στην όχθη εκείνη απελευθερώνει από τους επόμενους κύκλους της μετεμψύχωσης. Στην πόλη καταφθάνουν πολλοί βαριά άρρωστοι με την προσδοκία να αφήσουν εκεί την τελευταία τους πνοή• εκεί αποτεφρώνονται κάθε μέρα πάνω από διακόσιες πενήντα νεκροί. Οι βάρκες που πηγαίνουν τους τουρίστες βόλτα στον Γάγγη, το χάραμα και το ηλιοβασίλεμα, φτάνουν μέχρι τα διαβόητα εκείνα σκαλοπάτια της όχθης της πυράς, τη Μανικαρίνκα-γκατ, όπου οι φωτιές καίνε μέρα νύχτα, οι γύρω ναοί έχουν μαυρίσει από τον καπνό, και παντού βλέπεις τεράστια δεμάτια με καυσόξυλα, που προορίζονται να γίνουν βορά στις φλόγες μαζί με τον νεκρό – ένα νεκρό κατά τεκμήριο ευκατάστατο, αφού κατάφερε να κάνει το τελευταίο του ταξίδι στην πόλη του θεού Σίβα και να γίνει καπνός αρωματισμένος με καμφορά και σανδαλόξυλο στις όχθες του Γάγγη.
Η Νιμτόλα βρίσκεται κι αυτή στις όχθες του Γάγγη, ή μάλλον του παραπόταμου Χούγκλη, αλλά τουρίστας εκεί δεν πλησιάζει.
Και την ημέρα εκείνη που πέρασα την πύλη της Νιμτόλας, είδα: σκυλιά κι ανθρώπους να κοιμούνται κατάχαμα, κατσίκες να γυρνοβολάνε, αργόσχολους να πίνουν τσάι, ζητιάνους κουρνιασμένους, σωρούς φορεία – νεκροκρέβατα ταιριάζει περισσότερο να τα πω – πεταμένα όπως-όπως, «κοράκια» με τζίν και τι-σέρτ ρόκ συγκροτημάτων, ακαθαρσίες ζώων, τρύπες στη γη, στοίβες καυσόξυλα, τσακισμένα πήλινα φλιτζάνια, πλαστικά σκουπίδια. Στο βάθος, δίπλα σχεδόν στο ποτάμι, ένας μικρός και κάπως πιο καθαρός χώρος για να σταθούν οι συγγενείς. Λίγο πίσω από τις τρύπες της πυράς, απλωμένα ρούχα.
Την ώρα εκείνη γινόταν αποτέφρωση, μια διαδικασία που κρατάει πάνω από τρεις ώρες. Όλοι οι πενθούντες ήταν άντρες, παρατήρησα – οι κηδείες θεωρούνται ανδρική δουλειά – και από αυτούς, οι στενοί συγγενείς είχαν ξυρισμένο κεφάλι και λευκά ρούχα. Παρακάτω ετοιμαζόταν άλλη μία πυρά: άνοιγαν μια τρύπα στο χώμα, και σώριαζαν ξύλα πάνω από το φέρετρο. Πιο πέρα, οι κατσίκες είχαν σκαρφαλώσει στα πεταμένα νεκροκρέβατα και καταβρόχθιζαν τον στολισμό του.
Κάθισα σε έναν πάγκο κοντά στην είσοδο, εφτά-οχτώ μέτρα από την πυρά, και παρακολουθούσα την καύση. Ένας κύριος δίπλα μου προσφέρθηκε να με κεράσει τσάι. «Η ξυλεία αυτή είναι πανάκριβη» μου είπε. «Ξέρεις πόσο στοιχίζει αυτή η κηδεία; Πάνω από 40 000 ρουπίες – ο μακαρίτης ήταν πλούσιος έμπορος». «Και αν δεν είσαι πλούσιος», ρώτησα, «τι γίνεται;» «Τότε σε πάνε δίπλα». Στο ηλεκτρικό κρεματόριο της πόλης.
Συνειδητοποίησα ότι ερχόμενη στη Νιμτόλα είχα περάσει από μπροστά από το ηλεκτρικό κρεματόριο, αλλά από τον κόσμο και τη φασαρία το είχα περάσει για σταθμό του τρένου. Μπήκα μέσα. Κόσμος πολύς – και γυναίκες – από το βάθος ακουγόταν κάτι σαν ψαλμός, ένας νεκρός κείτονταν σε ένα φορείο στο πάτωμα μέσα σε ένα πλήθος ανθρώπων που δεν φαίνονταν να έχουν σχέση μαζί του, οι λάμπες φθορίου έδιναν σε όλους μια πράσινη χροιά.
Το έβαλα στα πόδια με το συναίσθημα ότι δραπέτευα από την κόλαση. Και όχι για πρώτη φορά, αναρωτήθηκα τι επιτέλους με κάνει να έρχομαι, ξανά και ξανά, σ’ αυτή τη χώρα.
Στο βιβλίο της “Κάρμα-Κόλα”, γραμμένο τo 1979, η Γκίτα Μέτα προσπαθεί να μάθει τι ψάχνουν να βρουν όλοι οι Δυτικοί που ταλαιπωρούνται στη βρώμα και στο θόρυβο της χώρας της. Την απάντηση της την έδωσε ένας Ελβετός, πρώην τραπεζίτης: « Η Ινδία είναι μια βρώμικη και θορυβώδης σιωπή. Τα πάντα εδώ σου δείχνουν την πραγματική σου θέση, πόσο ασήμαντος είσαι. Στην Ελβετία ό, τι έκανα θεωρείτο εξ ορισμού σημαντικό – αλλά στην πραγματικότητα το μόνο που καταλάβαινα ήταν η αξία της τράπεζας. Εδώ αναγκάζομαι να ορίσω από την αρχή την αξία της δικής μου ζωής».