Κόσμος

Μια βόλτα στο Τρογκίρ, τη Βενετία των Δαλματικών Ακτών

Από το Σπλιτ στα ιστορικά Σαλώνα και τον επιβλητικό καθεδρικό ναό του Σαν Λορέντζο.

Γιώργος Χατζελένης
μια-βόλτα-στο-τρογκίρ-τη-βενετία-των-δα-1209835
Γιώργος Χατζελένης

Προσπαθώντας να ανταπεξέλθουμε από τη μεσημεριανή ανυπόφορη ζέστη του Δεκαπενταύγουστου, αναχωρήσαμε με ένα αστικό λεωφορείο από το Σπλιτ για να επισκεφθούμε το φημισμένο Τρογκίρ, την αποκαλούμενη Βενετία των Δαλματικών Ακτών.

Η ευχάριστη ψύξη του λεωφορείου αποδείχτηκε σωτήρια, προσφέροντάς μας σαράντα ξεκούραστα λεπτά, όσο διαρκούσε δηλαδή η διαδρομή.

Από το Σπλιτ περάσαμε στα ιστορικά Σαλώνα (Salona), την αρχαία ιλλυρική πόλη, πατρίδα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και από εκεί στους παραθαλάσσιους οικισμούς του Kasteli που εκτείνονται μέχρι το αεροδρόμιο. Στο τελείωμα αυτού του οικισμού, επιπλέει ανάμεσα στη στεριά της Δαλματίας και στο νησί Τσίοβο, το γραφικό Τρογκίρ, το οποίο θεωρείται ο πιο καλοδιατηρημένος ρωμανογοτθικός οικισμός της Κεντρικής Ευρώπης με συνεχή ιστορία 2.300 χρόνων κι έχοντας έντονη πολιτισμική επιρροή από τους αρχαίους Έλληνες, τους Ρωμαίους και τους Βενετούς. Γι’ αυτό το λόγο, η πόλη ανακηρύχθηκε το 1997 σε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την Unesco.

Η πόλη ιδρύθηκε τον 3ο αι. π.Χ. από τους κατοίκους των Συρακουσών, οι οποίοι αποίκισαν αρχικά στο νησί Ίσσα (το σημερινό νησί Βις που βρίσκεται δυτικά του νησιού Χβαρ) κι από εκεί επεκτάθηκαν στις δαλματικές ακτές όπου κι ίδρυσαν δίνοντάς της το όνομα Τραγούριον που σήμαινε “το νησί των τράγων”, με σκοπό να ανταγωνιστούν εμπορικά την πόλη των Σαλώνων.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το Τραγούριον (λατινική ονομασία Tragurium Civium Romanorum) να μετατραπεί σε σημαντικό λιμάνι των ρωμαϊκών χρόνων, με τον πληθυσμός της να αυξάνεται ραγδαία μετά την καταστροφή των Σαλώνων από τους Σλάβους και τους Άβαρες. Ωστόσο και το Τρογκίρ έγινε στόχος επιθέσεων και καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Σαρακηνούς το 1123. Σύντομα όμως ανέκαμψε και γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση τον 12ο και 13ο αιώνα. Όταν οι Δαλματικές Ακτές πέρασαν στα χέρια των Φράγκων, στο Τρογκίρ χτίστηκε το φρούριο Camerlengo που ήλεγχε το στενό πέρασμα μεταξύ του νησιού και της πόλης κι ιδρύθηκε επισκοπή, η οποία καταργήθηκε αρκετούς αιώνες μετά.

Το 1420 αρχίζει η μακροχρόνια κυριαρχία των Ενετών, η οποία κράτησε μέχρι την πτώση της Βενετίας το 1797. Έκτοτε, το Τρογκίρ περνάει στη δυναστεία των Αψβούργων και παραμένει κομμάτι της Αυστροουγγαρίας μέχρι το 1914. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πόλη γίνεται κομμάτι του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας και βιώνει μια εθνική εκκαθάριση, καθώς οι Ιταλοί κάτοικοί του, οι οποίοι αποτελούσαν την άρχουσα τάξη, αναγκάστηκαν να φύγουν. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι έχοντας περάσει ιταλική και γερμανική κατοχή, η πόλη αποτέλεσε τμήμα της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας και μετά το γιουγκοσλαβικό πόλεμο πέρασε επίσημα στο κράτος της Κροατίας.

Ο τερματικός σταθμός του λεωφορείο βρίσκεται δίπλα στη μικρή γέφυρα που ενώνει την ακτή με την μικρή πλωτή πόλη. Από τη μια μεριά επικρατούσε το βαλκανικό στοιχείο με ψησταριές και περιφερόμενα τραπεζάκια που προσέφεραν φαγητό και γλυκά κι από την άλλη δέσποζε ένα κομμάτι συμπυκνωμένης ιστορίας πάνω σε μια μικρή έκταση γης. Τα στενά σοκάκια της πόλης ακολουθούν μέχρι σήμερα τη ρυμοτομία της Ελληνιστική περιόδου, δίνοντάς μας την εντύπωση πως περπατώντας μέσα σ αυτά, πορευόμαστε προς μια χρονολογική περίοδο μακρινή, η οποία μεταμορφώθηκε αρκετές φορές στο πέρασμα των αιώνων, αφήνοντας πίσω τις αρκετές πανέμορφες ρωμανικές εκκλησίες που εξακολουθούν να στέκουν αγέρωχα αντικριστά σε πανέμορφα αναγεννησιακά παλάτσα της βενετσιάνικης περιόδου και μπαρόκ μέγαρα της αυστροουγγρικής κυριαρχάς. Κι ανάμεσα σ’ αυτά απλώνονται οι μικρές γραφικές πετρόχτιστες συνοικίες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων.

Το πρώτο μνημείο που αντικρύσαμε και το σημαντικότερο της πόλης, είναι ο επιβλητικός Καθεδρικός ναός του Αγίου Λόρενς (Cattedrale di San Lorenzo ή Katedrala sv. Lovrijenac), ο οποίος ξεκίνησε να χτίζεται το 1213 στη θέση ενός παλαιότερου καθεδρικού κι ολοκληρώθηκε το 1250. Το πανύψηλο καμπαναριό του καθεδρικού χτίστηκε μεταξύ 14ου και 16ου αι κι είναι επισκέψιμο προσφέροντας μια όμορφη πανοραμική θέα της πόλης. Αυτό που σε εντυπωσιάζει αρχικά στον Καθεδρικό ναό, είναι η κεντρική του είσοδος, η οποία σχεδιάστηκε από τον γλύπτη κι αρχιτέκτονα Ράντοβαν το 1240. Στα πλάγια διακρίνονται οι μορφές του Αδάμ και της Εύας, οι οποίοι πατούν πάνω σε δυο λιοντάρια (ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο που έχω συναντήσει σε ναούς της Λομβαρδίας) ενώ πάνω από την πύλη υπάρχει μια τοξωτή ανάγλυφη αναπαράσταση των Παθών του Χριστού. Ωστόσο, η πραγματική ομορφιά του ναού κρύβεται σε ένα παρεκκλήσι που βρίσκεται εντός του ναού, το οποίο είναι η Καπέλα του Αγίου Ιωάννη, η οποία χτίστηκε το 1468 και θεωρείται το καλύτερο αναγεννησιακό δείγμα της Δαλματίας.

Ο επιβλητικός καθεδρικός του Σαν Λορέντζο

Το δροσερό αεράκι που ερχόταν από τη θάλασσα, μας κράτησε αρκετή ώρα στο καμπαναριό του Καθεδρικού. Από κάτω μας απλωνόταν ένα κεραμιδί στρώμα από τις στέγες που έκρυβαν τον λαβύρινθο που απλωνόταν στα καλντερίμια της παλιά πόλης, με τους φοίνικες της προκυμαίας να καθορίζουν το τελείωμα του οικισμού.

Το μόνο ξέφωτο που διακρίναμε ήταν η κεντρική πλατεία του Τρογκίρ, όπου βρίσκεται το δημαρχείο, ο πύργος με το ρολόι κι η στοά με τις κολόνες (loggia) όπου μαζευόταν η άρχουσα τάξη για να συνεδριάσει. Όμως, η τουριστική εκμετάλλευση του τοπίου αλλοίωνε αρκετά την αυθεντικότητα της πόλης και των συνοικειών της.

Το ρολόι της κεντρικής πλατείας

Η βόλτα μας συνεχίστηκε προς την προκυμαία που βρίσκεται στο νότιο κομμάτι του νησιού. Εκεί συναντήσαμε το εναπομείναν τμήμα των οχυρώσεων του 13ου και 14ου αιώνα που εξακολουθεί να στέκει μέχρι σήμερα. Από τη νότια πύλη βγήκαμε ξανά στη θάλασσα και συναντήσαμε τη δεύτερη στοά με τις κολόνες (loggia) η οποία είχε χτιστεί για τους επισκέπτες. Τώρα βρίσκεται κρυμμένη πίσω από τραπεζάκια, μπαράκια κι ομπρέλες και δυστυχώς περνάει απαρατήρητη από τους επισκέπτες της πόλης.

Δεν είναι όμως η loggia των επισκεπτών που έγινε θυσία στο βωμό του υπερτουρισμού αλλά κι η προκυμαία του Τρογκίρ, η οποία έχει χάσει την ιστορική της αίγλη. Τα εναπομείναντα βενετσιάνικα και μπαρόκ παλάτια στέκουν καλοδιατηρημένα και λαμπρά αλλά αρκετά κρυμμένα πίσω από την πυκνή παραλιακή συστοιχία με τους φοίνικες και τις ανοιχτές ομπρέλες των εστιατορίων. Από τη μια πλευρά του περιπάτου είχαμε ένα τουριστικό κιτς που μπορεί ο καθένας να συναντήσει σε κάθε παραθαλάσσιο τοπίο κι από την άλλη ένα πλήθος πολυτελών γιοτ που ήταν δεμένα στη σειρά κρύβοντας τη θέα προς το απέναντι νησί. Μόνο το Φραγκισκανικό μοναστήρι του Αγίου Δομίνικου φαινόταν πως γλίτωνε κάπως από την τουριστική επέλαση της προκυμαίας. Μέσα σ αυτό το ασφυκτικό αδιέξοδο, ξεχώριζε στο βάθος το Φρούριο του Καρλομάγνου (Fortress Kamerlengo), το οποίο χρίστηκε το 1400. Εξωτερικά φέρνει αρκετά στην εικόνα των κάστρων που σχεδιάζαμε ως παιδιά αλλά εσωτερικά δεν έχει κάτι ιδιαίτερο να παρουσιάσει, πέρα από τη βόλτα γύρω από τα τείχη του. Από την άλλη μεριά της βορειοδυτικής άκρης του Τρογκίρ, στέκει ένα ακόμη οχυρό, ο βενετσιάνικος πύργος του Αγίου Μάρκου, ο οποίος χτίστηκε αργότερα για να προστατευτεί την πόλη από τις επιθέσεις των Τούρκων.

Θέλοντας να αποφύγουμε την κοσμοσυρροή που επικρατούσε στην προκυμαία του Τρογκίρ μετά την επίσκεψή μας στο Φρούριο του Καρλομάγνου, σταθήκαμε για λίγη ώρα σε έναν μικρό και ήσυχο περίπατο που εκτείνεται στη βόρεια πλευρά του νησιού, ανάμεσα στα δύο φρούρια. Απέναντι μας είχαμε τα ναυπηγεία του νησιού Τσίοβο και μια από τις μαρίνες του Τρογκίρ ενώ από πάνω μας περνούσαν κάθε τόσο τα αεροπλάνα που προσγειωνόνταν στο γειτονικό αεροδρόμιο. Από εκεί απολαύσαμε το ηλιοβασίλεμα κι αφήσαμε το πρώτο δροσερό αεράκι της θερινής νύχτας να χαϊδέψει το πρόσωπό μας.

Αποφασίσαμε τις τελευταίες μας βόλτες να τις κάνουμε στα γραφικά σοκάκια της πόλης αναζητώντας λίγη αυθεντικότητα σε μια πόλη που έχει ανακηρυχθεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την Unesco. Μέσα σ αυτά τα καλντερίμια βρήκαμε την μοναδική γοητεία αυτής της πόλης, το πάντρεμα των πολιτισμών και των ιστορικών περιόδων, τη γαλήνη των ανθρώπων που προσπαθούν να ξεφύγουν από τις επελάσεις των τουριστών και τη μυρωδιά των κισσών που καλύπτουν τις πετρόχτιστες οικίες.

Είναι εντυπωσιακό το σμίξιμο των έντεκα παλαιών εκκλησιών και των βενετσιάνικων μεγάρων με τη στενή ρυμοτομία των ελληνιστικών χρόνων. Αυτό το πάντρεμα είναι που κάνει το Τρογκίρ ξεχωριστό όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά και στη Γηραιά Ήπειρο.

Με αυτή τη γλυκόπικρη γεύση, αφήσαμε πίσω μας τη Βενετία των Δαλματικών ακτών και πήραμε το δρόμο της επιστροφής μας για το Σπλιτ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα