Featured

Πέρασα ένα μήνα εθελοντισμού στην Αφρική

Μια κοπέλα από τη Θεσσαλονίκη μοιράζεται μια εμπειρία ζωής.

Μαρία Πασαλίδου
πέρασα-ένα-μήνα-εθελοντισμού-στην-αφρ-856306
Μαρία Πασαλίδου

Ένα μήνα στην Τανζανία της Αφρικής παρέμεινε η Όλγα, μέσω ενός προγράμματος εθελοντισμού που συμμετείχε. Από την Θεσσαλονίκη στην Αφρική. Σε μια περίοδο που κάτι τέτοιο φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο, λόγω της πρωτόγνωρης και ιδιαίτερης κατάστασης που βιώνουμε. Η Όλγα δεν πτοήθηκε, δεν φοβήθηκε. Το ήθελε από πριν. Το ήξερε από πριν. Έβαλε στόχο να το καταφέρει και μετά από μήνες ασταμάτητης δουλειάς, ώστε να καταφέρει να ανταπεξέλθει οικονομικά, τα κατάφερε! Δεν είναι και κάτι απλό. Μια τέτοια εμπειρία αποτελεί στιγμιότυπο ζωής…

Η Όλγα είναι 23 χρονών, διαμένει στην πόλη της Θεσσαλονίκης και έχει αποφοιτήσει από το τμήμα Ειδικής Αγωγής του ΠΑΜΑΚ. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς, βάσει των σπουδών της, πως χαρά της και επιλογή της αποτελεί η παροχή βοήθειας. Ζήτησα από την Όλγα να μου περιγράψει την εμπειρία της και πραγματικά με έκανε να ανατριχιάσω, να συγκινηθώ και να δακρύσω. Μια βιωματική αφήγηση που θα σε κάνει να ταξιδέψεις μαζί της.

Το εθελοντικό πρόγραμμα

Το πρόγραμμα στο οποίο συμμετείχε η Όλγα, προέκυψε μέσω του οργανισμού Plan My Gap Year, ο οποίος είναι ένας βραβευμένος εθελοντικός ταξιδιωτικός οργανισμός, που προσφέρει εμπειρίες που αλλάζουν τη ζωή σε 15 χώρες στην Αφρική, την Ασία και την Νότια Αμερική. Η Όλγα ανακάλυψε τον οργανισμό μέσω έρευνας στο διαδίκτυο και ανέφερε πως κατέληξε σε αυτό, καθώς της απέπνεε ασφάλεια, ήταν οικονομικό και οργανωμένο. Υπάρχουν πολλά αντικείμενα/ιδιότητες που μπορεί κανείς να αντιπροσωπεύσει σε αυτό. Η Όλγα επέλεξε αυτό της διδασκαλίας βασικών Αγγλικών. Δεν ήταν εύκολο να φτάσει στον προορισμό της. Το ήξερε αυτό. Πολύωρες πτήσεις, καθυστερήσεις, έντονες γραφειοκρατικές διαδικασίες ( οι διπλές λόγω της πανδημίας), άγνωστο περιβάλλον κ.α.

Φτάνοντας στην Τανζανία

«Δεν το πίστευα ότι έφτασα, ήμουν εκεί, πατούσα στη γη και μου φαινόταν σαν ψέμα! Κοιτούσα γύρω μου και έλεγα ”δεν μπορεί”! Φτάνοντας στην Τανζανία, οι άνθρωποι του προγράμματος μας εντόπισαν και μεταφερθήκαμε στην πόλη της Αρούσας, όπου και θα διαμέναμε. Μας έδειξαν το σπίτι, όπου θα κοιμόμασταν. Από τα όσα είχα παρατηρήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, το σπιτάκι που μας παραχώρησαν, ήταν παλάτι μπροστά στα περισσότερα από τα υπόλοιπα σπίτια των κατοίκων…»

Το μέρος όπου η Όλγα θα δραστηριοποιούνταν διδάσκοντας Αγγλικά, ήταν ένα σχολείο. Δεν ήταν όμως ένα απλό σχολείο, όπως το έχουμε εμείς στο μυαλό μας. Aποτελούσε έναν συνδυασμό ολοήμερου σχολείου και ορφανοτροφείου. Σε αυτό υπήρχαν παιδιά από 6 μηνών έως 6 χρονών. Το πρωί έκαναν μαθήματα, αργότερα έτρωγαν εκεί. Κάποια από τα παιδιά που είτε ήταν ορφανά ή είχαν χάσει τον έναν από τους δυο γονείς τους, είχαν το σχολείο αυτό για μόνιμη κατοικία τους.

Ο Alvin, η Ulivea και η Briana ζωγραφίζουν μια πεταλούδα.

«Δεν μπορώ να σου περιγράψω πως ένιωθα κάθε φορά που έμπαινα εκεί μέσα. Μόλις με αντίκρυζαν τα ματάκια τους, έκαναν αγώνα δρόμου για το ποιο θα έρθει πρώτο στην αγκαλιά μου, ποιο θα με ακουμπήσει, ποιο θα μου μιλήσει. Τσίριζαν, φώναζαν, γελούσαν. Όταν μάλιστα έπαιρνα κάποιο από τα παιδιά στην αγκαλιά μου, τα υπόλοιπα έκλαιγαν κάποιες φορές. Πόση ανάγκη είχαν από αγάπη. Πόσο πολύ μου το έδειχναν. Όλη η ημέρα περνούσε με παιχνίδια, τραγούδια, ζωγραφιές. Μου έλεγαν διάφορα πράγματα γενικά, αλλά αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, καθώς ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε ένα αγοράκι την πρώτη μου μέρα στο σχολείο, ήταν ότι φαίνομαι πολύ έξυπνη. Κατάλαβα πως ένας από τους λόγους που το είπε, ήταν πως είμαι λευκή. Τους εξήγησα πως είμαστε όλοι το ίδιο και το χρώμα απλώς έτυχε. Όπως παίζεις ζάρια ένα πράγμα. Είτε ρίξεις άσσο είτε πέντε, δεν το καθορίζεις εσύ. Το καθορίζει η τύχη. Ίσως αν αντιλαμβανόταν όλος ο κόσμος αυτή την απλή φράση, ο ρατσισμός να μην υπήρχε καν σαν λέξη.»

Η Dorcus, η Sharon, η Divine και η Fatma. Τα ”μεγάλα” κορίτσια του σχολείου, έτοιμες πάντα για να βγουν φωτογραφία.
Κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, τα μικρά μοντέλα μαλώνουν για το ποιος θα ποζάρει μπροστά στην κάμερα. Εμφανέστατα η Daisy απολαμβάνει μια παντόφλα.

Πως ήταν η καθημερινότητα εκεί;

«Όμορφη. Η καθημερινότητα ήταν πολύ όμορφη εκεί. Για εμένα τουλάχιστον. Το λέω αυτό, γιατί η ιδέα που έχουμε για την Αφρική και την φτώχεια, δεν είναι ψέματα. Υπάρχει πολλή φτώχεια εκεί. Ο κόσμος πεινάει. Έβλεπες ανθρώπους να τρώνε κυριολεκτικά από κάτω. Το είδα με τα μάτια μου. Το ήξερα μεν, παρόλα αυτά ήταν σαν να μην το ήξερα μέχρι τότε. Είναι αλλιώς να κοιτάς κατάματα και να βιώνεις άμεσα μια κατάσταση που γνωρίζεις, από το να την έχεις απλά ακούσει. Οι άνθρωποι εκεί δουλεύουν ασταμάτητα. Κάθε μέρα, όλη μέρα…Προσπαθούν. Προσπαθούν να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Η εκπαίδευσή εκεί, ξέρεις, δεν είναι υποχρεωτική… Δεν υπάρχουν ρεπό, άδειες και οκτάωρο για τους γονείς. Καμία σχέση. Δουλεύουν όλη την ημέρα και πάλι δεν έχουν να φάνε για την επομένη. Επιπλέον, ακριβώς επειδή υπάρχει αυτή η ανάγκη για χρήματα, οτιδήποτε ζητήσεις ή ρωτήσεις απαιτεί πληρωμή. Ακόμη και μια πληροφορία να σου δώσει κάποιος, για το που βρίσκεται το φαρμακείο για παράδειγμα, περιμένει έπειτα, αφού σε καθοδηγήσει, να του δώσεις φιλοδώρημα.

Όσον αφορά το φαγητό, εμείς τρώγαμε κυρίως ρύζι, φασόλια, λαχανικά, βραστές πατάτες και φρέσκα φρούτα. Ακόμη και με αυτά, το στομάχι μας μας ενοχλούσε πολλές φορές. Παίρναμε και πολλά χάπια, όμως, τόσο για το στομάχι όσο και για τις υπόλοιπες αρρώστιες που κυκλοφορούσανε εκεί. Προσωπικά πήρα χάπι μόνο για την ελονοσία και είχα μαζί μου όλα τα υπόλοιπα, προληπτικά. Τα υπόλοιπα φαγητά, το κρέας για παράδειγμα, δεν το πλησίαζες. Πωλούνταν σε πάγκους τύπου λαϊκής και έβλεπες πλήθος από μύγες να το τριγυρνούν όλη μέρα. Θεωρήσαμε πως δεν ήταν καλή επιλογή να φάμε κάτι απέξω»

Όσον αφορά τη μετακίνηση εκεί, έχουν τα λεωφορεία τους, τα οποία μοιάζουν με μικρά βανάκια και τα αποκαλούν ντάλα-ντάλα. Τα τουκ-τουκ, που είναι τα τρίκυκλα και τα πικι-πικι, που είναι τα τύπου-μηχανάκια. Τα τελευταία, τα χρησιμοποιούσε η Όλγα με τους υπόλοιπους εθελοντές, ώστε να μετακινηθούν από και προς το σχολείο.

Ποια ήταν τα νέα πράγματα που έκανες και γνώρισες;

«Κατά τη διάρκεια που βρισκόμουν εκεί έκανα διάφορα πράγματα που είχα ξανακάνει ποτέ μου. Γενικότερα, μετακινούμασταν πολύ συχνά, ώστε να γνωρίσουμε την ευρύτερη περιοχή. Στη Ζανζιβάρη, κολύμπησα παρέα με δελφίνια και με χελώνες. Ήταν μαγικό. Μια χελώνα με δάγκωσε μάλιστα. Επιπλέον, ένα από τα πιο συναρπαστικά πράγματα που έκανα για πρώτη φορά, ήταν το σαφάρι. Είδαμε λιοντάρια, ελέφαντες, καμηλοπαρδάλεις, αντιλόπες, μαϊμούδες. Οι τελευταίες, προσπαθούσαν να μπουν μέσα στο αμάξι και να μας κλέψουν τα πράγματα. Ναι, πράγματι. Όπως στις ταινίες και στα κινούμενα σχέδια.»

Το ένα τρίτο της χώρα της Τανζανίας αποτελείται από εθνικά πάρκα, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τον αυξημένο τουρισμό στη χώρα λόγω των σαφάρι. Στα Σουαχίλι, η λέξη “σαφάρι” σημαίνει ταξίδι. Για να δοκιμάσει να κάνει κανείς σαφάρι χρειάζεται αρκετά χρήματα. 

Στην περιοχή εδρεύει επίσης το όρος Κιλιμάντζαρο. Με τον ίδιο τρόπο, για να ανέβει κανείς σε αυτό, απαιτείται μια αρκετά καλή οικονομική δυναμική. Χρειάζεται γύρω στα 2.000 ευρώ για να πραγματοποιήσει κανείς μια απλή ανάβαση, καθώς στα έξοδα συμπεριλαμβάνονται η μετακίνηση του φαγητού και του εξοπλισμού.

«Μια ακόμη ιδιαίτερη δραστηριότητα που πραγματοποιήσαμε, ήταν πως γίναμε παρατηρητές της παραγωγής του καφέ arabica στο χωριό Materuni»

«Η διαδικασία έχει ως εξής. Αρχικά, ο σπόρος είναι κόκκινος όσο δεν έχει αφαιρεθεί ακόμη το τσόφλι. Το εσωτερικό του έχει λευκό χρώμα. Το τοποθετούν μέσα σε κόσκινο, ώστε να απελευθερωθεί ο λευκός σπόρος από την φλούδα και αφού μείνει ξεφλουδισμένο, το πετούν μέσα σε κατσαρόλα στη φωτιά και το ανακατεύουν συνεχώς. Την ίδια στιγμή που συμβαίνει αυτό, οι ίδιοι το απολαμβάνουν χορεύοντας και τραγουδώντας, δημιουργώντας έτσι τη δική τους ιεροτελεστία. Αυτό συμβαίνει μέχρι να πάρει ο καφές το γνωστό καφετί σκούρο χρώμα. Όταν συμβεί αυτό, το τοποθετούν μέσα σε γουδί και το χτυπούν μέχρι να μετατραπούν οι κόκκοι σε σκόνη. Όταν γίνει αυτό, ο καφές είναι έτοιμος!»

«Ένα από τα πράγματα που θα μου μείνει σαν αποτύπωμα για πάντα πιστεύω, ήταν η επίσκεψη μου σε χωριό της φυλής των Μασσάι. Πόσο διαφορετικές ζωές μπορεί να έχουν δυο άνθρωποι, που ζουν την ίδια χρονική περίοδο, ίσως να έχουν και την ίδια ηλικία και απλώς βρίσκονται υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες και τόπο;! Είναι τρομακτικό αν το σκεφτείς…

Μιλήσαμε μαζί τους και μας είπαν, πως οι άνθρωποι στη φυλή χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες. Τις γυναίκες, τα αγόρια μέχρι δεκατεσσάρων χρονών που δεν έχουν κάνει ακόμη περιτομή, τους πολεμιστές από δεκαπέντε μέχρι περίπου πενήντα ετών και τέλος τους ηλικιωμένους. Κάθε χωριό αποτελείται απο έναν άντρα, ο οποίος μπορεί να παντρευτεί μέχρι και περίπου δεκαπέντε γυναίκες. Κάθε γυναίκα φτιάχνει το δικό της σπίτι και ο άντρας μπορεί να επισκέπτεται, όποτε αυτός το θελήσει, κάποιο από τα σπίτια του. Επιλέγει ανά βράδυ να πηγαίνει σε διαφορετικά σπίτια. 

Παιδιά της φυλής των Maasai, την ώρα που τρέχουν πάνω στην Όλγα, ώστε να συνεχίσουν το παιχνίδι.

Όλα τα παιδιά σε κάθε χωριό είναι αδέρφια και αποτελούν παιδιά αυτού, του ενός άντρα. Σε ηλικία δεκατέσσερα με δεκαπέντε χρονών τα αγόρια κάνουν περιτομή, η οποία γίνεται μπροστά σε όλο το χωριό. Κατά τη διαδικασία αυτή, τα αγόρια ουδέποτε πρέπει να δείξουν έστω ότι πονάνε, ότι κλαίνε, ότι ενοχλούνται. Αν το κάνουν, τότε, ο πατέρας έχει το δικαίωμα να αποφασίσει, εάν θα σκοτώσουν το παιδί του η όχι. Αν συμβεί αυτό, θα συμβεί επειδή θεωρούν πως το παιδί δείχνοντας πόνο, ταυτοχρόνως δείχνει και την αδυναμία του να υπερασπιστεί την οικογένεια του μελλοντικά.

Σύμφωνα με μαρτυρία, έχουν σαράντα χρόνια να σκοτώσουν παιδί στην ευρύτερη περιοχή της φυλής τους. Αυτό δε συμβαίνει επειδή ο πατέρας είχε αποφασίσει να το αφήσει να ζήσει, αλλά επειδή τα ίδια τα αγόρια έχουν γίνει πλέον τόσο ανθεκτικά στον πόνο, που είναι πια σπάνιο κάποιο από αυτά να πονέσει ή τουλάχιστον να το δείξει.

Τρέφονται αποκλειστικά με κρέας, με γάλα και με αίμα αγελάδας. Οι άντρες τρώνε ξεχωριστά από τις γυναίκες και προτιμούν το κρέας ωμό, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά συνήθως το ψήνουν πριν το καταναλώσουν. Κυνηγούν καμηλοπαρδάλεις και με το δέρμα τους φτιάχνουν στρώμα για το κρεβάτι τους. Το μεγαλύτερο αξίωμα για κάθε πολεμιστή είναι να σκοτώσει λιοντάρι, γιατί κρίνεται δύσκολο και αν κάποιος τα καταφέρει, τον θεωρούν γενναίο και ανεβαίνει στην ιεραρχική τους βαθμίδα.

Όταν γίνονται τεσσάρων χρονών, για να ξεχωρίζουν από τις άλλες φυλές, βγάζουν τα δυο μπροστινά τους δόντια. Ανοίγουν μεγάλες τρύπες στα αυτιά τους και έχουν κυκλικά καψίματα στο πρόσωπο και στα χέρια, ως δείγμα καταγωγής από τη συγκεκριμένη φυλή.»

Δυσκολίες που αντιμετώπισες

«Αν λάβουμε υπόψιν μας, βέβαια, τον τρόπο που έχουμε συνηθίσει να ζούμε και τις ανέσεις που έχουμε, ήταν κάπως διαφορετικά. Ας πούμε, όταν πήγαινα να κάνω μπάνιο, πολλές φορές κοβόταν τελείως το νερό και περίμενα με το σαπούνι για αρκετά λεπτά μέχρι να επανέλθει. Δεν θα το έλεγα σε καμία περίπτωση δυσκολία, θα ήταν ντροπή, απλώς το αναφέρω σαν μια διαφορετική συνθήκη. Θα ήταν ντροπή αν το αποκαλούσα δυσκολία, καθώς φίλη εθελόντρια που μας επισκέφθηκε από την Γκάνα, μας περιέγραψε την κατάσταση εκεί, κάνοντας την περιοχή που διαμέναμε εμείς, να φαντάζει παράδεισος. Στη Γκάνα, σπάνια είχαν νερό ακόμη και στην τουαλέτα, η φτώχεια ήταν εντονότερη, σχεδόν όλοι οι εθελοντές είχαν κολλήσει κάποια ασθένεια. Δεν μπορώ να σου πω περισσότερα για την Γκάνα, καθώς δεν την έζησα προσωπικά.

Συγκινήθηκα αρκετές φορές στη διάρκεια του ταξιδιού μου, αλλά κρατήθηκα και δεν έκλαψα ποτέ. Έμαθα να κρατιέμαι, καθώς η επιλογές που έχω κάνει το απαιτούν. Στη Γκάνα δεν ξέρω πως θα ήμουν…

Ο καιρός ήταν πολύ ζεστός, με αποτέλεσμα να αποτελεί πολύ συχνό φαινόμενο το έγκαυμα σε πολλούς από τους ανθρώπους εκεί. Ειδικά εκεί στην Ζανζιβάρη, η πλάτη μου είχε κατακαεί. Ήμουν μέσα στις φλούδες, στους ώμους και στην πλάτη. Άμα σου δείξω φωτογραφίες θα σοκαριστείς. Παρόλα αυτά, για αυτούς ήταν πολύ συνηθισμένο κάτι τέτοιο. Ένα ακόμη πρόβλημα που αντιμετώπισα με τον καιρό, ήταν το ακριβώς αντίθετο. Βρισκόμασταν σε ένα μονοπάτι μέσα στο δάσος, παράλληλο με τον γκρεμό, με σκοπό να επισκεφθούμε κάποιους καταρράκτες. Φορούσα κάτι παντόφλες μιας και ήταν καλοκαίρι. Εκεί, ξαφνικά ξεσπά μια έντονη μπόρα. Δεν καταλαβαίνεις για τι πράγμα σου μιλάω! Κατακλυσμός! Κάποιες στιγμές πίστεψα πως θα πεθάνω, καθώς οι παντοφλιτσες μου γλιστρούσαν και με ένα λάθος βήμα είχα πέσει στον γκρεμό. Σκέφτηκα πολλά πράγματα εκείνη την ώρα, φοβήθηκα…Ευτυχώς όλα πήγαν καλά και το λάθος βήμα δεν έγινε ποτέ.»

Νοσοκομεία και μάσκες

«Προσωπικά επισκέφθηκα ένα νοσοκομείο, καθώς υπήρχε η ανάγκη διενέργειας μοριακού τεστ για τον κορονοϊό. Ήταν εντάξει. Μη φανταστείς Παπαγεωργίου και τα συναφή, αλλά μπορώ να πω τουλάχιστον, πως ο χώρος που πήγα να κάνω το τεστ ήταν καθαρός. Παρόλα αυτά, μπορώ να σου δώσω μια περιγραφή από την γενική κατάσταση των νοσοκομείων χάρη σε μια νοσηλεύτρια που έτυχε να γνωρίσω. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, λοιπόν, τα νοσοκομεία στην ευρύτερη περιοχή δεν έχουν ούτε τα βασικά. Μόνο τις μεγάλες σύριγγες, όχι τις μικρές. Για όλες τις χρήσεις. Δεν υπάρχουν τα υλικά μέσα, δεν υπάρχει προσωπικό. Πήγαιναν άτομα με εγκαύματα από τον ήλιο και δεν τους έδιναν καν σημασία. Και να τους έδιναν σημασία, δεν είχαν να τους δώσουν τίποτε άλλο. Πολλοί από τους εθελοντές εκεί συνήθιζαν, με δικά τους χρήματα, να αγοράζουν κρέμες για τα εγκαύματα των ανθρώπων.

Ένα κοινό που έχουμε στην παρούσα περίοδο με τα νοσοκομεία εκεί, είναι η χρήση μάσκας. Ναι ξέρω, θα με ρωτήσεις για τον κόβιντ και τη μετάλλαξη στην Αφρική. Όχι. Καμία σχέση. Ο κόσμος εκεί υποφέρει από το AIDS, την ελονοσία, τη φυματίωση. Ο κορονοϊός δεν είναι καν αισθητός. Δεν μπορώ να σου μιλήσω για νοτιότερα, καθώς βρισκόμασταν σε σχετικά βόρειο κομμάτι της Αφρικής, αλλά από αυτά που ρώτησα, δεν ασχολούνται ιδιαίτερα. Ίσως συμβαίνει γιατί οι θάνατοι εκεί από σοβαρές ασθένειες αποτελεί συχνό φαινόμενο…»

Πως το βίωσες συναισθηματικά;

«Ήταν ώρες-ώρες πολύ δύσκολο. Γιατί εντάξει…δένεσαι με τα παιδιά. Πως υποτίθεται ότι θα τα αφήσεις και θα φύγεις…έτσι απλά, μετά από έναν μήνα κοντά τους. Πέρα από αυτό, η πιο δύσκολη στιγμή που βίωσα ήταν στον γυρισμό από το χωριό στο Materuni, όπου είχαμε πάει, όπως είπα, για να δούμε τους καταρράκτες. Την ώρα λοιπόν που φεύγαμε με το λεωφορείο, σταμάτησε σε έναν χωματόδρομο για λίγο. Εκεί, ένας άντρας μας χτύπησε το τζάμι και έκανε την κίνηση για να του δώσουμε χρήματα. Δεν αντιδράσαμε, καθώς ήταν ένα τόσο συχνό φαινόμενο που δεν μπορούσες να ανταποκριθείς. Έπειτα, τον ξανακοιτάμε και αυτή τη φορά κάνει μια κίνηση, με την οποία μας δείχνει ότι πεινάει. Εγώ, είχα πάρει ίσα ίσα ένα κομμάτι κέικ, το μισό από το οποίο είχα ήδη φάει. Αποφασίζω να του το δώσω, και γυρνάει προς τα πίσω. Ξαφνικά εμφανίζονται επτά μικρά πλασματάκια, στα οποία δίνει το κέικ και ορμάνε πάνω στη μικροσκοπική σακουλίτσα με ότι είχε ξεμείνει. Τσίριζαν από χαρά για ένα ψίχουλο. Όλο το βράδυ το σκεφτόμουν. Δεν έφυγε ποτέ από το μυαλό μου αυτή η εικόνα. Κάθε φορά σκέφτομαι. Δεν γίνεται να ασχολούμαστε με οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, όταν υπάρχουν άνθρωποι που πεινάνε και δεν έχουνε να φάνε, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει άφθονο φαγητό και εμείς το πετάμε. Πιστεύω ότι έχουμε αποτύχει σαν ανθρωπότητα.»

*Μια μελέτη έδειξε πώς περίπου 931 εκατομμύρια τόνοι φαγητού ή το 17% της συνολικής ποσότητας τροφίμων, διαθέσιμων στους καταναλωτές παγκοσμίως, κατέληξαν στα σκουπίδια των νοικοκυριών, των εστιατορίων και άλλων υπηρεσιών το 2019, χωρίς να καταναλωθούν.

Οι τελευταίες εντυπώσεις

«Κλείνοντας, αυτό που έχω να προσθέσω, είναι η εντύπωση που μου άφησαν αυτοί οι άνθρωποι. Τους ένιωσα ευγενικούς, καλοσυνάτους και πάνω απ’ όλα ταπεινούς. Είναι τόσο μεγάλο το κρίμα της ζωής, μια χώρα με τόσο φυσικό πλούτο, με τόσα αγαθά, με τόσο όμορφους ανθρώπους να γίνεται υποχείριο της εκμετάλλευσης του καπιταλισμού…

Από τα τελευταία, αισθάνομαι την ανάγκη να τονίσω, πως δεν μπορώ να περιγράψω πάνω από ένα πέντε τοις εκατό αυτό που έζησα. Νιώθω, πως ότι και αν πω είναι τόσο μικρό και τόσο λίγο μπροστά σε αυτό που βίωσα…Αισθάνομαι πως υποτιμώ την εμπειρία μου όταν το περιγράφω. Επιπλέον, δεν έχω ακόμη συνειδητοποιήσει πότε πήγα και πότε γύρισα. Το σκέφτομαι και είναι σαν ψέμα…Είμαι στο κρεβάτι μου σε καραντίνα, στο σπίτι μου στην Περαία και νιώθω ότι δεν είμαι εδώ…Απλώς συνεχίζω να ταξιδεύω.

Τέλος, έχω κρατήσει επαφές με τον ιδιοκτήτη του ορφανοτροφείου, με τους υπόλοιπους εθελοντές, μαθαίνω νέα από τα παιδάκια μου εκεί…Με το που τελειώσει η καραντίνα, έχω σκοπό να μαζέψω κάποιες κούτες με διαφόρων ειδών πράγματα, όπως παιχνίδια, γραφική ύλη, βιβλία…Θα ενημερωθώ για τους τρόπους αποστολής και θα τα στείλω σε αυτούς τους ανθρώπους…»

Δείτε περισσότερες εικόνες της Όλγας από την εμπειρία της:
Στο χωριό της φυλής των Maasai, τα παιδιά υποδέχθηκαν τους εθελοντές με ενθουσιασμό και χαμόγελα.
Η Divine και η Ulivea χεράκι χεράκι μπροστά από την είσοδο του σχολείου Rafiki. ”Rafiki” στα Σουαχίλι σημαίνει ”φίλος”.
Στο χωριό Materuni, το οποίο είναι το τελευταίο χωριό πριν από το εθνικό πάρκο του Κιλιμάντζαρου σε υψόμετρο 1800 μέτρων.
Λίγο έξω από την Αρούσα, ένας έμπειρος τεχνίτης, μετατρέπει κομμάτια ξύλου σε χειροποίητα έργα τέχνης προς πώληση.

Ένα από τα σπίτια στο χωριό των Μaasai, κατασκευασμένο από λάσπη, ξύλα και κόπρανα αγελάδας.
Ο Farrell, μαθητής στο σχολείο Rafiki, εξαντλημένος αλλά πολύ χαρούμενος μετά τον αγώνα ποδοσφαίρου.
Ο ξεναγός στο χωριό Materuni, κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας προς τους καταρράκτες, εντόπισε μία γλυκύτατη και ιδιαίτερα φιλική ιγκουάνα.
Παιδιά της φυλής των Maasai στην αυλή, έξω ακριβώς από το καλυβάκι τους.

Οι γυναίκες της φυλής των Maasai, κατά την άφιξη των εθελοντών στο χωριό, φορώντας την παραδοσιακή ενδυμασία, τους υποδέχθηκαν τραγουδώντας και χορεύοντας για να τους καλωσορίσουν.

Εικόνες: Όλγα Παπαδοπούλου

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα