Ελλάδα

Το ιδανικό πεζοπορικό διήμερο στα Ζαγόρια

Εξερευνήστε τα λιθόστρωτα καλντερίμια των οικισμών, τα πολυάριθμα γεφύρια της περιοχής και φυσικά την επιβλητική και πανέμορφη θέα από το φαράγγι του Βίκου

Parallaxi
το-ιδανικό-πεζοπορικό-διήμερο-στα-ζαγ-959344
Parallaxi

Λέξεις / Εικόνες: Μαριλένα Βασιλειάδη

Τα Ζαγόρια είναι ένας από τους πλέον δημοφιλείς προορισμούς για όλο το χρόνο, αφού το εντυπωσιακό, φυσικό ηπειρωτικό τους κάλλος, αποτελεί πόλο έλξης για όσους επιθυμούν να εξερευνήσουν τα λιθόστρωτα καλντερίμια των οικισμών, τα πολυάριθμα γεφύρια της περιοχής και φυσικά την επιβλητική και πανέμορφη θέα από το φαράγγι του Βίκου.

Το τελευταίο κυρίως, αποτέλεσε τον βασικό λόγο που κλείσαμε διήμερη διαμονή στο χωριό Βίτσα, στο κεντρικό Ζαγόρι. Καθώς ο φετινός χειμώνας είναι, καθ’ ομολογίαν, από τους πιο ζεστούς των τελευταίων ετών, υποθέσαμε (ορθώς) , πως το χιόνι θα είναι ελάχιστο και θα μπορέσουμε να εξερευνήσουμε τη γύρω περιοχή και το φαράγγι του Βίκου, ανεμπόδιστα, χωρίς ιδιαίτερο εξοπλισμό.

Έτσι, λίγες ημέρες πριν υποδεχτούμε τον καινούριο χρόνο, πήραμε ο καθένας από ένα σακίδιο πλάτης με τα απαραίτητα και κινήσαμε από Θεσσαλονίκη, οδικώς, για το χωριό Βίτσα. 

Πρώτη μέρα

   Κάτω Βίτσα

  Ο καιρός ηλιόλουστος, οι δρόμοι προς τον οικισμό απόλυτα προσβάσιμοι και προσεγμένοι. Υποσημείωση: αν υπάρχει κάτι που πρέπει να προσέξετε οι οδηγοί, είναι να αγνοήσετε – όσο μπορείτε – την υπέροχη θέα προς τον νομό Ιωαννίνων που θα αρχίσει να ξεδιπλώνεται μπροστά σας όσο ανεβαίνετε σε υψόμετρο. Κάντε λίγη υπομονή, ο τελικός προορισμός θα σας αποζημιώσει. Για να προσεγγίσετε ωστόσο το χωριό, θα πρέπει να ξεφύγετε από την άσφαλτο και να προχωρήσετε για λίγα μέτρα στο λιθόστρωτο δρομάκι που οδηγεί στην Κάτω Βίτσα. Ο οικισμός, μέχρι κάποιο σημείο είναι προσβάσιμος και με όχημα, αφού υπάρχουν σημεία να παρκάρετε το αυτοκίνητο σας. Η πρώτη αίσθηση που δίνει η περιοχή είναι η αίσθηση της απόλυτης “ζεστασιάς”. Παραμυθένια πετρόκτιστα σπιτάκια με μικρούς κήπους και κεντητές κουρτίνες, καλντερίμια κρυμμένα κάτω από ένα παχύ στρώμα μουσκεμένων, από τη βροχή, πλατανόφυλλων, ζευγάρια πιασμένα χέρι – χέρι να εξερευνούν με ξέγνοιαστο βλέμμα τον οικισμό. Παιδικές φωνές και γέλια από την κοντινή παιδική χαρά. Η περιοχή μας αγκάλιασε με χέρια διάπλατα από την πρώτη κιόλας στιγμή. 

  Οι άνθρωποι του χωριού, ιδιαίτερα οι νέοι, κάποιοι μόνιμοι κάτοικοι της πόλης των Ιωαννίνων, που διατηρούν παράλληλα επιχείρηση στον οικισμό, έχουν δώσει στην κυριολεξία μια δεύτερη ζωή στο μέρος, χωρίς να έχουν αλλοιώσει στο ελάχιστο την αρχιτεκτονική και πολιτισμική κληρονομιά του τόπου. Αντιθέτως, την αναδεικνύουν με τον πιο αυθεντικό και παράλληλα σύγχρονο τρόπο.

 Το κατάλυμα στο οποίο διαμέναμε, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του “παντρέματος”. Βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του χωριού, ένα σημείο αρκετά προβεβλημένο, και όχι άδικα, αφού κάνει πραγματικότητα την φαντασίωση κάθε ταξιδιώτη που στο άκουσμα των ορεινών χωριών, φαντάζεται μια πλακόστρωτη πλατεία, γεμάτη τραπεζοκαθίσματα και θαμώνες που απολαμβάνουν καφέ και γλυκό του κουταλιού, υπό τον ίσκιο ενός μεγάλου πλατάνου.

Η πλατεία στην Κάτω Βίτσα είναι ακριβώς αυτό. Λόγω εορτών μάλιστα, την είχαν στολίσει απ’ άκρη σ΄άκρη με λαμπιόνια. Αφού πήραμε μια βαθιά εισπνοή, απολαμβάνοντας την αμόλυντη, ορεινή ατμόσφαιρα και τη μυρωδιά της βρεγμένης, από την υγρασία, γης, αφήσαμε τα πράγματα μας και ετοιμαστήκαμε για την πρώτη, σύντομη πεζοπορία, μιας και είχε πάει ήδη τρεις το μεσημέρι και είχαμε μόλις ένα δίωρο έως ότου βραδιάσει. 

   Γεφύρι του Μίσιου

  Η διαδρομή προς το πέτρινο τοξοτό γεφύρι του Μίσιου, αποτελεί ιδανική εξόρμηση για την πρώτη μέρα στα Ζαγόρια, ιδιαίτερα αν η ώρα άφιξης είναι κατά το μεσημέρι και δεν υπάρχει χρόνος για πολύωρη πεζοπορία. Μια διαδρομή αρκετά βατή, που διαρκεί στο σύνολο της – από το χωριό Βίτσα – περίπου μιάμιση ώρα. Παρόλα αυτά, είναι θεμιτό να έχετε μαζί σας μπατόν και να φοράτε παπούτσια ορειβασίας ή οποιοδήποτε υπόδημα με αντιολισθητικό πάτο. Το μονοπάτι προς το γεφύρι ( ονομάζεται “Σκάλα της Βίτσας” ) , όπως και όλα τα πεζοπορικά μονοπάτια που διασχίσαμε στη γύρω περιοχή τις επόμενες ημέρες, είναι ουσιαστικά, στην πλειοψηφία τους, κατεστραμμένα λιθόστρωτα καλντερίμια που είχαν δημιουργήσει οι κάτοικοι της περιοχής, συνεπώς, σε σημεία το έδαφος είναι αρκετά “ανώμαλο” και χρειάζεται αρκετή προσοχή στα πατήματα. Αν και δεν χρειάζεται ιδιαίτερα καλή φυσική κατάσταση για να ακολουθήσετε τη συγκεκριμένη διαδρομή, η ανηφόρα της επιστροφής, είναι λίγο απαιτητική. Είναι μάλιστα αρκετά πιθανό να συναντήσετε στον πηγαιμό, φίλους πεζοπόρους που, ανεβαίνοντας, δεν θα παραλείψουν να επιδοθούν σε καλοπροαίρετα πειράγματα, για να σας προετοιμάσουν ψυχολογικά για τον ανηφορικό δρόμο της επιστροφής. Εμείς λάβαμε ουκ ολίγα (!) Αξίζει όμως τον κόπο. 

  Ύστερα από λίγα λεπτά περπάτημα, η βουή του χωριού παραδίδει τη σκυτάλη στους ήχους της παρθένας φύσης. Έπειτα από αρκετή κατηφόρα, θα συναντήσετε το επιβλητικό γεφύρι του Μίσιου. Η διαδρομή, από εκεί, συνεχίζει, ωστόσο ελλείψει χρόνου, αποφασίσαμε να θέσουμε ως τελικό προορισμό για τη μέρα, εκείνο το σημείο. Το ιστορικό γεφύρι, εύκολα προσβάσιμο από τη Βίτσα, διαπερνάται από τον Βίκο ποταμό κοντά στα χωριά Βίτσα και Κουκούλι. Κατασκευάστηκε το 1748 από τον Αλέξη Μίσιο, κάτοικο Μονοδενδρίου. Σε μια ιδανική συνθήκη, από εκείνο το σημείο θα έπρεπε να απολαύσουμε τα τρεχούμενα νερά που κανονικά ρέουν κάτω από το γεφύρι. Δυστυχώς δεν σταθήκαμε αρκετά τυχεροί, αφού είτε λόγω εποχής, είτε εξαιτίας της λειψυδρίας, ο χείμαρρος είχε στερέψει. Ακόμα και αν δεν βρείτε νερά, είναι σίγουρο πως η θέα από το σημείο θα σας αποζημιώσει. Ενδείκνυται μάλιστα για ολιγόλεπτη στάση για ξεκούραση και σνακ. Άλλωστε, στην επιστροφή, θα βρείτε σίγουρα κάποιο καλό ταβερνάκι για να αναπληρώσετε τη χαμένη ενέργεια, με χωριάτικες πίτες, ντόπια εδέσματα και καλό κρασί. 

Δεύτερη μέρα

 Η σύντομη πεζοπορία της προηγούμενης ημέρας, το καθαρό οξυγόνο και το χορταστικό φαγητό στο καφέ – εστιατόριο στην κεντρική πλατεία του χωριού, μας οδήγησαν στα κρεβάτια μας από πολύ νωρίς. Έτσι, την επομένη, λίγο πριν τις 7, ήμασταν ήδη ξύπνιοι για να απολαύσουμε την ανατολή του ήλιου από το κατάλυμα, να φάμε πρωινό με ντόπια προϊόντα και να κινήσουμε για το ξακουστό φαράγγι του Βίκου.

Είχαμε ενημερωθεί από την ιδιοκτήτρια του καταλύματος πως η καλύτερη θέα είναι από το παρατηρητήριο “Ράχη”, το οποίο είναι εύκολα προσβάσιμο από το χωριό του Βίκου, μόλις είκοσι λεπτά οδήγηση από τη Βίτσα. Ωστόσο, τελικός μας στόχος ήταν όχι απλά να απολαύσουμε τη θέα αλλά να κατηφορήσουμε το ίδιο το φαράγγι με τα πόδια ( δεν υπάρχει άλλος τρόπος ) και να καταλήξουμε στον ποταμό Βοϊδομάτη. Από το παρατηρητήριο υπάρχει πινακίδα που οδηγεί προς το, καλά σηματοδοτημένο, μονοπάτι της διαδρομής που ακολουθήσαμε.

 Τη θέα από το παρατηρητήριο είναι δύσκολο να την περιγράψει κανείς με λόγια. Ακόμη και ο καλύτερος φωτογραφικός φακός μάλλον θα αδικούσε εκείνο που αντικρίζει όποιος βρεθεί στο σημείο. Μία λέξη ίσως να μπορούσε να περικλείσει αυτό που νιώσαμε: απεραντοσύνη. Η μια βουνοκορφή μετά την άλλη, απέραντη, πυκνή βλάστηση που φαινόταν ακόμη πιο πράσινη – παρά την εποχή – χάρη στον δυνατό ήλιο που έλουζε τα πάντα με το φως του.

Στο κέντρο της χαράδρας, αχνοφαινόταν μια μπλε λωρίδα που χανόταν στον ορίζοντα. Παρά το μεγάλο υψόμετρο, τα ορμητικά νερά του ποταμού, ακούγονταν ξεκάθαρα. Λίγο πιο πέρα, προς μεγάλη μας έκπληξη, υπήρχε μια περιφραγμένη έκταση με τραπεζοκαθίσματα και ένα μικρό μποστάνι με λαχανικά.

Πίσω από τον περιφραγμένο χώρο, ένα μικρό μαγαζί με σουβενίρ και συνεταιριστικά προϊόντα. Το μαγαζί αλλά και ο περιφραγμένος χώρος ανήκουν στον κύριο Κώστα. Στην εξυπηρέτηση τον βοηθάει η εγγονή του, η οποία μας έφτιαξε ελληνικό καφέ και μας κέρασε κέικ μούστου.

Ο κύριος Κώστας, αν και ολιγομίλητος, δεν μας έκρυψε την αγάπη του για τον τόπο του και μας συμβούλευσε να επισκεφθούμε ξανά την περιοχή, το καλοκαίρι, για να βουτήξουμε στα νερά του ποταμού. Φυσικά, δεν παραλείψαμε να αγοράσουμε και δυο πράγματα για το σπίτι. Αν και το μαγαζί του, διαθέτει σπιτικές μαρμελάδες, ντόπιο μέλι, ξυλόγλυπτα σουβενίρ και χειροποίητα κοσμήματα ( χρόνο να έχεις να τα εξερευνήσεις όλα ), εμείς περιοριστήκαμε στην αγορά βοτάνων για τσάι. Συγκεκριμένα, πήραμε ένα μίγμα μέλισσας, τσάι βουνού και άγριας μέντας.Έτσι, χορτάτοι και φορτωμένοι,  ξεκινήσαμε την διάσχιση του φαραγγιού. 

  Χρειάστηκε μόλις μία ώρα να κατηφορίσουμε το φαράγγι. Ο δρόμος σχετικά δύσβατος και ολισθηρός, σε αρκετά σημεία, από την υγρασία και τον λιωμένο πάγο. Το φαινόμενο γινόταν όλο και πιο αισθητό όσο προχωρούσαμε χαμηλότερα στο φαράγγι, στα σημεία που δεν φωτίζοντας από τον ήλιο. Η διαδρομή διακόπηκε αρκετές φορές για την απαραίτητη λήψη φωτογραφικών ενσταντανέ, αφού η θέα έκοβε κυριολεκτικά την ανάσα. Ύστερα από αρκετή πεζοπορία και…μερικές λάθος στροφές, καταφέραμε να φτάσουμε στον Βοϊδομάτη. Σε αρκετά σημεία παγωμένος, σε άλλα λουσμένος με φως.

Το παγωμένο τοπίο και η εναπομείνασα βλάστηση δημιουργούν ένα σκηνικό στην κυριολεξία βγαλμένο από παραμύθι. Στο σημείο, βρίσκονταν αρκετοί αναβάτες που απλά αφουγκράζονταν τη στιγμή, άκουγαν τα τρεχούμενα νερά και συζητούσαν. Δύο μάλιστα, γέμισαν τα μπουκάλια τους με νερό από τον ποταμό και έφυγαν. Είναι από εκείνες τις στιγμές, που όλες οι έγνοιες της καθημερινότητας, απλά διαγράφονται. Κάτι που προσπαθούμε πολύ να επιτύχουμε, πολλές φορές χωρίς επιτυχία, να απολαμβάνουμε απόλυτα το παρόν, εκεί γίνεται αβίαστα. 

 Ανηφορίζοντας το μονοπάτι και φτάνοντας και πάλι στην αφετηρία μας, το παρατηρητήριο, στρέψαμε για άλλη μια φορά το βλέμμα στην απεραντοσύνη του φαραγγιού και δώσαμε σιωπηλά μια υπόσχεση: να επιστρέψουμε και πάλι σε αυτό το μαγικό μέρος. 

                 

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα