Σαρδηνία-Κορσική: Παραμύθι!
Ένας ονειρικός προορισμός στην Μεσόγειο
Πάντα είχα για τόπο φιλόξενο τα καθ’ ημάς Βαλκάνια. Με κείνο το αίσθημα του μουσαφίρη, του ξένου που του οφείλεται τιμή, φαί και ύπνος. Που ξεβολεύεται ο νοικοκύρης για χάρη του, παραχωρώντας το κρεβάτι, τη θέση στο σοφρά του.
Αυτά κάποτε, ίσως, περισσότερο. Τώρα με τον επαγγελματισμό στον τομέα του τουρισμού, ελάχιστοι σπιτονοικοκυραίοι παραχωρούν οτιδήποτε πέρα απ’τις τυπικές παροχές που αναγράφονται στις ιστοσελίδες των ενοικιαστηρίων. Πολύ περισσότερο στην ευγενοφανή εσπερία, όπου χρεώνεται έξτρα και το παραμικρό αίτημα του νοικάρη. Παίρνοντας αεροπλάνα και παπόρια, λοιπόν, για τα νησιά της Σαρδηνίας και της Κορσικής, το ‘να ιταλικό, τ’ άλλο φράγκικο, μα μια ώρα πλους με το ποστάλι μεταξύ τους, είχα συναντήσει κάποιες γραφειοκρατικές δυσχέρειες στην ενοικίαση αμαξιού. Απαραίτητου, καθώς η έκταση της Σαρδηνίας είναι μεγαλύτερη και απο κείνη ολόκληρης της Πελοποννήσου, ενώ η Κορσική ξεπερνά κατάτι την Κρήτη.
Όλα τα γραφεία ενοικιάσεως ζητούσαν υπέρογκο καπάρο, αλλά με τα πολλά βρέθηκε ένα με σχετικά φυσιολογικές απαιτήσεις. Κι έτσι κάπως, ξεκίνησε μια μικρή Οδύσσεια 3000 οδικών χιλιομέτρων, από το νότο στο βορρά κι από την Ανατολή στη Δύση των δύο νήσων. Στο Κάλιαρι, την πρωτεύουσα της Σαρδηνίας, προσγειώνεσαι σε μια λουρίδα γης, ανάμεσο θάλασσα και λιμνοθάλασσα, χωρίς να πολυξεχωρίζει η μια από την άλλη, παρά μόνο από το χρώμα των νερών, βαθυγάλαζο για την πρώτη, πρασινωπότερο για τη δεύτερη, με τα φοινικόπτερα να μη ξιπάζονται καθόλου απ’ την κάθοδο του αεροπλάνου, συνεχίζοντας αμέριμνα το φιλτράρισμα της φοιρονεριάς με τα ειδικά εξελιγμένα για τούτη τη δουλειά, ράμφη τους.
Σπάνιο θέαμα ένας βιότοπος πλάι σε αεροδρόμιο κι ακόμα σπανιότερο οι τεχνητοί λιμενοβραχίονες στο τέλος του, που εισχωρούν βαθιά στο πέλαγος, καθώς οι ατελείωτες ακτές του θεόρατου νησιού είναι αλίμενες, σχεδόν, φυσικώ τω τρόπω.
Λιμάνι, αερολιμήν και ένας βιότοπος φοινικοπτέρων αντάμα, ενώ μια αγγλόφωνη επιγραφή στο χώρο παραλαβής αποσκευών προειδοποιεί: Sardegna more than an island. Και ενώ τούτο το νησί, παρά την κολοσσιαία έκταση του, δε διαθέτει ψηλά βουνά, αυτά αν και χαμότερα, αντί να παραταχθούν με μια βολική σειρά κάπου στην ενδοχώρα, το στεφανώνουν σα βραχωτό διάδημα στην περίμετρο του, εμποδίζοντας τη θέα στη θάλασσα. Κείνη την ανταμώνει το βλέμμα, συνήθως λίγες εκατοντάδες μέτρα πριν την γευτεί το κορμί. Σπάνια νωρίτερα.
Μόνον που αξίζει τον κόπο αυτή η προσμονή, γιατί οι παραλίες του είναι ατέλειωτες, αμμόθινες λοφοσειρές από άμμο ξανθή σα τ’ άχυρο και τα νερά αφρογάλανα σα του πρωινού ουρανού το μεσοκαλόκαιρο.
Αυτό που λέμε μπιτς μπαρ με τη μουσική ίσα που ν’ακούγεται κι αυτή, σα ξαπλώσεις εντός των αυστηρά περιφραγμένων ορίων του, δεν καταλαμβάνει ποτέ πάνω απ’το 1/10 κάθε παραλίας, ενώ το υπόλοιπο είναι παραδομένο στη διακριτική, αν και ελεύθερη παρουσία των λουόμενων, δίχως τις συνήθεις ελλαδίτικες οχλαγωγίες. Η ενδοχώρα αραιοκατοικημένη, με λιγοστούς οικισμούς – περιορισμένης γραφικότητας, μα συμμαζεμένους – είναι παραδομένη στη γεωργία και λιγότερο στην κτηνοτροφία.
Στα βορειοανατολικά, ένα αρχιπέλαγος νησιών και μικρονήσων, οι Μανταλένες, δίνει μια μεικτή αίσθηση κυκλαδοσποραδικής έντασης βλάστησης και νερών, με τις αντίστοιχες εναλλαγές στο τοπίο. Ενώ στα υπόλοιπα παράλια, πόλεις φτιαγμένες από βερβέρους, Καταλανούς, Γενουάτες και κάθε ράτσας κατακτητή, κοσμούν τα ελάχιστα σημεία που διαθέτουν κάποιον ορμίσκο ή ακόμα σπανιότερα, κάποιον κόλπο προς ελλιμενισμό. Ένας ποταμόκολπος στο κέντρο του νησιού φιλοξενεί την πολύχρωμη καστροπολιτεία της Μπόσα με τα βοτσαλόστρωτα σοκάκια της, ενώ πύργοι καταλάνικοι περιστοιχίζουν το λιμάνι του Αλγκέρο.
Όλοι μιλάνε ιταλικά, μα τα τοπωνύμια και οι επιγραφές έχουν μιαν άλλη χροιά – άλλη διάλεκτο κάπως πιο τραχιά, που τρέπει όλα τα ο σε ου. Πρόκειται για μια ρωμανική διάλεκτο προερχόμενη από τα Λατινικά. Παρόμοια μιλάνε και στο διπλανό νησί της Κορσικής, που έχει πολύ μεγαλύτερα και περισσότερα προβλήματα ομοιογένειας με την ηπειρωτική Γαλλία. Αγάλματα επαναστατών κατά του γαλλικού ζυγού υψώνονται σε όλες τις πλατείες. Στις δίγλωσσες επιγραφές είναι σβησμένη η γαλλική εκδοχή. Όλα τα μαγαζιά παίζουν τοπικά κορσικάνικα τραγούδια. Και ένα αυτονομιστικό κίνημα δρα από καιρού εις καιρόν, τοποθετώντας ακόμα και βόμβες και εμποδίζοντας την οικονομική και οικοδομική εκμετάλλευση των πανέμορφων ακτών της από τους Γάλλους-και καλά κάμουν κατ’εμέ. Γιατί στην Κορσική αντάμωσα τις ομορφότερες παραλίες, οφείλω να ομολογήσω, σε κάποιες περιπτώσεις ανώτερες αισθητικά και θαλλασυδάτινα και από της Χαλκιδικής. Το υπόλοιπο φυσικό περιβάλλον είναι ένας ορεινός παράδεισος που σε οδηγεί, σε απόσταση μιας ώρας, από τις υποτροπικές καταγαλαζοπράσινες παραλίες σε ηπειρωτικά καστανόδαση και ελατόδαση. Όλα τα χωρια πετρόκτιστα, με μια τρομερή αίσθηση ευταξίας και επιμέλειας στις αυλές και τα μπαλκόνια τους. Ναι, μπαλκόνια. Ο μοναδικός εξωελλαδικός τόπος, με τόσα μπαλκόνια και αυλές.
Μα πέρα απ’τις θαλασσες,τα βουνά, την αρχιτεκτονική, την πολυκύμαντη ιστορία, την πειρατική, που αποτυπώνεται στους θυρεούς των νησιών με τον μαντιλοδεμένο βερβέρο, το βασικότερο αγαθό τους είναι το φαγί. Ένας μοναδικός συνδυασμός μεσογειακής και ηπειρωτικής κουζίνας, με κρέατα και θαλασσινά, επηρεασμένη από την Ιταλία, τη Γαλλία, την Καταλωνία, το Μάγκρεμπ και εχτελεσμένη με ντόπια προϊόντα της γης και της θάλασσας. Παέγιες, γουρνοπούλες, καραβιδομακαρονάδες, γαρδουμπάκια με σως μουστάρδας, αλλαντικά από μαύρους εντόπιους χοίρους, τυριά από αιγοπρόβατα ελευθέρας βοσκής, ψωμιά ζυμωτά, πίτες κριτσανιστές, κρασιά άπειρης ποικιλίας, θαλασσινά και ψάρια από τις 5 θαλασσες, χόρτα και μυρωδικά από 40 κορυφές είναι ορισμένα από τα συστατικά της κουζίνας τους, που μόνο με την ποικιλία και την ποιότητα της ελληνικής μπορούν να συγκριθούν.
Μα κι απ’ το φαί παραπάνω είναι ο τόπος που μού καναν φοβερά καλή εντύπωση οι άνθρωποι. Ευγενικοί, γλυκομίλητοι, συσταζούμενοι, εξυπηρετικοί, όχι με κεινη την προσποιητή ευγένεια πελάτη-πωλητή, τουρίστα-τουριστικού επιχειρηματία. Και οι δυο σπιτονοικοκυρές που μας έλαχαν, μας σκλάβωσαν με το νοιάξιμο και την καθημερινή φροντίδα τους. Η πρώτη προσέτρεξε σχεδόν με ντροπή σε μια μικροαβαρία του υπέροχου καταλύματος της, που αγνάντευε το μισό Κάλιαρι, ενώ πάντα μας ανήμενε μισή ώρα πριν σε κάθε ραντεβού, ενώ η δεύτερη μας τάιζε σχεδόν στο στόμα και δέχτηκε να μας παραχωρήσει αμάξι, χωρίς καμιά εγγύηση, να περάσουμε στην Κορσική. Είχε δε, λατρέψει το βαφτιστικό μου ως αναγραφόταν στην ταυτότητα που της παρέδωσα και με προσφωνούσε Εβαντζέλος μεγαλόφωνα σε κάθε ευκαιρία,οπότε κι έχω μείνει γνωστός έτσι σε όλη τη βόρεια Σαρδηνία. Κι αν κάποτε σας βγάλει η ρότα κατά δω, δυο προορισμούς μην παραλείψετε. Το Κάλιαρι, με την απαράμιλλη ακολουθία αρχιτεκτονικών ρυθμών και ζωντανών κατοικημένων μνημείων, μέχρι ψηλά στο ακρόκαστρό του. Τόσο ζωντανή ιστορική πολιτεία, δίχως την αποφορά μουσειακής διατήρησης δεν έχω ξαναματαδεί. Και το γεωφυσικό θαύμα του κολπου του Μπονιφάτσιο με τα περιποιημένα Καντούνια του να τον κοσμούν ισάξια, αν και άνθρωποιτά. Καλά ταξίδια, εύχομαι.