Τουρισμός: Από την αθωότητα του 70 στην ασφυξία του 2020
Από τους Hippies στη Μύκονο στη σταδιακή εμπορευματοποίηση
Κάθε καλοκαίρι η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ένα τουριστικό φαντασιακό συνδεδεμένο με τον ήλιο και τη θάλασσα που προσελκύει εκατομμύρια τουρίστες.
Όσο αυτοί επισκέπτονται οργανωμένα τη χώρα για να καταναλώσουν, οι κάτοικοι των νησιών παρακολουθούν την αγροτική γη να μετατρέπεται σε τουριστικούς οικισμούς, και τη βιωσιμότητα αυτού που άλλοτε παρήγαγε μια κοινωνική κινητικότητα να αγγίζει τα όρια της.
Ταυτόχρονα, οι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων επιχειρούν το καλοκαίρι να παραθερίσουν σε κάποιο νησί, ενώ το φθινόπωρο αναζητούν κατοικία σε μια ασφυκτικά τουριστική πόλη.
Η ιστορία του τουρισμού στην Ελλάδα
Παρότι ο τουρισμός θεωρείται σήμερα η βαριά βιομηχανία της χώρας, τα ελληνικά νησιά άρχισαν να αποτελούν τόπους μαζικού παραθερισμού μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Η Φολέγανδρος, η Ανάφη και η Γαύδος προτού αναδείχνουν σε τόπους αναψυχής υπήρξαν άνυδροι και φτωχοί τόποι «κοινωνικής ανάνηψης», καθώς ήδη από τον Μεσοπόλεμο λειτουργούσαν ως τόποι εξορίας. Στη Μεσόγειο μετά τον πόλεμο προέκυψαν υποδομές μεταφοράς που προηγουμένως εξυπηρετούσαν τον πόλεμο, αλλά έπειτα ξεκίνησαν να αποτελούν σταθμούς για τη μεταφορά τουριστών.
Το σχέδιο Μάρσαλ αποτέλεσε τον πρώτο βασικό σταθμό για την εκκίνηση του ελληνικού τουρισμού. Οι ελληνικές αρχές προτείνουν την εκβιομηχάνιση και την εκμετάλλευση των μεταλλευτικών αποθεμάτων της χώρας, όμως οι αμερικανικές υπηρεσίες προ τείνουν στη χώρα να στραφεί στην αγροτική παραγωγή και τον τουρισμό (Νικολακάκης, 2017). Τα Δωδεκάνησα ήταν τα πρώτα νησιά που απέκτησαν μετά τον πόλεμο οργανωμένες τουριστικές υποδομές αριθμώντας πάνω από 500 κλίνες, ενώ με την πάροδο του χρόνου η σύσταση του ΕΟΤ το 1950 και τα χρήματα από το Σχέδιο Μάρσαλ προσέφεραν τις πρώτες υποδομές στα ελληνικά νησιά για να λειτουργήσουν ως τόποι υποδοχής τουριστών.
Η Δέσποινα Νάζου μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης παρουσιάζει μια σύντομη γενεαλογία του τουρισμού στο Αιγαίο: Στην Ελλάδα δημιουργήθηκε ένα νησιωτικό φαντασιακό ήδη από περιηγητές και επισκέπτες ακόμη και του 19ου αιώνα. Αυτό συνετέλεσε στο να μυθοποιηθεί το ελληνικό καλοκαίρι στις Κυκλάδες. Υπάρχουν οι διανοούμενοι της δεκαετίας του ‘30, οι οποίοι είδαν στα Κυκλαδονήσια την επιτομή της ελληνικότητας μέσα από την αρχιτεκτονική και τους τρόπους ζωής. Υπάρχουν από νωρίς δηλαδή διάφοροι πυρήνες πολιτισμού, οι οποίοι στην πορεία αποκτούν ένα τουριστικό πρόσημο και δημιουργούν μια τουριστική φαντασίωση. Το Σχέδιο Μάρσαλ δίνει σαφείς κατευθύνσεις για την τουριστική ανάπτυξη, διότι θεωρεί ότι ένας από τους πυλώνες για να ορθοποδήσει η χώρα είναι ο τουρισμός. Συζητούν το μέλλον των αρχαιολογικών χώρων, δίνονται κίνητρα για να στηθούν τα πρώτα περίπτερα και αναψυκτήρια, και προκύπτουν τα πρώτα κτήρια του ΕΟΤ που οργανώνουν τη φιλοξενία.
Τη δεκαετία του ‘60 και ‘70, σε περιοχές όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, ο τουρισμός διέσωσε κατά κάποιο τρόπο τις τοπικές οικονομίες που δεν ήταν δυνατές αγροτικά οικονομίες. Έτσι μπόρεσαν οι άνθρωποι και απέκτησαν ένα είδος αυτονομίας. Άνθρωποι που δεν είχαν πρόσβαση σε πηγές εισοδήματος πλέον αποκτούν, και οι γυναίκες μεταξύ άλλων είναι και μια ωφελημένη ομάδα πληθυσμού, καθώς δραστηριοποιείται εμπορικά.
Ο Γιάννης Σπιλάνης, καθηγητής στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου συμπληρώνει αναφορικά με την ανθρωπογεωγραφία των νησιών: Τα πρώτα χρόνια τα νησιά είχαν μόνο ντόπια προϊόντα, και φέρνανε πατάτες, καρπούζια και προϊόντα που ήταν ανθεκτικά, τα υπόλοιπα παράγονταν εκεί. Αυτό με τα χρόνια άλλαξε καθώς πλέον μπορούσαν να μεταφερθούν τα πάντα. Τα νησιά είχαν οικονομία επιβίωσης, δηλαδή η γεωργία εξυπηρετούσε διατροφικές ανάγκες, και μόνο κάποια λίγα προϊόντα εξάγονταν.
Μετά το ’50 ξεκίνησαν οι πρώτες καλλιέργειες στην ηπειρωτική Ελλάδα, επομένως η παραγωγή των νησιών που ήταν μικρή και μη ανταγωνιστική περιθωριοποιήθηκε ακόμη περισσότερο. Αυτό έφερε πολύ γρήγορα μια άλλη κατάσταση, και οι κάτοικοι έψαξαν να πάνε κάπου αλλού ώστε να ζήσουν καλύτερα. Λίγα νησιά του Νοτίου Αιγαίου επέμειναν στην αγροτική παραγωγή, όπως η Νάξος.
Οι Hippies στη Μύκονο και η σταδιακή εμπορευματοποίηση
Η Δέσποινα Νάζου, καθώς συνεχίζει την εξιστόρηση της, συγκρίνει τις δυο εποχές του ελληνικού τουρισμού παρατηρώντας όσα έχουν αλλάξει:
Τη δεκαετία του ‘70 είχαμε hippies στη Μύκονο που έρχονταν με την προοπτική να ζήσουν τον παράδεισο της ελευθερίας και αργότερα είχαμε πάρα πολύ ελευθεριακή νεολαία. Στην πορεία αυτό άλλαξε καθώς άρχισαν να καταφτάνουν τα κρουαζιερόπλοια. Αλλά δεν έρχονταν ακόμη τα μεγάλα γραφεία που μετέφεραν στην Κρήτη ή την Ρόδο, ο κόσμος ερχόταν ανεξάρτητος.
Μπορεί η Μύκονος σήμερα να έχει 8.000-9.000 βίλες, πριν τις βίλες όμως υπήρχαν μικρά ξενοδοχεία και δωμάτια που αυτή τη στιγμή είναι γύρω στις 400 επισήμως εγγεγραμμένες επιχειρήσεις. Τα δωμάτια αυτά γέμιζαν από κόσμο μικρομεσαίων τάξεων. Κάποια εποχή μας έρχονταν φοιτητές, όμως πάντα η Μύκονος ήταν στενά συνυφασμένη με το νεωτερικό και το καρναβαλικό στοιχείο. Υπήρχε μια αίσθηση ότι όλα μπορούν να συμβούν, ενώ ο γκέι τουρισμός υπήρχε από τότε και υπάρχει και σήμερα. Αυτό βέβαια σήμερα έχει αποκτήσει και έναν εμπορικό χαρακτήρα. Όλη αυτή η ελευθεριακή συνθήκη εμπορευματοποιήθηκε μέσα στο χρόνο και χειραγωγήθηκε. Μέχρι τότε ήταν πολύ προσιτό κάτι τέτοιο, ήταν ένα πιο ακριβό νησί, αλλά στηρίχθηκε ειδικά τη δεκαετία του ‘70 σε μια μάζα κόσμου που μπορούσε να έρθει στη Μύκονο και να καταναλώσει τις ομορφιές της και τον έρωτα.
Τη δεκαετία του ‘60-‘70 πολλοί επισκέπτες έμεναν και σε ιδιωτικά σπίτια που νοικιάζονταν. Δηλαδή οι ιδιοκτήτες νοίκιαζαν τα κρεβάτια τους, τις ταράτσες τους και κοιμόταν κόσμος. Πριν το AirBnB δηλαδή, η κατάσταση αυτή στις Κυκλάδες ήταν μια πραγματικότητα. Αυτό που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μετά την κρίση είναι η υπερδόμηση των νησιών.
Το διεθνές παράδειγμα των ασφυκτικών πόλεων
Αρκετές μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις μετατρέπονται σταδιακά σε κελύφη-φαντάσματα προς εξυπηρέτηση του τουρισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της Βενετίας και άλλων πόλεων της Ιταλίας, του Λονδίνου, της Βουδαπέστης και της Πράγας, αλλά και της Αθήνας με την επέλαση του AirBnB.
H Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με τα στοιχεία της πλατφόρμας airdna.com, από τα Σφαγεία μέχρι και το Ντεπώ φιλοξενεί σήμερα 2.387 ακίνητα που διατίθενται ως AirBnB, ενώ στο ιστορικό κέντρο βρίσκονται 418 απ’ αυτά. Οι χρήσεις γης που γνωρίζαμε, με τα μικρά και οικογενειακά καταστήματα εκλείπουν και τη θέση τους παίρνουν χρήσεις γης που έχουν σαν κύριο στόχο τους τουρίστες.
Ο Θανάσης Μουτσόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης και Θεωρίας του Πολιτισμού στο Πολυτεχνείο της Κρήτης, μιλά για τις μητροπόλεις που αλλά ζουν και θέτουν ως προτεραιότητα τον τουρίστα:
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε πως τα ιστορικά κέντρα των πόλεων διέρχονται μια περίοδο εξευγενισμού και αλλαγής στη χρήση της γης. Παραδοσιακές χρήσεις του εμπορίου που είχαμε συνηθίσει να συναντάμε σε πολλές πόλεις της προγενέστερης εποχής, δίνουν τη θέση τους σε καφέ, αλυσίδες ενδυμάτων και πολυτελή καταστήματα με αποτέλεσμα πλέον οι πόλεις του κόσμου σε επίπεδο δρόμου να είναι περίπου πανομοιότυπες.
Έχουν εκλείψει τα μικρά βιβλιοπωλεία και τα μικρά οικογενειακά καταστήματα (mom-and pop store). Το αρχέτυπο αυτής της μεγάλης αλλαγής είναι το Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Εκεί το real-estate έχει ανέβει τόσο πολύ που είναι αδύνατον να ανοίξεις ένα βιβλιοπωλείο παραδείγματος χάριν, με αυτά τα ενοίκια. Ακολούθησαν ευρωπαϊκές πόλεις, όπως το Λονδίνο, όπου πλέον στο κέντρο του συναντάς μόνο boutique.
Η επιβάρυνση της δόμησης στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον
Κάθε χρόνο η ελληνική κυβέρνηση ανακοινώνει τον αριθμό των επισκεπτών και τις εκτιμήσεις της για τα δημόσια έσοδα από τον τουρισμό. Ωστόσο, εξετάζοντας την επιτυχία της τουριστικής ανάπτυξης με αποκλειστικό γνώμονα τους επισκέπτες αυτών των τριών μηνών, αφήνονται έξω από την εξίσωση οι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού που εκτός από τα οφέλη του τουρισμού, έρχονται αντιμέτωποι και με τα προβλήματα του υπερτουρισμού.
Από τα δεδομένα της έκθεσης του Παρατηρητηρίου Βιώσιμου Τουρισμού (Σπιλάνης, 2021) παρουσιάζεται πολύ υψηλή πίεση σε τρεις νησιωτικές περιφέρειες, αυτή του Ν. Αιγαίου, των Ιόνιων Νησιών και δευτερευόντως της Κρήτης. Είναι χαρακτηριστικό πως στην περιφέρεια του Ν. Αιγαίου η αναλογία τουριστικών κλινών ανά κάτοικο είναι 1,08:1.
Η τουριστική ανάπτυξη προκαλεί δόμηση, η οποία με τη σειρά της επιδρά με μόνιμο τρόπο σε ότι αφορά την αλλαγή της κάλυψης του εδάφους και της χρήσης της γης. Από την ανάλυση των δεδομένων του 2018 από το Παρατηρητήριο προκύπτει ότι στην Περιφέρεια Ν. Αιγαίου το ποσοστό δομημένων περιοχών είναι το 3,7% του συνολικού εδάφους, η Κρήτη έχει 2,2%, ενώ οι περισσότερες περιφέρειες της χώρας είναι κάτω από το 2,5%.
Η Στέλλα Κωστοπούλου, καθηγήτρια Περιφερειακής και Τουριστικής Ανάπτυξης στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ, μιλά για τη σχέση τουρισμού και περιβάλλοντος: Ο τουρισμός στη χώρα δεν είναι χρονικά και χωρικά ισοκατανεμημένος. Μιλάμε για δεκάδες εκατομμύρια τουρίστες αλλά αυτοί δεν κατανέμονται σε όλη την επικράτεια, ούτε και σε όλους τους δώδεκα μήνες. Είναι συγκεντρωμένοι σε πέντε νησιά και σε ενάμιση μήνα. Αυτό σημαίνει μια τρομερή επιβάρυνση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Κάθε νησί έχει έναν ντόπιο πληθυσμό, ο οποίος το καλοκαίρι υπερπολλαπλασιάζεται.
Η τουριστική επιβάρυνση προστίθεται σε αυτά που μπορεί να αντέξει το νησί, με αποτέλεσμα το νησί να ξεπερνά τη φέρουσα ικανότητα του, δηλαδή το τι αντέχει ο τόπος σα φύση, σαν κτιστό απόθεμα και σαν άνθρωποι κυρίως. Δεν είναι όλοι οι κάτοικοι που έχουν κάποιο όφελος από τον τουρισμό, όμως όλοι υφίστανται τις αρνητικές επιπτώσεις.
Ας παρατηρήσουμε τις δημόσιες υποδομές στα νησιά, με πρώτο και κύριο το σύστημα υγείας. Σε κάθε τουριστικό προορισμό υπάρχουν υποδομές υγείας, οι οποίες ανταποκρίνονται στη ζήτηση των κατοίκων – και πολύ συχνά ούτε και εκεί. Σκεφτείτε τι γίνεται όταν ο πληθυσμός είναι εκατονταπλάσιος. Δεν αρκεί να έχεις ωραία και νόστιμα πιάτα, για να προσελκύσεις την τρίτη ηλικία που είναι μια τεράστια αγορά όσον αφορά τον τουρισμό. Θα πρέπει να έχει υποδομές, οι οποίες ξεκινάνε από τη στιγμή που προσγειώνεσαι, και αφορούν τους δρόμους, και κυρίως στην τρίτη ηλικία, υποδομές υγείας.
Το καλοκαίρι όταν ο πληθυσμός πολλαπλασιάζεται θα αρρωστήσει και ο ντόπιος και δε θα μπορεί να γιατρευτεί στον τόπο του. Δεν αρκούν τα ωραία ακρογιάλια, τα μάρμαρα, ο ήλιος και το φαγητό. και ακριβά εστιατόρια. Στη συνέχεια αντέγραψαν αυτήν την πολιτική, πόλεις όπως η Ρώμη, το Μιλάνο, αλλά ακόμη και η Βουδαπέστη, η Πράγα, η Κρακοβία και η Βαρσοβία.
Αυτό επικρατεί για τα καταστήματα του δρόμου, δηλαδή στο ισόγειο των κτηρίων. Αντίστοιχες αλλαγές χρήσεων συμβαίνουν και στους ορόφους αυτών των κτηρίων, καθώς ελάχιστοι άνθρωποι με μέσα εισοδήματα κατοικούν στo ιστορικό κέντρο του Παρισιού, του Λονδίνου και τη Ρώμης.
Το real-estate είναι τόσο υψηλό που χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά για AirBnB. Το παράδειγμα της Αθήνας είναι χαρακτηριστικό. Σε περιοχές όπως το Παγκράτι, το Κουκάκι, η Κυψέλη και τα Εξάρχεια τα ενοίκια έχουν απογειωθεί σε τέτοιο βαθμό που τα παλιά καταστήματα φεύγουν, οι παραδοσιακοί ενοικιαστές από χωρούν και πλέον τα περισσότερα από αυτά έχουν μετατραπεί σε AirBnB και boutique hotel. Συμβαίνει κάτι μέσα σε μια δεκαετία, που δεν είχε συμβεί επί αιώνες, καθώς στα κέντρα των πόλεων πλέον δε θα συναντάς κατοίκους, αλλά τουρίστες. Οι κάτοικοι θα εξωθούνται στα προάστια, τα οποία θα γίνονται με τον καιρό και αυτά πιο ακριβά καθώς μεγαλώνουν.
Οι πόλεις θα καταστούν κελύφη-φαντάσματα που θα φιλοξενούν περαστικούς, χωρίς να έχουν μόνιμους κατοίκους. Αυτό το είδαμε ιστορικά για πρώτη φορά στη Βενετία, όπου ήδη από τη δεκαετία του ’80 δεν κατοικείται από Βενετσιάνους αλλά από τουρίστες. Αυτό το φαινόμενο έρχεται παντού, και βέβαια στην Ελλάδα που ήταν πρωτοπόρα στον τουρισμό, ο οποίος κατευθυνόταν βέβαια κυρίως στα νησιά.
Έχουμε μια μετάλλαξη που θα συμβεί στα νησιά και στην Αθήνα, αλλά θα επικρατήσει και σε άλλες πόλεις που δεν φανταζόμασταν ότι θα εξελίσσονταν σε τουριστικούς προορισμούς. Η έκρηξη των budget των αεροπορικών εταιρειών θα μεταφέρει τουρίστες σε περιοχές που θεωρούσαμε απρόσιτες, όπως η Λάρισα, η Καρδίτσα και η Φλώρινα. Το φαινόμενο αυτό που καθυστέρησε με την έλευση του κορονοϊού φαίνεται όμως να επανέρχεται στο σημείο που το αφήσαμε. Τα παραπάνω δεν είναι απαραιτήτως αρνητικά, αλλά η ιδέα της μητρόπολης που γνωρίζαμε τα τελευταία χρόνια τείνει προς εξαφάνιση. Δε θα μένουν κάτοικοι πλέον στο κέντρο των πόλεων.
Η νησιωτική γη αλλάζει χέρια
Στο Νότιο Αιγαίο, το 48% των κτιρίων κατασκευάστηκαν μετά το 1980, με την πλειοψηφία να απευθύνεται σε τουρίστες, με αποτέλεσμα η αναλογία τουριστικών κλινών με κλίνες κατοικούμενων κατοικιών να ανέρχεται στο 1,03. Η χρήση της αγροτικής γης για την κατασκευή ξενοδοχειακών μονάδων ή μια πολυτελούς βίλας δεν αλλάζει μόνο τη μορφολογία των νησιών, αλλά απειλεί και την αγροτική παραγωγή, καθώς εκτινάσσει την αξία της ίδια της αγροτικής γης. Έτσι η χώρα αυξάνει την εξάρτηση της σε πρώτες ύλες και κινδυνεύει να αρχίσει να ξοδεύει το κέρδος από το τουριστικό της συνάλλαγμα για να εισάγει αγροτικά προϊόντα που κάποτε παρήγαγε.
Ο Γιάννης Σπιλάνης μεταφέρει το ιστορικό πλαίσιο μέσα από το οποίο προέκυψε αυτή η αλλαγή στη χρήση και στην ιδιοκτησία της γης:
Τη δεκαετία του ’80 αρχίζει ο τουρισμός, επομένως μια νέα χρήση της γης. Κάτι που δεν άξιζε τίποτε, όπως η γη, ξαφνικά απέκτησε αξία. Από εκεί που δεν ήξερες τι να κάνεις αυτό το χωράφι, μπορείς πλέον να ζήσεις από αυτό, είτε αξιοποιώντας τουριστικά, είτε πουλώντας το. Τη δεκαετία του 2010, με την κρίση και τον ΕΝΦΙΑ, αρχίζουν οι ιδιοκτήτες να μη μπορούν να πληρώσουν ούτε τα κληρονομικά δικαιώματα, ούτε τους φόρους. Επομένως εντείνεται η διάθεση των κατοίκων να πουλήσουν, και βέβαια οι τιμές είναι πολύ ελκυστικές. Ειδικά σε μια σειρά από νησιά που μετατρέπονται σε τουριστικά, παρατηρούμε την εξοχική κατοικία να μετατρέπεται σε AirBnB με πολύ υψηλά έσοδα.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι όσοι μένουν σε σπίτια ξοδεύουν πολύ λιγότερα χρήματα, και η επέκταση των οικισμών προϋποθέτει φοβέρες επεκτάσεις υποδομών. Μια κατοικία που χτίζεται εκτός οικισμού, απαιτεί δρόμους, νερό, δίκτυο ηλεκτρισμού και συλλογή απορριμμάτων. Επιπλέον, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα είναι σοβαρό καθώς το τοπίο αλλοιώνεται όχι μόνο οπτικά, αλλά υποβαθμίζεται συνολικά. Η Δέσποινα Νάζου συμπληρώνει αναφορικά με τη νησιωτική γη και τη ζωή σε αυτή, καθώς πέρα από την ακαδημαϊκή της εμπειρία, η ίδια προέρχεται από τη Μύκονο:
Η γη είχε αρχίσει να εκποιείται από το 1980 και να αποτελεί ένα πεδίο κερδοσκοπίας, φαινόμενο το οποίο γιγαντώθηκε από τα μνημόνια και μετά. Τα νησιά διαμορφώθηκαν ως πεδία σκληρής κερδοσκοπίας, υπήρξε ένα ρεύμα αλλαγής χεριών στις ιδιοκτησίες και αλλαγής χρήσης. Ήρθαν μεγάλοι εμπορικοί όμιλοι και ξεκινήσαν να χτίζουν ξενοδοχεία, βίλες και μεγάλα συγκροτήματα.
Είδαμε την ίδια τη δημοκρατία να καταργείται και τα νησιά πρώτης ταχύτητας να μας δίνουν ένα παράδειγμα παραβατικότητας σε όλα τα επίπεδα. Σε νησιά όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη καταστρατηγήθηκε η έννοια των κοινών, καθώς δεν έχουμε ελεύθερες παραλίες και όλες οι ωραίες γωνιές είναι γεμάτες τραπεζοκαθίσματα. Υπάρχει παράλληλα μια βαθύτατη ανυπακοή απέναντι στο κράτος, η οποία υπάρχει σε πολλούς επιχειρηματίες ήδη από τη δεκαετία του ‘70-’80. Αυτή η ασυδοσία και η παραβατικότητα δημιουργεί και τις προϋποθέσεις να έρθουν άνθρωποι από άλλα μέρη που επενδύουν πάνω στα κενά του κράτους. Έτσι, η Μύκονος και η Σαντορίνη έχουν καταστεί σε μεγάλο βαθμό ένα πλυντήριο χρημάτων, μέσα από τα μαγαζιά και τις επενδύσεις στη γη.
Η μεγάλη ασυδοσία έχει καταντήσει πρόβλημα και για τους ντόπιους, καθώς πλέον αρκετοί μόνιμοι κάτοικοι μετακομίζουν τους μήνες του καλοκαιριού σε γειτονικά νησιά. Φίλοι μου φεύγουν στη Νάξο, γιατί θέλουν και τα παιδιά τους να κολυμπήσουν και δεν είναι προσιτό πια στη Μύκονο, παρά στις πολύ μακρινές παραλίες. Στα τουριστικά μέρη φαίνεται σαν το κράτος να είναι ανίσχυρο, ακόμη και το τοπικό κράτος φαίνεται στα σκουπίδια, στις υποδομές, στους δρόμους. Υπάρχουν σοβαρά ζητήματα εγκληματικότητας, κλοπών, βιασμών, μαύρης και επισφαλούς εργασίας.
Το μεγάλο γερμανικό σορτάρισμα και η κάθετη συγκέντρωση
Το 2015 η ελληνική κυβέρνηση, στο πλαίσιο μνημονιακών υποχρεώσεων, πουλάει 14 περιφερειακά αεροδρόμια της χώρας στην κοινοπραξία Fraport Greece. H κοινοπραξία της, κατά το ήμισυ σχεδόν κρατικής, γερμανικής εταιρείας Fraport AG και του ομίλου Κοπελούζου δανείζεται 1 δις από τράπεζες, εκ των οποίων 284 εκατομμύρια ευρώ από την Alpha Bank για να μπορέσει να προχωρήσει στην αγορά αυτή. Μάλιστα, η εταιρεία για το χρονικό διάστημα 2019-2021, σύμφωνα πάντα με τις ρήτρες της Σύμβασης Παραχώρησης, αποζημιώθηκε από το ελληνικό δημόσιο με 178 εκατομμύρια ευρώ, καθώς απαλλάχθηκε από την ετήσια αμοιβή παραχώρησης για το 2019-2021, ως αποζημίωση για τις επιπτώσεις των μέτρων κατά της πανδημίας.
Ο γερμανικός τουριστικός όμιλος TUI δραστηριοποιείται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, με τους κορυφαίους προορισμούς των πελατών της να συμπίπτουν με τα περιφερειακά αεροδρόμια που αγόρασε η Fraport, όπως αυτό της Κρήτης, της Ρόδου, της Κέρκυρας, της Σαντορίνης, της Μυκόνου και άλλων. Σύμφωνα με φετινές δηλώσεις στο ΑΠΕ-ΜΠΕ του Άαγκε Ντίνχαουπτ, διευθυντή Επικοινωνίας της TUI, οι πελάτες της TUI επιλέγουν για τη διαμονή τους τα 40 ξενοδοχεία και κλάμπ της επωνυμίας TUI, όπως τα Robinson club, TUI Magic Life και TUI Blue. Ο όμιλος αναμένεται να φέρει φέτος στη χώρα περίπου τρία εκατομμύρια τουρίστες, οι οποίοι θα φτάσουν στη χώρα αεροπορικώς μέσω της TUI-fly και ακτοπλοϊκώς μέσω της TUI Cruises.
Χρειαζόμαστε έναν τουρισμό ευεξίας για τους επισκέπτες και ευζωίας για τους ντόπιους
Το φετινό καλοκαίρι άνοιξε τη συζήτηση για το μέλλον του ελληνικού τουρισμού. Το κρίσιμο δεν αποτελεί απλά να δούμε πως θα επιβιώσει η βαριά βιομηχανία της χώρας, αλλά και πως αυτή θα συμβαδίζει με τις ανάγκες των κατοίκων που ζουν στους τουριστικούς αυτούς προορισμούς.
Η Δέσποινα Νάζου εκτιμά πως εάν επιθυμούμε έναν βιώσιμο τουρισμό, πρέπει πρώτα οι επιχειρήσεις να αποδεχθούν ότι θα έχουν λιγότερα κέρδη:
Αν γινόταν μια συζήτηση με όρους ειλικρίνειας, οι τριγμοί που θα προκαλούσε στα επιχειρηματικά συμφέροντα θα ήταν σοβαροί. Σε πολιτειακό επίπεδο δεν ταρακουνιούνται, γιατί τα νούμερα παρέχουν ένα είδος εφησυχασμού και υπνωτικής ασφάλειας. Στην πραγματικότητα παρατηρούμε μια καταστροφή, ενώ γεμίζουν τα ταμεία, όμως δε γεμίζουν το ίδιο, και κυρίως γεμίζουν όλο και λιγότερα. Σε οποιαδήποτε συζήτηση που γίνεται για να αποκτήσουμε ένα πιο ηθικό επιχειρείν, τίθεται το θέμα ότι πρέπει όλοι να ζήσουμε με λιγότερα χρήματα. Σε αυτό είναι όλοι αντίθετοι. Το ηθικό επιχειρείν και ο βιώσιμος τουρισμός σημαίνει λιγότερος κόσμος, λιγότερο εμπόριο και εν τέλει λιγότερα χρήματα. Δεν μπορεί ο κόσμος να αποδεχθεί ότι για να σωθούμε πρέπει να μάθουμε να ζούμε με λιγότερα.
Ο Γιώργος Σπιλάνης θεωρεί πως η κατεύθυνση του ελληνικού τουρισμού πρέπει να αλλάξει προς έναν τουρισμό ευεξίας για τους επισκέπτες και ευζωίας για τους ντόπιους: Τα πιο πολλά νησιά έχουν πρόβλημα δημογραφικό, άρα πρέπει να βρεις ένα τρόπο οι κάτοικοι να μένουν εκεί. Καθώς στο Νότιο Αιγαίο, παρά την τουριστική ανάπτυξη, οι άνθρωποι δε μένουν εκεί το χειμώνα. Μόνο στα πιο τουριστικά, όπως η Ρόδος, η Κως, η Σαντορίνη, η Πάρος και η Μύκονος έχουμε δημογραφική άνοδο, στα υπόλοιπα έχουμε μείωση. Δε φτιάχνουμε την ποιότητα ζωής των κατοίκων και αυτό τους διώχνει, αντί να τους κρατά εκεί.
Θα πρέπει να σκεφτούμε ένα σχέδιο που θα μετέτρεπε τον σημερινό τουρισμό σε τουρισμό ευεξίας για τους επισκέπτες και ευζωίας για τους ντόπιους. Με τον covid πολλά πράγματα άλλαξαν και ο κόσμος ψάχνει κάτι παραπάνω από την απλή διασκέδαση. Ψάχνει την καλή και υγιεινή διατροφή, και να μάθει νέα πράγματα.
Αυτά μπορούν να μπουν σε ένα πακέτο ευεξίας αναφορικά με τη φύση, τον πολιτισμό και την τοπική γαστρονομία. Ταυτόχρονα, αυτά θα πρέπει να συνεισφέρουν στην ευζωία των κατοίκων η οποία έχει εντελώς περιθωριοποιηθεί. Βιώσιμος τουρισμός δε σημαίνει απλώς να βγουν λεφτά, ούτε μόνο η διατήρηση του περιβάλλοντος, αλλά και το κατά πόσο οι κάτοικοι μένουν ικανοποιημένοι από αυτόν. Αυτός ο συνδυασμός φτιάχνει ένα άλλο τουριστικό μοντέλο, με τη συμμετοχή της γαστρονομίας, άρα έρχεται ξανά στο προσκήνιο η γη. Αντί να παράγεις φθηνά προϊόντα, μπορούν οι παραγωγοί να παράγουν τοπικά προϊόντα ποιότητας που είναι περιζήτητα. Στις Κυκλάδες δεν υπάρχει πια σχεδόν κανένα τοπικό προϊόν. Κάτι τέτοιο θα προσφέρει και εισοδήματα, αλλά και δουλειά σε ανθρώπους που θα θέλουν να κάτσουν στο νησί αλλά δε μπορούν. Χρειαζόμαστε ένα άλλο τουριστικό μοντέλο που θα φέρει μια άλλη ισορροπία. Το μοντέλο αυτό δε πρέπει να βασιστεί στην ποσότητα, γιατί τα νησιά δεν έχουν απεριόριστους πόρους, αλλά στην ποιότητα, και όχι στην πολυτέλεια της ατομικής πισίνας.
*Πηγές: -«Μοντέρνα Κίρκη»: Τουρισμός και ελληνική κοινωνία την περίοδο 1950-1974. (2017). Αλεξάνδρεια,
-Παρατηρητήριο Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου, Η τουριστική δραστηριότητα, τα αποτελέσματα και οι επιπτώσεις της στις περιφέρειες και τα νησιά του Νοτίου και του Βορείου Αιγαίου, Γιάννης Σπιλάνης (2021)
*πηγή εικόνων: pexels