Διεθνή

The Counterfeit Kungoo: Δείτε εδώ ένα αποκαλυπτικό φιλμάκι για την Ινδία

Σε μια χώρα όπου ο συζυγικός βιασμός δεν θωρείται έγκλημα, χρειάστηκε πολύς καιρός για τη Smita να «το σκάσει» από έναν καταχρηστικό άνδρα.

Parallaxi
the-counterfeit-kungoo-δείτε-εδώ-ένα-αποκαλυπτικό-φιλμά-648801
Parallaxi

Μια γυναίκα στη Βομβάη μάχεται ενάντια σε κοινωνικές προκαταλήψεις στη δυνατή και εύγλωττη ταινία μικρού μήκους της Reema Sengupta.

Σε μια χώρα όπου ο συζυγικός βιασμός δεν θωρείται έγκλημα, χρειάστηκε πολύς καιρός για τη Smita να «το σκάσει» από έναν καταχρηστικό άνδρα. Ζει σε ένα διαμέρισμα ενός δωματίου στη Βομβάη, και βγάζει τα προς το ζην πουλώντας απομιμήσεις mangalsutras (ένα κολιέ που φορούσαν οι παντρεμένες γυναίκες). Ωστόσο, η σύντομη ηρεμία της ζωής της κλονίζεται όταν χτυπάει το κουδούνι της πόρτας.

Η Smita έρχεται αντιμέτωπη με διαφόρων ειδών «θηρία» καθώς ανακαλύπτει μια περίεργη προϋπόθεση για να νοικιάσει σπίτι στην Βομβάη της μεσαίας τάξης. Θα βρει η Smita τον δικό της χώρο; Υπάρχει ελπίδα για απελευθέρωση – κοινωνική ή / και σεξουαλική; Θα σταματήσει ποτέ το κουδούνι της πόρτας να χτυπάει- ξανά και ξανά; Το «The Counterfeit Kungoo» δεν είναι μια φεμινιστική, μαχητική απάντηση στον βαθύ μισογυνισμό που υπάρχει στην καθημερινότητα . Είναι μια εξερεύνηση των ιδιοσυγκρασιών που τον συνοδεύουν, οι μάχες που πρέπει να δώσει κανείς, και αν η νίκη ή η ήττα των μαχών αυτών έχει τελικά κάποια σημασία.

Η Reema Sengupta, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός της ταινίας, μοιράζεται στο nowness.com το ταξίδι της στη δημιουργία ταινιών και την αποτελεσματικότητα της ταινίας ως μέσο για να εκφράσει τις πεποιθήσεις και τις ανησυχίες σας. Το Counterfeit Kunkoo έχει προβληθεί σε περισσότερα από 100 φεστιβάλ, από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance στις ΗΠΑ έως το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Short Shorts στο Τόκιο της Ιαπωνίας και έχει αοσπάσει πολλά βραβεία.

Τι σας οδήγησε στα μονοπάτια της παραγωγής και σκηνοθεσίας ταινιών;

Προέρχομαι από πολύ ταπεινή καταγωγή και αυτός είναι ο κόσμος που μεγάλωσαν οι γονείς μου. Ζούσαν ακόμα στις φτωχογειτονιές της Βομβάης όταν γεννήθηκα, ωστόσο καταφέραμε να ξεφύγουμε από όλο αυτό. Μεγαλώνοντας, ήθελα να κάνω κάτι που θα μου επέτρεπε να έχω μια κοινωνικοπολιτική φωνή, καθώς με συγκλόνιζαν τα πράγματα που συνέβαιναν γύρω μου, ακόμα κι αν δεν γίνονταν σε μένα προσωπικά. Άρχισα να σκέφτομαι τι με ποιό μέσο μπορώ να πω αυτό που θέλω, και μέσω μιας πολύ αντικειμενικής αίσθησης ανάλυσης, επέλεξα τον κινηματογράφο. Οι άνθρωποι βλέπουν συνεχώς ταινίες και βίντεο ως τρόπο επικύρωσης της κοινωνικής συμπεριφοράς, οπότε έχει αυτόν τον καταπληκτικό τρόπο να υποκινεί την ενσυναίσθηση σε σύγκριση με τα περισσότερα άλλα μέσα.

Πόσο καθοριστικές ήταν οι προσωπικές σας εμπειρίες στη δημιουργια του φιλμ;

Υπήρξε μία πολύ σημαντική στιγμή για μένα και τη μητέρα μου, ώστε να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που μας καθοριζει. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με πολλή ενδοοικογενειακή βία. Ήμουν το μόνο παιδί και θυμάμαι ότι από πέντε ετών, έλεγα στη μαμά μου ότι πρέπει να ξεφύγει από αυτήν την κατάσταση. Μεγάλωσα στη Βομβάη όπου ο χωρισμός δεν περνάει κάν σαν σκέψη από μια παντρεμένη γυναίκα. Δεν είναι ότι δεν αποτελεί επιλογή, αλλά είναι σχεδόν μια μορφή ψυχικής υποδούλωσης. Για πολύ καιρό, η μαμά μου υπέφερε από αυτό και συνηθίζα να την προστατεύω.

Ημουν αρκετά τυχερή που είχα την ευκαιρία να φοιτήσω σε πανεπιστήμιο του Λονδίνου καθώς η μαμά μου επέλεξε να μην αγοράσει σπίτι και χρησιμοποίησε αυτά τα χρήματα για να την εκπαίδευσή μου, έτσι η οικογένειά μου ζούσε ακόμα σε ενοίκιο. Ενώ ήμουν εκεί, θυμάμαι μου τηλεφώνησε η μαμά μου λέγοντάς μου οτι ο πατέρας μου της είπε οτι η μίσθωση του σπιτιού τελειώνει αυτήν την εβδομάδα, και μετά από αυτό, πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνη της. Ήταν τόσο άδικο, γιατί ήταν αυτή που διύθυνε το σπίτι όλα αυτά τα χρόνια. Είναι μια μορφωμένη γυναίκα πολύ ανεξάρτητη και πολύ δυνατή, αλλά η εγκατάλειψη ήταν πολύ ξαφνική. Ευτυχώς, είχε τα χρήματα για να μπορεί να νοικιάσει ένα σπίτι, οπότε ξεκίνησε αμέσως να ψάχνει ένα μέρος. Όπου όμως πήγε, η πρώτη ερώτηση ήταν: “Είναι για οικογένεια ή για φοιτητή;” Τους έλεγε: «Εγώ και η κόρη μου θα ζήσουμε εκεί» και στη συνέχεια ρωτούσαν: «Πού είναι ο σύζυγός σου;» Αυτή ήταν η μόνη ερώτηση που τους ενδιέφερε και θυμάμαι να νιώθω τόσο εξοργισμένη και ανήμπορη να κάνω κάτι από μακριά. Όλα αυτά τα έβαλα σε ένα σενάριο . Η μαμά μου κατάφερε να βρει ένα σπίτι και μετά το χωρισμό, προχωρήσαμε μπροστά και έχουμε μια υπέροχη ζωή μαζί.

Κάποια στιγμή αποφάσισα ότι έπρεπε πραγματικά να κάνω κάτι για τον εαυτό μου, και τότε πήρα το σενάριο που έγραψα το 2011. Συλλέξαμε μια μικρή ομάδα από οικογένεια και φίλους- η μαμά μου έκανε την παραγωγή, δύο ξαδέρφοι μου ανέλαβαν βοηθοί σκηνοθέτη και παραγωγού, και άλλοι βοηθούσαν με το μαγείρεμα. Ήταν 4 πραγματικά εξαντλητικές μέρες και όταν έχεις δίπλα σου ανθρώπους αφοσιωμένους που σε βοηθούν τόσο πολύ, αυξάνεται πολλαπλά το βάρος της ευθύνης. Ένιωσα πραγματικά ότι έπρεπε να κάνω κάτι που να αξίζει την προσπάθεια των ανθρώπων που έχουν εμπλακεί και της πίστης που μου δείχνουν.

Υπάρχουν κάποιες στιγμές από τα γυρίσματα που σας ξεχωρίζετε;

Τα περισσότερα από τα μέρη που γυρίστηκε η ταινία ήταν πραγματικά και το σπίτι του συζύγου στη φιλμ ανήκει σε μια οικογένεια που δέχτηκε ευγενικά να γυρίσουμε πλάνα εκεί. Αυτό το σπίτι φιλοξενεί μία τετραμελή οικογένεια, ένα σκυλί, μια γάτα και 50 κοτόπουλα. Ήταν τρελό. Ήταν πολύ ενδιαφέρον να δούμε πόσο διαφορετική είναι η δυναμική των γυρισμάτων σε πραγματικούς χώρους σε σύγκριση με ένα στούντιο που μπορούσαμε να νοικιάσουμε.

Το σπίτι που κατοικεί η Smita μετά το χωρισμό της ανήκει σε μια νεαρή γυναίκα που έζησε εκεί με τον αδελφό και τη μητέρα της, και τυχαίνει η ιστορία της να είναι παρόμοια με αυτή της πρωταγωνίστριας. Κάποια στιγμή, μου είπε κάτι εντυπωσιακό: ότι δεν ντύνεται ποτέ καλά γιατί αν το κάνει, θα πιστεύουν όλοι ότι πρόκειται να συναντήσει εραστή. Έχει εγκαταλείψει ολόκληρη την πτυχή της ταυτότητάς της.

Επίσης, γυρίζοντας την τελική σκηνή, έκλεισα το σετ και είχα μόνο το θηλυκό καστ. Ήταν περίπου έξι γυναίκες και τους πήρε 15 λεπτά για να καταλάβουν τη σωστή τοποθέτηση του χεριού για να κάνουν αυτή τη δραστηριότητα. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχαμε μιλήσει ποτέ για αυτό, σαν να ήταν ταμπού! Συνειδητοποιήσαμε τότε ότι δεν υπάρχει συναίνεση, ωστόσο ήταν μία πολύ συγκινητική στιγμή το να έρθουν αυτές οι γυναίκες κοντά και να καταλάβουν πώς να το αποδώσουν

Υπήρξαν δυσκολίες;

Τη δεύτερη ημέρα των γυρισμάτων, κάναμε την πρώτη σκηνή στο νοσοκομείο έχοντας πάρει την απαραίτητη άδεια. Φτάνουμε το πρωί της λήψης, αρχίζουμε να στήνουμε και ξαφνικά, ένας άντρας μπαίνει μέσα κι αρχίζει να φωνάζει: «Κλείστε τα πάντα!» και σκεφτόμαστε… τι εννοεί; Προφανώς το άτομο που μας είχε δώσει άδεια δεν ήταν εξουσιοδοτημένο και χρειαζόταν μια μακρύτερη γραφειοκρατική διαδικασία. Ηταν Κυριακή, τα γραφεία ήταν κλειστά και δεν υπήρχε τρόπος να καταφέρουμε να πάρουμε αυτήν την άδεια εκείνη την ημέρα. Οπότε φυσικά προσπαθούσαμε να πείσουμε αυτό το άτομο να μας αφήσει να συνεχίσουμε καθώς δεν μας έπαιρνε οικονομικά να χάσουμε την μερα. Έτσι, η ομάδα μας χωρίστηκε – τρεις έφυγαν και άρχισαν να αναζητούν τοποθεσίες, ιδιωτικά νοσοκομεία και μέρη όπως αυτό, και εγώ με την καλλιτεχνικη διευθύντρια τρέξαμε με το scooter της σε μαγαζιά για να πάρουμε props ώστε να μετατρέψουμε οποιοδήποτε χώρο σε χώρο νοσοκομείου. Τελικά, ο θείος μου μίλησε με το πρώην σχολείο του γιου του και κατάφερε να μας εξασφαλίσει έναν μικρό διάδρομο για να γυρίσουμε εκεί τις σκηνές..

Η ταινία τα πήγε πολύ καλά. Προβλήθηκε σε διάφορα φεστιβάλ και έχει κερδίσει πολλά βραβεία. Έχετε παρατηρήσει διαφορές στον τρόπο με τον οποίο εισέπραξε την ταινία το τοπικό κοινό σε σύγκριση με το διεθνές;

Καταρχάς, υπήρξε καθολική αποδοχή. Φοβόμουν αρχικά, καθώς τόσο οι διάλογοι όσο και το χιούμορ ανήκουν σε πολύ συγκεκριμένη κουλτούρα. Ωστόσo στην προβολή του Sundance, φάνηκε ότι το φιλμ είχε απήχηχηση σε μαγαλο μέρος του κοινού. Μάλιστα θυμάμαι ένα σχόλιο μιας γυναίκας, πώς η μητέρα της αντιμετώπισε παρόμοιες διακρίσεις κατά την εύρεση σπιτιού στο Νιου Τζέρσεϋ τη δεκαετία του ’70.

Την πρώτη φορά που προβλήθηκε σε ινδικό κοινό, ήταν στο Ινδικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λος Άντζελες (IFFLA) και εκεί, θυμάμαι, μια γυναίκα που ήρθε και μουείπε: «Μετά από 18 χρόνια άτυχου γάμου ξεκινώ τη ζωή μου απο την αρχή και βλέποντας την ταινία σου νιώθω ότι θα είμαι μια χαρά». Ήταν μεγάλη στιγμή για μένα.

Μια άλλη αντίδραση που είχα από την ινδική διασπορά ήταν από μια νεαρή που είπε: «Δεν έχω δει ποτέ την εικόνα μιας γυναίκας με σάρι να αγγίζει τον εαυτό της. Είναι τόσο ταμπού και τόσο αποδοκιμασμένο που δεν υπήρχε καν στην ψυχή μας. Με ξάφνιασε όταν το είδα, αλλά σκέφτηκα: Γιατί να θεωρείται αφύσικο; Γιατί να είναι ανωμαλία; “.

Ποιες είναι οι ρίζες των προκαταλήψεων που αναπαράγονται από τους χαρακτήρες της ταινίας; Είναι θέμα προβληματικών πολιτικών;

Δεν υπάρχει απολύτως καμία πολιτική. Στην πραγματικότητα, υπάρχει ένας κανόνας που λέει ότι δεν επιτρέπεται να γίνονται διακρίσεις εναντίον των ενοικιαστών με βάση οποιονδήποτε από αυτούς τους παράγοντες, επομένως είναι εντελώς κοινωνικό ζήτημα. Οι περισσότεροι από τους κτηματομεσίτες που εμφανίζονται στην ταινία είναι πραγματικοί και όταν τους λέγαμε για την ιστορία, οι αντιδράσεις τους ήταν «α, δηλαδή προσποιείται ότι είναι παντρεμένη;» Είναι σίγουρα κάτι που βιώνουν πολύ, αλλά ακόμα δεν έχουν καταλάβει ότι είναι λάθος αυτό που κάνουν. Δεν ρίχνω το βαρος εξ ολοκλήρου στους κτηματομεσίτες, καθώς στην τελική εργάζονται για προμήθειες και σύμφωνα με ό, τι θέλουν και απαιτούν οι ιδιοκτήτες. Ειδικά στη Βομβάη, ένα μέρος που βιώνει πολλή μετανάστευση, οπότε και οι άνθρωποι χρειάζονται πολύ περισσότερα σπίτια. Επίσης, οι περιορισμοοί δεν αφορούν μόνο τις γυναίκες. Πολλοί άνθρωποι που εργάζονται στη βιομηχανία των μέσων ενημέρωσης δυσκολεύονται πολύ να βρουν σπίτια, άτομα με κατοικίδια δυσκολεύονται να βρουν σπίτια, υπάρχουν ορισμένες κοινωνίες όπου οι άνθρωποι δεν τρώνε χορτοφαγικά τρόφιμα, και αυτοί δυσκολεύονται να βρουν σπίτια.

Πηγή: Nowness.com

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα