62o ΦΚΘ: Όσα παρακολουθήσαμε το τελευταίο 24ωρο
Για ακόμη μία ημέρα οι αίθουσες γέμισαν με σινεφίλ.
Εικόνες: Motion team
O Ραούλ Μόρα, μοντέρ της διάσημης τηλεοπτικής σειράς La casa de papel, παρέδωσε masterclass για το συνεργατικό μοντάζ στη μυθοπλασία, το Σάββατο 13 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, στο πλαίσιο του αφιερώματος «Κόψε κάτι: Το μοντάζ και τα μυστικά του», που φιλοξενεί το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Αρχικά, ο ίδιος ευχαρίστησε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για τη φιλοξενία, εξηγώντας πως το επάγγελμα του μοντέρ δεν έχει την αναγνωρισιμότητα που του αξίζει.
«Ευχαριστώ το Φεστιβάλ που επέλεξε να επικεντρωθεί στο μοντάζ. Χαίρομαι γιατί ως μοντέρ η ορατότητά μας δεν είναι τόσο μεγάλη», δήλωσε. Στη συνέχεια, ο ίδιος μίλησε για την καλλιτεχνική πορεία του έως σήμερα. «Δεν έχω σπουδάσει μοντάζ. Ξεκίνησα με τη φωτογραφία, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησα ότι σε αυτό τον χώρο δεν μπορούσα να ικανοποιήσω τη δημιουργικότητά μου. Γι’ αυτό μπήκα στον κινηματογράφο και τη μυθοπλασία. Έχω ασχοληθεί με διάφορες πλευρές του μοντάζ, όπως τρέιλερ, πρόμο βίντεο, ενημερωτικά κλιπ, όπου οι χρόνοι ήταν διαφορετικοί. Σε μια σειρά όπως το La casa de papel, πρέπει να λες αυτό που θες να πεις αποτελεσματικά, σε όσο το δυνατόν λιγότερο χρόνο. Είμαι τυχερός που ήρθε στη ζωή μου αυτή η σειρά. Άλλαξε τις συνθήκες που είχα στη διάθεσή μου», επισήμανε σχετικά.
Ακολούθως, ο κ. Μόρα μίλησε για τη δημοφιλή σειρά: «Είναι μια mainstream σειρά, για το ευρύ κοινό, έχει, όμως, μια συγκεκριμένη ταυτότητα την οποία δεν θέλει να χάσει. Στο επίκεντρό της βρίσκονται οι χαρακτήρες. Το σενάριο χτίζεται με την οπτική γωνία κάθε χαρακτήρα. Ενδεχομένως να μην είναι πολύ εκλεπτυσμένο προϊόν, με μεγάλο βάθος. Ωστόσο, η πλοκή του δημιουργεί έντονα συναισθήματα στον θεατή. Η σειρά είχε τεράστια απήχηση, η οποία προφανώς επηρέασε θετικά την καριέρα όλων όσοι συμμετέχουμε σε αυτή», σημείωσε χαρακτηριστικά. Στο σημείο εκείνο, ο Ραούλ Μόρα εξήγησε πώς η πλατφόρμα του Netflix άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού στο μοντάζ μυθοπλασίας στη χώρα του. «Με το που έφτασαν οι πλατφόρμες, όπως το Netflix, στην Ισπανία, άλλαξε ο τρόπος με τον οποίο δουλεύουμε στη μυθοπλασία. Στην εθνική αγορά είχαμε περιοριστικούς παράγοντες, με τους οποίους οι περισσότεροι μοντέρ δεν αισθανόμασταν άνετα. Στην Ισπανία, επίσης, για πολλά χρόνια είχαμε σειρές διάρκειας 70 λεπτών. Το La casa de papel στην Ισπανία δεν πήγε αρχικά τόσο καλά και η προβολή του διακόπηκε προσωρινά. Κατόπιν, το Netflix ζήτησε να ξαναμονταριστούν τα 70λεπτα και να γίνουν 50λεπτα. Tότε ήταν που η σειρά άρχισε να πηγαίνει καλά στην Ισπανία. Κι όλοι ακολουθούν τώρα την πορεία αυτή, γιατί θέλουν το έργο τους να έχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό. Δεν είχαμε, φυσικά, στην Ισπανία ποτέ την τρομερή έκρηξη που είδαμε μετά σε παγκόσμιο επίπεδο, στις πλατφόρμες», διευκρίνισε.
Αμέσως μετά, ο κ. Μόρα επικεντρώθηκε στη μεθοδολογία του μοντάζ στη μυθοπλασία. Όπως εξήγησε, στη σειρά La casa de papel το μοντάζ εξυπηρετεί κυρίως τον στόχο της υποκίνησης του συναισθήματος του θεατή. «Είναι πολύ σημαντικό να λαμβάνουμε υπόψη την οπτική γωνία του ίδιου του θεατή. Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια αφήγηση που δεν τον αφήνει να πάρει ανάσα ή αποστάσεις. Προσπαθούμε να καταλάβουμε τι θα αισθανθεί ο θεατής σε κάθε περίπτωση. Εδραιώνουμε μια σχέση με τον θεατή, ώστε να του δημιουργηθεί η ανάγκη να θέλει όλο και περισσότερο από αυτό που του προσφέρουμε. Στη σειρά αυτή, είναι όλα στο κόκκινο. Έχουμε σεκάνς με δράση ή κωμικά στοιχεία, αλλά πάντα στο τέλος του επεισοδίου. Θέλουμε να εκμαιεύσουμε τα πιο έντονα συναισθήματα από τον θεατή. Ο ρυθμός είναι αμείλικτος, πρέπει να συμπυκνωθούν όλα τα συναισθήματα σε λίγο χρόνο. Γι’ αυτό πρέπει να είναι γρήγορο το cut, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Θέλουμε ο θεατής να απολαμβάνει τη σειρά», επισήμανε.
Ο κ. Μόρα μίλησε για τις ιδιαιτερότητες του να κάνεις μοντάζ σε μια σειρά όπως το La casa de papel: «Δεν μπορείς να δουλεύεις απευθείας στη σεκάνς, σε μια σειρά. Στην αρχή, τα έκανα όλα με τη σειρά. Έπαιρνα μια σεκάνς στο μοντάζ, δούλευα με το υλικό, έβαζα τη μουσική. Με τον λιγοστό χρόνο που είχαμε όμως στη διάθεσή μας, κατάλαβα ότι δεν ήταν αυτός ο ιδανικός τρόπος. Δουλεύουμε, λοιπόν, σχεδόν αντίστροφα. Θέλεις να έχεις το πρώτο cut του σεναρίου όσο πιο γρήγορα γίνεται. Το πιο σημαντικό είναι πια το συνολικό επεισόδιο, όχι οι επιμέρους σεκάνς ή οι συγκεκριμένες στιγμές στη δράση. Όλα πρέπει να δουλεύονται γρήγορα, καθώς είμαστε ένα τμήμα αλληλένδετο με τα υπόλοιπα. Η δουλειά δεν τελειώνει στο μοντάζ. Το post-production επιβαρύνεται αν καθυστερήσεις ως μοντέρ στη δουλειά σου, όπως και τα εφέ. Η σειρά έχει πάρα πολλά εφέ και τα πλάνα με εφέ είναι χρονοβόρα. Όσο γρηγορότερα κάνεις το μοντάζ στις σεκάνς, τόσο μειώνεται ο αριθμός των πλάνων και βοηθάς τους επόμενους» εξήγησε χαρακτηριστικά.
Με αφορμή το ζήτημα της χρονικής πίεσης, ο κ. Μόρα αναφέρθηκε στη μεγάλη σημασία του συνεργατικού μοντάζ στη μυθοπλασία. «Δεν θα γινόταν η δουλειά αν δεν ήμασταν έξι μοντέρ. Οι άνθρωποι αυτοί είναι η οικογένειά μου. Είναι μια περίπλοκη σειρά με ιδιαίτερα πιεστικούς χρόνους. Έπρεπε όλοι να δουλέψουμε μαζί και αποτελεσματικά και τα καταφέραμε», συμπλήρωσε. Όπως εξήγησε, το συνεργατικό μοντάζ εμπλουτίζει τη μυθοπλασία μέσα από τη διαφορετικότητα της δημιουργικής ματιάς. «Όλοι οι μοντέρ είμαστε πολύ διαφορετικοί, έχουμε διαφορετικό cut. Σε κάποιους αρέσει η δράση περισσότερο, σε άλλους η δραματουργία. Ο συνδυασμός αποτέλεσε κομμάτι της επιτυχίας του μοντάζ για τη σειρά. Συνεργάζεσαι με ανθρώπους με διαφορετική οπτική. Κάνουν προσθήκες που δεν θα είχες σκεφτεί ποτέ από μόνος σου. Εμπλουτίζεται το περιεχόμενο από τη μοναδική ματιά του καθενός. Είναι πολύ σημαντική η οπτική γωνία των συνεργατών σου, ρωτάς τη γνώμη τους. Όλοι βλέπουμε τι δουλειά κάνει και ο διπλανός μας. Φτιάχνουμε μια σεκάνς με μια συγκεκριμένη μουσική και κάποια στιγμή χτυπάει η πόρτα και μας ρωτάνε “Γιατί έβαλες αυτή τη μουσική; Ίσως έπρεπε να μπει κάπου αλλού!”. Συχνά καθόμαστε στο διάλειμμά μας, στο σαλόνι, για να κουβεντιάσουμε. Στο σαλόνι αυτό προέκυψαν περισσότερες λύσεις και ιδέες απ’ ό,τι στο δωμάτιο του μοντάζ», τόνισε.
Είναι, όπως είπε, ευχάριστη έκπληξη να δουλεύεις με συνεργάτες, ειδικά σε ένα τόσο μοναχικό επάγγελμα όπως το μοντάζ. «Ως μοντέρ, δουλεύεις σε μια αίθουσα με τέσσερις τοίχους, μόνος, μέρα-νύχτα. Σε πιάνει το παράπονο. Οι μοντέρ είμαστε μοναχικοί άνθρωποι. Το γεγονός ότι δούλεψα με όλους αυτούς τους ανθρώπους έκανε τη δουλειά μου γιορτή», επισήμανε. Στη συνέχεια του masterclass, ο κ. Μόρα παρουσίασε κάποιες μονταρισμένες και αμοντάριστες σκηνές, για να δείξει την εργασία του μοντέρ. Στο τέλος της προβολής δήλωσε συγκινημένος. «Κάθε φορά που βλέπω τις σεκάνς με συνεπαίρνει, γιατί ξαναβλέπω τι κάναμε και με συγκινεί. Περάσαμε όμορφα στη δουλειά αυτή, παρότι ήταν τρομερά δύσκολη. Είναι σημαντικό πράγμα η ατμόσφαιρα, το να περνάς καλά. Όταν η ομάδα περνάει καλά στη δουλειά είναι αντιληπτό στο αποτέλεσμα. Υπήρχε μεγάλο πάθος από μεριά μας με τη σειρά. Αγαπώ τη δουλειά μου πραγματικά», τόνισε.
Σε ερώτηση του κοινού για το ποια είναι η σχέση με τους σεναριογράφους στη σειρά, ο ίδιος απάντησε πως είναι μια σχέση συνεργασίας και ελευθερίας. «Κάνουμε ως μοντέρ τη δουλειά μας, επιδεικνύοντας τον μέγιστο δυνατό σεβασμό στο σενάριο. Συζητάμε και μιλάμε μαζί τους. Πολλές φορές δεν σου δίνεται ως μοντέρ το περιθώριο να επέμβεις στη δομή ή να προτείνεις μια αλλαγή. Ευχαριστώ από καρδιάς την ομάδα των σεναριογράφων που μου επέτρεψε να επέμβω σε αυτό τον βαθμό. Μόνο έτσι έρχεται η πραγματική αποζημίωση. Όταν βλέπεις ότι και η δική σου δημιουργικότητα λαμβάνεται υπόψη», επισήμανε.
Το κοινό, τέλος, ενδιαφέρθηκε να μάθει και για τη σχέση σκηνοθέτη και μοντέρ. Ο ίδιος εξήγησε πως ο μοντέρ λειτουργεί ως μέσο για να περάσει ο σκηνοθέτης το μήνυμά του. «Στον χώρο του μοντάζ πρέπει να φιλτράρεται το συναίσθημα των σκηνοθετών. Ως μοντέρ είναι σημαντικό να κάνω αυτό που θέλουν ώστε να περνάει το δικό τους μήνυμα. Είμαστε εργαλείο, ώστε να δώσει ο σκηνοθέτης αυτό που θέλει. Είναι μια συμβίωση. Έχεις μια οπτική. Μιλάς με τον σκηνοθέτη και αν συμφωνεί μαζί σου, συζητάς με την παραγωγή και μετά κάνεις τη δουλειά», εξήγησε σχετικά, ολοκληρώνοντας την ομιλία του.
Σεμινάριο Άνε Εστερούντ και Γιάνους Μπίλεσκοφ Γιάνσεν: Τα μυστικά του μοντάζ της ταινίας Άσπρο Πάτο
Στην κατάμεστη αίθουσα Παύλος Ζάννας, το Σάββατο 13 Νοεμβρίου, οι πολύπειροι μοντέρ Άνε Εστερούντ και Γιάνους Μπίλεσκοφ Γιάνσεν παρέδωσαν σεμινάριο για το μοντάζ στην ταινία Άσπρο Πάτο, στο πλαίσιο του αφιερώματος «Κόψε κάτι: Το μοντάζ και τα μυστικά του», που φιλοξενεί το 62ο ΦΚΘ. Το δίδυμο των μοντέρ από τη Δανία προσκάλεσε το κοινό στα ενδότερα της διαδικασίας του μοντάζ στη συγκεκριμένη ταινία, αποκωδικοποιώντας βήμα προς βήμα την πορεία που ακολούθησαν, μέσα από την προβολή αποσπασμάτων. Στο τέλος, μάλιστα, εξέπληξαν τους θεατές, δείχνοντας μια εναλλακτική τελευταία σκηνή που δεν βρήκε ποτέ τον δρόμο προς τη μεγάλη οθόνη.
Αμέσως μετά την προβολή ενός βίντεο από την ταινία, τον λόγο πήρε ο Απόστολος Καρακάσης, καθηγητής στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ, για μια σύντομη εισαγωγή. «Εδώ και πέντε μέρες στο Φεστιβάλ, έμπειροί μοντέρ και καλλιτέχνες μάς αποκαλύπτουν τα μυστικά της τέχνης τους. Ήδη, με το πρώτο βίντεο, έχουμε μεταφερθεί στη Κοπεγχάγη, στο δωμάτιο μοντάζ της ταινίας Άσπρο πάτο, στο μέρος δηλαδή όπου δύο πολύ αφοσιωμένοι και ιδιαίτεροι καλλιτέχνες του μοντάζ έχουν επεξεργαστεί ορισμένες από τις πιο γνωστές ταινίες από τη Δανία και τη Σκανδιναβία, όπως τις ταινίες Πέλε, ο κατακτητής, Το σπίτι των πνευμάτων, Ένας τυχερός άνθρωπος,Το Κορίτσι με το τατουάζ και φυσικά, τις δημιουργίες του σκηνοθέτη Τόμας Βίντερμπεργκ».
Το σεμινάριο ξεκίνησε με δύο λόγια της Άνε Εστερούντ για τη συνεργασία των δύο ομιλητών, αλλά και τα όσα τους δένουν στην πολυετή τους καριέρα. «Η συνεργασία μας ξεκίνησε περίπου πριν 15 χρόνια και είναι πολύ ιδιαίτερο που εργαζόμαστε ως δίδυμο, καθώς συνήθως οι μοντέρ δουλεύουν μόνοι τους», δήλωσε, προτού πάρει τον λόγο ο Γιάνους Μπίλεσκοφ Γιάνσεν: «Είναι τιμή μου που συνεργάζομαι με την Άνε. Έχουμε έναν κοινό ρυθμό, μια κοινή καρδιά, έναν παρόμοιο τρόπο που διαβάζουμε τις ταινίες, όλες τις μαγικές στιγμές που κρύβει μέσα του το σινεμά», εξήγησε.
Στη συνέχεια, οι δύο ομιλητές αναφέρθηκαν στην ταινία Άσπρο πάτο, σχολιάζοντας ότι μίλησαν με τον Τόμας Βίντερμπεργκ για πρώτη φορά το 2017. «Ο Τόμας ήθελε να κάνει μια ταινία αφιερωμένη στο αλκοόλ και στην απόλαυση της ζωής και τότε του ανέφερα μια θεωρία από έναν νορβηγό ψυχίατρο που είχα διαβάσει, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι γεννιούνται με 0,05% ανεπάρκεια αλκοόλ στο αίμα τους. Ήταν μια υπέροχη ιδέα να συνδυαστούν η διάθεση του Τόμας και η πληροφορία που του έδωσα» εξήγησε η κ. Εστερούντ και συνέχισε: «Αρχικά, ήθελε να επιστρέψει στο Δόγμα ’95, μετά από δύο συνεχόμενες διεθνείς ταινίες. Ένιωθε πως θέλει να επιστρέψει σε έναν πιο παιχνιδιάρικο τρόπο σκηνοθεσίας, θέλοντας να ξαναβρεί τη φωνή του και τη δική του μοναδική ματιά. Το αποτέλεσμα ήταν να κρατήσουμε κάποιους από τους κανόνες που συνοδεύουν το Δόγμα ’95, όπως την κάμερα στο χέρι ή την εμφάνιση γραπτών μηνυμάτων στην οθόνη στη διάρκεια της ταινίας, αλλά όχι όλους».
Ο Γιάνους Μπίλεσκοφ Γιάνσεν ανέλυσε κατόπιν τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετώπισαν στην επεξεργασία της ταινίας. «Αρχικά, έπρεπε να εισάγουμε σωστά τον πρωταγωνιστή, να βρούμε πώς θα ολοκληρώσουμε τη θεματική της κατανάλωσης αλκοόλ μέσα στην ταινία και πώς θα χτίσουμε τη σωστή ατμόσφαιρα για την τελευταία σκηνή. Πιο συγκεκριμένα, να βρούμε τον τρόπο με τον οποίο οι πρωταγωνιστές θα ξαναρχίσουν να πίνουν, ύστερα από όλα αυτά που πέρασαν», δήλωσε σχετικά. Η κ. Έστερούντ συμπλήρωσε πως «η σκηνή του χορού στο τέλος είχε πάρα πολύ κακή υποδοχή από τους ανθρώπους που την είδαν στην αρχή, επειδή δεν μπορούσαν να αποδεχτούν ότι οι χαρακτήρες αντιδρούν έτσι έπειτα από το τραγικό γεγονός».
Μάλιστα, τα πράγματα δεν κύλησαν τόσο ρόδινα στη διάρκεια των γυρισμάτων και του μοντάζ, όπως αποκάλυψε ο κ. Γιάνσεν, μέσα από ένα αστείο περιστατικό. «Καλέσαμε κάποιους ανθρώπους να δουν μια πρώτη εκδοχή της ταινίας, γιατί εκείνη τη στιγμή το υλικό που είχαμε στα χέρια μας ήταν περίπου 4,5 ώρες, για να μοιραστούν τις εντυπώσεις τους και να δούμε τις αντιδράσεις τους. Έπρεπε να ξέρουμε αν η ιστορία που θέλουμε να πούμε περνάει με τον τρόπο που επιθυμούμε στο κοινό. Περιττό να σας πω ότι μετά την προβολή ήμασταν σοκαρισμένοι! Ήταν μια τραγωδία, καθώς πολλοί από το κοινό πίστεψαν ότι ο κεντρικός χαρακτήρας ήταν αλκοολικός από την αρχή της ταινίας. Έτσι καταλάβαμε ότι δεν κάναμε καλή δουλειά, καθώς έπρεπε να αλλάξουμε την αρχή της ταινίας», αποκάλυψε, με το κοινό να ξεσπάει σε γέλια. Στη συνέχεια, οι δύο μοντέρ προχώρησαν στην προβολή της επίμαχης σκηνής πριν και μετά τις παρεμβάσεις, εξηγώντας ότι οι αλλαγές που έκαναν για να μην δίνεται η εντύπωση ότι ο πρωταγωνιστής είναι εξαρχής αλκοολικός αποτελούν ένα πολύ καλό παράδειγμα για το πώς ένα απλό ανακάτεμα των σκηνών στο μοντάζ μπορεί να αλλάξει όλη την ουσία της ταινίας.
Ο Γιάνους Μπίλεσκοφ Γιάνσεν εξήγησε ότι υπήρχαν και ηθικά διλήμματα στη διάρκεια των γυρισμάτων και του μοντάζ, ειδικά σε μία συγκεκριμένη σκηνή την οποία έδειξαν στο κοινό, καθώς οι δύο μοντέρ ήθελαν να αποφευχθεί η απεικόνιση του αλκοόλ ως μιας ανάλαφρης συνήθειας δίχως συνέπειες. «Το μεγάλο πρόβλημα στην ταινία ήταν πώς θα σταματήσουμε το πείραμα με την κατανάλωση αλκοόλ μέσα στην ταινία, γιατί έτσι όπως ξεκινά φαίνεται σαν να συμβαίνει κατά λάθος και όχι ως συνειδητή απόφαση. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να αλλάξουμε τη μεγάλη σκηνή όπου μεθούν όλοι μαζί, για να αποτυπώσουμε την πορεία των πρωταγωνιστών σε ένα πολύ σκοτεινό σημείο, για να είναι προφανές ότι παίρνουν την απόφαση να σταματήσουν να πίνουν», τόνισε, δείχνοντας την ίδια σκηνή πριν και μετά τις αλλαγές, εξηγώντας παράλληλα την επίδραση κάθε στιγμής στη μορφή της ιστορίας.
Μετά την ανάλυση του μοντάζ σε κομβικές σκηνές της ταινίας, ακολούθησαν ερωτήσεις του κοινού. Μάλιστα, οι δύο μοντέρ επιφύλαξαν μια έκπληξη στους παρευρισκόμενους, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά ένα διαφορετικό φινάλε από εκείνο που είδαν όσοι απήλαυσαν την ταινία στον κινηματογράφο. Το σεμινάριο ολοκληρώθηκε με τους δυο προσκεκλημένους να παροτρύνουν τους νέους μοντέρ να μη φοβούνται τη συνεργασία, να αφήνουν άλλους ανθρώπους να βλέπουν τη δουλειά τους και να συλλέγουν παρατηρήσεις και αντιδράσεις προκειμένου να γίνονται καλύτεροι με κάθε ευκαιρία.
Carte Blanche Άνε Εστερούντ και Γιάνους Μπίλεσκοφ Γιάνσεν: προβολή της ταινίας
Το Σάββατο 13 Νοεμβρίου, στον κινηματογράφο Μακεδονικόν, πραγματοποιήθηκε η προβολή της ταινίας Το Κουρδιστό Πορτοκάλι του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, στο πλαίσιο της carte blanche που παραχώρησε το Φεστιβάλ στους Άνε Εστερούντ και Γιάνους Μπίλεσκοφ Γιάνσεν, μοντέρ της ταινίας Άσπρο πάτο του Τόμας Βίντερμπεργκ, που κέρδισε το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας. Η προβολή εντάσσεται στο πλαίσιο του μεγάλου αφιερώματος «Κόψε κάτι: Το μοντάζ και τα μυστικά του», που φιλοξενεί το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ο Γιάνους Μπίλεσκοφ Γιάνσεν πήρε αρχικά τον λόγο, μιλώντας για το πώς ένιωσε όταν είδε για πρώτη φορά την ταινία, την εποχή που κυκλοφόρησε στις αίθουσες, το 1971. «Με ενθουσίασε. Θεώρησα πως μου έδωσε ενέργεια που θα κρατήσει για μια ζωή. Όταν είσαι νέος, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Έχω ακόμη εκείνη την αίσθηση της αβεβαιότητας και της εξερεύνησης, αλλά πλέον έχει μετασχηματιστεί», ανέφερε σχετικά, προσθέτοντας πως η συγκεκριμένη ταινία τού ενέπνευσε την αγάπη για το μοντάζ.
Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε η Άνε Εστερούντ: «Εγώ την ταινία την είδα πιο μετά, όχι όταν προβλήθηκε στις αίθουσες. Επίσης, δεν ξεκίνησα ως μοντέρ, αλλά ως μουσικός, ήθελα να γίνω πιανίστρια. Το όνειρο δεν πραγματοποιήθηκε και έτσι στράφηκα στο μοντάζ. Σχετικά με την ταινία, όταν την είδα δούλεψα πολύ για να καταλάβω πώς η μουσική λειτούργησε ως αφηγηματικό στοιχείο. Ζήλεψα αυτή την ικανότητα του δημιουργού. Από την άλλη, μιλάμε για μια ταινία με ενοχλητικά στοιχεία, ένα καλό παράδειγμα ταινίας που αντιστέκεται στην πολιτική ορθότητα. Αναρωτιέμαι αν ακόμη και σήμερα θα προκαλέσει δυσάρεστες αντιδράσεις σε κάποιους. Περιέχει πολλή βία και η κόρη μου, που σπουδάζει σε σχολή κινηματογράφου, υποστήριξε πως θα έπρεπε να σας προειδοποιήσω», δήλωσε χαρακτηριστικά. Ακολούθως, ανέφερε πως έχει δει την ταινία επτά φορές, αλλά ποτέ στη μεγάλη οθόνη. Ο Γιάνους Μπίλεσκοφ Γιάνσεν πήρε τη σκυτάλη για να κλείσει τη σύντομη παρουσίαση πριν την προβολή της ταινίας: «Έπειτα από τόσα χρόνια, δεν είμαι σίγουρος αν θα θυμηθώ αυτά που είδα με ενθουσιασμό ή απογοήτευση», μοιράστηκε με το κοινό.
Carte Blanche Ραούλ Μόρα: προβολή της ταινίας Εκτός Ελέγχου του Στίβεν Σόντερμπεργκ
Το Σάββατο 13 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, πραγματοποιήθηκε η προβολή της ταινίας Εκτός ελέγχου του Στίβεν Σόντερμπεργκ, στο πλαίσιο της carte blanche που παραχώρησε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στον Ραούλ Μόρα, μοντέρ στη διάσημη ισπανική σειρά του Netflix, La casa de papel. Η προβολή εντάσσεται στο πλαίσιο του μεγάλου αφιερώματος «Κόψε κάτι: Το μοντάζ και τα μυστικά του», που φιλοξενεί το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
«Καλησπέρα και σας ευχαριστώ πολύ που βρίσκεστε εδώ μαζί μας. Όταν μου ζήτησαν να διαλέξω μια ταινία, θέλησα να επιλέξω μια ταινία που προσφέρει αγνή ψυχαγωγία», εξήγησε ο Ραούλ Μόρα στο κοινό. «Είναι μια ταινία που γυρίστηκε το 1998 από τον Στίβεν Σόντερμπεργκ, η οποία είχε προταθεί και για Όσκαρ. Η μοντέρ Αν Κόουτς είναι γνωστή από τη δουλεία της στις ταινίες Έριν Μπόκοβιτς και Η δεύτερη ευκαιρία, οπότε καταλαβαίνετε ότι ήταν μια πολύ έμπειρη επαγγελματίας. Αυτό που ξεχωρίζω στο μοντάζ της ταινίας, εκτός από τις πολλές παράλληλες σκηνές που τοποθετεί με πολύ ντελικάτο τρόπο, είναι ότι παρότι χρησιμοποιεί πολύ κλασικά εργαλεία του μοντάζ, καταφέρνει και το κάνει με έναν πολύ φρέσκο, κεφάτο και μοντέρνο τρόπο», συμπλήρωσε χαρακτηριστικά.
«Επίσης, αυτή η ταινία μεταδίδει μια πολύ ισχυρή ενέργεια, η οποία προκύπτει από το γεγονός ότι όλοι όσοι δούλεψαν για την ταινία πέρασαν πάρα πολύ καλά στα γυρίσματα. Το στοιχείο αυτό είναι πολύ σημαντικό στον κινηματογράφο, δηλαδή να περνάς καλά καθώς δουλεύεις. Κάτι ακόμη που μου έκανε εντύπωση είναι ότι όλα τα επιμέρους στάδια της ταινίας λάμπουν στο ίδιο επίπεδο, δείχνοντας ότι οι άνθρωποι πίσω από κάθε στάδιο έδωσαν το μάξιμουμ των δυνατοτήτων τους. Ξεχώρισα, επίσης, το πώς χρησιμοποιείται ο χρόνος για να συστήσει και να κατασκευάσει χαρακτήρες, ενώ είναι πολύ ενδιαφέρον το πώς χρησιμοποίησαν τον ήχο. Συγκεκριμένα, σε μια σκηνή, ένας ήρωας αντιλαμβάνεται την παρουσία κάποιου άλλου μόνο από τους ήχους, χωρίς καν να τον έχει δει», συμπλήρωσε ο Ραούλ Μόρα. «Στα δικά μου μάτια, είναι μία από τις πιο ρομαντικές σκηνές του κινηματογράφου», εξήγησε ο διάσημος μοντέρ, ενώ ολοκλήρωσε τον πρόλογο του με μια πρόταση ισπανικής ταινίας.
«Αφότου πέρασαν κάποιες μέρες από την επιλογή που έκανα με το Εκτός Ελέγχου, κατάλαβα ότι τελικά ήθελα να προτείνω μια ισπανική ταινία, την ταινία Concursante (The Contestant) του Ροντρίγκο Κορτές. Τέλος, θέλω να πω ότι η ταινία που επέλεξα τελικά, το Εκτός Ελέγχου, είναι συγχρόνως θρίλερ, ρομάντζο και κωμωδία. Τι καλύτερο για να δει κανείς ένα σαββατόβραδο;», κατέληξε, ολοκληρώνοντας τον πρόλογο της ταινίας.
Δείτε επίσης: