80 χρόνια σήμερα από την αναχώρηση των Θεσσαλονικιών Εβραίων
Ο συγγραφέας Θανάσης Τριαρίδης σε ένα συγκινητικό κείμενο για την επέτειο
Λέξεις: Θανάσης Τριαρίδης
Σαν σήμερα πριν από 80 χρόνια, στις 15 Μαρτίου 1943, έφυγε από την Θεσσαλονίκη για το Άουσβιτς το πρωτο τρένο με τους προγραμματισμένους για εξόντωση Εβραίους της πόλης μου. Οι Έλληνες Χριστιανοί της Σαλονίκης, εμφορούμενοι από τον ολέθριο και διαχρονικό αντισημιτισμό τους, συμπεριφέρθηκαν στους ξεκληρισμένους Εβραίους συμπολίτες μας και στην μνήμη τους με τον χειρότερο τρόπο. Το τραύμα του κενού τους είναι η διαρκώς χαίνουσα πλήγη της πόλης.
~~~
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ
«Μάθαμε πως άνοιξε της Νομαρχίας το γραφείο
και δέχεται αιτήσεις για τα σπίτια τα εβραϊκά που εκκενώθηκαν.
Ουρές ο κόσμος, λένε, για να γραφτεί στη λίστα –
τι τα θες, έχει ανάγκες ο κοσμάκης.
«Κι εδώ στη γειτονιά έχουμε εβραιόσπιτα,
έξι διαμερίσματα στο σύνολο,
καθώς και το σπίτι με τον κήπο
στην άκρη του δρόμου μας.
«Α τους θυμόμαστε τους Εβραίους τους ταλαίπωρους,
ζούσανε ήσυχα κοντά μας,
δεν τους πειράζαμε, δεν μας πείραζαν.
Τι να τους κάνουμε που τους φορτώσανε στα τρένα οι Γερμανοί –
εμείς τους συμπονέσαμε πίσω απ’ τις γρίλιες.
Κι αυτοί οι ευλογημένοι τι το θέλανε να ξεχωρίζουν
σαν τη μύγα μες στο γάλα; –
δώσανε στόχο και τους μαζέψανε.
«Εν πάση περιπτώσει,
εμείς είμαστε Έλληνες από τα γεννοφάσκια μας
και πατριώτες όσο λίγοι
το δικαιούμαστε το σπίτι των Εβραίων –
εδώ πήρε σπίτι ο Θήτα και ο Βήτα και ο Ψι
που ‘ναι Τουρκόσποροι και Βούλγαροι και Αρβανίτες,
και δεν το δικαιούμαστε εμείς; – ε όχι δα.
«Κι ας μην ακούμε πια λόγια για τους Εβραίους,
αυτοί φύγανε, πάνε,
το σπίτι τους έμεινε αδειανό
κι άμα δεν το πάρουμε εμείς
θα το πάρει κάποιος άλλος –
πάντως να ‘ρθούνε πίσω τα τρένα δε θα ‘ρθουν,
πάει και τέλειωσε…»
Κι έτσι γραφτήκανε στη λίστα
για να το πάρουνε το σπίτι των Εβραίων.
Το σπίτι με τον κήπο που παίζανε
κυνηγητό κι αγιούτο σαν ήτανε παιδιά,
κι έπειτα, με το σούρουπο, κρυφτό.
Σαν σήμερα πριν από 80 χρόνια οι πρώτοι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ξεκίνησαν για το Στρατόπεδο Χιρς – από το γκέτο του Ταυ της Οδού Ιουστινιανού και Σιατίστης, στο κέντρο της πόλης. Στις 15 Μαρτίου του 1943 έφυγε για το Άουσβιτς το πρώτο από τα 19 τρένα.
~
ΕΝΑ ΜΟΥΓΓΟ ΑΓΟΡΙ
(αυτό είναι παραμύθι και τελειώνει με θάνατο)
Ο πατέρας ήταν έφηβος στη Σαλονίκη του σαράντα τρία
και το είχε δει με τα μάτια του
να παίρνουνε τους Εβραίους για του Χιρς.
Μια μέρα, μάλιστα, εκείνου του φριχτού καλοκαιριού
μαζί με έναν ξάδελφό του, μεγαλύτερο,
είχαν περάσει με τα ποδήλατα πλάι απ’ το στρατόπεδο
(πήγαιναν να ψαρέψουν στo Καλοχώρι).
Λοξά τους είδε, με την άκρη του ματιού του,
ρημαγμένους, στοιχημένους στη σειρά,
έτοιμους να πάνε στον σταθμό, να ανεβούν στο τρένο.
Χρόνια αργότερα, όταν τον ρωτούσε ο γιος του, απαντούσε
«ήμουν παιδί, δεν ήξερα, δεν καταλάβαινα» –
όμως μέσα του το ήξερε πως τα ‘χε καταλάβει όλα
κι ας πήγε για ψάρεμα μετά, δίχως να πει κουβέντα·
ένα μουγγό αγόρι στη Σαλονίκη του σαράντα τρία,
διόλου παράξενο.
Μα ο γιος του, με την ασφάλεια και την απόσταση των τόσων χρόνων,
δεν το μπορούσε να τη χωνέψει εύκολα τούτη την ιστορία
με τα τρένα και τους περαστικούς
που κοίταζαν με την άκρη του ματιού τους
και απέμεναν μουγγοί.
Κι έτσι, γύρεψε να διαβάσει στα βιβλία
όσο μπορούσε περισσότερα για εκείνον τον χαμό
και για το πώς γίνηκε παραδεκτός – αυτό κυρίως.
Ανάμεσα στα πολλά
διάβασε και για τη δίκη του Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ
(στα βιβλία της Άρεντ και του Τοντόροφ).
Είπε, λοιπόν, κάποια στιγμή ο Άντολφ Άιχμαν:
«Εγώ δεν σκότωσα ποτέ κανέναν,
εγώ ρύθμιζα τα δρομολόγια των τρένων,
να ξεκινούνε από το Ντρανσί στις δεκαπέντε,
να φτάνουνε στο Άουσβιτς στις είκοσι δύο.
Πού τον είδατε τον φόνο;»
Και διαβάζοντας ετούτα τα λόγια
ο ήρωάς μας σκέφτηκε πως όποτε βλέπεις να σέρνουνε με το στανιό
ανθρώπους σε κάποιον σταθμό τρένων,
πρέπει στον νου σου να ‘χεις
μια καμινάδα που καπνίζει.
Κι ακόμη: πως έχεις να σταματήσεις και να φωνάξεις,
κι αν είσαι παιδί, έχεις να βάλεις τα κλάματα –
κ ά π ω ς να σπάσεις τη μούγγα σου.
Κι έπειτα σκέφτηκε αυτό το τόσο τετριμμένο σύνθημα των τοίχων:
πως η σιωπή –η κάθε λογής σιωπή–
ήτανε κάτι σαν συνενοχή.
Ας πούμε: δεν γινότανε να ξέρει ο πατέρας για τις καμινάδες –
μα το ‘ξερε καλά πως όταν στοιβιάζονται ανθρώποι
στους σταθμούς των τρένων
δεν είναι για καλό.
Τέτοια, που λες, ο γιος της ιστορίας μας –
τέτοιες σκέψεις και τέτοια συμπεράσματα…
Πέρασαν τρία ή τέσσερα χρόνια·
βρέθηκε να γυρίζει με το τρένο απ’ το Αμύνταιο –
είχανε πάει οικογενειακώς να δούνε κάποιους συγγενείς.
Λίγο πριν ξεκινήσουν κάνανε μπλόκο οι αστυνομικοί
και μάζεψαν κώλο-λαιμό καμιά σαρανταριά Αλβανούς
(περνούσανε πεζοί τα σύνορα, κατόπιν ανέβαιναν στο τρένο για Θεσσαλονίκη).
Και, με την άκρη του ματιού του, είδε να τους φορούνε χειροπέδες
να του καθίζουνε με το στανιό στο τσιμέντο του σταθμού.
Και τότε άρχισε να σκέφτεται:
Στ’ αλήθεια κρίμα να τους μαζεύουνε έτσι τους Αλβανούς
μα τι να γίνει, δεν μπορεί να τους χωρέσει κι ολουνούς τους η Ελλάδα,
ας πάρει ένα ποσοστό, μα τους άλλους θα τους γυρίζει πίσω –
πώς αλλιώς…
Κι ακόμη:
Ντάξει μωρέ, δεν είναι κι όλα Άουσβιτς, μην τρελαθούμε –
καλά τα παχιά τα συμπεράσματα μα να ξέρουμε τι λέμε:
τότε τους έστελναν διαμιάς στα αέρια και τους φούρνους,
τούτους εδώ θα τους γυρίσουν στην πατρίδα τους και τέλος·
πού στο διάολο την είδατε τη σύγκριση;
Κι έτσι, με τούτα και με κείνα, απέμεινε μουγγός –
πάνε κι οι αλλοτινές οι σκέψεις, πάνε και τα συμπεράσματα·
απέμεινε να κοιτάζει κι αυτός λοξά, με την άκρη του ματιού του,
ένα ακόμη μουγγό αγόρι στον σταθμό των τρένων.
* Ο Θανάσης Τριαρίδης είναι συγγραφέας
Σχετικά Αρθρα