Agrotica: Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, “χτύπησαν” την παραγωγικότητα των μελισσών

Ο περιορισμός της σπατάλης τροφίμων και η διασφάλιση της επάρκειας, οι προκλήσεις της σημερινής εποχής

Parallaxi
agrotica-οι-επιπτώσεις-της-κλιματικής-αλλαγή-547605
Parallaxi

Σε εντατικοποίηση της εξάσκησης της νομαδικής μελισσοκομίας και μείωση της παραγωγικότητας των μελισσών, έχουν οδηγήσει οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, μειώνοντας έτσι δραστικά το οικονομικό κέρδος των παραγωγών, επισήμανε η καθηγήτρια στο Εργαστήριο Μελισσοκομίας – Σηροτροφίας, τμήμα Γεωπονίας, Σχολή Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος στο ΑΠΘ, Χρυσούλα Τανανάκη.

Μιλώντας από το βήμα του 8ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Agrotica “Κλιματική Αλλαγή και Γεωργία” που ολοκλήρωσε σήμερα τις εργασίες του, τόνισε ότι “οι μεταβολές στις κλιματικές συνθήκες, καταγράφονται ήδη αρνητικές και πολυδιάστατες, τόσο στην ευζωία των μελισσών, όσο τον κλάδο της μελισσοκομίας συνολικά”.

Τονίζοντας ότι οι μεταβολές στις κλιματικές συνθήκες επιδρούν στη φυσιολογία των φυτών και επομένως στη χλωρίδα και στην παροχή τροφής προς τις μέλισσες, η κ. Τανανάκη επισήμανε ότι “η αύξηση της θερμοκρασίας προκαλεί μεταβολές στον βιολογικό κύκλο των μελισσών, αλλά και στον ετήσιο κύκλο ανάπτυξης του μελισσιού”.

Μάλιστα, όπως πρόσθεσε “τα προβλήματα εκτείνονται και στον τομέα της παθολογίας της μέλισσα, καθώς παρατηρείται πληθυσμιακή αύξηση των εχθρών με ταυτόχρονη εξασθένιση του αμυντικού συστήματος του εντόμου και έντονες προσβολές από παθογόνα”.

Όπως εξήγησε, “η ολοένα εντατικότερη χρήση φυτοπροστατευτικών προκειμένου να αντιμετωπιστούν προβλήματα στον τομέα της φυτικής παραγωγής οδηγούν σε υψηλότερα ποσοστά απωλειών των μελισσών” και πρόσθεσε ότι “εκτός όμως από τις μέλισσες, οι επιπτώσεις είναι αισθητές και σε οικονομικό επίπεδο στον κλάδο της μελισσοκομίας, καθώς παρατηρείται μείωση της παραγωγικότητας και εντατικοποίηση της εξάσκησης της νομαδικής μελισσοκομίας”.

Στο πλαίσιο αυτό, παραδεχόμενη ότι η αριθμητική αποτίμηση των επιπτώσεων είναι δύσκολο να υλοποιηθεί, ωστόσο, όπως συμπλήρωσε “τα τελευταία χρόνια, νέες ερευνητικές μελέτες πραγματοποιούνται προκειμένου να διαπιστωθούν/επιβεβαιωθούν προβλεπτικά μοντέλα και να οργανωθούν στρατηγικές αντιμετώπισης των επικείμενων προβλημάτων λόγω κλιματικών αλλαγών, στη μέλισσα και στη μελισσοκομία”.

Κατά την ομιλία της στο συνέδριο, η ίδια επισήμανε την “αδιαμφισβήτητη” προσφορά των μελισσών στην παραγωγή μελισσοκομικών προϊόντων, αλλά και στην επικονίαση καλλιεργήσιμων και αυτοφυών φυτών και σημείωσε ότι είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι μέλισσες “δεν παράγουν μόνο μέλι, αλλά συμβάλλουν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο στη διατροφή του ανθρώπου, αλλά και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας”.

Μεταξύ άλλων σημείωσε ότι η μελισσοκομία αποτελεί ένα παραγωγικό κλάδο χρήσης ενός εντόμου που δεν ομοιάζει με άλλο της ζωικής παραγωγής και τόνισε ότι ο “|άνθρωπος έχει κατορθώσει να «εκτρέψει» τις μέλισσες εφαρμόζοντας μοντέλα διαχείρισης προσαρμοσμένα στο βιολογικό κύκλο και τη συμπεριφορά τους, χωρίς δραστικές αλλαγές στον τρόπο ζωής τους”.

Όπως επισήμανε, “το προαναφερόμενο δεδομένο, κάνει αντιληπτή τη σχέση της μελισσοκομίας με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, καθώς και τις επικείμενες κλιματικές αλλαγές”.

Ο περιορισμός της σπατάλης τροφίμων και η διασφάλιση της επάρκειας, οι προκλήσεις της σημερινής εποχής

Μπορεί η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής να αποτελεί νούμερο ένα πεδίο δράσης και εξέτασης, αλλά σίγουρα η πρώτη προτεραιότητα και η μεγαλύτερη, ίσως, πρόκληση για την ανθρωπότητα “είναι ο περιορισμός της σπατάλης τροφίμων που εκτιμάται στο 1/3 της παραγόμενης ποσότητας και η διασφάλιση της επάρκειας, και όχι μόνο υπό αχαρτογράφητες συνθήκες”. Αυτό τόνισε ο καθηγητής στο τμήμα Γεωπονίας, Εργαστήριο Γεωργίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Χρήστος Δόρδας, μιλώντας από το βήμα του 8ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Agrotica “Κλιματική Αλλαγή και Γεωργία” που ολοκλήρωσε σήμερα τις εργασίες του.

Όπως εξήγησε ο ίδιος, είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι ο πλανήτης έχει γνωρίσει παλινδρομήσεις των κλιματικών συνθηκών ως αποτέλεσμα των μεταβολών της συγκέντρωσης του ατμοσφαιρικού CO2. “Η κλιματική μεταβολή της περιόδου του Ανθρωπόκαινου, που είναι αποτέλεσμα της υπερβολικής εκπομπής CO2 λόγω καύσης ορυκτών καυσίμων, φαντάζει απειλητική όσο ποτέ, αφού συνδυάζεται με μεγάλη αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού”, επισήμανε. Πρόσθεσε, δε, ότι “η ανθρωπότητα βρίσκεται ενώπιον της πρόκλησης να διασφαλίσει τη διατροφική της επάρκεια και όχι μόνο (πχ παραγωγή κλωστικών ινών) υπό αχαρτογράφητες συνθήκες”.

Αύξηση αποδόσεων στο σιτάρι και το ρύζι το 2080

Μιλώντας με όρους φυσιολογίας φυτών, “η αύξηση της συγκέντρωσης CO2 δεν είναι επιβλαβής για τα φυτά, αντίθετα, αυξάνει τα επίπεδα φωτοσύνθεσης με παράλληλη μείωση της απώλειας νερού από τα στομάτια, οδηγώντας σε υψηλότερη παραγωγικότητα με αποτελεσματικότερη χρησιμοποίηση των πόρων (νερό και άζωτο)”, τόνισε.

Ειδικότερα, “για την Ελλάδα, αν επιβεβαιωθούν τα πρότυπα πρόγνωσης για μέτριες μεταβολές της θερμοκρασίας (αύξηση) και της βροχόπτωσης (μείωση), τότε το 2080, αναμένεται αύξηση των αποδόσεων στο σιτάρι και το ρύζι και οριακή μείωση (3-5%) για το καλαμπόκι”, επισήμανε και πρόσθεσε ότι “ωφελημένα αναμένεται να είναι τα καλλιεργούμενα είδη τροπικής προέλευσης, όπως το βαμβάκι, τα οποία βρίσκονται οριακά εντός της ζώνης καλλιέργειας υπό τις ελληνικές συνθήκες”.

Αναφερόμενος στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής μεταβολής, υπογράμμισε ότι “απαιτεί προσαρμογή” και συμπλήρωσε ότι “ένα πρώτο βήμα αποτελεί η μείωση της συμβολής των αροτραίων καλλιεργειών στις εκπομπές CO2, μέσω της υιοθέτησης συστημάτων περιορισμένης κατεργασίας”.

Ακολούθως, όπως πρόσθεσε, “ήδη διερευνάται, η μετατροπή ετήσιων καλλιεργειών σε πολυετείς (πχ πολυετές σιτάρι), ενώ στο μέλλον, η εισαγωγή νέων ειδών προς καλλιέργεια είναι πολύ πιθανή (πχ Agropyron spp.), αλλάζοντας τις διατροφικές συνήθειες”.

Περισσότερο πιθανή, εκτιμά την εισαγωγή προς καλλιέργεια συγγενών ειδών (πχ μακρόινο βαμβάκι, Gossypium barbadense), λόγω των ευνοϊκότερων συνθηκών ή την αναδιάταξη των υπαρχουσών καλλιεργειών σε περιβάλλοντα μικρότερης καταπόνησης (πχ ελαιοκράμβη σε ορεινές περιοχές)”.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα