Ανακαλύψτε τα γλυπτά της πόλης: Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ της Αφροδίτης Λίτη
Τοποθετημένο σε βάθρο από μαύρο μάρμαρο αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά αγάλματα του Α.Π.Θ μιας και είναι ορατό από την Εγνατία οδό
Στέκουν δίπλα μας, τα προσπερνάμε, πολλές φορές μπορεί να μην παρατηρούμε καν την ύπαρξη τους. Είναι τα αγάλματα, οι προτομές και οι εικαστικές συνθέσεις στης πόλης και αποτελούν αναπόσπαστό κομμάτι της. Πολλά από αυτά είναι τόσο γνωστά που έγιναν το σήμα κατατεθέν της Θεσσαλονίκης όπως το άγαλμα του Βενιζέλου, οι ομπρέλες του Ζογγγολόπουλου, το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κάποια είναι πιο σύγχρονα, κάποια λιγότερο γνωστά μερικά είναι πολυφωτογραφιμένα άλλα έχουν αφεθεί και παρακμάζουν. Στέκουν δίπλα σε μεγάλους δρόμους και πλατείες ακίνητα και μας διηγούνται ιστορίες από την πόλη.
Τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ στο προαύλιο χώρο της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο του 2014 στο πλαίσιο των εκδηλώσεων μνήμης προς τιμήν του.
Έργο της γλύπτριας Αφροδίτη Λίτη είναι μια χορηγία της Φιλόπτωχου Αδελφότητας Ανδρών Θεσσαλονίκης. Εγκαινιάστηκε από τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμο και τον τότε δήμαρχο Θεσσαλονίκης Ιωάννη Μπουτάρη. Η γλύπτρια απέδωσε τον Ιωακείμ Γ έτσι όπως τον γνωρίζουμε μέσα από φωτογραφίες με τα ιερά άμφια να κοιτά ευθεία μπροστά αποτυπώνοντας την δυναμική του προσωπικότητα. Τοποθετημένο σε βάθρο από μαύρο μάρμαρο αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά αγάλματα του Α.Π.Θ μιας και είναι ορατό από την Εγνατία οδό. Η επιλογή του χώρου δεν ήταν τυχαία καθώς ο Ιωακείμ έδειξε πολύ μεγάλο ζήλο και αγάπη για τη μόρφωση και έκανε ότι ήταν δυνατό για να στηρίξει τα ελληνικά γράμματα.
Ο Ιωακείμ Γ΄ γεννήθηκε στο προάστιο Βαφειοχώρι της Κωνσταντινούπολης τον Ιανουάριο του 1834 και το κοσμικό του όνομα ήταν Δεβετζής ή Δημητριάδης, με καταγωγή από το Κρούσοβο της Πελαγονίας. Το 1852 χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μητροπολίτη Πωγωνιανής Νίκανδρο στο Βουκουρέστι, όπου και παρέμεινε ως το 1854 σπουδάζοντας και μαθαίνοντας τη ρουμανική γλώσσα. Από το 1854 ως το 1860 υπηρέτησε ως ιεροδιάκονος στους ελληνικούς ναούς της Βιέννης, συνεχίζοντας τις σπουδές του και μαθαίνοντας γερμανικά.
Ο Ιωακείμ Γ’ δεν έλαβε πανεπιστημιακή μόρφωση, αλλά μπόρεσε να αναπληρώσει αυτό το κενό με την ευρύτητα της σκέψης του και την αγάπη του για τα γράμματα. Τον Δεκέμβριο του 1864 εξελέγη Μητροπολίτης Βάρνης, θέση στην όποια παρέμεινε ως το 1874.Μετά την επάνοδο του Ιωακείμ Β’ στον οικουμενικό θρόνο ο Ιωακείμ ανέλαβε την Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης τον Ιανουάριο του 1874, την οποία ποίμανε ως το 1878. Στις 4 Οκτωβρίου 1878, μετά τον θάνατο του Ιωακείμ Β’, εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης. Ρύθμισε με επιτυχία πολλά διοικητικά ζητήματα και φρόντισε ιδιαίτερα για την ενίσχυση της παιδείας.
Έκτισε το Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο και το 1880 έθεσε και πάλι σε λειτουργία το πατριαρχικό τυπογραφείο και εξέδωσε το περιοδικό Εκκλησιαστική Αλήθεια, με διευθυντή συντάξεως το Μανουήλ Γεδεών (1883). Επίσης ίδρυσε την Πατριαρχική Βιβλιοθήκη, έθεσε τα θεμέλια του νέου οικοδομήματος της Μεγάλης του Γένους Σχολής στο λόφο του Φαναρίου (30 Ιανουαρίου 1880) και επέκτεινε τις κτιριακές εγκαταστάσεις του Πατριαρχείου.
Αποσύρθηκε στην γενέτειρα του και περιόδευσε στα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Αντιοχείας, και τέλος εγκαταστάθηκε στο κελί Μυλοποτάμου της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους όπου παρέμεινε επί 12 έτη. Στις 25 Μαΐου 1901 επανήλθε στον οικουμενικό θρόνο, καθώς εξελέγη για δεύτερη φορά Οικουμενικός Πατριάρχης, διαδεχόμενος τον παυθέντα Κωνσταντίνο Ε΄.
Στις 21 Μαρτίου του 1912 το πανεπιστήμιο Αθηνών τίμησε την προσφορά του αναγορεύοντας τον επίτιμο διδάκτορα της Θεολογίας. Ο Ιωακείμ Γ΄ πατριάρχευσε έως τις 13 Νοεμβρίου του 1912, οπότε μετά από ολιγοήμερη ασθένεια πέθανε στις 26 Νοεμβρίου και κηδεύτηκε στο πατριαρχικό κοιμητήριο της Ζωοδόχου Πηγής του Βαλουκλή στην Κωνσταντινούπολη, λίγο μετά την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη.
H γλύπτρια Αφροδίτη Λίτη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε γλυπτική́, ψηφιδωτό́ και αγιογραφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών (Α.Σ.Κ.Τ., 1972-1978), με καθηγητές τον Γ. Παππά, τον Γ. Κολέφα, και Κ. Ξυνόπουλο. Παρακολούθησε μαθήματα στο Universita Degli Studi του Μιλάνου το 1978, ενώ με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. πραγματοποίησε τις μεταπτυχιακές σπουδές της στο London University (1983-1986). Το 1985 τιμήθηκε με βραβείο γλυπτικής από το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος. Από το 1978 μέχρι και το 2000 εργάστηκε ως μουσειακή γλύπτρια στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Από το 2000 έως και σήμερα διδάσκει στον Τομέα Γλυπτικής στην Α.Σ.Κ.Τ. Αθηνών, στη βαθμίδα του καθηγητή́. Εκθέτει έργα της από το 1992 σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έργα της βρίσκονται σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ τα υπόλοιπα κείμενα της στήλης «Ανακάλυψε τα γλυπτά της πόλης»