Ανακαλύψτε τα κτίρια της πόλης: Βίλα Πετρίδη
Η ιστορία της στο πέρασμα των ετών και τα στοιχεία που την κάνουν να ξεχωρίζει
Πνιγμένα από το καυσαέριο και τις μοντέρνες πολυκατοικίες. Στέκουν δίπλα μας ενάντια στο χρόνο και την φθορά. Τα προσπερνάμε, δεν τα παρατηρούμε, σε κάποια από αυτά ζούμε και εργαζόμαστε, κάνουμε τα ψώνια μας η πίνουμε έναν καφέ. Άλλα μαραζώνουν από την αδιαφορία μας.
Ζωντανά και περήφανα σύμβολα της ιστορίας της πόλης, κρύβουν σημαντικά γεγονότα, σκοτεινά μυστικά, οικογενειακές ιστορίες, τραγωδίες και χαρές. Νεοκλασικά, διατηρητέα, του ευρωπαϊκού εκλεκτισμού, του κλασικισμού, μπαρόκ, σύγχρονα αυτά είναι τα κτήρια σύμβολα της πόλης.
Από τα ωραιότερα σωζόμενα κτήρια της πόλης, σπάνιας ομορφιάς και ιστορικής σημασίας η Βίλα Πετρίδη, χτίστηκε το 1900. Βρίσκεται στη συμβολή των οδών 26ης Οκτωβρίου, Αναγεννήσεως, Καζαντζάκη και Ταντάλου απέναντι από τα Δικαστήρια, όπου παλιά άρχιζε η παραθαλάσσια περιοχή του Κήπου των Πριγκήπων (Μπεχτσινάρι).
Την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία της οικογένειας καθώς και της οικίας μπορείτε να διαβάσετε στην τελευταία συνέντευξη της γηραιότερης κατοίκου της της Μαρίκας Ειρήνης Μουρελλού, το γένος Πετρίδη που έφυγε πέρσι από την ζωή σε ηλικία 104 ετών.
Πρώτος ιδιοκτήτης ένας εύπορος Βούλγαρος έμπορος ο οποίος δεν πρόλαβε να κατοικήσει το αρχοντικό, καθώς έφυγε από την πόλη μετά την απελευθέρωση της το 1912 και την είσοδο του Ελληνικού στρατού.
Το 1927 το κτίριο περιήλθε στην Οικογένεια Πετρίδη και σταμάτησε να κατοικείται την δεκαετία του 1970 . Όταν έπαψε να χρησιμοποιείται ως κατοικία λειτούργησε ως αποθήκη μεταχειρισμένου μηχανολογικού υλικού και ως γραφείο μεταφορών ενώ κρίθηκε διατηρητέο το 1984 από το Υπουργείο Πολιτισμού, ως έργο τέχνης που χρήζει ειδικής κρατικής προστασίας και περιήλθε στον Δήμο Θεσσαλονίκης.
Το 1995 με πρωτοβουλία του Δήμου Θεσσαλονίκης ανατίθεται η μελέτη αποκατάστασης και οι εργασίες αποκατάστασης ξεκινούν το το 2006. Μετά και την ανάπλαση του περιβάλλοντα χώρου του νεοκλασικού κτιρίου τελικά το έργο ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2013.
Το κτίριο αποτελεί ένα πολύ αξιόλογο δείγμα εκλεκτιστικού ύφους με επιδράσεις Αρ Νουβό, όπως τα καμπύλα στηθαία και τα φυσικά μοτίβα. Αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο, όροφο και τμήμα δεύτερου ορόφου (σοφίτα). Η κύρια όψη του, στην οδό Αναγεννήσεως, είναι συμμετρική και οργανώνεται σε τριμερή διάταξη με προβολή του κεντρικού τμήματος.
Ανάλογη οργάνωση παρουσιάζει και η ΝΑ όψη. Οι όψεις του κτιρίου έχουν πλήθος ανάγλυφων διακοσμήσεων από φυτικά και ανεικονικά μοτίβα και κορνίζες με επιχρίσματα. Οι ορατές ξύλινες κατασκευές είναι επιμελημένες και περίτεχνες, θυμίζοντας ιαπωνικές επιρροές, ενώ μοναδικό στοιχείο αποτελούν οι διαφοροποιήσεις του ανάγλυφου διάκοσμου από ισόγειο σε όροφο και από όψη σε όψη.
Τα παράθυρα φέρουν γραμμικό πλαίσιο με διαφορετικά ανάγλυφα κοσμήματα στην ποδιά και στο πάνω μέρος σε όροφο, ισόγειο, κύρια και πλάγια όψη. Την επίστεψη του κτιρίου αποτελεί κορνίζα και συμπαγές στηθαίο με καμπύλα τμήματα, που διακόπτονται από πεσσούς στην προέκταση των παραστάδων
Μετά την ολοκλήρωση του έργου πολλά ήταν τα σενάρια για την χρήση του. Αρχική πρόθεση ήταν να γίνει μουσείο φωτογραφίας που τελικά έγινε στο λιμάνι, αργότερα οι φήμες ήθελαν να γίνεται μουσείο αφίσας ή μουσείο κόμικ.
Αργότερα μια ιδέα ήθελε να περνάει στα χέρια νέων καλλιτεχνών ως κυψέλη τέχνης και πολιτισμού ή εκθεσιακός χώρος.
Θα ήταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία λόγο της θέσης του, της ιστορίας της περιοχής και του μεγέθους να αποτελέσει το μουσείο πόλεως της Θεσσαλονίκης που θα ξεδιπλώνει την ιστορία του Βαρδάρη, της Ξηροκρήνης, του Μπές τσινάρ, του λιμανιού, των λαδάδικων και να διασώζει έτσι ένα ψίγμα μιας περιοχής που συστηματικά καταστράφηκε αφέθηκε στην φθορά και έσβησε με το χρόνο. Εντούτοις παραχωρήθηκε τελικά στο Ελληνογερμανικό συμβούλιο νεολαίας έως το 2027 για να αποτελέσει την έδρα του στην πόλη.
Υπήρξαν αντιδράσεις για την παραχώρηση του κτιρίου στο Ελληνογερμανικό ‘Ιδρυμα τόσο από επικεφαλής δημοτικών παρατάξεων, όσο από δημοτικούς συμβούλους. Οι ενστάσεις αφορούσαν κυρίως στη στέρηση ενός χώρου πολιτισμού από τη Β’ Δημοτική Κοινότητα, που θεωρείται υποβαθμισμένη, αλλά και στο ενδεχόμενο η λειτουργία του Ιδρύματος στη Θεσσαλονίκη να λειτουργήσει σε βάρος της ιστορικής μνήμης της γερμανικής κατοχής και των διεκδικήσεων των γερμανικών αποζημιώσεων.