Θεσσαλονίκη

Ανακαλύπτοντας άγνωστες πτυχές της ιστορίας της πόλης

Οι «Ιστορίες της πόλης» της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, αξίζουν τον... διαδικτυακό σου χρόνο

Ραφαήλ Γκαϊδατζής
ανακαλύπτοντας-άγνωστες-πτυχές-της-ι-1119853
Ραφαήλ Γκαϊδατζής

Εδώ και δυόμιση χρόνια, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, έχει ξεκινήσει μια όμορφη διαδικτυακή δράση μέσα από την επίσημη σελίδα της στο Facebook, μέσω της οποίας φέρνει στο φως άγνωστες πτυχές της ιστορίας και της πορείας της πόλης μέσα στο χρόνο.

Μικρές, σύντομες αφηγήσεις, που συνοδεύονται από φωτογραφίες, για περιοχές, μνημεία, αλλά και μεμονωμένα ευρήματα της Θεσσαλονίκης.

Περιμένοντας τις νεότερες αναρτήσεις για τις «Ιστορίες της πόλης» κάνουμε μια αναδρομή σε εκείνες που δημοσιοποιήθηκαν την περασμένη χρονιά.

«Το Βουλευτήριο-Ωδείο στην Αρχαία Αγορά της Θεσσαλονίκης»

Στην ανατολική πτέρυγα του συγκροτήματος της Αρχαίας Αγοράς Θεσσαλονίκης στο τέλος του 1ου αι. μ.Χ. κατασκευάζεται ένα κεντρικό ορθογώνιο κτίριο, το βουλευτήριο, όπου συνεδρίαζαν οι αρχές της πόλης για θέματα που την αφορούσαν. Το κτίριο αποκαλύφθηκε κάτω από την ορχήστρα του Ωδείου. Τμήμα του είναι ορατό σήμερα κάτω από γυάλινο δάπεδο. Από το ημικυκλικό κοίλο του βουλευτηρίου διατηρούνται μόνο η πώρινη υποδομή με δύο σειρές καθισμάτων και οι κλίμακες ανόδου. Το δάπεδο κοσμείται με τετράγωνα μαρμάρινα πλαίσια με πλίνθινη διακόσμηση Υπολογίζεται ότι χωρούσε 100-200 άτομα.

Μετά τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. στη θέση του βουλευτηρίου κατασκευάζεται το Ωδείο, όπου πραγματοποιούνταν καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, αλλά και συνεδριάσεις των αρχών της πόλης.

[…]

Στην ανασκαφή του Ωδείου βρέθηκαν τρία μαρμάρινα αγάλματα Μουσών που ήταν μέρος της διακόσμησης της πρόσοψης του κτιρίου – η Κλειώ, η Ευτέρπη και η Ερατώ. Τα αγάλματα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και αντίγραφά τους μπορεί να δει κανείς στο μουσείο της Αρχαίας Αγοράς.

«Πήλινα ειδώλια Έρωτα και Ψυχής από τάφο της δυτικής νεκρόπολης της Θεσσαλονίκης»

Στο ένα, η σκηνή διαδραματίζεται στην ύπαιθρο καθώς οι εναγκαλισμένες μορφές αποδίδονται σε βραχώδες έξαρμα. Το κάτω μέρος των σωμάτων τους αποδίδεται μετωπικά, ενώ στο ανώτερο τους τμήμα υπάρχει συστροφή για να επιτευχθεί ο εναγκαλισμός. Το σύνολο συμπληρώνει υδρόβιο πτηνό που εικονίζεται ανάμεσά τους και φαίνεται να τους παρακολουθεί με ενδιαφέρον. Το πτερό της Ψυχής αποδίδεται με εγχάρακτη οριοθέτηση του καρδιόσχημου περιγράμματός του. Η κόμη της αποδίδεται σχηματοποιημένα καταλήγοντας σε δεσμό στο πίσω μέρος της κεφαλής. Στον κορμό της Ψυχής διακρίνονται οι πτυχώσεις του ιματίου και του χιτώνα της, που τονίζονται λόγω της καθήμενης στάσης της. Αντιθέτως, ο Έρωτας αποδίδεται γυμνός. Παρόμοιο σύμπλεγμα που βρίσκεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και προέρχεται από κτιστό τάφο της ίδιας περιοχή του δυτικού νεκροταφείου της πόλης, έχει χρονολογηθεί στον 1ο αι. μ.Χ.

Το δεύτερο πήλινο σύμπλεγμα με την ίδια θεματολογία, είναι σχεδόν ακέραιο, καθώς λείπει μόνο το σχηματοποιημένο πτερό της Ψυχής, και αποδίδει το ζεύγος εναγκαλισμένο πάνω σε κλίνη. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους αποδίδονται ρεαλιστικά με επιζωγράφιση, με μελανό χρώμα πάνω στο επίχρισμα, ενώ η κόμη αποδίδεται σχηματοποιημένα. Στο μπροστινό μέρος του σώματος της Ψυχής, πάνω σε λευκό επίχρισμα, έχει διατηρηθεί μελανό γραμμικό μοτίβο που πιθανότατα υποδηλώνει το ένδυμα. Διακρίνονται, επίσης, οι πτυχώσεις του υφάσματος που είναι στρωμένο στην κλίνη, καθώς και ενός υφάσματος που καλύπτει τις μορφές. Η εμπρόσθια όψη της κλίνης αποδίδεται άκαμπτη ενώ στην οπίσθια διακρίνεται κάμψη υπό το βάρος των μορφών. Ανάμεσα στα πλευρικά στηρίγματα, μετωπικά, υπάρχει ύφασμα που προσομοιάζει με σκηνή αυλαίας και αποδίδεται με πτυχώσεις.

Στα συμπλέγματα που απεικονίζουν ζεύγη μορφών μπορεί κανείς να αποδώσει πολλαπλές ερμηνείες, όπως την αγάπη και τη νεότητα ή την ομορφιά αλλά και τη γονιμότητα. Από τις πιο συχνές αναπαραστάσεις ζεύγους σε τάφους είναι αυτή του Έρωτα και της Ψυχής που προσπαθεί να αποδώσει εκτός από τις χθόνιες ιδιότητες, τη νεότητα και την ομορφιά της θανούσης, που δεν πρόφτασε να χαρεί τον έρωτα και τη μητρότητα.

“Το «Σαραπιείον» της Θεσσαλονίκης”

Το «Σαραπιείον» της Θεσσαλονίκης είναι ένα από τα σημαντικότερα και παλαιότερα ιερά του είδους του στην ηπειρωτική Ελλάδα, το μεγαλύτερο μακεδονικό κέντρο λατρείας του κύκλου των Αιγυπτίων θεών, που διατηρούσε σχέσεις με αντίστοιχα ιερά και ανέπτυσσε «ιεραποστολική» δράση, όπως μαρτυρεί μια επιγραφή του, σχετική με τη μεταφορά της λατρείας του Σάραπι στον Οπούντα Λοκρίδος.

Η λειτουργία του ξεκινά από τα ελληνιστικά χρόνια, πιθανώς στην εποχή της ίδρυσης της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο (316/315 π.Χ.), και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται με επισκευές ως το τέλος της αρχαιότητας. Στη Θεσσαλονίκη καθιερώθηκε η εξελληνισμένη εκδοχή της λατρείας των Αιγυπτίων θεοτήτων, στην οποία ελληνικά και αιγυπτιακά στοιχεία συναντώνται και συγχωνεύονται, με βασικό στοιχείο των δοξασιών τη λύτρωση στη μετά θάνατον ζωή και την αναζήτηση της ελπίδας για τη νίκη του φόβου του θανάτου. Η λατρεία των Αιγυπτίων θεών ήταν ιδιαίτερα ζωντανή τον 1ο-3ο αι. μ.Χ., με οργανωμένους θρησκευτικούς συλλόγους, που συνέβαλαν στη διάδοσή της σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.

[…]

Αθέατο σήμερα, καθώς ελάχιστα κατάλοιπά του σώζονται κάτω από το οδόστρωμα της οδού Καραολή και Δημητρίου, το ιερό εξακολουθεί να κρατά μυστική την αύρα του θρησκευτικού μυστηριακού κόσμου που εκπροσωπούσε επί 600 περίπου χρόνια.

Γραπτοί φυλλοφόροι σταυροί με κρυπτογράμματα στον βυζαντινό ναό Αγίου Παντελεήμονα Θεσσαλονίκης

Οι τοιχογραφίες που διατηρούνται στο βυζαντινό ναό του Αγίου Παντελεήμονα Θεσσαλονίκης (αρχές 14ου αι.) περιορίζονται στους στενούς χώρους της Πρόθεσης και του Διακονικού.

Ανάμεσά τους ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απεικόνιση στις παραστάδες των θυρών μεταξύ κυρίως ναού, παραβημάτων και Ιερού Βήματος φυλλοφόρων σταυρών με συμβολικά γράμματα, γνωστά ως κρυπτογράμματα ή ακρωνύμια, ανάμεσα στις κεραίες τους.

Το μυστήριο των έξι επιτύμβιων βωμών της Πυλαίας

Στις 18 Ιανουαρίου 1916, εργάτες του αγγλικού στρατεύματος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, κατασκευάζοντας στην περιοχή «Ρίγανη» τον δρόμο που οδηγούσε προς τον Χορτιάτη, εντόπισαν σε παρακείμενο ρέμα, 400 μ. ΝΔ του μικρού τότε οικισμού της Πυλαίας, έξι μαρμάρινους επιτύμβιους βωμούς ρωμαϊκών χρόνων.

Ειδοποιήθηκε η αστυνομία και η Εφορεία Αρχαιοτήτων, οι βωμοί ανασύρθηκαν και τοποθετήθηκαν προσωρινά στο δημοτικό σχολείο, καθώς, λόγω του μεγάλου βάρους τους, δεν ήταν δυνατή η μεταφορά τους στη Θεσσαλονίκη. Στην πίσω σελίδα της αναφοράς του αστυνόμου της Πυλαίας, αναγράφεται: «δυσχερής η μεταφορά αυτών, η πλαξ ζυγίζει οκάδας 1000». Οι βωμοί παρέμειναν στο σχολείο μέχρι το 1963, οπότε μεταφέρθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.

[…]

Από πληροφορίες των γηραιότερων πυλαιωτών γνωρίζουμε ότι η θέση «Ρίγανη» βρισκόταν νότια της οδού Βεργίνας και δυτικά της Περιφερειακής Τάφρου. Τα «Αμπέλια» εκτείνονταν νότια του κολλεγίου «Ανατόλια» και έφταναν δυτικά μέχρι το ρέμα που αναφέρθηκε, σε απόσταση 400μ. από τον παλιό οικισμό – στο τέρμα των λεωφορείων του ΟΑΣΘ.

Απ’ όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι η εγγύτερη περιοχή ανεύρεσης των βωμών είναι το τμήμα του -μη ορατού σήμερα- ρέματος, που ξεκινά από τη συμβολή της οδού Εγνατίας με την οδό Ισμήνης και, χωροθετούμενο κάτω από την οδό Θεσσαλονίκης, φτάνει μέχρι περίπου την συμβολή της με την οδό Ηροδότου, με πιθανότερο σημείο την αρχή της «διαδρομής» αυτής (Εγνατίας/Ισμήνης – εικ. 4, «Χ»), καθώς εδώ υπάρχουν όλες οι τοπογραφικές παράμετροι: ρέμα-δρόμος-400μ. από τον οικισμό.

Την υπόθεσή μας αυτήν ενισχύει και η θεωρία που διατυπώθηκε από τον Χ. Γ. Γουγούση, ότι δηλαδή οι βωμοί μεταφέρθηκαν εκεί από το ανατολικό νεκροταφείο της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης, προκειμένου να χρησιμεύσουν στη θεμελίωση μιας γέφυρας, η οποία δεν υλοποιήθηκε ποτέ.

Η προέλευσή τους από τη Θεσσαλονίκη είναι η μόνη υπόθεση που ευσταθεί, μέχρι να βρεθεί στην περιοχή ένας οικισμός του 2ου/3ου αιώνα μ.Χ., κάτι διόλου απίθανο, καθώς η Πυλαία μάς έχει συνηθίσει σε αρχαιολογικές εκπλήξεις και δεδομένου ότι στην περιοχή της λεγόμενης «Καμάρας» έχουν βρεθεί και άλλες αρχαιότητες της εποχής αυτής, όπως π.χ. ένας ακόμη επιτύμβιος βωμός και το ακέφαλο άγαλμα της Μεγάλης Ηρακλειώτισσας.

Μπέη Χαμάμ (Λουτρά Παράδεισος)

Το Μπέη Χαμάμ (Bey Hamam), γνωστό στους Θεσσαλονικείς ως Λουτρά Παράδεισος, είναι το πρώτο δημόσιο κτήριο που ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη μετά την οριστική κατάκτησή της από τους Οθωμανούς το 1430, καθώς, όπως μαρτυρεί η κτητορική επιγραφή που διατηρείται πάνω από την κύρια είσοδό του, αναγέρθηκε το 1444 από τον Μουράτ Β΄.

Το παλαιότερο χαμάμ της πόλης αποτελεί παράλληλα το μεγαλύτερο και σημαντικότερο λουτρό της οθωμανικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο, δυνάμενο να συγκριθεί μόνο με λουτρικά συγκροτήματα που αποτέλεσαν σουλτανικά καθιδρύματα στις διαδοχικές πρωτεύουσες του οθωμανικού κράτους: την Προύσα, την Αδριανούπολη και την Κωνσταντινούπολη.

Το Οκτάγωνο του γαλεριανού συγκροτήματος

Το ανακτορικό συγκρότημα του Γαλέριου κτίστηκε στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. Στον αρχαιολογικό χώρο της πλατείας Ναβαρίνου διατηρούνται αποσπασματικά διάφορες ενότητές του, μία από τις οποίες αποτελεί το Οκτάγωνο, στην πλευρά της οδού Λ. Βύρωνος.

Η ανασκαφή του ξεκίνησε το 1950 από τον Χ. Μακαρόνα και συνεχίστηκε σταδιακά μέχρι το 1981. Τη δεκαετία του 1990 άρχισαν εργασίες αποκατάστασης και ανάδειξης του συγκροτήματος. Το 2008 ο αρχαιολογικός χώρος της πλατείας Ναβαρίνου βραβεύθηκε από την Europa Nostra για την εξαιρετική και υποδειγματική αποκατάσταση και συντήρηση των ερειπίων. Το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε το 2015 με τη δίτομη έκδοση της ΕΦΑΠΟΘ (Φ. Αθανασίου, Β. Μάλαμα, Μ. Μίζα, Μ. Σαραντίδου, Η αποκατάσταση των ερειπίων του Γαλεριανού Συγκροτήματος στη Θεσσαλονίκη (1994-2014). Τεκμηρίωση και επεμβάσεις, τ. Α΄ και Β΄, Θεσσαλονίκη 2015).

Το κτίσμα αποτελείται από μια οκταγωνική αίθουσα με την κύρια είσοδο στραμμένη προς τη θάλασσα και έναν μνημειώδη προθάλαμο με δύο ημικυκλικές κόγχες στις στενές πλευρές, ο οποίος επικοινωνούσε στη νότια πλευρά με ένα μεγάλο περίστυλο αίθριο. Οι στοές του περιστυλίου είχαν ψηφιδωτά δάπεδα με γεωμετρικά και φυτικά θέματα.

[…]

Η καταστροφή του Οκταγώνου τοποθετείται στον 7ο αιώνα μ.Χ., εποχή κατά την οποία καταστράφηκαν από σεισμούς σημαντικά μνημεία της Θεσσαλονίκης. Μετά την καταστροφή του κτίσματος, ο προθάλαμός του μετατράπηκε σε δεξαμενή, η οποία λειτούργησε μέχρι τον 14o αιώνα. Στα ερείπια του Οκταγώνου κτίστηκε τζαμί με την ονομασία Ακτσέ Μετζήτ (Λευκό Τέμενος), το οποίο ανήκε σε συγκρότημα με μεντρεσέ, σχολείο, τεκέ κ.λπ.

«Η Σελήνη στο ζωγραφικό διάκοσμο του τρούλου του ναΐδρίου της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος Χριστού»

Ευρήματα στο ανατολικό νεκροταφείο Θεσσαλονίκης στον χώρο της Δ.Ε.Θ

Το ανατολικό νεκροταφείο της αρχαίας Θεσσαλονίκης εκτεινόταν εξωτερικά των ανατολικών τειχών, από την περιοχή της οδού Μελενίκου έως την Πανεπιστημιούπολη, την έκταση της Δ.Ε.Θ. και του Γ΄ Σώματος Στρατού. Τη μορφή και την οργάνωση του νεκροταφείου καθόριζε η πορεία των βασικών οδών, αλλά και των χειμάρρων που διέρχονταν από αυτό. Στην έκταση της Δ.Ε.Θ. αποκαλύφθηκαν πολυάριθμες ταφές, πολύ συχνά κτερισμένες με πολύτιμα αντικείμενα.

Στον χώρο που καταλαμβάνει το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, μεταξύ των υπόλοιπων, διαφόρων κατηγοριών και χρονικών περιόδων, ταφών, αποκαλύφθηκε τμήμα ενός ταφικού κτίσματος, που σήμερα είναι ορατό κάτω από το γυάλινο δάπεδο του καφέ του μουσείου. Πρόκειται για υπόγειο ταφικό θάλαμο με ισχυρούς εξωτερικούς, λιθόκτιστους τοίχους, η στιβαρή κατασκευή των οποίων οδήγησε στην υπόθεση της ύπαρξης και ενός υπέργειου ορόφου. Μεταγενέστερο ταφικό συγκρότημα προσαρμόστηκε εντός των εξωτερικών τοίχων του μνημείου.

[…]

Ιδιαιτέρως αξιόλογο εύρημα, που παρέχει πληροφορίες για την οργάνωση του νεκροταφείου, αποτελεί τμήμα λιθόστρωτου δρόμου, το οποίο διατηρείται στο υπόγειο του μουσείου. Χρονολογείται στη ρωμαϊκή περίοδο και σώζεται σε μήκος 12,30μ. και πλάτος 4,20μ. Έχει κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ, εκκινώντας πιθανώς από την Κασσανδρεωτική Πύλη και διασχίζοντας το νεκροταφείο. Οι πλευρές του είναι προσεγμένα κατασκευασμένες με επιλεγμένους λίθους. Η επιφάνειά του παρουσιάζει ελαφρά κλίση στον κατά μήκος άξονά του για την απορροή των νερών.

Το “χρύσωμα” των χεριών του αγίου Δημητρίου: Έκφραση τιμής και λατρείας προς τον πολιούχο της Θεσσαλονίκης

Στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου, επάνω από το τοξωτό άνοιγμα που οδηγεί από το νότιο κλίτος στον νάρθηκα, εικονίζεται σε ψηφιδωτό ο άγιος Δημήτριος μπροστά από μαρμάρινο κιβώριο, προς τον οποίο κατευθύνονται αποδίδοντας ευχαριστία δύο παιδιά με τους ενήλικες συνοδούς τους. Ο άγιος ανασηκώνει τα χέρια του δεόμενος υπέρ των πιστών κι οι παλάμες του λαμπυρίζουν ολόχρυσες καθιστώντας σαφή την υπερκόσμια παρουσία του.

Οι χρυσές παλάμες του αγίου δεν ανήκουν στην αρχική μορφή του ψηφιδωτού. Πολλές ενδείξεις, μεταξύ των οποίων η διατήρηση τμήματος του δείκτη του δεξιού αντίχειρα, αποδεικνύουν ότι αρχικά οι παλάμες ήταν καμωμένες με μικρές ανοιχτόχρωμες, λίθινες και μαρμάρινες ψηφίδες, όπως δηλαδή το πρόσωπο του αγίου και των άλλων μορφών.

Το “χρύσωμα” των χεριών του αγίου αποτελεί επέμβαση στο ψηφιδωτό του 5ου αιώνα, η οποία έγινε πιθανόν τον 7ο αιώνα ως έκφραση τιμής και λατρείας προς τον άγιο κατόπιν θαυματουργικής θεραπείας ασθενούς.

Αρχαιότητες στο υπόγειο της οδού Αγνώστου Στρατιώτη 1 – Ολύμπου 81

Κτηριακό συγκρότημα που αποκαλύφθηκε το 1924 από τον Στρατή Πελεκίδη, κατά τη διάρκεια σωστικής ανασκαφής, για την ανέγερση κατοικίας, στη συμβολή των οδών Αγνώστου Στρατιώτου 1 και Ολύμπου 81, αμέσως βόρεια της ρωμαϊκής αγοράς.

Επρόκειτο για ένα επίμηκες οικοδόμημα (διαστάσεις 16×23μ.), του οποίου η βόρεια πλευρά σχημάτιζε ημικυκλική κόγχη Στο νοτιότερο τμήμα του αποκαλύφθηκαν τμήματα μαρμάρινων βάσεων με επιγραφές που ανήκαν σε σημαντικές προσωπικότητες, όπως της βασίλισσας Θεσσαλονίκης, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και άλλων ηγεμόνων, καθώς και τμήματα αγαλμάτων, όπως αυτό της Αθηνάς των Μεδίκων, το οποίο, μετασχηματισμένο σε πορτρέτο της Ιουλίας Δόμνας (αυτοκράτειρας και συζύγου του Σεπτίμιου Σεβήρου κατά την χρονική περίοδο 192-211 μ.Χ.), εικάζεται ότι ήταν τοποθετημένο στην κόγχη. Το αρχαίο κτήριο καταχώθηκε κάτω από τα θεμέλια της οικοδομής.

Περίπου 50 χρόνια αργότερα, το 1973, η οικοδομή κατεδαφίστηκε προκειμένου να ανεγερθεί πολυκατοικία. Οι αρχαιότητες αποκαλύφθηκαν για δεύτερη φορά, ενώ η εικόνα του συγκροτήματος συμπληρώθηκε με την αποκάλυψη ενός δεύτερου κτηρίου.

Δυτικά του πρώτου ανατολικού κτίσματος και σε επαφή με αυτό, αποκαλύφθηκε ένα μικρότερο ορθογώνιο μονόχωρο οικοδόμημα (δυτικό κτήριο), διαστάσεων 8,50×9,20μ., με είσοδο στα νότια (όπως και το ανατολικό κτήριο) και ημικυκλικές κόγχες εσωτερικά, στο μέσον των τριών υπόλοιπων πλευρών, οι οποίες ερμηνεύονται ως χώροι για την τοποθέτηση αγαλμάτων.

Το πρώτο λουτρό βρέφους και η εικόνα των Χριστουγέννων

Στην εικονογραφία της Γέννησης του Χριστού περιλαμβάνεται το πρώτο λουτρό του βρέφους, θέμα προσφιλές στη ρωμαϊκή τέχνη, κυρίως από τον 1ο αι. μ.Χ., το οποίο ενσωματώθηκε σταδιακά από τα τέλη του 4ου έως τον 6ο αι. στη χριστιανική τέχνη. Δεδομένου ότι το πρώτο λουτρό απαντά σε εικονογραφικούς βιογραφικούς κύκλους του Διονύσου, η μεταφορά του στην εικονογραφία της Γέννησης του Χριστού σχολιάστηκε ως συσχετισμός Διονύσου-Χριστού στο πλαίσιο του θρησκευτικού συγκρητισμού της ύστερης Αρχαιότητας.

Ωστόσο το πρώτο λουτρό περιλαμβάνεται σε παραστάσεις του βιογραφικού κύκλου του Τήλεφου, του Αχιλλέα, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κυρίως σε σαρκοφάγους παιδιών και εφήβων, δηλαδή σε έργα που δεν επιδέχονται θεολογική ερμηνεία.

Πρόκειται ουσιαστικά για απεικόνιση ενός από τα δρώμενα του τελετουργικού εορτασμού της γέννησης, που σύμφωνα με τα ρωμαϊκά έθιμα λάμβανε χώρα την diem lustricus (ημέρα καθαρμού), κατά την οποία γινόταν και η ονοματοδοσία του νεογέννητου και η αναγνώρισή του από τον πατέρα ως νόμιμο μέλος της οικογένειας. Αντίστοιχες τελετές ήταν τα άμφιδρόμια στην αρχαία Ελλάδα και το πανάρχαιο εβραϊκό έθιμο της περιτομής.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα