Από την παλιά τους πατρίδα στους Νέους Επιβάτες Θεσσαλονίκης
Μια αναδρομή αφιερωμένη στον προσφυγικό αυτό οικισμό.
Λέξεις: Παλάζη Μαριάνθη
Τόπος εγκατάστασης προσφύγων από τους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης. Ο τόπος που επέλεξαν παρουσιάζει ενδιαφέρουσες ομοιότητες με τον τόπο που άφησαν: βρίσκεται στον ίδιο γεωγραφικό παράλληλο, είναι παραθαλάσσιος και είναι τόσο κοντά στη Θεσσαλονίκη όσο περίπου οι Επιβάτες στην Κωνσταντινούπολη (τις δύο σημαντικότερες πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας), με μια διαφορά ότι τους Επιβάτες έπληττε ο νοτιάς, ενώ τους Νέους Επιβάτες ο βαρδάρης.
Η επιλογή της θέσης Μπαχτσέ Τσιφλίκ, στην αγροτική περιοχή της Επανομής, οφείλεται στον Μιχαήλ Βέϊκο, από την ηγετική ομάδα των ευπόρων, που είχε αναλάβει να συντονίσει την αναχώρηση ναυλώνοντας πλοίο με το οποίο ταξίδεψε ο κύριος όγκος των προσφύγων από τους Επιβάτες στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον Βόλο (1922). Οι υπόλοιποι έπλευσαν είτε με επιταγμένα πλοία είτε με δικά τους προς τα λιμάνια της βόρειας Ελλάδας, όπου κατευθύνθηκαν οδικώς και όσοι είχαν ζώα.
Ήταν Οκτώβριος του 1923, όταν πρωτοαντίκρισαν την περιοχή. Οι λόφοι, χωρίς δέντρα, ήταν κυρίως βοσκότοποι με λίγες καλλιέργειες μπαμπακιών. Η περιοχή από τη θάλασσα ως τις παρυφές των λόφων χαρακτηρίστηκε «άβατο». «Κολλ’τσίδες ένα μπόι» εμπόδιζαν την πρόσβαση και ταυτόχρονα έκρυβαν τα έλη που υπήρχαν «εκεί όπου έσπαγαν τα ρέματα» και που επρόκειτο να τους ταλαιπωρήσουν με «θερμασιά» (ελονοσία). Μόνο ένα μονοπάτι από τα πατήματα των ζώων υπήρχε. Περνούσε δίπλα από τον μοναδικό «μπαξέ» (περιβόλι), που είχε δώσει το όνομά του στο τσιφλίκι, και οδηγούσε στον λόφο. Στην πλαγιά του λόφου υπήρχε η κατοικία και οι αποθήκες του ιδιοκτήτη του τσιφλικιού, Τούρκου μπέη, που έπρεπε ως ανταλλάξιμος να τα εγκαταλείψει. Στα κτίσματα αυτά έμεναν δύο οικογένειες καλλιεργητών του τσιφλικιού που ενσωματώθηκαν στο σώμα των προσφύγων.
Ό,τι επακολούθησε αντανακλά τον τρόπο ζωής στην παλιά πατρίδα. Επικεφαλής της ομάδας τέθηκαν, σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, άτομα προερχόμενα από τις εύπορες οικογένειες γαιοκτημόνων που είχαν την εξουσία στους Επιβάτες. Στους Επιβάτες οι κοινωνικές διαφορές ήταν τόσο έντονες, ώστε να τους διαφοροποιούν από όλους τους γειτονικούς πληθυσμούς. Αρκεί να αναφερθεί ότι στον αντίποδα της ανατολικής συνοικίας με τα Αρχοντικά ήταν τα «Οξωτέρ’κα», όπως ονόμαζαν το άκρο της δυτικής συνοικίας, και στην αρχόντισσα αντιπαρατασσόταν η «οξωτέρα», η απαίδευτη γυναίκα. Έγινε μάλιστα και στους Νέους Επιβάτες προσπάθεια να ανασυσταθεί η χωροταξική οργάνωση των Επιβατών.
Οι έμπειροι αμπελουργοί των Επιβατών, με τις οδηγίες του Εποικισμού, καλλιέργησαν -για πρώτη φορά στη γη της Μακεδονίαςεπιτραπέζια σταφύλια. Από την άλλη, η θαλάσσια εγγύτητα με την πόλη της Θεσσαλονίκης -δρόμοι δεν υπήρχαν- επέτρεψε τους αλιείς και τους ναυτικούς, πέρα από την ανάπτυξη των επαγγελμάτων τους, να χρησιμοποιήσουν τη μακροχρόνια εμπειρία τους στη θάλασσα για να μεταφέρουν, με τα σκάφη τους, προϊόντα και επιβάτες στην πόλη, αλλά και να ανταποκριθούν στην ανάγκη των κατοίκων της πόλης για παραθαλάσσιο τουρισμό, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζονται πρωτοπόροι στη σύνδεση του οικισμού με τη Θεσσαλονίκη και αντιστρόφως. Πολύ γρήγορα ο οικισμός έγινε παραθεριστικός προορισμός -το «πιο μακρύ ταξίδι» για τους Θεσσαλονικείς την εποχή εκείνη- και έτσι αποτυπώθηκε στο τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Πάμε τσάρκα πέρα στο Μπαξέ Τσιφλίκι».
Οι διδασκάλισσες, απόφοιτες των Αρχιγενείων Εκπαιδευτηρίων, που λειτούργησαν ανελλιπώς στους Επιβάτες από το 1857 ως το 1922, έργο των εθνικών ευεργετών Σαράντη και Ελένης Αρχιγένους, έθεσαν στόχο στη ζωή τους να ανυψώσουν πνευματικά τον φτωχό προσφυγικό οικισμό ενεργοποιώντας δίκτυο αλληλεγγύης ανάμεσα στους διασκορπισμένους πατριώτες -οι ευπορότεροι είχαν μετακινηθεί σε πόλεις του εξωτερικού και σε αστικά κέντρα της Ελλάδας. Ίδρυσαν τον σύλλογο «Αρχιγένης» (1928) και προχώρησαν σε δενδροφυτεύσεις. Τον μετονόμασαν σε σύλλογο «Οσία Παρασκευή» (1936) και ανήγειραν επιβλητικό ναό προς τιμήν της προστάτιδάς τους Οσίας Παρασκευής της Επιβατινής (1945). Στη συνέχεια έδρασαν ως σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων «Ο Αρχιγένης» και πέτυχαν μετά από σκληρό αγώνα να τους δοθούν τα υπολείμματα του αρχιγενείου κληροδοτήματος για την ανέγερση του Αρχιγενείου Δημοτικού Σχολείου (1957). Από εκεί και πέρα εργάστηκαν για την ηθική και υλική υποστήριξη των μαθητών και μαθητριών του σχολείου, για να μπορέσουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Παράλληλα, υποστήριξαν και το πολιτιστικό έργο που ανέπτυξε ο αθλητικός όμιλος.
Ο Ποδοσφαιρικός Αθλητικός Όμιλος Νέων Επιβατών (Π.Α.Ο.Ν.Ε.), που, από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, κυριαρχούσε στα ποδοσφαιρικά πράγματα της ευρύτερης περιφέρειας, από τη δεκαετία του ’50 ανέπτυξε και έντονη πολιτιστική δράση: απόκτηση γηπέδου, μετατροπή του παλιού σχολείου σε εντευκτήριο για τις εκδηλώσεις του (ίδρυση αγροτικής βιβλιοθήκης, ανέβασμα θεατρικών παραστάσεων, φιλοξενία περιοδευόντων θιάσων, συνεστιάσεις), συμμετοχή σε όλα τα έθιμα του χωριού, όπως για παράδειγμα στο Κοσί -αγώνα ανωμάλου δρόμου προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου-, με αποκορύφωμα τη διοργάνωση αγώνων ποδοσφαίρου και κλασικού αθλητισμού, τα Αρχιγένεια, προς τιμήν του ζεύγους των ευεργετών· δράση που τον κατέστησε ουσιαστικά Παναθλητικό Αναμορφωτικό Όμιλο Νέων Επιβατών, όπως ακριβώς μετονομάστηκε.
Η αμπελουργία, η αλιεία-ναυτιλία και ο τουρισμός παρέμειναν οι βασικοί άξονες ανάπτυξης του οικισμού, που πάντα προσέλκυε νέους κατοίκους, αλλά με αργούς ρυθμούς -ο πληθυσμός με δυσκολία ξεπερνούσε τους 1.000 κατοίκους. Από την τελευταία δεκαετία του 20 ου αιώνα όμως η αστική επέκταση επέτεινε την «έξοδο» από τα παραδοσιακά επαγγέλματα και ανέτρεψε τα έως τότε οικιστικά δεδομένα, με αποτέλεσμα τον πληθυσμιακό, τον οικονομικό και τον κοινωνικό μετασχηματισμό της κοινότητας, που από αγροτική την κατέστησαν ημιαστική, ενώ ο διοικητικός μετασχηματισμός -η υπαγωγή της στον καποδιστριακό δήμο Θερμαϊκού, μαζί με τις όμορες Αγία Τριάδα και Περαία- την μετέβαλε από κοινότητα σε δημοτικό διαμέρισμα. Τα νέα αυτά δεδομένα οριοθετούν την περίοδο που άρχισε το 1923 προαναγγέλλοντας μια νέα.