Από το Degré Zero ως το Berlin: Η Θεσσαλονίκη του 80 και 90

Μια βουτιά στο χρόνο με μνήμες και ουσία

Γιώργος Γκόζης
από-το-degre-zero-ως-το-berlin-η-θεσσαλονίκη-του-80-και-90-11178
Γιώργος Γκόζης
Το παρακάτω κείμενο είναι πλέον από τον Μάρτιο του 2014 μέρος-διήγημα του βιβλίου του Γιώργου Γκόζη, “Αφήστε με να ολοκληρώσω”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ

…Σε όλους εμάς από το μακρινό ‘70

Η Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ογδόντα παραμένει στη μνήμη μου μια εικόνα μαγική και συγχρόνως μεταβατική. Άλλωστε, εκείνη τη δεκαετία όλα σχεδόν ήταν μεταβατικά. Το πέρασμα από την παιδικότητα στην εφηβεία και σύντομα στην ενηλικίωση σημαδεύει την προσωπική μας διαδρομή.

Ταυτόχρονα όμως αυτά τα δέκα χρόνια κουβαλάνε μέσα τους και μια γενικευμένη κοινωνική διαφοροποίηση. Το τέλος μιας εποχής όπου κυριαρχούσε μέχρι πρότινος η αυστηρή δομή της ιεραρχίας, που  κουρασμένη πλέον παραδίδει τη σκυτάλη στο Διαφορετικό.  Όχι κατ’ ανάγκη στο Καλύτερο ή στο Χειρότερο, απλώς στο Διαφορετικό. Το τέλος μιας αισθητικής.

Τις αλλαγές έξω και μέσα μας. Λες και η γενιά αυτή ζει έκτοτε μια γενικευμένη μεταβατική εποχή. Λες κι είναι στην κορυφή ενός κυλιόμενου τροχού προσπαθώντας να ισορροπήσει, ενώ αυτός κινείται πολύ γρήγορα μέσα στα χρόνια και στις εποχές. Άλλη φορά όμως αυτά. Σήμερα θα σε ξεναγήσω στην πόλη. Σήμερα θα σε βολτάρω στο κέντρο της ανάλαφρα και χωρίς σκοτούρες. Σήμερα, που είναι σαν να μην έχει περάσει μια μέρα από τότε.

Από την προηγούμενη σου δίνω ραντεβού στη στάση του λεωφορείου. Ακόμα και η διαδρομή είναι σκέτο πανηγύρι, σχόλια για τα πάντα και τους πάντες, ανέκδοτα, πειράγματα κι αστεία, μέχρι να  αποβιβαστούμε παρέα στο διαχρονικό σημείο συνάντησης, την Καμάρα. Οι μαθητές μετά το φροντιστήριο επιστρέφουν πεζοί το βράδυ στο σπίτι τους δίχως φόβο. Δεν υπάρχουν κινητά τηλέφωνα, ούτε γονείς εκεί κοντά να τους συνοδεύσουν.

Γυναίκες κάθε ηλικίας τα ζεστά ανοιξιάτικα βράδια βγαίνουν μόνες για διασκέδαση. Ο κόσμος κυκλοφορεί ξένοιαστος στους δρόμους, ακόμα κι αν αυτή η ξενοιασιά είναι δανεική κι επίπλαστη, όπως μας λέει τρεις δεκαετίες αργότερα η Δύση. Από την Καμάρα κατηφορίζω τη Δημητρίου Γούναρη περνώντας μπροστά από τον κινηματογράφο Ανατόλια. Κοιτάζω ποιό είναι το έργο που παίζεται εκεί Αυτή την Εβδομάδα, ενώ ταυτόχρονα ρίχνω και μια ματιά στα πεταχτά στα Προσεχώς λίγα μέτρα παρακάτω στην Ιωάννου Μιχαήλ, στο γειτονικό Βακούρα.

Τρώω στο πόδι μια ατομική πίτσα και συνεχίζω την κάθοδο στην πλατεία Ναυαρίνου. Σε αυτή την πολύχρωμη πλατεία συναντάω κάθε καρυδιάς καρύδι. Από το Ναυαρίνο έχω έντονη τη μυρωδιά της κρέπας, κυρίως όμως τη μυρωδιά της νεωτερικότητας. Υπαίθριοι τραγουδιστές, Άγγλοι τις περισσότερες φορές, παίζουν κιθάρα για τους περαστικούς. Την επόμενη χρονιά το Βρετανικό Συμβούλιο θα τους προσλάβει ως καθηγητές της αγγλικής. Αγόρια με μαλλιά ράστα πουλάνε στον αυτοσχέδιο πάγκο τους πλεκτά βραχιόλια από πολύχρωμους μουλινέδες.

Βιβλιοπώλες διατηρούν ανοιχτά τα καταστήματά τους ακόμα και τα σαββατόβραδα. Ναυαρίνο και βιβλιοφιλία βαδίζουν ταυτόχρονα στο χρόνο. Ζωγράφοι στην καρέκλα του σκηνοθέτη σχεδιάζουν με μπογιές σε σωληνάρια και κάρβουνο αντί μολύβι πορτραίτα των περαστικών με σβελτάδα και ταλέντο. Κορίτσια με μαύρα ρούχα εξωκοινοβουλευτικών πολιτικών σχηματισμών μοιράζουν φωτοτυπημένα φυλλάδια για τη συνέχιση του Αγώνα, όποιος κι αν είναι αυτός, δεν έχει σημασία ποιός ακριβώς ούτε κι αν κάποτε δικαιωθεί, αρκεί η αγωνιστική μας φύση να μην κάνει πίσω αναμετρώμενη τον εαυτό της.

Λίγο παρακάτω, το Φρουτότυπο  με την ατμοσφαιρική τζαζ μουσική. Το καφέ Monde με τα τραπεζάκια έξω στη γωνία με την Ισαύρων και το βιβλιοπωλείο Λοξίας. Στρίβω στη Βύρωνος με τα εκατοντάδες παιδιά έξω από το κλαμπ Mayfair, την κρεπερί Asterix στον όροφο, τα εστιατόρια, τα καφενεία, τα ηλεκτρονικά με Pac Man, Phoenix, άντε το πολύ Tetris, τα σουβλατζίδικα.

Για όλους υπάρχει θέση σε αυτήν την ευρύχωρη πλατεία, όπου συνυπάρχουν, όχι πάντα αρμονικά, ετερόκλητες μεταξύ τους ομάδες. Η σύντομη περιήγηση της πλατείας Ναυαρίνου περιλαμβάνει την απαραίτητη στάση στο κατάστημα αθλητικών ειδών Τετράγωνο Σπορ. Η μικροσκοπική του βιτρίνα, κόντρα στις διαστάσεις της, φιλοξενεί ένα ζευγάρι τεράστια, χρησιμοποιημένα παπούτσια νούμερο εξήντα και μια μπάλα μπάσκετ με την υπογραφή του Νίκου Γκάλη.

Κατρακυλώ στην Παύλου Μελά περνώντας απέναντι από τον κινηματογράφο Ηλύσια. Εδώ στέκομαι. Κλείνω τα μάτια και αρχίζουν να συρρέουν από τα διπλανά στενά πλήθος κόσμου, που με δυνατές φωνές περιδιαβαίνει όλα, μα όλα τα μαγαζιά. Το El Lay και το Cuckoo’s Nest στη Στρατηγού Καλλάρη.

Το Γραμμόφωνο με είσοδο επί της Διαγώνιου, όπου βγαίνουμε ραντεβού με κορίτσια αυστηρών οικογενειών. Στις εννιά το βράδυ τα αποχαιρετούμε και συνεχίζουμε στη Λώρη Μαργαρίτη. Σε αυτό το μικρό και τόσο όμορφο δρομάκι ξεκινώ με τσιγάρα Kent  από το Εναλλάξ με το τρίτροχο ποδήλατο. Εκεί δουλεύει σερβιτόρα για χαρτζηλίκι μια ζόρικη ξανθούλα, φοιτήτρια διακοσμητικής που πολύ μου αρέσει. Θα την ξανασυναντήσω άραγε ποτέ; Ποιός ξέρει…

Συνεχίζω στο Ηχοδρόμιο, στενόμακρο σαν λεωφορείο. Στο Degré Zero, όπου ο ίδιος ο Κωστής Μοσκώφ προσωπικά, όρθιος πίσω από την μπάρα, υποδέχεται και σερβίρει τους θαμώνες-προσκεκλημένους των γενεθλίων του. Στο Απρόοπτο με την ωραία ελληνική κουζίνα, τα πιάτα της οποίας παρακολουθώ να απολαμβάνουν άλλοι, εξαιτίας του περιορισμένου οικονομικού μου προϋπολογισμού.

Στο μπαρ Δον Κιχώτης στη Μοργκεντάου. Στην Προξένου Κορομηλά με το αμερικανικό προξενείο να δεσπόζει κρυμμένο με πανύψηλο μαντρότοιχο, έξω από τον οποίο ανά τρία λεπτά περνά περιπολικό της αστυνομίας. Στο Divus, με τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Μάριο Τόκα και τον Διονύση Θεοδόση. Στο ροκ μπαρ Λούκι Λουκ, με καρό πουκάμισα και μικρές κλειδαριές περασμένες στο θηλύκι του τζιν παντελονιού. Στο heavy metal στέκι Sunrise. Όσοι θαμώνες του είναι άφραγκοι, φαινόμενο συχνότατο, συνθηματικά παραγγέλλουν «χυμό βρύσης», νερό δηλαδή σε χαμηλό ποτήρι με έναν πάγο, ώστε οι άλλοι να νομίζουν ότι πίνουν βότκα. Στο Penny Lane, το αγαπημένο τριώροφο saloon.

Στο ισόγειο, ξύλινη επένδυση παντού και μπάρα σε σχήμα πι. Στον δεύτερο όροφο, ένας περιμετρικός εξώστης και στον τρίτο φωτιστικά δαπέδου, πίνακες του Γαΐτη και δροσιά από τα ανοιχτά παράθυρα. Στο τοστάδικο Snoopy στη Χρυσοστόμου Σμύρνης και στον ίδιο δρόμο το Berlin με τη δυνατή ροκ μουσική. Στην κάβα ποτών Το Νερό Που Καίει με λογότυπο έναν Ινδιάνο αρχηγό φυλής. Στο gay performance Μπανάλ, όπου drag queens δίνουν παραστάσεις υποδυόμενοι Λάιζα Μινέλι. Όταν ανοίγει η πόρτα, βλέπω στα κλεφτά για ελάχιστα λεπτά της ώρας μερικές σκηνές του σόου.

Απέναντι πωλείται, καθισμένη αναπαυτικά στον ορθοστάτη της μια υπέροχη μονόσελη Royal Enfield 500, μοντέλο του ‘ 51, που παρά τρίχα δεν κατάφερε να γίνει δική μου. Στις γκαλερί έργων τέχνης, που όταν πέφτει η νύχτα κανείς δεν ενδιαφέρεται να κοιτάξει. Στο καλλιτεχνικό στέκι Santé της Μητροπόλεως. Στον Λωτό με το ξύλινο δάπεδο επί της Φιλικής Εταιρείας.

Παρακολουθώ από αυτό το σημείο τους μασκαρεμένους της Αποκριάς από τη Μητρόπολη μέχρι το Ντορέ. Τους καλοντυμένους του Σαββάτου. Δεν ξεχνάω το εντατικό διάβασμα, τα ιδιαίτερα μαθήματα, τα αγχωμένα χρόνια των Πανελληνίων Εξετάσεων. Τα μελαγχολικά χρόνια μετά το σχολείο, τα χαμένα χρήματα των γονιών μας. Τους φίλους που έχασα ή που με χάσανε. Ό,τι δεν πρόλαβαν οι σπουδές, αποτελείωσε ο στρατός, μετά η αναζήτηση εργασίας και κατόπιν η επιβίβαση για τα καλά επί του κυλιόμενου τροχού.

Τις αναμνήσεις από την συλλογική μας μνήμη. Τα παιδιά του New Wave. Τους πάνκηδες με τα παράξενα, χρωματιστά, όρθια σαν καρφιά μαλλιά με τις αλυσίδες στα ρούχα και τις παραμάνες στη μύτη. Τα ροκαμπίλια του Έλβις, με τις φαβορίτες, τις πρόκες στα δερμάτινα μπουφάν και τις κατοχικές μοτοσικλέτες Bmw με το καλάθι στο πλάι.

Τους δυνατούς έρωτες και τις πρώτες τους απογοητεύσεις. Τους προτεστάντες στη Ρωμανού να παίζουν χριστιανικά τραγούδια, αυτοί, οι σωσμένοι, στους άσωτους μαλλιάδες απέναντι, ώστε να τους φέρουν στο δρόμο τον καλό. Τον Τάκη Κανελλόπουλο να καπνίζει ατέλειωτες ώρες πίνοντας τσάι, μονολογώντας, μούσκεμα στον ιδρώτα, αδιαφορώντας για όσους περνούν δίπλα ή γύρω του, στην ίδια πάντα θέση τα τελευταία χρόνια της ζωής του στον Τόττη  της Λεωφόρου Νίκης.

Στον αντιστεκόμενο μέχρι οριστικής κάποια στιγμής ανακαίνισης Θερμαϊκό και στο Αχίλλειον και τη μετατροπή τους από παραδοσιακά ελληνικά καφενεία, ευρύχωρα για κάθε λογής κοινό, σε καφέ δυτικού τύπου. Τις πεζοπορίες στο πλακόστρωτο της παραλίας μέχρι το Ποσειδώνιο και το Λούνα  Παρκ της Σαλαμίνας.

Φώτο: Νώντας Στυλιανίδης Τα μάτια ανοίγουν. Η βόλτα τέλειωσε. Εκείνο το συγκεχυμένο που αναζητώ είναι να δω πολλά, να ρωτήσω πιο πολλά, να γνωρίσω βιωματικά όλο και περισσότερα, να φάω τη ζωή με το κουτάλι με άγνοια κινδύνου, να ακούσω, να απορρίψω, να επιδοκιμάσω.

Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς και μες στα σπίτια αυτά θα ασπρίζεις. Πάντα στην πόλη αυτή θα φτάνεις.

Η Αλεξάνδρεια του Καβάφη παραμένει, εκτός από κυριολεκτική και μια ονειρική πόλη. Το ίδιο και η Θεσσαλονίκη. Σήμερα οι κεντρικοί της δρόμοι είναι αγνώριστοι. Γέμισαν μπουτίκ του δήθεν και πολυεθνικές αλυσίδες ομογενοποιημένων ρούχων χωρίς χαρακτήρα που αντικατέστησαν τα θορυβώδη κλαμπ. Στα κατώφλια τους που άλλοτε κείτονταν πρεζόνια ή μεθυσμένοι, σήμερα εμείς ως καλοί τους πελάτες ακουμπάμε τα κράσπεδα των ενδυμάτων μας για να διαβούμε στην κοινωνία της κατανάλωσης. Κι όμως, η πόλη εξακολουθεί να παραμένει όμορφη και η ζωή εντός της πάλλεται, δεν έπαψε ποτέ της να δονείται. Απλά σε κάθε χρονική περίοδο αλλάζει ο τρόπος.

Μου αρέσει και τώρα αυτό που βλέπω μπροστά μου. Τότε ήταν μια μεταβατική εποχή. Οι μεταβάσεις συχνά διαρκούν τόσο, όσο να τις προλάβεις. Είναι μια διαχρονική έξοδος από τις χιλιάδες, ξανά και ξανά, στους δρόμους της δικής μας Θεσσαλονίκης, στους δρόμους της κάθε Αλεξάνδρειας του Καβάφη, στους δρόμους της κάθε αγαπημένης πόλης. Είναι μια βόλτα τόσο ίδια κάθε φορά, αλλά και τόσο διαφορετική σε σχέση με την προηγούμενη, μαζί με τους χιλιάδες των ανθρώπων της που βγαίνουν από τα σπίτια τους για να την περπατήσουμε όλοι μαζί.

Δεν πειράζει αν την έχασες αυτή την περιήγηση στο παρελθόν. Σκέψου ότι σήμερα και κάθε σήμερα σου δίνω ραντεβού για τις επόμενες βόλτες. Σήμερα είναι η πρώτη ημέρα της υπόλοιπης ζωής σου.

*Η αρχική φωτογραφία είναι από το βιβλίο “Θεσσαλονίκη 1912-2012, Η Αρχιτεκτονική μιας Εκατονταετίας” του Βασίλη Κολώνα εκδ. University Studio Press

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα