Από το πιο ζωντανό κομμάτι της Θεσσαλονίκης σε ένα κουφάρι – Μια ανοιχτή πληγή στην καρδιά της πόλης
Στα χνάρια της παλιάς λαχαναγοράς - Από τη δημιουργία και τη λειτουργία έως το «θάνατο». Το μεγάλο αγκάθι και οι εντυπωσιακές, αλλά θεωρητικές, προτάσεις αξιοποίησης
Στην καρδιά της Θεσσαλονίκης, λίγα βήματα από τους πιο ζωντανούς δρόμους της πόλης, κρύβεται ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο που μοιάζει να έχει ξεχαστεί από τον χρόνο.
Η Παλιά Λαχαναγορά, κάποτε κόμβος εμπορίου, φωνών, μυρωδιών και φορτηγών που έμπαιναν κι έβγαιναν χωρίς ανάσα, σήμερα δεν είναι παρά ένα κουφάρι της παλιάς Θεσσαλονίκης.
Οι στοές που άλλοτε στέγαζαν παραγωγούς και εμπόρους έχουν σιωπήσει, τα κτίρια έχουν παραδοθεί στη φθορά και οι τοίχοι τους ξεφλουδίζουν σαν σελίδες που χαλούν από ένα παλιό ημερολόγιο που έχει μπει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας της πόλης.
Ο χώρος που βρίσκεται γύρω από τις οδούς Αγίου Δημητρίου (κύρια πρόσοψη), Φιλώτα, Κασσάνδρου και Ηφαιστίωνος, τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί άτυπα σε ένα απέραντο πάρκινγκ, με τις επιχειρήσεις που λειτουργούν στο εσωτερικό του να είναι πλέον μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Άνθρωποι μπαινοβγαίνουν καθημερινά χωρίς να γνωρίζουν ή να θυμούνται, τι σήμαινε κάτι αυτό το κομμάτι γης για την πόλη.
Κι όμως, πίσω από τη σκουριά, πίσω από τα κάγκελα και τις πρόχειρες μπαριέρες, διακρίνεται ακόμη η παλιά γεωμετρία της αγοράς, η ραχοκοκαλιά ενός τόπου που κάποτε έσφυζε από ζωή.

Από τη γέννηση, στη λειτουργία και το «θάνατο»
Η περιοχή ήταν ήδη εμπορική ζώνη πολύ πριν την πυρκαγιά του 1917. Η μεγάλη πυρκαγιά ανανέωσε ριζικά το πολεοδομικό τοπίο και άνοιξε τη συζήτηση για ανασχεδιασμό και νέα χρήση.
Μετά την πυρκαγιά και τις περιπλοκές με τίτλους ιδιοκτησίας (μεταβιβάσεις, πλειστηριασμοί) αποφασίστηκε η οργάνωση νέου συγκροτήματος για τη χονδρική διακίνηση λαχανικών/φρούτων.

Το συγκρότημα της «Κεντρικής/Παλιάς Λαχαναγοράς» άρχισε να λειτουργεί τη δεκαετία του 1930 (συνήθως αναφέρεται το 1935 ως έτος έναρξης λειτουργίας) και για περίπου τέσσερις δεκαετίες αποτέλεσε τον κόμβο του χονδρικού εμπορίου λαχανικών της πόλης.

Η αρχιτεκτονική του έχει χαρακτηριστικά της εποχής και σε μερικές αναφορές αποδίδεται έργο/σχέδιο στον αρχιτέκτονα Μαξιμιλιανό Ρουμπένς.
«Στους κατοίκους που έχασαν τα πάντα, μουσουλμάνοι κυρίως, δόθηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας στην συνέχεια. Με την ανταλλαγή πληθυσμών, οι τίτλοι πέρασαν μαζικά στην Τράπεζα της Ελλάδας. Το 1933, γίνεται εκ νέου πλειστηριασμός, σε 55 οικόπεδα που έχουν χωροθετηθεί με σκοπό να φιλοξενήσουν την Κεντρική Λαχαναγορά της πόλης. Το 1935 η κατασκευή της ολοκληρώνεται και η αγορά παραδίδεται στους ιδιοκτήτες εκ του πλειστηριασμού» αναφέρει η ιστοσελίδα thessarchitecture.

«Η πλειοψηφία των εμπορευμάτων προερχόταν κυρίως από τη Μακεδονία, που μεταφερόταν με καίκια τα οποία δένανε στην παλιά παραλία, καθώς και από το οδικό δίκτυο της εποχής που δεν είχε ακόμα εκσυγχρονιστεί.

Στον χώρο είχε αναπτυχθεί μια ιδιότυπη μικροκοινωνία με εμπόρους, φορτοεκφορτωτές, ζυγιστές, μάστορες, όλοι μαζί βρισκόμενοι σε καθημερινές συναλλαγές που άρχιζαν από νωρίς τα χαράματα. Οι συνθήκες που επικρατούσαν ήταν δύσκολες για την εποχή, καθώς δεν υπήρχαν οι ανέσεις των σημερινών καταστημάτων, και οι φορτοεκφορτώσεις γίνονταν με κάρα, μικρές άμαξες που κατέβαλαν σωματικά τόσο τους εμπόρους όσο και τους παραγωγούς. Επίσης στα κτίρια της γύρω περιοχής κατοικούσαν αρκετοί χονδρέμποροι, που ήθελαν να βρίσκονται κοντά στα μαγαζιά τους» έγραφε τον Γενάρη του 2018 ο Κείμης Κρυωνάς στο αφιέρωμα του για την parallaxi.


Με την εκβιομηχάνιση, την αύξηση των οχημάτων και την επέκταση της πόλης, η λειτουργία μιας μεγάλης χονδρικής αγοράς εντός πυκνοκατοικημένης ζώνης κρίθηκε σταδιακά προβληματική.

Το 1975 και τις επόμενες δεκαετίες οι χονδρικές λειτουργίες μεταφέρθηκαν σε νέους χώρους εκτός του πυρήνα της πόλης, στη σημερινή Κεντρική Αγορά Θεσσαλονίκης, αφήνοντας το ιστορικό συγκρότημα με λιγότερη ή διαφορετική χρήση.


«To 1976 δεσμεύτηκε από τον Δήμο και έγινε πρόταση στους ιδιοκτήτες για απαλλοτρίωση. Ωστόσο η διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε, με ευθύνη του Δήμου Θεσσαλονίκης.


Το 2009 έγινε προσπάθεια μεταφοράς του Γυμνασίου που στεγάζεται στις παλιές φυλακές στην οδό Κασσάνδρου, και πάλι όμως η διαδικασία έμεινε στην μέση, λόγω του υψηλού ποσού που έπρεπε να καταβάλει ο ΟΣΚ για την απαλλοτρίωση. Χαρακτηρίστηκε διατηρητέο το 2016, ωστόσο το καθεστώς πολυϊδιοκτησίας κάνει πολύ δύσκολη την αποκατάστασή του» σημειώνει η ιστοσελίδα thessarcitecture.
Στη σχετική απόφαση του 2016 καθορίζονται ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης καθώς και ειδικών χρήσεων.

«Αξιόλογο κτηριακό συγκρότημα μικρών καταστημάτων που παλαιότερα είχε τη δική του συμβολή στην ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης, καθώς ήταν το κεντρικό κτήριο της Παλιάς Λαχαναγοράς, που μαζί με τα Λεμονάδικα και με ένα άλλο τμήμα της αγοράς που λειτουργούσε στην περιοχή, αποτελούσαν την καρδιά του χονδρεμπορίου της πόλης. Το κτηριακό συγκρότημα της παλαιάς Λαχαναγοράς παραμένει ανεκμετάλλευτο και αποτελεί ένα σημαντικό χώρο του πυκνοκατοικημένου πολεοδομικού συγκροτήματος που διατηρεί χαμηλή δόμηση και πρέπει να διατηρηθεί για λόγους μνήμης και ιστορίας της πόλης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιμετρική ανάπτυξη ισόγειων καταστημάτων γύρω από ένα ευρύχωρο ανοικτό χώρο, οι τέσσερις πύλες εισόδου που εντάσσονται σε συμμετρική διάταξη στις όψεις, οι κλιμακωτές όψεις των καταστημάτων που ακολουθούν την κλίση των πλευρικών οδών Φιλώτα και Γ. Μπουντώνα, τα μεταλλικά κεπέγκια, τα στηθαία στο άνω μέρος τους με τα προεξέχοντα γείσα, η λιτότητα και ομοιομορφία της κατασκευής σε ενιαίο κτηριακό σύνολο».

Με βάση το παραπάνω επιτρέπονται:
«εσωτερικές διαρρυθμίσεις μεγάλης κλίμακας (π.χ. συνενώσεις καταστημάτων)
περιορισμένης κλίμακας τροποποιήσεις στα ανοίγματα στις εξωτερικές όψεις των καταστημάτων, όπου αυτές κριθούν αναγκαίες προκειμένου να προσαρμοστεί η νέα ή νέες χρήσεις του συνόλου των καταστημάτων
Είναι δυνατή μετά από σχετική μελέτη η έγκριση ή μη περιορισμένων προσθηκών κατ’ επέκταση στον αύλειο χώρο ή καθ’ ύψος χωρίς υπέρβαση των ισχυόντων στην περιοχή όρων δόμησης και εφόσον αυτές δεν παραβλάπτουν την ανάδειξη του συνόλου και δεν αλλοιώνουν την αρχιτεκτονική του φυσιογνωμία. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα αναφερόμενα της παραγράφου 10 της απόφασης.
Εκτός της χρήσης της εκπαίδευσης καθορίζονται και νέες χρήσεις ως εξής: συνάθροιση κοινού, εμπορικά καταστήματα, εργαστήρια μικροτεχνίας, εστιατόρια, αναψυκτήρια, πολιτιστικές και αθλητικές εγκαταστάσεις, γραφεία, ασφάλειες, κοινωφελείς οργανισμοί και εκθέσεις».

Εγκατάλειψη και φθορές
Τα τελευταία χρόνια η Παλιά Λαχαναγορά της Θεσσαλονίκης επανέρχεται στην τοπική ειδησεογραφία για την επικινδυνότητα στην οποία έχει περιέλθει η έκταση.

Σοβάδες που πέφτουν, φόβοι για πρόκληση ατυχήματος, πεζοδρόμια στα πέριξ από τα οποία δεν μπορείς να περάσεις.

Την τελευταία δεκαετία αρχιτέκτονες μηχανικοί έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την αξιοποίηση του χώρου, αλλά όπως προαναφέραμε οι όποιες προσπάθειες «σκοντάφτουν» στο γεγονός ότι θα πρέπει να υπάρχει συνεννόηση μεταξύ των ιδιοκτητών.



Δυναμική επανάχρησης
Το συγκρότημα διατηρεί έντονη πολιτιστική αξία ως μνήμη της εμπορικής ζωής της πόλης και ως δείγμα μεσοπολεμικής/μεταπολεμικής αστικής οργάνωσης. Γι’ αυτό εκδηλώνονται συχνά ιδέες και προτάσεις για «ζωντάνεμα» του χώρου.
Προτάσεις βέβαια που εμπεριέχονται σε διπλωματικές εργασίες φοιτητών/φοιτητριών του ΑΠΘ.
«Ώσμωσις: Διευρύνοντας τα όρια της αγοράς. Αναβίωση της Παλιάς Λαχαναγοράς στη Θεσσαλονίκη»
Την επανάχρηση της Παλιάς Λαχαναγοράς της Θεσσαλονίκης και τον ανασχεδιασμό των ελεύθερων χώρων που βρίσκονται σε γειτνίαση με αυτήν προτείνει η διπλωματική εργασία με τίτλο «Ώσμωσις: Διευρύνοντας τα όρια της αγοράς. Αναβίωση της Παλιάς Λαχαναγοράς στη Θεσσαλονίκη», η οποία εκπονήθηκε από τον φοιτητή στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΠΣ ΑΠΘ Στέλιο Κωτάκη (με επιβλέπουσα καθηγήτρια τη Μαρία Δούση) και παρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2023.
Στην περίληψη της διπλωματικής εργασίας διαβάζουμε:
«Η παρούσα διπλωματική εργασία προτείνει την επανάχρηση της Παλιάς Λαχαναγοράς στην Θεσσαλονίκη, ενός κτιρίου που συνέβαλε στην εξέλιξη της πόλης και του τρόπου ζωής της και αποτελεί σήμερα δείγμα πολιτιστικής κληρονομιάς. Κτίρια με τέτοιο χαρακτήρα αποτελούν ιστορική πηγή πληροφόρησης και μέσο συνέχισης της ιστορίας της πόλης στο σήμερα.
Η Παλιά Λαχαναγορά είναι έργο του Μαξιμιλιανού Ρουμπένς, ενός αρχιτέκτονα με μεγάλο αριθμό υλοποιημένων έργων στην Θεσσαλονίκη, και λειτούργησε από το 1935 ως το 1975. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του κέντρου της Θεσσαλονίκης, στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό 188 και περικλείεται από τις οδούς Αγίου Δημητρίου, Φιλώτα, Πλατείας Μουσχουντή και Μπουντώνα.
Αποτελεί μοναδικό δείγμα τέτοιου τύπου κτιριακού συγκροτήματος στην πόλη, καθώς την εποχή την οποία χτίστηκε ξεκίνησε να δημιουργείται η ανάγκη στην πόλη για την ύπαρξη ενός οργανωμένου κέντρου παραλαβής και διανομής οπωροκηπευτικών στα καταστήματα και τις υπόλοιπες αγορές της πόλης.

Πιο συγκεκριμένα προτείνεται η δημιουργία ενός κέντρου αγοράς σε επίπεδο γειτονιάς, με χρήσεις αγοράς, αναψυχής, πολιτισμού και εκπαίδευσης, αλλά και ενός πυρήνα αστικού πρασίνου εντός αυτής, ο οποίος θα αποτελεί συνέχεια του ελεύθερου, αλλά και αναξιοποίητου χώρου πρασίνου που βρίσκεται στα βορειοδυτικά τείχη.
Ανασχεδιάζεται η Πλατεία Μουσχουντή, που βρίσκεται στο επάνω τμήμα της αγοράς καθώς προτείνεται και η διαμόρφωση του ελεύθερου χώρου πρασίνου στα τείχη της πόλης, που βρίσκονται στον ίδιο άξονα με το κτίριο. Επιπλέον, οι δύο πλευρικές οδοί του κτιρίου, Φιλώτα και Μπουντώνα, μετατρέπονται σε πεζόδρομο και δρόμο ήπιας κυκλοφορίας αντίστοιχα».
Τι περιλαμβάνει η πρόταση
Η πρόταση αφορά τον συνολικό ανασχεδιασμό της αγοράς και την αναβάθμιση του περιβάλλοντος δημόσιου χώρου. Το κτήριο οργανώνεται σε τρία επίπεδα, ώστε να ακολουθεί την κλίση του εδάφους και να εξασφαλίζει πρόσβαση από όλες τις πλευρές.
Στο πρώτο επίπεδο τοποθετούνται καταστήματα καθημερινών ειδών, ενώ ο μικρός χώρος πρασίνου λειτουργεί ως σημείο στάσης. Στο δεύτερο επίπεδο βρίσκονται ντελικατέσεν και μεζεδοπωλεία, πλαισιωμένα από πλούσιο πράσινο και χώρους αναψυχής. Το τρίτο επίπεδο φιλοξενεί δραστηριότητες πολιτισμού και εκπαίδευσης και περιλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα του πρασίνου, διαμορφωμένο αμφιθεατρικά για μικρές υπαίθριες εκδηλώσεις.

Στη βόρεια πλευρά προστίθεται νέος όροφος, που λειτουργεί ως συνέχεια του δημόσιου χώρου και περιλαμβάνει εργαστήρια, βιβλιοπωλείο, μικρά καταστήματα και καθιστικό με θέα στον εσωτερικό χώρο.
Η αναβάθμιση του περιβάλλοντος χώρου περιλαμβάνει την πεζοδρόμηση της οδού Φιλώτα και τη μετατροπή της οδού Μπουντώνα σε δρόμο ήπιας κυκλοφορίας, ώστε να δημιουργηθεί ένα φιλικό δίκτυο για πεζούς που ενισχύει την κοινωνική ζωή και συνδέει την αγορά με τον αστικό ιστό.
Η επέμβαση στο κτήριο σέβεται τα διατηρητέα αρχιτεκτονικά στοιχεία, διατηρώντας τις όψεις και εισάγοντας νέο μεταλλικό φορέα που επιτρέπει ευελιξία στη διάταξη των καταστημάτων. Η απόσταση μεταξύ νέας δομής και διατηρητέας όψης δημιουργεί στοά με πέργκολα, ενώ τα εσωτερικά καταστήματα αποτελούν ευέλικτες μεταλλικές μονάδες, τοποθετημένες ελεύθερα στον χώρο.
Σύγχρονη και «πράσινη» αγορά
Μια ακόμη πρόταση για την αξιοποίηση του χώρου κατατέθηκε πρόσφατα στη διπλωματική εργασία «Ανασχεδιασμός της παλιάς λαχαναγοράς Θεσσαλονίκης – Redesign of an old market in Thessaloniki» (Βλαχοπούλου Βλάχου, Ελένη Αγγελική Κωνσταντίνου) στο ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ, ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΠΘ με επιβλέπων καθηγητή τον κ. Κονταξάκη Δημήτριο.

«Η σημερινή κατάσταση του συγκροτήματος της παλιάς λαχαναγοράς χαρακτηρίζεται από έντονη φθορά. Έτσι, προκειμένου ένα διατηρήσω την ταυτότητα του συγκροτήματος, τόσο όσον αφορά την χρήση του, όσο και τη φυσιογνωμία του, έχω προβεί στις ακόλουθες επεμβάσεις με στόχο την αναβίωση του. Προτείνεται η χρήση του συγκροτήματος ως μία σύγχρονη αγορά, σε ένα πλαίσιο ενίσχυσης των τοπικών μικρών παραγωγών.
Παράλληλα, με χώρους σχεδιασμένους να παρέχουν ευελιξία, δίνεται τη δυνατότητα οργάνωσης σεμιναρίων και εκθέσεων με στόχο την ανάδειξη του πολιτιστικού χαρακτήρα της περιοχής. Έτσι, το συγκρότημα θα λειτουργεί τόσο ως μια σύγχρονη αγορά, όσο και ως ένα πολιτιστικό κέντρο. Στον σχεδιασμό συμπεριλαμβάνονται κλειστοί χώροι, με δυνατότητες αξιοποίησης ως μαγαζιά ή σεμιναριακοί χώροι, καθώς και ανοιχτοί υπαίθριοι χώροι κίνησης και στάσης» διαβάζουμε στην περίληψη της εργασίας.

Kαταστήματα γειτονιάς, χώρους εκπαίδευσης και πολιτισμού, πράσινο και ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων
Μία ακόμη διπλωματική εργασία που καταπιάνεται με το μέλλον της παλιάς Λαχαναγοράς είναι αυτή του 2024 με τίτλο «Προσαρμοστική επανάχρηση της παλιάς λαχαναγοράς Θεσσαλονίκης – Adaptive reuse of the old vegetable market of Thessaloniki» της φοιτήτριας Παπαδοπούλου Ιωάννα Χρήστου στην Πολυτεχνική Σχολή του ΑΠΘ με επιβλέποντες καθηγητές τους κ. Σακαντάμη και Κονταξάκη.
«Η συγκεκριμένη διπλωματική εργασία αφορά την Παλιά Λαχαναγορά της Θεσσαλονίκης και τον αστικό χώρο που την περιβάλλει. Το κτίριο της Λαχαναγοράς, βρίσκεται στη βορειοδυτική κατάληξη του ιστορικού κέντρου της πόλης και συνορεύει με την οδό Αγίου Δημητρίου, τα βορειοδυτικά Τείχη και την Άνω Πόλη. Είναι ίσως το δεύτερο πιο σημαντικό κτίριο αγοράς της πόλης μετά την Μοδιάνο.
Λειτούργησε από το 1935 έως το 1975, οπότε και η χρήση του μεταφέρθηκε εκτός του κέντρου, εξαιτίας της αυξημένης κίνησης στους δρόμους και δυσκολιών στην φορτοεκφόρτωση. Σήμερα, στέκει αλλοιωμένο από τις παρεμβάσεις ετών, των 150 πλέον ιδιοκτητών και κληρονόμων. Φιλοξενεί, με πολλές δυσκολίες, μόνο τέσσερα καταστήματα.

Έχει υποστεί ζημιές και εγκατάλειψη σε τεράστιο βαθμό και παρότι κηρύχθηκε διατηρητέο το 2016, δεν έχει γίνει καμία ενέργεια για την διάσωση και την ανάδειξή του. Η ευρύτερη περιοχή γύρω από την αγορά, έχει μεγάλη ιστορική αξία και παρότι ανήκει στο κέντρο της πόλης, παραμένει χρόνια ανεκμετάλλευτη και δημιουργεί προβλήματα στους μόνιμους κατοίκους και τους επισκέπτες.
Παραδείγματα των σημείων ενδιαφέροντος της περιοχής αποτελούν το υπό ανασκαφή Παλαιοχριστιανικό Συγκρότημα, ο υποσταθμός της ΔΕΔΔΗΕ, το Yilan Mermer, η πλατεία Μουσχουντή και φυσικά τα βορειοδυτικά Τείχη. Αναγνωρίζοντας την ανάγκη για περισσότερη στέγη και χώρους εργασίας, στο κέντρο της πόλης, δημιουργείται ένα νέο συγκρότημα κατοικιών και γραφείων βραχυχρόνιας μίσθωσης πάνω από το κτίριο της Παλιάς Λαχαναγοράς. Παράλληλα, το διατηρητέο κτίριο επαναχρησιμοποιείται και φιλοξενεί καταστήματα γειτονιάς και χώρους εκπαίδευσης και πολιτισμού.
Τέλος, γίνεται προσπάθεια ανάδειξης του δημόσιου χώρου μέσα από παρεμβάσεις στο αστικό τοπίο όπως, πεζοδρομήσεις, ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων, αναβάθμιση υπαρχόντων και δημιουργία νέων χώρων πρασίνου» διαβάζουμε στην περίληψη της εργασίας.
Υπάρχει ελπίδα;
Η Παλιά Λαχαναγορά δεν είναι απλώς ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο. Είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές ανοιχτές πληγές του κέντρου ένα σύμβολο αδράνειας αλλά και μια υπόσχεση για όσα θα μπορούσαν και θα έπρεπε να έχουν γίνει.
Κουβαλάει τη μνήμη της εμπορικής Θεσσαλονίκης, αλλά σήμερα στέκει ανήσυχη, εκτεθειμένη και αναζητά ένα νέο μέλλον.
Έναν λόγο να ξανανοίξει τις πόρτες της.
Ένα όραμα που θα την επαναφέρει στο χάρτη της ζωντανής πόλης.

