Άστεγοι: «Μένουμε (χωρίς) σπίτι», στο έλεος του Θεού και των ΜΚΟ
Κοντά στα 500 πολογίζονται τα άτομα που στερούνται στέγης στη Θεσσαλονίκη
Σε χαμηλό επίπεδο, σχεδόν ανύπαρκτο, παραμένουν οι παροχές κοινωνικής πρόνοιας και υποστήριξης προς τους άστεγους από την κεντρική κυβέρνηση αλλά και τους φορείς αυτοδιοίκησης, παρότι η οικονομική και υγειονομική κρίση οδηγεί πολλούς συμπολίτες μας στην αστεγία, ενώ χιλιάδες διαμερίσματα στις πόλεις παραμένουν άδεια και ακατοίκητα.
Εκατοντάδες είναι σήμερα οι άστεγοι στη Θεσσαλονίκη, και τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τις βλέπουμε στο κέντρο της πόλης, ακόμα και στα πιο κεντρικά σημεία, δίπλα σε αστυνομικά τμήματα, σε τράπεζες και δημόσιες υπηρεσίες. Οι περισσότεροι, σύμφωνα με όσους ασχολούνται με την αστεγία, είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας που λόγω της οικονομικής κρίσης έχουν οδηγηθεί στην απόλυτη φτώχεια και ανέχεια και σε συνδυασμό με προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα κατέληξαν στον δρόμο ή σχεδόν στον δρόμο. Κάποιοι αντιμετωπίζουν προβλήματα εξάρτησης ή και ψυχικά νοσήματα ενώ κάποιοι ελάχιστοι επιλέγουν τη διαβίωση στο δρόμο μέσα από μία σύνθετη διαδικασία που μπορεί να περιλαμβάνει όλα τα προηγούμενα.
Επίσης υπάρχουν «διαβαθμίσεις» αστέγων: είναι αυτοί που μένουν σταθερά έξω στο δρόμο, τους βλέπουμε σε πεζοδρόμια, σε πλατείες, σε εσοχές πολυκατοικιών και δίπλα σε εισόδους καταστημάτων. Υπάρχουν επίσης αυτοί που μένουν σε εγκαταλελειμμένα κτίσματα ή στεγασμένους χώρους που δεν διαθέτουν τις βασικές παροχές ενώ υπάρχουν και οι άστεγοι που βρίσκονται σε ένα ενδιάμεσο στάδιο, που φιλοξενούνται σε κάποια σπίτια φίλων περιστασιακά, ή στεγάζονται ευκαιριακά σε κάποιους χώρους ή σε πρόχειρα καταλύματα με την ανοχή συγγενών και γνωστών. Επί της ουσίας όμως όλοι είναι άστεγοι, διότι δεν διαθέτουν δικό τους χώρο στέγασης.
Πόσοι είναι οι άστεγοι
Η αριθμητική τους καταγραφή είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Αν εξετάσουμε τους αριθμούς που καταγράφουν οι υπάρχουσες κρατικές και δημοτικές κοινωνικές δομές και οι ΜΚΟ, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν αποκλίσεις στις διασταυρώσεις αλλά και αδυναμία του λεγόμενου κοινωνικού κράτους, να καταγράψει το πρόβλημα. Επί παραδείγματι ο κεντρικός δήμος Θεσσαλονίκης διαθέτει μόλις δύο υπαλλήλους που κάνουν δουλειά δρόμου (streetworkers), ενώ τα στοιχεία των διαφόρων ΜΚΟ και ομάδων υποστήριξης αστέγων βασίζονται κυρίως στον εθελοντισμό.
Με βάση κάποια στοιχεία που προκύπτουν από τις κοινωνικές υπηρεσίες του δήμου Θεσσαλονίκης, οι άστεγοι στην πόλη, υπολογίζονται κοντά στα 500 άτομα ενώ η ΜΚΟ ΑΡΣΙΣ, με την πιο συστηματική και συντονισμένη δράση και παρουσία στην υποστήριξη των αστέγων, τους υπολογίζει κοντά στα 360 άτομα. Έχει καταγράψει 367 περιπτώσεις στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι «στερούνται κατοικίας και είτε είναι άστεγοι, είτε φιλοξενούνται, είτε απειλούνται με έξωση ή ζουν σε ακατάλληλο κατάλυμα». Το πρόβλημα είναι σαφώς μεγαλύτερο, διότι υπάρχουν πολλοί που δεν φαίνονται και επιλέγουν να παραμένουν αόρατοι, είτε από φόβο, είτε διότι δεν θέλουν να εκτεθούν. Επίσης υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις προσφύγων και μεταναστών που ζουν σε συνθήκες αστεγίας, χωρίς χαρτιά και επίσημα έγγραφα, που επιλέγουν κυριολεκτικά να ζουν στην σκιά, φοβούμενοι την «επαφή» με το ελληνικό κράτος, τη σύλληψη και την απέλαση.
Ιδίως για το ιστορικό κέντρο της πόλης, να αναφέρουμε ότι υπάρχουν περίπου 50 άστεγοι που μένουν κυριολεκτικά στο δρόμο, με τον αριθμό τους κατά περιόδους να αυξάνεται στους 100, καθώς πολλοί επιλέγουν να μετακινούνται και να αλλάζουν περιοχές για λόγους ασφάλειας και καλύτερης διαβίωσης.
Δεν υπάρχουν δομές κοινωνικής πρόνοιας
Παρότι το πρόβλημα της αστεγίας την τελευταία περίοδο συνεχίζει και διογκώνεται, με τα χρόνια της κρίσης, οικονομικής αρχικά και υγειονομικής στη συνέχεια, να το έχουν εκτινάξει σε μεγέθη πρωτόγνωρα για την ελληνική κοινωνία, το επίσημο κράτος, κεντρικό και τοπικό, επιδεικνύει σταθερά μία αποστροφή ή αδιαφορία να αναμετρηθεί με το πρόβλημα.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης: στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης υπάρχει μόνο ένα υπνωτήριο αστέγων στην οδό Α. Γεωργίου που μπορεί να εξυπηρετήσει περίπου 60 άτομα για έως έξι μήνες ενώ υπάρχει και το Κέντρο Ημέρας Αστέγων στην ίδια οδό, όπου οι άστεγοι μπορούν να εξυπηρετηθούν για τις βασικές τους ανάγκες. Επίσης η Εκκλησία διατηρεί κάποιες δομές συσσιτίων και περίθαλψης αστέγων με χαρακτηρσιτικές περιπτώσεις την εκκλησία των Αγίων Πάντων και του Αγίου Γεωργίου στη Νεάπολη ενώ υπάρχουν και εθελοντικές ομάδες όπως οι «Room39» και «Chefs for Zero Hunger», που προσφέρουν φαγητό και υλικά διαβίωσης στους άστεγους.
Επίσης αξίζει να αναφερθεί ότι λόγω της πανδημίας, οι δημόσιες τουαλέτες δεν λειτουργούν με αποτέλεσμα οι άστεγοι να αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα καθαριότητας και προσωπικής υγιεινής. Σε ότι αφορά δε τον κορονοιό, η κατάσταση των αστέγων είναι σχεδόν μη καταγραμμένη, με την ΑΡΣΙΣ να αναφέρεται σε μερικά κρούσματα ενώ σχετικά με τους θανάτους, από πέρσι έχουν καταγραφεί 7 θάνατοι αστέγων στη Θεσσαλονίκη από διάφορες αιτίες, που αποδίδονται κυρίως σε έλλειψη ιατρικής φροντίδας και περίθαλψης.
Χιλιάδες τα άδεια διαμερίσματα
Την ίδια ώρα στην πόλη, σύμφωνα με μελέτη του ΑΠΘ και του ιδρύματος «Χάινριχ Μπελ Ελλάδας», στην Θεσσαλονίκη υπολογίζεται πως υπάρχουν μερικές χιλιάδες άδεια διαμερίσματα, μερικά εκ των οποίων θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να στεγάσουν άπορους και άστεγους.
Τα προγράμματα κοινωνικής επιδοτούμενης κατοικίας είναι ευρέως διαδεδομένα στην Ευρώπη, από τα οποία χιλιάδες πολίτες, κυρίως από τις ευπαθείς ομάδες, επωφελούνται και βρίσκουν στέγη, αλλά στην Ελλάδα το θέμα, εδώ και χρόνια παραμένει στα χαρτιά και σε επίπεδο εξαγγελιών.
Σύμφωνα λοιπόν με την εν λόγω μελέτη, «Προσιτή Κατοικία στη Θεσσαλονίκη», στα τέλη του 2020 με στοιχεία της ΔΕΔΔΗΕ, στο δήμο Θεσσαλονίκης 38.840 ακίνητα ήταν μη ηλεκτροδοτούμενα, δηλαδή εκτός χρήσης, εκ των οποίων το 42%, δηλαδή 16.400 ακίνητα ήταν δηλωμένα για οικιστική χρήση. Συνολικά στο πολεοδομικό συγκρότημα εκτιμάτε ότι τα μη ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα ξεπερνούν τις 75.000, με τα άδεια διαμερίσματα να υπολογίζονται περί τις 33.000.
Δηλαδή πρόκειται για αρκετές χιλιάδες άδεια διαμερίσματα, τα οποία για διάφορους λόγους παραμένουν άδεια και αχρησιμοποίητα και θα μπορούσαν, μέσω κινήτρων, να ενταχθούν σε προγράμματα κοινωνικής κατοικίας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το στεγαστικό πρόβλημα, όχι μόνο των αστέγων αλλά και χιλιάδων άλλων πολιτών που αντιμετωπίζουν προβλήματα βιοπορισμού.
«Δυστυχώς σ’ αυτό τον τομέα, συγκριτικά με άλλες χώρες είμαστε πολύ πίσω», τονίζει η Νανά Μιχαλοπούλου, συντονίστρια της Κοινωνικής Υπηρεσίας της ΑΡΣΙΣ, και σημειώνει πως υπάρχει το πρόγραμμα «Στέγαση και Εργασία» του υπουργείου Εργασίας, που ξεκίνησε πιλοτικά το 2015 και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 2019, το οποίο από το 2021 έχει θέσει τις βάσεις για την εφαρμογή δράσεων κοινωνικής επιδοτούμενης στέγασης. «Χρειάζονται να γίνουν πολλά ακόμη γι αυτό το σύνθετο μεγάλο πρόβλημα», τονίζει και αναφέρει πως η προσφορά της ΑΡΣΙΣ στο πρόβλημα της αστεγίας, μέσω της “Σύν-ΠΡΑΞΗΣ”, του Δικτύου Διανομής Βασικών Αγαθών για άστεγους και άλλους ανθρώπους σε ανάγκη, είναι κυρίως εθελοντική και βασίζεται σε χορηγίες πολιτών που θέλουν να βοηθήσουν.
«Ο δήμος Θεσσαλονίκης θα μπορούσε να κάνει περισσότερα…»
Από την πλευρά του ο κεντρικός δήμος Θεσσαλονίκης, σίγουρα θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερα, αλλά όπως υποστηρίζουν δημοτικοί σύμβουλοι της αντιπολίτευσης, όπως ο Ανδρέας Κουράκης, προτιμά να δαπανά 600.000 για το στολισμό της πόλης αλλά να μην ενισχύει και να αναπτύσσει κοινωνικές υποστηρικτικές δομές για άστεγους ή άλλες ευπαθείς ομάδες. «Από τα στοιχεία του προυπολογισμού προκύπτει ότι η κοινωνική πολιτική του δήμου είναι μηδαμινή σχεδόν ανύπαρκτη», τονίζει ο δημοτικός σύμβουλος της «Πολύχρωμης Πόλης».
«Θεωρώ ότι ο δήμος ανταποκρίνεται και αντιμετωπίζει επαρκώς το πρόβλημα», υποστηρίζει ο αντιδήμαρχος Κοινωνικής Πολιτικής Χάρης Αηδονόπουλος, και αναφέρει ότι σύντομα ο δήμος Θεσσαλονίκης θα λειτουργήσει ένα καινούργιο κέντρο υποστήριξης αστέγων στην Μοναστηρίου, με πολλές παροχές και υπηρεσίες. «Πρόκειται για μία δομή τριών ορόφων όπου στους δύο πρώτους ορόφους θα προσφέρει σίτιση, πλυντήρια, τουαλέτες και συμβουλευτικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες και στον τρίο όροφο θα λειτουργεί και υπνωτήριο», τονίζει.
«Ο δήμος Θεσσαλονίκης δεν ασχολείται σοβαρά με την κοινωνική πολιτική ενώ ασχολείται με την επικοινωνία και τα έργα βιτρίνας», σημειώνει από την πλευρά του ο δημοτικός σύμβουλος της Λαϊκής Συσπείρωσης, Σωτήρης Ζαριανόπουλος, επισημαίνοντας ότι η διοίκηση του δήμου ακολουθεί πιστά το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της κυβέρνησης.
Δείτε επίσης: