Αστικοί μύθοι: Παυλοκαταραμένοι και Μπαγιάτηδες οι Σαλονικιοί
Δυο παρατσούκλια που ακολουθούσαν για πολλά χρόνια τους Θεσσαλονικείς και οι ιστορίες που τα συνοδεύουν.
To φθινόπωρο του 49 μ.Χ, ο Απόστολος Παύλος και ο Σίλας φτάνουν στη Θεσσαλονίκη. Στην πόλη υπήρχε τότε συναγωγή, κοντά στο λιμάνι, την Ετς Αχάιμ. Εκεί πηγαίνει και ο Παύλος για τρία συνεχόμενα Σάββατα και συζητά με τους παρευρισκομένους και τους ερμηνεύει αποσπάσματα από την Αγία Γραφή. Μερικοί πίστεψαν και έγιναν μαθητές του Παύλου και του Σίλα. Σύντομα όμως αρχίζουν να δημιουργούνται προβλήματα και να προκαλούνται ταραχές εξαιτίας της δραστηριότητας του Παύλου. Οι Εβραίοι έβαλαν πράκτορες που ξεσήκωσαν τους «εθνικούς», οι οποίοι κυνήγησαν με τις πέτρες τον Παύλο και τον Σύλλα. Σύμφωνα με την υπάρχουσα παράδοση, φεύγοντας βιαστικά βγήκε από τα τείχη από κάποιο σημείο ψηλά, (εκεί που αργότερα ιδρύθηκε η Μονή Βλατάδων), ίσως από κάποια μικρή πόρτα.
Λίγο ανατολικότερα στο σημείο υπήρχε ένα σπήλαιο και μια πηγή. Εκεί λέγεται πως κοντοστάθηκε ο Παύλος για να δροσιστεί και να κρυφτεί. Αυτή η σπηλιά υπάρχει ακόμη και βρίσκεται σήμερα κάτω από παλιά εκκλησία του Αγίου Παύλου στο Κτήμα ΦΑΑΘ (Της Φιλοπτώχου Αδελφότητας Ανδρών Θεσσαλονίκης). Στην πηγή αυτή που έμεινε γνωστή ως «αγίασμα του Αποστόλου Παύλου», τιμούσαν τον Απόστολο κάθε χρόνο. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, κτίσθηκε σε αυτό το σημείο ένας μικρός ναός στη μνήμη του και αναδείχθηκε το αγίασμα. Αργότερα ανεγέρθηκε σε θέση λίγο ψηλότερα από την παλιά εκκλησία, ένας σύγχρονος μεγαλοπρεπής ναός.
Τη νύχτα οι δυο άγιοι έφυγαν κρυφά και μάλιστα λέγεται ότι καταράστηκαν τους Θεσσαλονικείς που τους πετροβολούσαν. Αυτή η κατάρα ήταν ρετσινιά για τους Θεσσαλονικείς για αιώνες μετά και το προσωνύμιο «Παυλοκαταραμένοι» τους ακολουθούσε πολύ πριν τους ονομάσουν «Μπαγιάτηδες» και πολλοί πίστευαν πως η κατάρα αυτή τους βάραινε και τους χώριζε σε δυο αντιμαχόμενες μερίδες. Τους συντηρητικούς εμπόρους, τραπεζίτες και μεγαλοκτηματίες και οι προδευτικοί. Οι δυο αυτές ομάδες υπήρχαν στα 1890 και έκαναν κοντά 20 χρόνια μέχρι να συσπειρωθούν γύρω από τον Θανάση Σουλιώτη και έστησαν την Οργάνωση Θεσσαλονίκηςγια την αντιμετώπιση των κομιτατζήδων και ξεπέρασαν τη διχόνοια και την κατάρα της φυλής.
Δυο ερμηνείες υπάρχουν για το προσωνύμιο Μπαγιάτηδες, που αναφέρεται σε πολλά κείμενα για την πόλη και τους κατοίκους της. Σύμφωνα με την πρώτη προέρχεται από την τουρκική λέξη μπαγιάτ που σημαίνει όχι φρέσκο, μπαγιάτικο, οπότε μπαγιάτης είναι ο παλιός Θεσσαλονικιός αλλά και ο συντηρητικός και οπισθοδρομικός που δεν αγαπάει τις αλλαγές και την πρόοδο. Σύμφωνα με την δεύτερη στα τέλη του 19ου αιώνα στη συνοικία του Αγίου Νικολάου (του Τρανού)* υπήρχε ένας καφενές του Νίκου (ή Γιάννη) Μπαγιάτη. Εκεί σύχναζαν όσοι αγωνίζονταν εναντίον των Βούλγαρων κομιτατζήδων. Όταν λοιπόν οι Θεσσαλονικείς έβλεπαν κανέναν να μπαίνει με προφυλάξεις στον καφενέ έλεγαν «Αυτός είναι μπαγιάτης», με άλλα λόγια πατριώτης, αγωνιστής και το παρατσούκλι θεωρούνταν τίτλος τιμής για τους Σαλονικιούς. Το καφενείο κάηκε στην μεγάλη πυρκαγιά του 1917 (Πηγή: Οι Κάτοικοι της παλιάς Θεσσαλονίκης του Κώστα Τομανά, εκδ. Νησίδες επανέκδοση από τη πρώτη έκδοση του Εξάντα το 1992).
*Η συνοικία βρισκόταν γύρω από την πλατεία Δικαστηρίων, άνωθεν της Εγνατίας, μέχρι την Αριστοτέλους στα δυτικά της και πήρε το όνομά της από την μεγαλοπρεπή εκκλησία που ορθωνότανσημερινή οδό Μητροπολίτου Γενναδίου, ως την καταστροφή της από την πυρκαγιά του 1917, ο ιερός ναός του Αγίου Νικολάου του Τρανού (ο τελευταίος θεμελιώθηκε το 1864). Ήταν ακόμα γνωστός και με το όνομα Μεγάλος ή Αρχοντικός, επωνυμία ενδεικτική της θέσης του μέσα στην ορθόδοξη κοινωνία της πόλης, που τον διαφοροποιούσε από τον Άγιο Νικόλαο Ορφανό ή Μικρό. Μετά την πυρκαγιά του 1890, που αποτέφρωσε τον παραθαλάσσιο ναό του Αγίου Δημητρίου (στη θέση του κτίστηκε η σημερινή Μητρόπολη, που διασώθηκε στη μεγάλη πυρκαγιά του 1917), η έδρα της Μητρόπολης και το σκήνωμα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά μεταφέρθηκαν στον Άγιο Νικόλαο. Σ’ αυτόν τελέστηκε η δοξολογία για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 27 Οκτωβρίου 1912.Ο Άγιος Νικόλαος κάηκε στις 6 Αυγούστου 1917, όχι όμως ολοκληρωτικά. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή στα ερείπια του ναού εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες. Στα 1928 όλα κατεδαφίστηκαν για να κτιστεί ανατολικότερα ο σημερινός ναΐσκος.